Στή γῆ τοῦ Πόντου

 ifigenia-cἮταν καί ἡ γῆ τοῦ Πόντου ἀπό τίς πρῶτες πού δέχθηκαν τή σπορά τῆς οὐράνιας ἀλήθειας. Ἐκεῖ, σύμφωνα μέ τήν παράδοση, κήρυξε ὁ πρωτόκλητος μαθητής, ὁ ἅγιος Ἀνδρέας. Ἀλλά καί ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἀναφέρει ἀνάμεσα στούς παραλῆπτες τῆς Α΄ Ἐπιστολῆς του τούς πιστούς χριστιανούς τοῦ Πόντου.
 Ἦταν πολλές οἱ ἐκλεκτές ψυχές πού μέσα ἀπό τό Βάπτισμα συνδέθηκαν μέ δεσμά ἱερά καί συγκρότησαν θαυμαστές χριστιανικές κοινότητες. Κι εἶναι ὡραία ὄντως ἡ ὥρα τῆς ἀνθοφορίας, ὅταν ἡ θεία χάρη πλημμυρίζει τίς ψυχές μέ τή γλυκύτατη πρόγευση τοῦ Παραδείσου. Ὅμως στή ζωή τοῦ κόσμου ἔρχονται καί οἱ παγωνιές καί ξεσποῦνε θύελλες. Ὅπως ὅλες οἱ τοπικές ἐκκλησίες, ἔτσι καί ἡ ἐκκλησία τοῦ Πόντου θά προσφέρει στόν Φυτουργό τῆς κτίσεως «θυσίαν ζῶσαν» (Ρω 12,1), τίς ἅγιες ἀπαρχές, ἀνταπόδομα στό χάρισμα τῆς υἱοθεσίας, στήν εὐεργεσία τῆς καινῆς ζωῆς. Εἶναι ἡ ὥρα πού τά βλαστάρια τοῦ μεγάλου Σποριᾶ θά δέσουν καρπούς μεστούς. Ἀνάμεσά τους ἕνα νιόφυτο παρθενικό λουλούδι, ἡ Ἰφιγένεια. Ἡ οἰκογένειά της, στήν Τοκάτη τοῦ Πόντου στά τέλη τοῦ 1ου αἰώνα, ὁλόκληρη δέχθηκε μέ ἱερό ἐνθουσιασμό τή νέα πίστη. Ὁ βοριάς τῶν διώξεων θά πνεύσει μέ ἀγριότητα στό σπιτικό τους καί οἱ γονεῖς της θά βρεθοῦν βίαια στή φυλακή. Τήν ἄνοιξη τῆς παρουσίας τοῦ Παρακλήτου ὅμως δέν θά τή μαράνει ὁ βαρύς χειμώνας τῶν διωγμῶν.
 Ἡ φωτιά τοῦ Παρακλήτου κρατᾶ τήν καρδιά τῆς Ἰφιγένειας εἰρηνική καί θερμή. Εὐλογημένοι πόθοι φτερώνουν τή νεαρή κόρη γιά τόν λατρευτό Σωτήρα καί Νυμφίο της. Ἔτσι ἡ ὁμολογία της εἶναι ρωμαλέα καί σθεναρή ὅταν ὁ διοικητής τῆς περιοχῆς τή συλλαμβάνει καί τήν ἀνακρίνει. Μπροστά στό βῆμα τοῦ δικαστῆ ἐπαληθεύεται ἀκόμα μία φορά ἡ ὑπόσχεση τοῦ Ἰησοῦ ὅτι οἱ δικοί του θά ἀπολογοῦνται μέ μία δύναμη ἀλλιώτικη, ξένη στά δεδομένα αὐτοῦ του κόσμου. Θά μιλᾶ μέ τό στόμα τους ὁ χορηγός τῆς ζωῆς καί θησαυρός ὅλων τῶν ἀγαθῶν, Ἐκεῖνος πού τούς σφράγισε γιά μία αἰωνιότητα. Ἡ Ἰφιγένεια, πού τό ὄνομά της σημαίνει αὐτήν πού κατάγεται ἀπό ἐκλεκτή γενιά, ἀνήκει στήν ἄριστη γενιά τῶν χριστιανῶν, στά μωρά τοῦ κόσμου αὐτοῦ πού καταισχύνουν τούς ἰσχυρούς τῆς γῆς. Ἀκόμα κι ὅταν τό παρθενικό κορμί της κατακρεουργεῖται βάναυσα ἀπό τούς ἄγριους δημίους, τά χείλη της μέ θερμουργό ζῆλο διακηρύσσουν τή λατρεία στόν θεῖο Νυμφίο.
 Ὁ ἴδιος ὁ διοικητής προβληματίζεται ἀπό τή δύναμη τῆς τρυφερῆς αὐτῆς ὕπαρξης. Κι ὅταν συγκλονισμένος σκύβει πάνω στό αἱμόφυρτο δεκαπεντάχρονο κορμί πού ξεψυχᾶ, ἀκούει δυνατή τήν ὁμολογία τῆς ἀληθινῆς πίστεως πάνω στήν ὁποία θέτει ἡ Ἰφιγένεια αἱμάτινη σφραγίδα μέ τή θυσία της: «Πιστεύω εἰς τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν». Μέ ἀγκυροβολημένη τήν ἐλπίδα στήν αἰώνια δόξα τοῦ Θεοῦ παραδίδει τό πνεῦμα της ἡ κόρη τοῦ Πόντου ἀφήνοντας πίσω μετανοημένο τόν Μᾶρκο, τόν διοικητή καί δήμιό της.
 Ὁ ἴδιος θά γνωστοποιήσει στούς γονεῖς τῆς μάρτυρος τό ἡρωικό τέλος τοῦ παιδιοῦ τους, θά γίνει μέλος τῆς Ἐκκλησίας καί θά ἐργαστεῖ ἱεραποστολικά γιά τήν ἐξάπλωση τοῦ εὐαγγελίου.
 Ἡ ἔνδοξος καί καλλίνικος μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Ἰφιγένεια ἡ ἐκ τοῦ Πόντου εἶναι ἀπό τά πρῶτα ἄνθη τῆς παρθενίας πού ἔστειλε ἡ γῆ στόν οὐρανό. «Ἔμεινας βράχος ὄρθιος ἐν τῇ λύσσῃ τῶν κυμάτων τῆς ἀθεΐας καὶ παρέδωκας τὴν ψυχὴν ἀλώβητον διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ», ἀναφωνοῦμε μαζί μέ τόν ὑμνωδό στίς 16 Νοεμβρίου, ἡμέρα τῆς μνήμης της. Ἡ ζωή τῆς ἁγίας παρθενομάρτυρος Ἰφιγενείας ἀποτελεῖ μία μικρή παράγραφο στήν Ἱστορία αὐτοῦ του κόσμου, ἄγνωστη στούς πολλούς ἀλλά φυλαγμένη στούς οὐρανούς ἀπό τούς ἀγγέλους, ὅπως καθετί πού δέν γράφεται μέ φθαρτό μελάνι ἀλλά μέ τό αἷμα τῆς θυσίας τῶν ἐκλεκτῶν ψυχῶν πού πυρπολοῦνται ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ αἰώνιου Θεοῦ.

Ἰχνηλάτης