Καθώς τό ἄστρο τῆς Βηθλεέμ ἀνατέλλει καί φέτος στόν κόσμο κι ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης προβάλλει λαμπρός μέσα στό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας, διαφαίνονται καθάρα κάποιες σκιές, πού ξεπηδοῦν ἀπό τό χῶρο τοῦ σκότους καί ζητοῦν νά ἀμαυρώσουν τό φῶς. Χρησιμοποιοῦν τό ὄνομα τῆς ἐπιστήμης, γιά νά μᾶς ξεγελοῦν ἀποκρύπτοντας τίς δόλιες προθέσεις τους, καί φοροῦν τό ἔνδυμα τοῦ προοδευτισμοῦ, γιά νά μᾶς ἐντυπωσιάζουν φωσφορίζοντας μέ τήν ψεύτικη λάμψη τους. Τό ἀποτέλεσμα ὅμως δέν ἀφήνει καμία ἀμφιβολία· θολώνουν μέσα στίς καρδιές τῶν ἀδυνάτων τήν πίστη.
Εἶναι οἱ θεωρίες πού χαρακτηρίζουν μῦθο τόν Χριστιανισμό, καί τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἕνα ἁπλό μυθολογικό θέμα, πού συναντᾶται παραλλαγμένο στίς θρησκευτικές παραδόσεις, δηλαδή στίς μυθολογίες, πολλῶν λαῶν. Εἶναι οἱ «ἐπιστημονικές» καί «κοινωνιολογικές» ἀπόψεις πού ἰσχυρίζονται ὅτι τό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας δέν στηρίζεται στήν ἱστορία, στά γεγονότα πού ἔπραξε ὁ Θεάνθρωπος στή γῆ γιά τή σωτηρία μας, ἀλλά ὀφείλεται στίς δοξασίες τῶν μελῶν της, στίς πεποιθήσεις πού δημιούργησαν ἱκανοποιώντας τήν ἀνάγκη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς νά ἐξηγήσει τή ζωή καί τόν θάνατο.
Ἔτσι, λένε ὅτι οἱ πρῶτοι χριστιανοί ὅλα ὅσα ἔνιωσαν γιά τή γέννηση ἑνός θεοῦ, πού θά τούς λύτρωνε ἀπό τήν κοινωνική, τήν ἠθική καί πνευματική ἀθλιότητα, τά ἀπέδωσαν στόν Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά ὑπῆρξε ὡς ἱστορικό πρόσωπο, πού ἐξιδανικεύθηκε ὅμως καί πῆρε τή μορφή τῶν προσδοκιῶν τους, ἤ μπορεῖ καί νά μήν ὑπῆρξε καθόλου, ἀλλά πλάστηκε καί ἔλαβε σκάρκα καί ὀστᾶ ἀπό τίς ἐπιθυμίες τους! Γιά νά κατευνάσουν δέ τά εὐλαβῆ πνεύματα, διευκρινίζουν ὅτι μῦθος δέν σημαίνει παραμύθι, ὅπως εἶναι οἱ λαϊκές φανταστικές διηγήσεις, ἀλλά σημαίνει μιά βιωμένη πραγματικότητα (Erlebnis), καί στή συγκεκριμένη περίπτωση ἐκεῖνα πού ἔζησε μία κοινότητα ἀνθρώπων στήν προσπάθειά της νά λύσει τά μυστήρια τοῦ κόσμου, ὄχι βέβαια στόν χῶρο τοῦ ἀντικειμένου, ἀλλά στόν χῶρο τοῦ ὑποκειμένου. Ἑπομένως, ὑποστηρίζουν, ὁ χαρακτηρισμός μῦθος δέν προσβάλλει τήν πίστη, ἀλλά ἀντίθετα τῆς δίνει διαστάσεις ὑπαρξιακές καί τήν προβάλλει ὡς μία ἀνώτερη μορφή ἀποκαλύψεως, τήν ἀναδεικνύει μία ἰσχυρή δύναμη ἱκανή νά δημιουργήσει ἱστορία. Ἐπιπλέον, ἡ πίστη ὡς μῦθος γίνεται εὐκολώτερα δεκτή ἀπό περισσότερους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι μποροῦν ἄνετα νά ἀνεχθοῦν ἕναν Χριστό πού ἔρχεται ὄχι γιά νά κρίνει τόν κόσμο μέ τή συγκεκριμένη παρουσία του, ἀλλά γιά νά ἀνταποκριθεῖ σέ μία ὑποκειμενική ἀναγκαιότητα μέ τό μυθικό του πρόσωπο.
Πόσο ἀλλότρια εἶναι αὐτά τά πράγματα πρός τήν Ἐκκλησία καί πόσο ἀλλοτριώνουν τήν ἀληθινή πίστη μόλις εἶναι ἀναγκαῖο νά τό ποῦμε. Κατ’ ἀρχήν, μία τέτοιου εἴδους θεώρηση τῆς ὑποθέσεως τῆς σωτηρίας εἰσάγει μία ἄλλη μορφή εἰδωλολατρίας. Ὅπως τό ἐγώ τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἀχαλίνωτη φαντασία του φτιάχνει ψεύτικους θεούς, ἔτσι πάλι τό ἀνθρώπινο ἐγώ, μέ τά καταναγκαστικά βιώματά του, πλάθει τόν μῦθο τοῦ Σωτήρα. Ἔπειτα, μ’ αὐτόν τόν τρόπο τό οἰκοδόμημα τοῦ Χριστιανισμοῦ μετατίθεται πάνω σ’ ἕναν μῦθο, πού ἀκόμη κι ἄν δέν εἶναι παραμύθι, δέν παύει νά ἔχει τή σαθρότητα ἑνός ὑποκειμενικοῦ παράγοντος, εἴτε φαντασία τόν ὀνομάσουμε εἴτε ὑπαρξιακή λειτουργία εἴτε ὁμαδική συνείδηση. Βάση τῆς πίστεως, δηλαδή, παρουσιάζεται ἡ «ἐμπειρία», ἡ ὁποία ὁραματίζεται προφητεῖες καί συνθέτει μυθιστορίες. Ἡ πίστη μας, ὅμως, ἑδραιώνεται πάνω σέ γερά θεμέλια, φτιαγμένα ἀπό τήν ἀντικειμενική πραγματικότητα. Βάση της εἶναι ἡ ἱστορία· καί ὅταν λέμε ἱστορία, ἐννοοῦμε γεγονότα, πού συνέβησαν μέσα στόν χρόνο, ἐλέγχονται μέ τίς αἰσθήσεις καί ἐπικυρώνονται ἀπό ἀδιαμφισβήτητους μάρτυρες. Αὐτή ἡ ἱστορία ἐπαληθεύει τήν προφητεία καί καθώς εἶναι διαρκῶς μία παροῦσα πραγματικότητα, γεννᾶ σέ κάθε ἐποχή τήν ἐμπειρία στόν πιστό. Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται ἡ μεγάλη διαφορά τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ μέ τίς μυθολογίες τῶν ἀνθρώπων. Ἡ θεία ἀποκάλυψη, πού ἐκφράζεται μέ ποικίλους τρόπους μέσα στήν ἀνθρώπινη ἱστορία, περιέχει πολλά στοιχεῖα ὑπερφυσικά καί ὑπέρλογα, δέν ἔχει ὅμως οὔτε ἴχνος ἀπό στοιχεῖα ἀνιστόρητα ἤ μυθικά.
Πράγματι, μέσα σ’ ὅλη τήν ἁγία Γραφή, ἀκόμη καί στήν Παλαιά Διαθήκη, ἡ ὁποία γράφτηκε σέ περιόδους, ὅπου ὁ μῦθος εἶχε τήν πρωτεύουσα θέση, δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνα δεῖγμα μύθου, μέ τήν ἔννοια μέ τήν ὁποία τόν ὁρίζουν οἱ κριτικοί της. Ἄν ἐξαιρέσουμε δύο ἤ τρεῖς -καί μόνο δύο ἤ τρεῖς- περιπτώσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, στίς ὁποῖες ἀναφέρονται πλαστές καί χαριτωμένες διηγήσεις, δέν βρίσκουμε τίποτε ἄλλο παρά σκέτη ἱστορία. Ἐπειδή, ὅμως, στήν ἱστορία αὐτή συνδιαλέγεται ὁ Θεός μέ τούς ἀνθρώπους καί οἱ ἄνθρωποι μέ τόν Θεό, καί συνυφαίνεται ἡ ἱστορία τῶν ἀνθρώπων μέ τήν ἱστορία τοῦ Θεοῦ, οἱ συγγραφεῖς, προκειμένου νά γίνουν κατανοητοί, χρησιμοποιοῦν ἀνθρωπομορφικές ἤ ἀνθρωποπαθεῖς ἐκφράσεις καί παραστάσεις. Ὅπως, δηλαδή, γιά νά συνεννοηθοῦμε μέ κάποιον, τοῦ ὁποίου δέν γνωρίζουμε τή γλῶσσα, χρησιμοποιοῦμε νεύματα, ἔτσι, γιά νά συνεννοηθεῖ ὁ Θεός μαζί μας, παρουσιάζεται σάν νά ἔχει χέρια, πόδια, μάτια κτλ., σάν νά ζηλοτυπεῖ, νά ὀργίζεται κ.ἄ. «Θεοπρεπῶς» νά ἐννοοῦνται αὐτά, συμβουλεύουν οἱ ἅγιοι πατέρες, καί ὄχι «ἀνθρωποπαθῶς».
Ἐξάλλου, εἶναι ὁλοφάνερο καί ἀπό μία μόνο ἀνάγνωση τῆς Βίβλου ὅτι ἐκεῖνο πού σφοδρότατα καταπολεμᾶ ἡ Γραφή εἶναι ἡ εἰδωλολατρία καί μυθολογία. Πῶς εἶναι δυνατόν νά μάχεται μέ συμμάχους τούς ἐχθρούς της; Ἁρμόζει ἐδῶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ πρός ἐκείνους πού τοῦ ἔλεγαν ὅτι «ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τά δαιμόνια» (Μθ 12,24)· «Πᾶσα βασιλεία μερισθεῖσα καθ’ ἑαυτήν ἐρημοῦται, καί πᾶσα πόλις ἤ οἰκία μερισθεῖσα καθ’ ἑαυτήν οὐ σταθήσεται. Καί εἰ ὁ σατανᾶς τόν σατανᾶν ἐκβάλλει, ἐφ’ ἑαυτόν ἐμερίσθη· πῶς οὖν σταθήσεται ἡ βασιλεία αὐτοῦ;» (Μθ,25-26). Ἄν ὁρισμένα γεγονότα τῆς Γραφῆς φαίνονται ὑπερβολικά καί ἔξω ἀπό τή γνωστή φυσική τάξη, αὐτό ἀποτελεῖ θέμα σωστῆς ἑρμηνείας, φωτισμένου νοῦ καί ταπεινῆς καρδιᾶς.
Ἀγνοοῦμε τίς συνθῆκες καί τίς περιστάσεις τοῦ χρόνου καί τοῦ τόπου στόν ὁποῖο διεξήχθησαν τά παρωχημένα γεγονότα, καί ἀδυνατοῦμε νά σταθμίσουμε τόν θεῖο παράγοντα, πού καθορίζει οὐσιαστικά τήν ἐξέλιξη τῆς ἱστορίας. Γιά ἕνα πρᾶγμα, ὅμως, μποροῦμε νά εἴμαστε βέβαιοι· ὅτι ὁ Θεός τῆς Γραφῆς εἶναι Θεός ζωντανός, πραγματικός, πού δίνει ἀμέτρητες μαρτυρίες τῆς ζωῆς καί τῆς παρουσίας του μέσα στόν κόσμο, δίπλα στόν ἄνθρωπο. Εἶναι ὁ Θεός πού ἀποκαλύπτει ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του ἀφήνοντας παντοῦ τά σημάδια του, καί ὄχι οἱ θεοί πού φτιάχνουν οἱ ἄνθρωποι προβάλλοντας τόν ἑαυτό τους σέ μυθικά πλάσματα.
Ἕνα ἁπλό παράδειγμα ἀρκεῖ. Τό 1500 π.Χ. ὁ Μωϋσῆς γράφει ὅτι ὁ παντοδύναμος καί πάνσοφος Θεός δημιούργησε πρό ἀμνημονεύτων χρόνων τό σύμπαν. Τόν 7ο, 6ο καί 5ο ἀκόμη αἰ. π.Χ. ἡ μυθολογία λέει ὅτι μιά φορά κι ἕναν καιρό ἦταν ἕνας Οὐρανός καί μία Γῆ, πού παντρεύτηκαν καί γέννησαν τόν κόσμο. Στό πρῶτο κείμενο μιλᾶ ἡ ἀποκεκαλυμμένη Ἀλήθεια· στά ἄλλα παραληρεῖ ἡ φαντασία τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὅλοι οἱ λαοί βρίθουν ἀπό μύθους, οἱ ὁποῖοι μάλιστα περιστρέφονται γύρω ἀπό ὁρισμένα κοινά θέματα, ὅπως, γιά παράδειγμα, ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου. Καί εἶναι ὁπωσδήποτε ἐπιστημονικό καί ἀδιάβλητο συμπέρασμα ὅτι μέσα στήν ἀνθρώπινη ψυχή ὑπάρχουν ἀρχέτυπα, δηλαδή ἔννοιες καί εἰκόνες κληρονομημένες ἀπό τήν πρώτη ἀρχή τοῦ ἀνθρώπου, πού βρίσκουν διάφορη ἔκφραση στούς διάφορους λαούς. Ἀλλά εἶναι λάθος ὅτι ὁ Χριστιανισμός εἶναι κι αὐτός μία μυθική παραλλαγή. Ἄν στίς μυθολογίες τῶν λαῶν βρίσκεται κάποιος ἱστορικός πυρήνας, στή διδασκαλία τῆς Γραφῆς βρίσκεται ὁλόκληρη ἡ ἱστορία τῶν σχέσεων Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ἁπλῆ καί ἀτόφια.
Ἡ ἀνθρωπότητα ὅλη περίμενε ἕναν Λυτρωτή καί ἔπλαθε μύθους γιά τόν ἐρχομό του. Ἀλλά ὁ Λυτρωτής ἦλθε μέ ἕναν τρόπο πού κανείς δέν τόν φαντάσθηκε οὔτε μποροῦσε νά τόν φαντασθεῖ. Γεννήθηκε ἀθόρυβα ἀπό μία Παρθένο, ἄδοξος καί κατατρεγμένος, καί ἦταν τόσο τέλειος Θεός, ὅσο ἦταν καί τέλειος ἄνθρωπος. Τό χρονικό τῶν Χριστουγέννων, ὅπως τό διηγοῦνται οἱ εὐαγγελιστές, δίνει ἕνα ράπισμα στούς ἰσχυρισμούς τῶν μυθολογικῶν σχολῶν μέ τή φυσικότητα καί τή λιτότητά του. Ἀλλά καί ἡ πραγματικότητα τῶν καιρῶν μας προσφέρει τή δική της ἀποστομωτική ἀπάντηση. Διότι καί σήμερα ἡ ἀλύτρωτη ἀνθρωπότητα περιμένει ἕναν Σωτήρα καί πλάθει μύθους καί ἀναδεικνύει ἥρωες· ὁ μῦθος τῆς ἐπιστήμης, ὁ θρῦλος τῆς εἰρήνης καί τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ὁ ἥρωας τραγουδιστής τῆς ρόκ, οἱ μαινάδες τοῦ σέξ, ὁ παράδεισος τῶν ναρκωτικῶν, ἡ λάμψη τῆς πολιτικῆς καί ἡ αἴγλη τῆς κουλτούρας, εἶναι ἀπομυθοποίηση τῶν πάντων καί αὐτῆς ἀκόμη τῆς ἀληθινῆς ἱστορίας. Ἀρνεῖται σήμερα ἡ ὑλιστική φιλοσοφία τῆς ἐποχῆς μας τόν Θεό. Ἀρνεῖται τό θαῦμα καί τό μυστήριο. Ἀρνεῖται τό σύμπαν ὅλο ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί χαρακτηρίζει μῦθο τίς θεόπνευστες ἀλήθειες τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ἀλλά ὁ δικός της μῦθος τῆς ἀρνήσεως ἀπαιτεῖ πολύ μεγαλύτερη πίστη, γιά νά γίνει δεκτός, καί χρειάζεται αὐτός ὄντως ἀπομυθοποίηση, γιά νά δεῖ ἡ ἀνθρωπότητα τήν ἀλήθεια. Κι ἡ ἀλήθεια εἶναι ἁπλή καί σαφής· ὑπάρχει Λυτρωτής γιά ὅλους καί εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πού ἔζησε ὡς τέλειος ἄνθρωπος μέσα στήν ἱστορία μας καί ἀποδείχθηκε τέλειος Θεός μέ τά μαρτυρημένα θαύματά του, μέ τήν ἅγια ζωή του καί πρό πάντων μέ τό ἱστορικό γεγονός τῆς ἀναστάσεώς του. Αὐτός εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Κύριός μας, εἶναι ὁ Ἐμμανουήλ, ὁ Θεός μαζί μας.
Στέργιος Σάκκος