Ἔχει ξεκινήσει ἤδη ἡ νέα σχολική χρονιά. Παρουσιάζονται ὅμως ἀρκετές ἐλλείψεις καθηγητῶν. Ἔτσι ἄλλα τμήματα κάνουν μάθημα κι ἄλλοι μαθητές ἀπολαμβάνουν τό «κενό» τους παίζοντας στό προαύλιο.
Μέσα στό γραφεῖο τῶν καθηγητῶν κάποιοι συνάδελφοι συζητοῦν. Τήν ἡσυχία τους διαταράσσει ἕνας καθηγητής πού διαμαρτύρεται γιά τό ὡρολόγιο πρόγραμμά του. Τόν μιμοῦνται καί πολλοί ἄλλοι. Διαμαρτύρονται στόν προγραμματιστή, γιατί τούς ἔχει πολλά κενά μές στήν ἑβδομάδα, γιατί τούς ἔχει βάλει νά τελειώνουν μέ ἑφτάωρα, γιατί... Κι ὁ χορός καλά κρατεῖ... Ὁ προγραμματιστής τούς καθησυχάζει μέ τό ἐπιχείρημα: «Τό πρόγραμμα εἶναι πρόχειρο. Θά ἀλλάξει τήν ἄλλη ἑβδομάδα». Λίγο πρίν χτυπήσει τό κουδούνι γιά μάθημα, ἔρχεται ὁ διευθυντής πρός τό μέρος μου λέγοντας:
- Μαρία, παίρνοντας ὑπ’ ὄψη αὐτά τά στοιχεῖα, κάνε ἕνα Πρακτικό Παρουσίασης μιᾶς συναδέλφου, πού τήν ἀπέσπασαν προσωρινά στό σχολεῖο μας. Ἔγραψα βιαστικά τό Πρακτικό. Τό ἄφησα στό τραπέζι, γιά νά τό ὑπογράψει ἡ καινούργια συνάδελφος, πού δέν τήν εἶχα γνω- ρίσει ἀκόμη, κι ἔτρεξα γιά τό μάθημα τῆς ἑπόμενης ὥρας. Στό διάλειμμα διαπιστώνω πώς ἡ ἐνδιαφερόμενη καθηγήτρια δέν ἔχει ὑπογράψει ἀκόμη τό Πρακτικό. Παραξενεύομαι. Ποῦ βρίσκεται; Μέ τί ἀπασχολεῖται; Ξαναεμφανίζεται σέ λίγο ὁ διευθυντής:
- Πάρε, σέ παρακαλῶ τό Πρακτικό καί πήγαινε ἔξω στό σαλόνι τοῦ διαδρόμου, γιά νά τό ὑπογράψει ἡ συνάδελφος. Σήμερα, πρώτη μέρα πού ἦρθε, ἄς μήν τήν κουράσουμε περισσότερο.
Ἀμέσως σκέφτηκα: «Τόσο δύσκολο εἶναι νά ’ρθεῖ μέσα στό γραφεῖο μας νά τό ὑπογράψει;». Ὅταν ὅμως πῆγα νά τή συναντήσω, πῆρα τήν ἀπάντηση στόν προβληματισμό μου. Τή βρῆκα καθισμένη στό σαλόνι κι εἶχε δίπλα της ἕνα «πί». Τή χαιρέτησα. Μοῦ χαμογέλασε καί ὑπέγραψε. Καθώς ἄφηνα τό Πρακτικό στό γραφεῖο τοῦ διευθυντῆ, μοῦ ἐξήγησε: «Ὑποφέρει τελευταῖα άπό μία σκληρή ἀρρώστια. Ἔχει σκλήρυνση κατά πλάκας. Ἔχει ἀρκετή δυσκολία στό περπάτημα».
Ἔμεινα ἐμβόντητη. Σκεφτόμουν τό προηγούμενο σκηνικό μέσα στό γραφεῖο τῶν καθηγητῶν καί ἔνιωσα ντροπή γιά τή μιζέρια μας, γιά τίς μικρότητες καί μικροψυχίες μας. «Ἄς σοβαρευτοῦμε», εἶπα στούς συναδέλφους μου, «κι ἄς μήν “τρωγόμαστε” μεταξύ μας δίχως λόγο. Δόξα τῷ Θεῷ, ἔχουμε τήν ὑγεία μας. Ἄς δουλέψουμε, λοιπόν, μέ ὄρεξη καί χαρά, γιά νά βοηθήσουμε τά παιδιά μας. Ὑπάρχουν συνάνθρωποί μας πού ἔχουν πολλά καί δυσεπίλυτα προβλήματα. Κι ὅμως σηκώνουν μέ ὑπομονή τόν σταυρό τους. Τέτοιοι ἄνθρωποι, ὅπως κι ἡ νέα συνάδελφος, μᾶς διδάσκουν, μᾶς ἐλέγχουν καί μᾶς ἐπαναφέρουν στήν τάξη».
«Δυστυχῶς», συμφώνησε ἕνας καθηγητής, «ἐμεῖς προηγουμένως “κλαίγαμε ἄδαρτοι”».
Γ. Μ.