«Πολλά δέ θέλει ὁ ἄνθρωπος
νά ᾽ν᾽ ἥμερος νά ᾽ναι ἄκακος·
λίγο φαΐ, λίγο κρασί,
Χριστούγεννα κι Ἀνάσταση»,
εἶναι στίχοι τοῦ νομπελίστα μας ποιητῆ Ὀδυσσέα Ἐλύτη.
Τά Χριστούγεννα, πράγματι, προσφέρουν μία εὐκαιρία νά ξαναβροῦμε τούς παλιούς μας φίλους, ποιητές καί συγγραφεῖς, πού μέ δύναμη ψυχῆς τραγούδησαν τόν νεογέννητο Χριστό. Ἴσως ἔτσι κι ἐμεῖς γίνουμε λίγο «ἥμεροι καί ἄκακοι».
Ξεκινῶ ἀπό τόν πρίγκιπα τῶν λογοτεχνῶν, τόν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη, γιά τόν ὁποῖο ὁ Μιλτιάδης Μαλακάσης πίστευε ὅτι ἦταν ὁ «καλύτερος ποιητής» πού εἶχε γνωρίσει. Στό διήγημα «Στό Χριστό στό Κάστρο» ὑπάρχει ἕνα ποίημα πού ἀναφέρεται στόν ναό τῆς Γεννήσεως:
«Μέ χρόνους μέ καιρούς καί ἥμισυ καιροῦ,
κάποιος ἀμαθής, ἁμαρτωλός χυδαῖος,
καμμία γυναίκα τοῦ λαοῦ πτωχή
σ᾽ ἐνθυμεῖται κι ἔρχεται νά σοῦ φέρ᾽
ὄχι χρυσόν, ἀλλά ὀλίγο λιβάνι,
ἕνα κερί κι ὀλίγο λάδι στήν μποτίλια
σ᾽ ἐσέ πού εἶσαι ὅλων ὁ δοτήρ».
Ὁ μεγάλος ποιητής μας Κωστῆς Παλαμᾶς μέ ξεχωριστή κατάνυξη στέκεται μπροστά στό ἀσύλληπτο μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ («Ἀστέρι Θεϊκό») καί θαυμάζει:
«Τί φῶς καί χρῶμα κι ὀμορφιά
νά σκόρπιζε τό ἀστέρι,
ὅπου στήν κούνια τοῦ Χριστοῦ
τούς μάγους ἔχει φέρει;».
Τήν τρυφερότητά του ἀπέναντι στόν νεογέννητο Χριστό ἐκφράζει μέ τό ποίημά του:
«Νά ᾽μουν τοῦ σταύλου ἕν᾽ ἄχυρο, ἕνα φτωχό κομμάτι,
τήν ὥρα π᾽ ἄνοιξ᾽ ὁ Χριστός στόν ἥλιο του τό μάτι!».
Τό ποίημά του «Ἕνας Θεός» ἀποκαλύπτει τήν «καλή ἀλλοίωση» πού συμβαίνει στά μύχια τῆς ὑπάρξεως, ὅταν γεννιέται μέσα της ὁ Χριστός:
«Ὤ, μέσα μου γεννιέται ἕνας Θεός
καί τό κορμί μου γίνεται ναός,
δέν εἶναι ὡς πρῶτα φάτνη ταπεινή,
μέσα μου λάμπουν ξάστεροι οὐρανοί».
Γενικά, στά χριστουγεννιάτικα ποιήματα μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι συνηθισμένο μοτίβο ἀποτελεῖ τό πυκνό χιόνι, τό ἀναμμένο τζάκι, τό λαμπρό ἀστέρι, οἱ μάγοι, οἱ ἄγγελοι, ἡ ἐκκλησία πού καλεῖ τούς πιστούς νά γιορτάσουν τά Χριστούγεννα τῆς Ρωμιοσύνης.
Γνωστό καί γεμάτο νοσταλγία εἶναι τοῦ Στέλιου Σπεράντζα τό «Χιόνια στό καμπαναριό», ὅπως καί τό «Στή γωνιά μας κόκκινο/ τ᾽ ἀναμμένο τζάκι...».
Ὁ Τέλλος Ἄγρας (φιλολογικό ψευδώνυμο τοῦ ποιητῆ Εὐαγγέλου Ἰωάννου) μᾶς μεταφέρει κι αὐτός στό λευκό τοπίο:
«Ὄξω πέφτει ἀδιάκοπο καί πυκνό τό χιόνι,
... ... ... ...
στόν ἀγέρα ἀντιλαλοῦν τοῦ σημάντρου οἱ τόνοι,
κάτασπρη, γιορτάσιμη λάμπει ἡ ἐκκλησιά».
Ὁ Γ. Δροσίνης ἀναφέρεται μέ ἔξαρση στή «Χριστουγεννιάτικη νύχτα»:
«Τήν ἅγια νύχτα τή Χριστουγεννιάτικη - ποιός δέν τό ξέρει; -
τῶν Μάγων κάθε χρόνο τά μεσάνυχτα λάμπει τ᾽ ἀστέρι.
Κι ὅποιος τό βρεῖ μές στ᾽ ἄλλα ἀστέρια ἀνάμεσα καί δέν τό χάσει
σέ μιά ἄλλη Βηθλεέμ ἀκολουθώντας το μπορεῖ νά φτάσει».
Ὁ Σ. Σκίπης ἀποκαλύπτοντας τή μυστική του σχέση μέ τό θεῖο Βρέφος γίνεται ἕνα ἀκόμη μεγαλόπνοο ἀντηχεῖο καί ἐξομολογεῖται:
«Τό Ἀστέρι αὐτό, πού ὁδήγησε τούς μάγους νά Σέ βροῦνε,
κάθε πιστός μέ τῆς ψυχῆς τά μάτια τό θωρεῖ,
τό Ἀστέρι αὐτό στή φάτνη Σου κι ἐμένα μ᾽ ὁδηγεῖ».
Ὁ ποιητής τοῦ βουνοῦ καί τῆς στάνης Κ. Κρυστάλλης δίνει παραστατικά τήν περιρρέουσα ἑορταστική ἀτμόσφαιρα:
«Ξημέρωσαν Χριστούγεννα. Οἱ ἐκκλησιές σημαίνουν,
κουνιοῦνται τά καμπαναριά κι οἱ φωνές πού βγαίνουν
ἀπ᾽ τό βαθύ καί διάπλατο κάθε καμπάνας στόμα,
μοιάζουν χερουβικούς ψαλμούς, σάν ἀπ᾽ τό οὐράνιο δῶμα.
Χιλιάδες τά Χριστούγεννα τά τραγουδοῦν ἀγγέλοι,
καί κάθε ἀχτίδα ἀπό ψηλά, πού κάθε ἀστέρι στέλλει,
μοιάζει ἀγγελική ματιά».
Μέ ἔκφραση ἀπέριττη ἀλλά ἐξαιρετικά πολυδύναμη ὁ Στέφανος Μπολέτσης ζητεῖ ἀπό τόν Κύριο:
«Χριστούγεννα! Στόν οὐρανό λάμπει τ᾽ ἀστέρι,
ἀπ᾽ ὅλα τ᾽ ἀστέρια πιό λαμπρό,
... ... ...
Θεέ μου, οἱ ψυχές, ἄς γίνουν φάτνες ταπεινές,
φῶς ὁ Χριστός κι ἀγάπη νά μᾶς φέρει.
Ἂς λάμπουν ἥλιοι μέσα στούς χειμῶνες,
νά διώξουνε τά νέφη τοῦ βοριᾶ.
Κι ἄς ἔρθει Ἀπρίλης μέσα στά χιόνια τά βαριά,
κῆποι ν᾽ ἀνθίσουν κεῖ πού πέρασαν κυκλῶνες».
Ὁ Γεράσιμος Μαρκορᾶς παραλληλίζει τήν πίστη μέ τό ὁδηγητικό ἀστέρι καί εὔχεται:
«Στά σκοτάδια τοῦ κόσμου μία μέρα
πάλι ἐκείνη σάν ἄστρο ἄς φανεῖ (ἡ πίστη)
πού τούς Μάγους ὁδήγησε πέρα
νά λατρέψουν τό οὐράνιο παιδί».
Θά πρέπει ἐπίσης νά μνημονεύσουμε τά μεστά θεολογικοῦ βάθους ποιήματα τοῦ Γ. Βερίτη γραμμένα μέ δύναμη καί βίωμα καί στά ὁποῖα διακρίνεται ἔντονα ἡ ἐπίδραση τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ὑμνολογίας. Μνημονεύουμε ἀπό τά πολλά τό «Τ᾽ ἄστρο στήν Ἀνατολή», στό ὁποῖο μέ θριαμβικό τόνο παρουσιάζει τήν κατάρρευση τῆς εἰδωλολατρίας, γιά νά καταλήξει ἀποφθεγματικά:
«Τώρα πεθαίνουν οἱ πολλοί.
Γεννιέται ὁ Ἕνας».
Στό ἔμπνοο ὀρατόριό του «Ἡ γέννηση τοῦ Λυτρωτῆ» μέ θάλπος καί ἄφατη γλυκύτητα παρακινεῖ:
«Χαρά στίς ψυχές
πού στέλλουν στό Βρέφος λατρείας εὐχές».
Μέ τό ποίημά του «Δεῦτε ἴδωμεν, πιστοί» ὑποστασιάζει τήν «προσδοκία τῶν Ἐθνῶν», τόν ἐρχομό τοῦ μεγάλου Ἀναμενόμενου ὅλων τῶν αἰώνων καί τῶν γενεῶν, ἀγγίζοντας ὥς τά κατάβαθα τήν ὕπαρξή μας.
Πράγματι, ἡ ὑμνητική στάση τοῦ ποιητῆ μᾶς συνεπαίρνει καί ὁδηγεῖ καί τά δικά μας βήματα στή φάτνη, γιά νά γιορτάζουμε «Αἰώνια μέσα μας Χριστούγεννα». Κι ἐμεῖς μαζί του δεητικά ἀναφωνοῦμε:
«Τ᾽ ἅγια σου σπάργανα φιλοῦμε
μπροστά σου ἐδῶ γονατισμένοι,
καί ταπεινά παρακαλοῦμε·
... ... ...
Δέξου, Χριστέ, τήν προσευχή μας,
κι ἄς γίνει Φάτνη σου ἡ ψυχή μας».
Εὐδ. Αὐγουστίνου