"Διέλθωμεν δή ἕως Βηθλεέμ"

monopati   Κάθε φορά πού ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας ἔρχεται ἀντιμέτωπος μέ τήν τραγωδία του, μιά κραυγή ἀφήνει νά τοῦ ξεφύγει μέσα ἀπό τά κουρασμένα του στήθη· Ἀδιέξοδο! Ὅταν ἡ ἀγωνία του κορυφώνεται γιά τά μεγάλα ἐρωτηματικά τῆς ζωῆς καί δέν βρίσκει ἀπάντηση, ἀδιέξοδο. Ὅταν ὁ πόνος τόν καρφώνει ἀδύναμο στό κρεββάτι, ἀνίκανο νά ἀπελευθερωθεῖ, ἀδιέξοδο. Ὅταν ἡ δυστυχία παφλάζει γύρω του χωρίς νά μπορεῖ νά τήν ἀναχαιτίσει, ἀδιέξοδο. Ἕνα ἀδιέξοδο ὀρθώνεται μπροστά του μόνιμα ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἱστορίας του, καθώς οἱ αἰώνιοι πόθοι του καί στόχοι του συγκρούονται καί γίνονται συντρίμμια πάνω στήν ἀδυναμία του.
   Κι ὅμως, κάποτε, στό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἀνοίχθηκε γιά τόν ἄνθρωπο μία, μοναδική ἀλλά ἀληθινή, διέξοδος. Ἦταν τότε πού ἄνοιξε ὁ οὐρανός μπρός στά ἔκθαμβα μάτια τοῦ κόσμου καί κατέβηκε ὁ Θεός στή γῆ. Γύρω σκοτάδι πολύ, ἄγρια ἡ φύση στά βοσκοτόπια τῆς Βηθλεέμ καί οἱ βοσκοί νά ἀγρυπνοῦν φυλάγοντας βάρδια στά κοπάδια τους. Δέν θά μποροῦσε νά βρεθεῖ καλύτερο σκηνικό, γιά νά ἀπεικονίσει τό ἀνθρώπινο δρᾶμα στήν ἀκραία του στιγμή· ἀπό τή μιά ἡ τυραννία τοῦ σκότους, πού σκεπάζει καί παραμορφώνει τήν πραγματικότητα, καί ἀπό τήν ἄλλη ἡ ἀγρύπνια τοῦ ἀνθρώπου, πού λαχταρᾶ γιά τό φῶς τῆς ἀλήθειας, ἡ προσμονή τῆς αὐγῆς, ἡ ἀναμονή τῆς καινούργιας μέρας. Τήν ὥρα ἐκείνη φθάνει τό μήνυμα τοῦ ἀγγέλου μέσα σέ μιά φωτοχυσία· «Γεννήθηκε σήμερα λυτρωτής γιά ὅλους σας!». «Καί οἱ ἄνθρωποι οἱ ποιμένες εἶπον πρός ἀλλήλους· διέλθωμεν δή ἕως Βηθλεέμ καί ἴδωμεν τό ρῆμα τοῦτο τό γεγονός, ὅ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν» (Λκ 2,15). Ἔτσι ἐγκαινιάσθηκε ἡ διέξοδος τοῦ Χριστοῦ.
   Ἡ λύτρωση μᾶς περιμένει μέσα σέ μιά φάτνη, ἀλλά χρειάζεται ἐμεῖς νά «διέλθωμεν», νά περάσουμε τό δρόμο πού ἀνοίγεται μπροστά μας ἀπό τούς ἀγγελιαφόρους καί ἀπεσταλμένους τοῦ Θεοῦ, γιά νά τήν βροῦμε. Χρειάζεται νά ἀφήσουμε τούς παλιούς μας δρόμους, τίς παλιές μας συνήθειες τῆς ἁμαρτίας, χρειάζεται νά νικήσουμε τούς νέους μας φόβους, τή δυσπιστία καί τήν ἀνησυχία μας, καί νά περάσουμε ἀπό τό χῶρο τῆς ἀναζητήσεως στό χῶρο τῆς ἐμπειρίας. Θέλει κόπους τό πέρασμα αὐτό, θέλει θυσίες· ἀπαιτεῖ νά κόψουμε δεσμούς μακροχρόνιους κι ἀγαπημένους, ὅπως ἦταν τό κοπάδι γιά τούς βοσκούς -ὅ,τι πολυτιμότερο κι ὅ,τι ἀγαπητότερο εἶχαν-, νά ἀρνηθοῦμε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας, τήν κοσμοβιοθεωρία μας καί τή νοοτροπία μας, πού κουραστήκαμε ἴσως νά τήν διαμορφώσουμε καί τώρα μᾶς φαίνεται ἀδιανόητη ἡ ζωή χωρίς αὐτήν. Θέλει προπάντων τό πέρασμα αὐτό πίστη· ἀπαιτεῖ νά πιστέψουμε ὅτι πέρα ἐκεῖ στή Βηθλεέμ, ὅπου μᾶς δείχνει ὁ ἄγγελος –καί σήμερα τήν λένε Ἐκκλησία-, μᾶς περιμένει ἕνα βρέφος, πού κρατᾶ μέσα στά σπάργανά του ὅλες τίς ἐλπίδες μας γιά σωτηρία. Καί νά πιστέψουμε μέ πίστη τέτοια, πού τόσο νά μᾶς βιάζει καί τόσο νά μᾶς φτερώνει, ὥστε νά ἀφήνουμε τό κοπάδι μας μέσα στή νύχτα καί νά τρέχουμε νά βροῦμε τόν Λυτρωτή.
   Ὁ ἄνθρωπος εἶναι εὔκολος στό νά ἀλλάζει δρόμους, νά δοκιμάζει συνέχεια ἄλλα μονοπάτια, φθάνει νά τοῦ ἐγγυῶνται τήν ἀνεξαρτησία του, τήν ἀκεραιότητα τοῦ ἐγώ του. Ὁ δρόμος τῶν Χριστουγέννων ὅμως δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνας ἄλλος δρόμος· εἶναι ἕνας καινούργιος δρόμος καί εἶναι ὁ μόνος διέξοδος, καθώς φέρνει σέ μιά καινούργια, πράγματι, ζωή καί ὄχι ἁπλῶς σέ μιά ἀλλαγή. Κι αὐτό συμβαίνει, γιατί ὁ δρόμος τῶν Χριστουγέννων χαράζεται ἀπό ἕνα γεγονός -ὄχι ἀπό φιλοσοφίες οὔτε ἀπό ἀνακαλύψεις· ἕνα γεγονός πού δέν μπορεῖς νά τό ἀρνηθεῖς, δέν μπορεῖς νά τό παραχαράξεις καί δέν μπορεῖς νά ἀδιαφορήσεις γι’ αὐτό. Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι γεγονός πού χώρισε τήν ἱστορία καί δημιούργησε ἱστορία, πού χώρισε τήν ἀνθρωπότητα γιά νά τήν ἑνώσει, πού χώρισε τήν κοινωνία γιά νά τήν φτιάξει. «Ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ» γιά ὅλο τό λαό, γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀνεξάρτητα ἀπό διαφορές καί διακρίσεις, ἀλλά καί γιά τόν καθένα προσωπικά, ἀνεξάρτητα ἀπό τό ποιόν του ἤ ἀπό τό φρόνημα τῆς αὐτοσωτηρίας. «Ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ» κι ἄς ἔχουν περάσει τόσοι αἰῶνες χωρίς εἰρήνη, χωρίς δικαιοσύνη, χωρίς εὐτυχία· δέν μειώνεται ἔτσι οὔτε ἡ ἀλήθεια οὔτε ἡ ἀξία τοῦ γεγονότος, ἀντίθετα ἐπιβεβαιώνεται ἔστω ἀρνητικά. Ὅσοι δέν δέχονται τά Χριστούγεννα ὡς γεγονός, ἀλλά τό θεωροῦν παραμύθι, εἶναι ἀστεῖο νά ἀποροῦν καί νά κατηγοροῦν πώς οὔτε ὁ Χριστός σώζει. Εἶναι δυνατόν νά σώσει ἕνα παραμύθι; Θά ἦταν σκέτη ταλαιπωρία τότε καί αὐτή ἡ διέξοδος καί πορεία τοῦ ἀνθρώπου.
   Ρίξτε ἕνα βλέμμα στόν ἄνθρωπο τοῦ σήμερα. Δέσμιος στήν ἴδια πάντοτε κατάσταση τοῦ ἄγχους καί τῆς ἀνασφάλειας, εἴτε ἡ τυραννία του λέγεται φτώχια εἴτε πλοῦτος, εἴτε ἀμάθεια εἴτε πολυμάθεια, εἴτε καταθλιπτική ἀρρώστια εἴτε ἀχαλίνωτη ὑγεία, εἴτε τρομερός θάνατος εἴτε ἀσύδοτη ζωή, εἴτε αἱματοβαμμένος πόλεμος εἴτε πρόσκαιρη εἰρήνη, εἴτε αἰσχρή συμμαχία εἴτε διπλωματική συμφωνία. Ὅπου νά «διέλθει», μένει στόν κλοιό του. Κι ἄν ἀκόμη πετάξει στή σελήνη καί στά ἄστρα, ἀσφυκτιᾶ. Τά φῶτα πού τόν θαμπώνουν ἀπό μακριά, τά βρίσκει σβηστά, ὅταν τά ἐπισκέπτεται. Ὅπως ἐκεῖνος πού περπατᾶ τούς διαδρόμους τῆς φυλακῆς ἄσκοπα ὧρες ὁλόκληρες, ὅπως ἡ βάρκα πού παίζει μάταια τό κουπί δεμένη, ἔτσι ὁ ἄνθρωπος διαγράφει κύκλους γύρω ἀπό τόν ἑαυτό του χωρίς λυτρωμό, ἐφόσον βγάζει ἀπό τή ζωή του τό γεγονός, ἐφόσον ξεχωρίζει τόν ἑαυτό του ἀπό τήν ἀλήθεια τῶν Χριστουγέννων.
   Καταδικασμένη κάθε ἀνθρώπινη προσπάθεια χωρίς τό γεγονός. Ἀλλά ἄπρακτο καί ἀνενέργητο, ἄκαρπο καί ἀναξιοποίητο καί τό γεγονός, παρόλο τό μέγεθος καί τή λάμψη του, ὅταν δέν τό οἰκειωθεῖς. Χρειάζεται νά κάνουμε τό γεγονός τοῦ Θεοῦ γεγονός τῆς ζωῆς μας, νά μποῦμε κι ἐμεῖς στήν τροχιά τῆς ἕλξεώς του, ὅπως μπῆκε ὁ Θεός στήν τροχιά τῆς ἱστορίας μας. «Διέλθωμεν!». Νά, τό μυστικό τοῦ μυστικοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἦταν μυστήριο καί τό κρατοῦσε ὁ Θεός μυστικό ἀπό ἀγγέλους καί ἀνθρώπους ὅτι θά γινόταν ἄνθρωπος γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο. Κι ὅταν αὐτό τό μυστικό φανερώθηκε, τότε ἦλθαν οἱ ἄγγελοι νά μᾶς ποῦν καί τό ἄλλο, τό μυστικό τοῦ μυστικοῦ: Ὅλα χαμένα, ἄν δέν «διέλθετε ἕως τήν Βηθλεέμ!». Ὅσοι «διῆλθαν» βρῆκαν διέξοδο, εἶδαν, ψηλάφησαν, γεύτηκαν Θεό καί θεία ζωή, βρῆκαν τή χαρά καί κατέκτησαν τήν ἀλήθεια. Ἄν τίποτε ἄλλο δέν σᾶς μιλάει, ἄνθρωποι τῆς ἀγωνίας καί τῆς ἀγρύπνιας, αὐτό δέν σᾶς λέει τίποτε;

Υ.Γ. Αὐτό τό μυστικό πέρασμα στή γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἕνα γλυκύτατο ὄνομα· τό λένε μετάνοια.

Σ. Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 37 (1982) 161-162