Ὕψωσις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Α΄ Κορ. 1,18-24

Ὁ λόγος τοῦ σταυροῦ (Α´ Κο 1,18-24)

 P23 Στήν Κόρινθο κήρυτταν τό εὐαγγέλιο κάποιοι διδάσκαλοι οἱ ὁποῖοι πρόσφεραν τήν διδασκαλία μέ ἐντυπωσιακά φιλοσοφικά, ρητορικά καί διαλεκτικά τεχνάσματα. Αὐτά ἐντυπωσίαζαν ὁρισμένους ἀκροατές καί τούς προσείλκυαν στό κήρυγμα. Ἐπειδή ὅμως οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἔμεναν στά ἐξωτερικά σχήματα χωρίς νά προσεγγίζουν τό βαθύτερο νόημα τοῦ εὐαγγελίου, ἄρχισαν νά κρίνουν καί νά διακρίνουν τούς διδασκάλους ἀπό τόν τρόπο τῆς διδασκαλίας. Προτιμοῦσαν ἐκείνους πού ἐντυπωσίαζαν μέ τόν ρητορικό λόγο καί ὑποτιμοῦσαν τούς ἄλλους πού μιλοῦσαν ἁπλούστερα, χωρίς ρητορεῖες. Ἔφθασαν μάλιστα στό σημεῖο νά διαφωνοῦν καί νά διαπληκτίζονται μεταξύ τους καί νά δημιουργοῦνται ἔτσι ἀντιμαχόμενες μερίδες.
  Τήν περίτεχνη αὐτή μέθοδο τοῦ κηρύγματος τήν ὀνομάζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος «σοφία λόγου» καί τονίζει ὅτι ὁ ἴδιος ἐπιτελεῖ τό ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν ψυχῶν «οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου» (1,17), χωρίς νά στηρίζεται στήν ἀνθρώπινη σοφία, στήν φιλοσοφία, τήν ρητορεία καί τήν διαλεκτική. Εἶναι ἀκράδαντη πεποίθησή του ὅτι ἡ δύναμη τοῦ ἀποστόλου δέν βρίσκεται στήν πολυμάθεια ἤ τήν εὐφράδειά του. Ὁ ἴδιος εἶχε σπουδάσει τήν σοφία τοῦ κόσμου καί κατεῖχε τήν φιλοσοφία τῆς ἐποχῆς του, ἀλλά διαπίστωσε τήν χρεωκοπία καί τήν ἀποτυχία τους. Γι᾽ αὐτό θέλησε νά μείνει πιστός διδάσκαλος τοῦ σταυροῦ.
  Μέ τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ ἐπιτεύχθηκε τό πιό σημαντικό ἔργο: ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου. Ὁ Θεός διάλεξε αὐτόν τόν παράδοξο ταπεινωτικό τρόπο γιά νά χαρίσει τήν σωτηρία, διαψεύδοντας τίς προσδoκίες τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Ἐνῶ, δηλαδή, οἱ Ἕλληνες περίμεναν σοφό διδάσκαλο καί οἱ Ἰουδαῖοι ἰσχυρό Μεσσία, ὁ Θεός χάρισε τήν σωτηρία μέ τόν Ἐσταυρωμένο. Αὐτό, βέβαια, στούς Ἕλληνες φάνηκε μωρία, γιά τούς Ἰουδαίους ἦταν σκάνδαλο. Γιά τόν ἀπόστολο Παῦλο ὅμως καί γιά ὅλους τούς πιστούς πού ἀπολαμβάνουν τήν σωτηρία ὁ σταυρός εἶναι «δύναμις Θεοῦ» (1,18). Γι᾽ αὐτό δέν παύουν νά κηρύττουν «Χριστὸν ἐσταυρωμένον... Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν» (1,23-24).

1,18. Ὁ λόγος γὰρ ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί, τοῖς δὲ σῳζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι.
  «Ὁ λόγος ὁ τοῦ σταυροῦ» εἶναι τό κήρυγμα γιά τό πάθος καί τόν σταυρικό θάνατο τοῦ Χριστοῦ, πού σύμφωνα μέ τό προαιώνιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ ἔγινε τό μέσο τῆς σωτηρίας μας. Ἡ μετοχή «τοῖς ἀπολλυμένοις» (πρβλ. Β´ Κο 2,15· 4,3· Β´ Θε 2,10), σέ χρόνο ἐνεστώτα, ἀναφέρεται σ᾽ ἐκείνους πού βρίσκονται μακριά ἀπό τόν Χριστό καί βαδίζουν τόν δρόμο τῆς ἀπωλείας. Πρόκειται γιά τούς ἀπίστους, πού περιφρονοῦν καί ἀπορρίπτουν τόν σταυρό, τό μοναδικό μέσο τῆς σωτηρίας. Γι᾽ αὐτούς ἡ σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ «μωρία ἐστι», φαίνεται τρέλα, ἀνοησία. Ἡ στάση αὐτή δηλώνει πνευματική ἀσθένεια καί ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια καί τόν θάνατο τῆς ψυχῆς.
  Ὅπως οἱ ἄρρωστοι καί ἐκεῖνοι πού ψυχορραγοῦν ἀποστρέφονται τίς ὑγιεινές τροφές καί ἐνοχλοῦνται ἀπό τούς φίλους καί ἀπό τούς συγγενεῖς, καί πολλές φορές οὔτε τούς ἀναγνωρίζουν, ἔτσι συνήθως συμβαίνει καί μ᾽ ἐκείνους πού χάνουν τήν ψυχή τους. Δέν ἀναγνωρίζουν ὅσα τούς ὁδηγοῦν στήν σωτηρία καί θεωροῦν ἐνοχλητικούς ἐκείνους πού φροντίζουν γι᾽ αὐτούς. Ἐξαιτίας τῆς ἀρρώστιας τους ἔχουν παραφρονήσει καί γι᾽ αὐτό ἀποστρέφονται τά φάρμακα τῆς σωτηρίας. Ἀλλά ὅπως οἱ ἄρρωστοι ἄνθρωποι προκαλοῦν τήν συμπόνια μας, ἔτσι πρέπει, κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο, καί γιά «τοὺς ἀπολλυμένους» νά θρηνοῦμε, νά τούς ἀγαποῦμε καί νά τούς προσελκύουμε στήν σωτηρία.
  Ἄν ἐπιχειρήσουμε, βέβαια, νά μή τούς ἀπορρίψουμε ἀλλά νά τούς πείσουμε μέ λογικά ἐπιχειρήματα, ὅπως ἀσφαλῶς αὐτοί θά ἤθελαν, γιά τό πῶς ὁ Θεός εἰσῆλθε σέ μήτρα παρθενική καί ἔγινε ἄνθρωπος, ἐκεῖνοι θά χλευάσουν περισσότερο. Διότι ὅσα ὑπερβαίνουν τήν λογική ἀπαιτοῦν μόνο πίστη. Ἄν πολλά ἀπό αὐτά πού συμβαίνουν γύρω μας στήν φύση δέν μποροῦμε νά τά ἐξηγήσουμε μέ τήν λογική μας καί περιοριζόμαστε ἁπλῶς στό νά τά περιγράφουμε, πόσο περισσότερο ἰσχύει αὐτό γιά ὅσα ἔχουν σχέση μέ τόν Θεό; «Τὰ γὰρ μεγάλα λόγος οὐδεὶς παραστῆσαι δύναται» (ἅγιος Χρυσόστομος). Καί αὐτό ὀφείλεται στήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία. Πῶς νά χωρέσει τό ἀνθρώπινο μυαλό ὅτι ὁ Θεός καταδέχθηκε νά καταδικασθεῖ καί νά θανατωθεῖ; Πῶς νά κατανοήσει ὅτι ἕνας κατάδικος μέ τόν θάνατό του σώζει τόν κόσμο; Πῶς νά πιστέψει ὁ ἄνθρωπος σ᾽ ἕναν Θεό Ἐσταυρωμένο, ἄν στηριχθεῖ μόνον στήν λογική του; Σύμφωνα μέ τήν ἀνθρώπινη λογική, ἄν ἦταν Θεός, θά ὑπερασπιζόταν τόν ἑαυτό του. Δέν θά ἐπέτρεπε νά τόν συλλάβουν, νά τόν δικάσουν καί νά τόν καταδικάσουν σέ σταυρικό θάνατο.
  Πραγματικά, ὁ σταυρός ξεπερνᾶ τήν ἀνθρώπινη λογική, φανερώνοντας ὅμως τήν ἀπερίγραπτη δύναμη τοῦ Θεοῦ. Διότι εἶναι γνώρισμα ἄπειρης δυνάμεως ὄχι ἡ ἀποφυγή τῶν δεινῶν ἀλλά ἡ ὑπερνίκησή τους. Συγκεκριμένα στήν περίπτωση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δέν θά ἦταν τόσο θαυμαστό τό νά μήν πεθάνει ὅσο τό ὅτι νεκρός διέλυσε τόν θάνατο. «Μήν λέγεις, λοιπόν, "γιατί δέν βοήθησε τόν ἑαυτό του ἐπάνω στόν σταυρό;"», συνιστᾶ μέ δύναμη ὁ χρυσορρήμων πατέρας, καί ἐξηγεῖ: «Ἐπειγόταν νά συμπλακεῖ μέ τόν θάνατο. Δέν κατέβηκε ἀπό τόν σταυρό ὄχι ἐπειδή δέν μποροῦσε, ἀλλά ἐπειδή δέν ἤθελε. Διότι αὐτόν πού δέν κράτησε ἡ ἐξουσία τοῦ θανάτου, πῶς θά μποροῦσαν νά κρατήσουν τά καρφιά τοῦ σταυροῦ;».
  Κάτω ἀπό τήν φαινομενική ἀδυναμία, λοιπόν, κρύβεται ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός μέ τόν θάνατό του νίκησε τόν θάνατο μέ τήν ἐσχάτη ἀδυναμία του ἐξασφάλισε γιά τούς ἀνθρώπους τήν ὑψίστη δωρεά, τήν σωτηρία. Αὐτό ὅμως τό ἀντιλαμβάνονται καί τό βιώνουν μόνον ὅσοι δέχονται αὐτήν τήν δωρεά, ὅσοι λαμβάνουν τήν σωτηρία. Γι᾽ αὐτούς,«τοῖς σῳζομένοις», ὁ σταυρός εἶναι «δύναμις Θεοῦ». Ὁ σταυρός ἀποκαλύπτει: α) Τήν ἀπροσμέτρητη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού φθάνει ὥς τήν θυσία, β) τήν πανσοφία του, πού ἐπινόησε ἕνα ἀσύλληπτο γιά τήν ἀνθρώπινη λογική σχέδιο προκειμένου νά μᾶς σώσει, ἀλλά καί γ) τήν παντοδυναμία του, ἀφοῦ κέρδισε τήν λαμπρότερη νίκη κατά τοῦ θανάτου τήν ὥρα τῆς ἐσχάτης ἀδυναμίας του!
 
1,19. Γέγραπται γάρ· ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν, καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν ἀθετήσω.
  Ὁ Παῦλος στηρίζει τήν ἀλήθεια πού κηρύττει σέ ἕναν λόγο τῆς Γραφῆς. Ἀναφέρει ἕνα χωρίο ἀπό τόν προφήτη Ἠσαḯα σέ ἐλεύθερη ἀπόδοση. Τό χωρίο αὐτό ἔχει σχέση μέ τό ἑξῆς ἱστορικό γεγονός: Σέ μιά ἐποχή πού ὁ ἰουδαϊκός λαός εἶχε ἐγκαταλείψει τήν πίστη στόν Θεό, εἶχε ἐκτραπεῖ στήν ἁμαρτία καί τήν διαφθορά, καί οἱ ἄρχοντες γεμάτοι ὑπερηφάνεια εἶχαν θεοποιήσει τήν γνώμη τους, ὁ βασιλιάς τῶν Ἀσσυρίων Σενναχηρίμ στράφηκε ἀπειλητικά ἐνάντια στό βασίλειο τοῦ Ἰούδα. Σ᾽ αὐτήν τήν κρίσιμη ὥρα ὁ Θεός ἐπεμβαίνει. Ὑπόσχεται νά σώσει τόν λαό του μέ θαυμαστό τρόπο, παραμερίζοντας τούς ἐπιδέξιους πολιτικούς πού διαχειρίζονταν τίς ἐξωτερικές ὑποθέσεις. Ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ σοφία τους εἶναι ἀνωφελής καί μάταιη. Λέγει μέ τό στόμα τοῦ προφήτη· «Καὶ ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν κρύψω» (29,14).
  «Σοφία» εἶναι ἡ εὐφυḯα, ἡ ἐπιδεξιότητα, καί συνήθως χαρακτηρίζει τόν δάσκαλο. «Σύνεσις» εἶναι ἡ ὀξύνοια, ἡ ἱκανότητα τοῦ μαθητῆ νά ἀντιλαμβάνεται γρήγορα αὐτά πού διδάσκει ὁ δάσκαλος. Πολλές φορές οἱ δύο λέξεις χρησιμοποιοῦνται ὡς συνώνυμες. Ἔτσι συμβαίνει καί στόν στίχο μας. Ἐδῶ γίνεται λόγος γιά ἐκείνους πού θεωροῦνται σοφοί καί συνετοί ἀπό τούς ἀνθρώπους ἤ οἱ ἴδιοι ἔχουν μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό τους καί κομπάζουν γιά τήν φρόνησή τους. Μέ τά ρήματα «ἀπολῶ» καί «ἀθετήσω» ὁ Θεός βεβαιώνει ὅτι θά καταργήσει, θά παραμερίσει ὡς ἀνωφελῆ καί ἄχρηστη «τὴν σοφίαν» καί «τὴν σύνεσιν» τέτοιων ἀνθρώπων. Ἀντίθετα, εἶναι ἐπιθυμητή ἡ κατά Θεόν σύνεση ὅπως δείχνει ἡ εὐχή τοῦ ἀποστόλου Παύλου στόν μαθητή του Τιμόθεο· «δῴη γάρ σοι ὁ Κύριος σύνεσιν ἐν πᾶσι» (Β´ Τι 2,7).

1,20. Ποῦ σοφός; ποῦ γραμματεύς; ποῦ συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου; οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου;
  Καί ἡ φράση αὐτή εἶναι ἀπό τόν Ἠσαΐα σέ ἐλεύθερη ἀπόδοση (βλ. 19,12∙ 33,18). Ὁ προφήτης ἀναφέρεται στήν καταστροφή τῶν Ἀσσυρίων, ἡ ὁποία ἦταν ἐπέμβαση τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ἐπίτευγμα τῶν σοφῶν καί γραμματέων τοῦ Ἰσραήλ.
  «Σοφός» χαρακτηρίζεται στό χωρίο αὐτό κάθε ἕλληνας (ἐθνικός) γνώστης τῆς ἀρχαίας φιλοσοφίας «γραμματεὺς» ὀνομάζεται ὁ Ἰουδαῖος πού μελετᾶ τίς ἅγιες γραφές καί νομίζει ὅτι κατέχει τό νόημά τους καί γενικά τά τῆς ἰουδαϊκῆς θρησκείας «συζητητὴς» εἶναι ὁ ἀσκημένος στήν διαλεκτική τέχνη, ὁ ρήτορας, εἴτε εἶναι Ἕλληνας εἴτε Ἰουδαῖος. Ἡ ἔκφραση «τοῦ αἰῶνος τούτου» ἀναφέρεται στόν χρόνο μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου καί δηλώνει γενικώτερα τόν κόσμο πού δουλεύει στό κακό καί τήν ἁμαρτία.
  Μέ τίς ἀπανωτές θριαμβευτικές ἐρωτήσεις ὁ ἀπόστολος ἐπικυρώνει τόν προφητικό λόγο πού ἀνέφερε στόν προηγούμενο στίχο, προβάλλοντας ὡς ἀπόδειξη τήν ἴδια τήν πραγματικότητα. Ποιός φιλόσοφος ἤ ποιός ἀπό ἐκείνους πού κατέχουν τά τῶν ἰουδαίων μπόρεσε, πράγματι, νά ὁδηγήσει στήν σωτηρία καί στήν γνώση τῆς ἀληθείας; Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος δίνει κατηγορηματική τήν ἀπάντηση: «τῶν ἁλιέων τὸ πᾶν γέγονε», τό ἔργο αὐτό κατόρθωσαν μόνον οἱ ἀπόστολοι οἱ ἁλιεῖς ἀνθρώπων. Ἑπομένως ἡ ἀνθρώπινη σοφία καταργεῖται, ἀποδεικνύεται ἄχρηστη προκειμένου νά γνωρίσει κανείς τόν Θεό (πρβλ. Μθ 11,25 Λκ 10,21).
  Αὐτό τό νόημα ἔχει καί ἡ φράση «οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου;». Πρόκειται γιά μιά ρητορική ἐρώτηση πού ἰσοδυναμεῖ μέ ἰσχυρή κατάφαση. Ναί, πραγματικά, ὁ Θεός ἀπέδειξε ἀνόητη τήν σοφία αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Τήν ἀπέδειξε ἀνόητη ὡς πρός τήν πίστη, διότι δέν ἐπαρκεῖ γιά νά ὁδηγήσει στήν γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ (πρβλ. Ρω 1,22-23). Δέν χρειάζεται νά κατέχει τήν ἀνθρώπινη σοφία, νά ἔχει πτυχία καί τίτλους σπουδῶν κάποιος γιά νά ἀποδεχθεῖ τό κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου. Καί ἕνας ἀγράμματος μπορεῖ νά πιστέψει στό εὐαγγέλιο. Κάποιες φορές μάλιστα, εὐκολώτερα μπορεῖ νά ἀποδεχθεῖ τό εὐαγγέλιο ὁ λιγώτερο σοφός κατά κόσμον, διότι γρηγορώτερα ὑποτάσσει τήν λογική του καί παραδίδεται στόν Κύριο (ἅγιος Χρυσόστομος).
  Ὁ ἀπόστολος Παῦλος δέν τοποθετεῖται ἐναντίον τῆς ἐπιστήμης, στρέφεται ὅμως ἐναντίον τῆς φιλοσοφίας, διότι αὐτή διεκδικεῖ τήν θέση τῆς θρησκείας, γίνεται ἕνα εἶδος ψεύτικης θρησκείας. Ἡ ἐπιστήμη ἐξετάζει ὅ,τι ἐμπίπτει στόν κόσμο τῶν αἰσθήσεων, ἐνῶ ἡ φιλοσοφία καταγίνεται μέ τίς θεωρίες πού διατυπώνουν κατά καιρούς οἱ ἄνθρωποι. Οἱ χριστιανοί χρησιμοποιοῦν τά ἐπιτεύγματα τῆς ἐπιστήμης, ἀρνοῦνται ὅμως νά ἀσπασθοῦν τίς ποικίλες κοσμοθεωρίες καί βιοθεωρίες πού προτείνουν οἱ διάφορες φιλοσοφίες. Τά διαπιστευτήρια, ἐξάλλου, τῆς ἀληθινῆς σοφίας καί ἐπιστήμης σύμφωνα μέ τόν θεόπνευστο λόγο τῆς ἁγίας Γραφῆς ὁρίζονται ὡς ἑξῆς· «Τίς σοφὸς καὶ ἐπιστήμων ἐν ὑμῖν; δειξάτω ἐκ τῆς καλῆς ἀναστροφῆς τὰ ἔργα αὐτοῦ ἐν πραΰτητι σοφίας» (Ἰα 3,13).

1,21. Ὲπειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας.
  Ἡ πρόταση πού εἰσάγεται μέ τό «ἐπειδὴ γὰρ» αἰτιολογεῖ τόν προηγούμενο στίχο, καί συγκεκριμένα τό «οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου;». Ἡ αἰτία τῆς μωράνσεως εἶναι ὅτι «ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν». Ὁ Θεός ἀποκαλύπτει τόν ἑαυτό του καί τόν καθιστᾶ γνωστό σέ μᾶς μέσα ἀπό δύο βιβλία: α) τήν φυσική δημιουργία, ὅπου φανερώνεται ἡ πανσοφία (βλ. Ψα 103,24 Ρω 1,18-23) καί οἱ ἄλλες ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ καί β) τήν ἁγία Γραφή, ὅπου ξεδιπλώνεται τό σοφό σχέδιο τῆς θείας Οἰκονομίας.
  Ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ, λοιπόν, εἶναι φανερή ἀλλά «ὁ κόσμος», οἱ μακράν τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι, δέν μπόρεσαν «διὰ τῆς σοφίας», μέ τήν δική τους εὐφυΐα καί ἱκανότητα νά δοῦν καί νά γνωρίσουν τόν Θεό μέσα στήν φυσική δημιουργία.
Ἄν, λοιπόν, ἡ σοφία τοῦ κόσμου δέν μπόρεσε νά ἐξασφαλίσει τά ἀνώτερα ἀγαθά, τί νόημα ἔχει; Μάταια καυχιέται ὁ ἄνθρωπος γιά τήν δύναμή της. Κι ἄν τότε πού θά μποροῦσε νά τόν βοηθήσει μέσα ἀπό τήν δημιουργία νά βρεῖ τόν Θεό δέν τό πέτυχε, πῶς τολμᾶ στήν συνέχεια, ὅταν ἀποκαλύφθηκαν μεγαλύτερα πράγματα πού μόνον μέ τήν πίστη προσεγγίζονται, πῶς ἀποτολμᾶ νά ζητᾶ μόνη της νά τά κατανοήσει; Πραγματικά, εἶναι ἀδύνατον γιά τήν ἀνθρώπινη σοφία νά συλλάβει μόνη της τίς θεῖες ἀλήθειες (ἅγιος Χρυσόστομος).
  Φουσκωμένοι ἀπό τήν ὑπερηφάνειά τους οἱ χωρίς Θεό σοφοί τοῦ κόσμου περιφρόνησαν τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καί τήν θεώρησαν «μωρία», ἀνοησία, ἐνῶ τίς ἀνοησίες, πού οἱ ἴδιοι ἐπινοοῦν γιά ψεύτικους θεούς καί θεές καί τούς λατρεύουν, τίς παρουσιάζουν ὡς σοφία. Ὡστόσο, «ὁ Θεός» ἀπό τήν πολλή ἀγάπη του γιά τόν ἄνθρωπο «εὐδόκησεν», εὐαρεστήθηκε νά σώσει ἐκείνους πού θά πιστεύσουν στήν μωρία τοῦ κηρύγματος. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος διευκρινίζει: «μωρίας οὐχὶ τῆς οὔσης ἀλλὰ τῆς εἶναι δοκούσης». Δέν εἶναι βέβαια μωρία τό κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου, ἀλλά ἐκεῖνοι τό θεωροῦν μωρία. Μέ τό κήρυγμα γιά τήν σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ ὁ Θεός σέ κάθε ἐποχή προσελκύει τούς δικούς του ὄχι μέ τήν δύναμη τῆς ἀνθρώπινης σοφίας οὔτε τῆς ρητορικῆς εὐγλωττίας, ἀλλά μέ τήν μωρία τοῦ σταυροῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας λίγο πρίν ἀπό τό πάθος του διακήρυξε «κἀγὼ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν» (Ἰω 12,32).

1,22-23. Ἐπειδὴ καὶ Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι καὶ ῞Ελληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, ῞Ελλησι δὲ μωρίαν.
  Ἡ ἀπαίτηση τῶν ἰουδαίων ἀπό τά χρόνια ἀκόμη τῆς δημόσιας δράσης τοῦ Ἰησοῦ ἦταν νά δοῦν «σημεῖον», πού νά ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ πανίσχυρος Μεσσίας τόν ὁποῖο αὐτοί προσδοκοῦσαν. Ἔλαβαν ὅμως αὐστηρή τήν ἀπάντηση· «γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῖον ἐπιζητεῖ, καὶ σημεῖον οὐ δοθήσεται αὐτῇ, εἰ μὴ τὸ σημεῖον Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου» (Μθ 12,39· 16,4· Λκ 11,29). Ὁ Ἰησοῦς ἀρνήθηκε νά τούς δείξει κάποιο ἰδιαίτερο σημεῖο καί τούς παρέπεμψε μόνο στό σημεῖο τοῦ Ἰωνᾶ πού ἀποτελεῖ δυνατή προφητεία γιά τόν θάνατο καί τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καί τήν ἐξάπλωση τοῦ εὐαγγελίου σέ ὅλο τόν κόσμο. Ὁ παντοδύναμος Κύριος δέν θέλησε νά φανεῖ θεαματικά ἡ παντοδυναμία του οὔτε στούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του. Ἤθελε καί στήν γενιά ἐκείνη πού τόν ἔβλεπε νά προκαλέσει πίστη, ὥστε νά δημιουργήσει τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας νά μποροῦν, δηλαδή, νά τόν πιστεύουν οἱ ἄνθρωποι ὅλων τῶν αἰώνων χωρίς νά εἶναι ἀνάγκη νά βλέπουν σημεῖα.
  Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, οἱ «Ἕλληνες», δηλαδή οἱ εἰδωλολάτρες ἐθνικοί, ζητοῦσαν «σοφίαν». Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἀναζητοῦσαν τόν μεγαλύτερο φιλόσοφο, πού μέ λογικά ἐπιχειρήματα καί ἀποδείξεις θά καθιέρωνε μία φιλοσοφία παραδεκτή ἀπό ὅλους καί θά τούς ὀδηγοῦσε στήν ἀλήθεια θεωρητικά καί πρακτικά.
  Μέ τό «ἡμεῖς δὲ» τονίζεται μέ ἔμφαση ἡ ἔντονη ἀντίθεση πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στίς ἀξιώσεις τῶν ἰουδαίων καί τῶν ἑλλήνων καί στό κήρυγμα τῶν ἀπόστολων. Οἱ ἀπόστολοι, παρά τίς ἐντελῶς ἀντίθετες προσδοκίες ἰουδαίων καί ἐθνικῶν, δέν παύουν νά κηρύττουν «Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, ῞Ελλησι δὲ μωρίαν».
  «Σκάνδαλον» εἶναι τό πρόσκομμα. Γιά παράδειγμα, μιά πέτρα στήν μέση τοῦ δρόμου μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ «σκάνδαλον», διότι κάνει τούς περαστικούς νά σκοντάφτουν καί νά πέφτουν. Γιά τούς ἰουδαίους, πού περίμεναν τόν Μεσσία ὡς πανίσχυρο καί ἀήττητο βασιλιά, ὁ ὁποῖος θά ἐλευθέρωνε τό ἔθνος τους ἀπό τήν μακροχρόνια δουλεία, ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ στάθηκε ἕνα πρόσκομμα. Σκόνταφταν ἐπάνω στόν σταυρό καί δέν μποροῦσαν νά πιστέψουν στόν Χριστό. Τούς ἦταν ἀδύνατον νά δεχθοῦν ὅτι ὁ Μεσσίας μποροῦσε νά πεθάνει. Δέν μποροῦσαν νά κατανοήσουν ὅτι ὁ Μεσσίας εἶναι ὁ ἀδύναμος ἐκεῖνος ἄνθρωπος, πού εἶχε μιά συνοδία φτωχῶν καί ἀμόρφωτων ἀνθρώπων, πού παρουσιάσθηκε μπροστά στόν Πιλᾶτο καταφρονημένος, πού δέχθηκε τόσες ταπεινώσεις καί σταυρώθηκε ἀνάμεσα σέ δυό κακούργους! Ἕνας Μεσσίας ἐσταυρωμένος πού δέν κατεβαίνει ἀπό τόν σταυρό νά συντρίψει τούς ἐχθρούς του ἦταν γι᾽ αὐτούς τό φοβερότερο σκάνδαλο!
  Οἱ ἕλληνες πάλι χλεύαζαν τόν σταυρό, περιγελοῦσαν τήν πίστη στόν Ἐσταυρωμένο, διότι γιά τήν δική τους σοφία ἡ σταυρική θυσία ἦταν μωρία, ἀνοησία. Δέν μποροῦσαν νά καταλάβουν πῶς εἶναι δυνατόν ὁ θάνατος ἑνός Ἐσταυρωμένου νά χαρίζει στούς ἀνθρώπους ζωή καί σωτηρία!
  Παρουσιάζοντας ὁ ἀπόστολος τίς προσδοκίες καί τῶν ἰουδαίων καί τῶν ἐθνικῶν καί ἀντιπαραθέτοντας τήν ἐπιμονή τῶν ἀποστόλων νά κηρύττουν «Χριστὸν ἐσταυρωμένον», προβάλλει ἀκόμη ἐντονότερα στούς Κορινθίους τήν δύναμη τοῦ σταυροῦ. Ὁ σταυρός, ἦταν ἀκριβῶς τό ἀντίθετο ἀπ᾽ αὐτό πού ζητοῦσαν καί οἱ ἰουδαῖοι καί οἱ ἕλληνες. Ὄχι μόνον δέν μποροῦσε νά θεωρηθεῖ «σημεῖον» πού φανερώνει δύναμη, ἀλλά ἀντίθετα δείχνει τήν ἔσχατη ἀδυναμία. Ὄχι μόνον δέν ἐμφανίζεται μέ ἀξιώσεις ὑψηλῆς σοφίας, ἀλλά ἀντίθετα φαίνεται στήν ἀνθρώπινη λογική «μωρία». Ἔτσι ὅμως ἀποδεικνύεται ἀκόμη περισσότερο ἡ δύναμη τοῦ Ἐσταυρωμένου. Διότι ἐνῶ οἱ ἀπόστολοι κηρύττουν στούς ἰουδαίους καί τούς ἐθνικούς ἀντίθετα ἀπό ὅσα αὐτοί ἐπιθυμοῦσαν, ἐντούτοις τούς πείθουν γιά τήν ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου. Καί αὐτό ἦταν ἤδη μιά πραγματικότητα, τήν ὁποία γνώριζαν οἱ Κορίνθιοι πού διάβαζαν τήν Ἐπιστολή. Εἶναι μιά πραγματικότητα τήν ὁποία μαρτυρεῖ αἰῶνες τώρα ἡ ἱστορία, γιά νά βεβαιώνεται ὅτι «οὐκ ἔστιν ἀνθρώπινον τὸ κήρυγμα» (ἅγιος Χρυσόστομος).
  Πόσο παράδοξη καί θαυμαστή εἶναι ἡ ἐξάπλωση τοῦ εὐαγγελίου, δίχως τήν χρήση ἀνθρώπινης δυνάμεως ἤ σοφίας, ἀλλά μέ μόνο ὅπλο τό κήρυγμα τοῦ σταυροῦ, παρουσιάζεται πολύ παραστατικά ἀπό τόν ἅγιο Χρυσόστομο μέ τά ἑξῆς παραδείγματα: Ὅπως ἄν κάποιος θαλασσοδέρνεται καί ἐπιθυμεῖ ἕνα λιμάνι, ἀλλά ἐσύ τοῦ δείξεις ἄλλο μέρος τοῦ πελάγους ἀγριώτερο, καί ὅμως τόν κάνεις νά σέ ἀκολουθήσει μέ εὐγνωμοσύνη! Ὅπως ἄν κάποιος πληγωμένος ἐπιθυμεῖ φάρμακα, καί ἕνας γιατρός ὑπόσχεται νά τόν κάνει ὑγιῆ ὄχι μέ φάρμακα ἀλλά μέ καυτηριασμό, καί ὅμως πετυχαίνει νά τόν κερδίσει μέ τό μέρος του! Τόσο παράδοξο καί θαυμαστό ἦταν τό ἔργο τῶν ἀποστόλων καί τά ἀποτελέσματά του!
  Καί ἀπό τήν φύση ὁ ἅγιος πατέρας ἀναφέρει καταπληκτικά παραδείγματα, γιά νά δείξει πώς ἔχουν μεγάλη δύναμη καί πράγματα πού φαίνονται στά μάτια μας ἀδύναμα: Ὁ Θεός τείχισε τήν θάλασσα μέ τήν ἄμμο, συγκρατώντας τό ἰσχυρό μέ τό ἀσθενές! Τοποθέτησε τήν γῆ ἐπάνω στό νερό, δίνοντας σέ κάτι βαρύ καί πυκνό ἕνα ὄχημα ἐλαφρύ καί ρευστό! «Ὥσπερ γὰρ τὸ ὕδωρ βαστάζει τὴν γῆν, οὕτω καὶ ὁ σταυρὸς βαστάζει τὴν οἰκουμένην».

1,24. αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν.
  Τό κήρυγμα τοῦ σταυροῦ, ἐνῶ ἀπορρίπτεται ἀπό τούς ἰουδαίους πού ζητοῦν σημεῖο καί ἀπό τούς ἕλληνες πού ἀναζητοῦν σοφία, γίνεται ὡστόσο δεκτό καί ἀπό ἰουδαίους καί ἀπό ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι ἀποδέχονται τήν κλήση τοῦ Θεοῦ καί ὀνομάζονται ἀπό τόν ἀπόστολο «κλητοί».
  Ὁ Θεοδώρητος ἀναφέρει τό παράδειγμα τοῦ ἥλιου. Ὁ ἥλιος εἶναι φῶς γιά ὅσους βλέπουν, ἀλλά σκοτάδι γιά τούς τυφλούς. Δέν προκαλεῖ, βέβαια, ὁ ἥλιος τό σκοτάδι, ἀλλά ἡ ἀσθένεια τῆς ὅρασης παρεμποδίζει τήν λάμψη τῆς ἀκτίνας. Κατά παρόμοιο τρόπο, ἡ κακία τῆς ἀπιστίας ἐμποδίζει τό φῶς τῆς θεογνωσίας νά καταυγάσει τίς ψυχές τῶν ἀπίστων, διότι «πᾶς ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τό φῶς» (Ἰω 3,20). Ὅσοι ὅμως κρατοῦν ἀνοιχτή τήν καρδιά τους στήν κλήση τοῦ Θεοῦ, αὐτοί παίρνουν τό φῶς του καί ὁδηγοῦνται στήν ἀλήθεια τῆς σωτηρίας.
  Γι᾽ αὐτούς τούς κλητοὺς ὁ ἐσταυρωμένος Χριστός εἶναι «Θεοῦ δύναμις καὶ Θεοῦ σοφία». Ἡ σοφία καί ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ φαίνεται στόν σταυρό, διότι ἐπάνω στόν σταυρό πλανήθηκε καί νικήθηκε ὁ σατανᾶς, ὁ πρῶτος καί μεγάλος πλάνος, ὁ ὁποῖος μπῆκε στόν παράδεισο καί πλάνεψε τά παιδιά τοῦ Θεοῦ. «Πεπλάνηται ὁ πλάνος (σατανᾶς), ὁ πλανηθεὶς (ἄνθρωπος) λυτροῦται σοφίᾳ σῇ, Θεέ μου», ψάλλει εὐγνώμονα ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας στά ἐγκώμια τοῦ ἐπιταφίου. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦλθε στό βασίλειό του σάν ἄσημος, ἀδύναμος καί ταπεινός ἄνθρωπος καί τήν ὥρα πού ὁ σατανᾶς νόμιζε ὅτι τόν εἶχε κατατροπώσει μέ τόν σταυρικό θάνατο, ὁ Ἰησοῦς τοῦ συνέθλιψε τήν κεφαλή καί τόν κατανίκησε. Ὁ Ἰησοῦς παρουσιάσθηκε στόν ἅδη μέ τό δόλωμα τῆς σαρκός καί τήν ὥρα πού ὁ σατανᾶς ἔπιασε τό δόλωμα, τό ἀγκίστρι τῆς θεότητος, πού ἦταν κρυμμένο μέσα στό δόλωμα αὐτό, διέλυσε τό κρανίο του! Πάνω στόν σταυρό δόθηκε ἡ πιό ἰσχυρή μάχη καί πραγματοποιήθηκε ἡ πιό μεγάλη νίκη! Πάνω στόν σταυρό πραγματοποιήθηκε τό πάνσοφο σχέδιο τοῦ Θεοῦ, πού προαιώνια κατέστρωσε ὁ Θεός, γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.

Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία τῆς Α΄ πρός Κορινθίους Ἐπιστολῆς (βοήθημα κυκλαρχῶν)