Ἀναρωτηθήκατε ποτέ γιατί ἀποκαλοῦμε τήν Παρθένο Μαρία Παναγία, ἐνῶ τόν ἴδιο τόν Κύριο τόν ὀνομάζουμε ἁπλῶς ἅγιο; Εἶναι ἕνα ἐρώτημα μέ τό ὁποῖο ἐπιχειροῦν νά μᾶς αἰφνιδιάσουν ὁρισμένοι αἱρετικοί, καταλήγοντας στό ἄτοπο συμπέρασμα ὅτι ἔτσι ἀποδίδουμε στό πλάσμα μεγαλύτερη τιμή ἀπ' ὅ,τι στόν Πλάστη. Τί συμβαίνει, λοιπόν; Θεωροῦμε τήν Παναγία ἀνώτερη ἀπό τόν ἅγιο Θεό; Κι ἄν ὄχι, τότε πῶς δικαιολογεῖται τό ὄνομά της;
Μελετώντας τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία μαθαίνουμε ὅτι μία σειρά αἱρετικῶν, ἀπό τούς ἀρχαίους ἀντιδικομαριανῖτες μέχρι τίς σύγχρονες προτεσταντικές ἀποφύσεις καί μάλιστα τούς χιλιαστές, ἀποσκοπώντας κυρίως στό νά προσβάλουν τό δόγμα τῆς θεότητος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πολέμησαν μέ λύσσα τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας γιά τή μητέρα τοῦ Κυρίου. Κατεβάζουν τή Θεοτόκο στό ἐπίπεδο μιᾶς ἁπλῆς γυναίκας, πού δέν διαφέρει σέ τίποτε ἀπό ὅλες ἐκεῖνες τίς ψυχές πού εὐαρέστησαν τόν Κύριο. Ἐξάλλου οἱ παπικοί ὑπερτίμησαν τόσο πολύ τήν Παρθένο, ὥστε σχεδόν τή θεοποίησαν καί τήν ἐξίσωσαν μέ τά πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος, δημιουργώντας ἔτσι μία βλάσφημη τετράδα. Ἀνάμεσα στήν ὑποτίμηση τῶν προτεσταντῶν καί τήν ὑπερτίμηση τῶν παπικῶν, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας κρατᾶ τή Θεοτόκο στή θέση πού τῆς πρέπει, ἀποδίδοντάς της τήν τιμή πού ὁ Κύριος τῆς ἀναγνώρισε. Τιμᾶ τήν Κεχαριτωμένη ὡς τή μία μετά τόν Ἕνα, τό «λαμπρόν τῆς χάριτος γνώρισμα», τό καθαρόν τοῦ Λόγου σκήνωμα, τόν πανάμωμο ναό τοῦ Ὑψίστου. Γιατί ὅμως τήν ὀνομάζει Παναγία; Καί, προσβάλλει ἄραγε τόν Κύριο ἡ ὀνομασία αὐτή;
Στήν πίστη μας ἕνας εἶναι «ὁ ἅγιος», ὁ τριαδικός Θεός. Αὐτόν ὑμνοῦν ἀκατάπαυστα οἱ οὐράνιες δυνάμεις μέ τόν τρισάγιο ὕμνο, ὅπως ἀποκαλύφθηκε στόν Ἠσαΐα· «ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ» (Ἠσ 6,3). Σ' αὐτόν ὑποτάσσεται ἡ Ἐκκλησία, αὐτόν ὁμολογοῦν οἱ πιστοί. Στή θ. λειτουργία διακηρύττουμε ὅτι «εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός». Ὁ Θεός εἶναι ἀπόλυτα ἅγιος, γι' αὐτό καί δέν χρησιμοποιοῦμε ὑπερθετικά, οὔτε σύνθετα, πού ἐπιτείνουν τήν ἔννοια τῆς λέξεως ἅγιος, ὅταν αὐτή ἀναφέρεται στόν Θεό. Ἐντούτοις, ὁ ἅγιος Θεός ζητᾶ ἀπό τούς πιστούς του νά τόν μιμηθοῦν, νά γίνουν κι αὐτοί ἅγιοι, γιά νά εἶναι γνήσια παιδιά του. «Ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι» (Λε 20,7· Α΄Πέ 1,16).
Τό φαινόμενο αὐτό εἶναι συνηθισμένο στήν ἁγία Γραφή. Λέει π.χ. ὁ Κύριος στόν πλούσιο νεανίσκο· «οὐδείς ἀγαθός εἰ μή εἷς ὁ Θεός» (Μθ 19,17). Κι ὅμως, ὁ ἴδιος χρησιμοποιεῖ τόν χαρακτηρισμό «ἀγαθός» γιά ἕνα δοῦλο· «εὖ δοῦλε ἀγαθέ καί πιστέ!» (Μθ 25,23). Ἀκόμη, ἐνῶ ρητῶς ἀπαγορεύει στούς μαθητές του νά ὀνομάζονται διδάσκαλοι καί πατέρες (Μθ 23,8-11), ὑπῆρχαν πάντοτε καί ὑπάρχουν οἱ διδάσκαλοι καί πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, λοιπόν, καί στήν Παλαιά καί στήν Καινή Διαθήκη, ἀλλά καί στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας στή συνέχεια, οἱ ἐκλεκτοί δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, οἱ πιστοί του ἄνθρωποι ὀνομάζονται ἅγιοι. Ἅγιοι εἶναι οἱ προφῆτες, οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, οἱ ἀπόστολοι, οἱ διδάσκαλοι, οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὅσιοι, οἱ ἀσκητές, οἱ παρθένοι, οἱ ἐγκρατευτές, οἱ ὁμολογητές, οἱ νεομάρτυρες, ἀλλά καί οἱ ἁπλοί χριστιανοί. Ἀνάμεσα σέ ὅλους αὐτούς τούς ἁγίους, πού ἐν συγκρίσει μέ τήν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ εἶναι σχετικά ἅγιοι, διακρίνεται γιά τήν προσφορά της στήν πραγματοποίηση τοῦ θείου σχεδίου ἡ κεχαριτωμένη μητέρα τοῦ Κυρίου. Σέ σχέση μ' αὐτούς εἶναι ὑπεραγία, εἶναι ἡ Παναγία. Ἔτσι, ἀποδεικνύεται πόσο περιφρονοῦν τό Εὐαγγέλιο οἱ λεγόμενοι εὐαγγελικοί καί πόσο διαστρεβλώνουν τή Γραφή οἱ αὐτοαποκαλούμενοι «σπουδαστές τῆς Γραφῆς», πού δέν ἀναγνωρίζουν τούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ Παναγία μας εἶναι ἡ μοναδική, αὐτή τήν ὁποία, ὅπως λέει ὁ ἱερός Δαμασκηνός, «τήν ἔφερε ὁ Θεός στόν κόσμο γιά νά ὑπηρετήσει τή σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, γιά νά ἐκπληρώσει τή βουλή τοῦ Θεοῦ, τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ του καί τή θέωση τῶν ἀνθρώπων». Τόσο πολύ ξεπερνᾶ ὅλους τούς μάρτυρες ἡ Παρθένος, ὅσο ὁ ἥλιος ξεπερνᾶ τά ἄστρα, γράφει ὁ ἅγιος Βασίλειος Σελευκείας. Εἶναι τό ἀριστούργημα τῆς ἀνθρωπίνης πλάσεως, τό σεπτόν κειμήλιον πάσης τῆς οἰκουμένης, ἡ λαμπροτέρα καί καθαραρωτέρα ἡλίου, τό ἐξαίρετον θαῦμα τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ.
Θά χρειαζόταν χῶρος καί χρόνος πολύς γιά νά ἀπαριθμήσουμε τά ἐπίθετα καί τούς ἐπαίνους μέ τούς ὁποίους τήν στολίζουν οἱ ἅγιοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐκπληρώνοντας ἔτσι τήν προφητεία τῆς ἴδιας ὅτι «ἀπό τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί» (Λκ 1,48). Ἀρκεῖ ὅμως νά θυμηθοῦμε τόν ἔπαινο καί τή διάκριση πού τῆς κάνει ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὀνομάζοντάς την «Κεχαριτωμένη, εὐλογημένη ἐν γυναιξί» (Λκ 1,28). Τήν διαλέγει ὡς «ἐργαστήριον τῶν δύο φύσεων», γιά νά τοῦ δανείσει τά ἁγνά αἵματά της καί νά γίνει μητέρα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ. Ἔτσι τήν συνιστᾶ στήν ἱστορία ὡς τήν ὡραιότερη ψυχή, τήν εὐγενέστερη ὕπαρξη πού ἐμφανίσθηκε στήν ἀνθρωπότητα. Γι' αὐτό κι ἐμεῖς ὁμολογώντας ἀπόλυτα ἅγιο μόνο τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, μεγαλύνουμε ὡς πρώτη μεταξύ τῶν ἁγίων τήν Παναγία μητέρα του.
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 39 (1984) 45-46
Ἁρμονικά συμπλέκονται αὐτόν τόν μήνα οἱ χαρούμενοι ἐαρινοί ἦχοι τῆς φύσεως πού ξυπνᾶ, μέ τά χαρμόσυνα θεῖα μηνύματα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, πού γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας. Καθώς γεμίζουν οἱ πλαγιές μέ χρώματα κι ὁ ἀέρας μέ μύρα, καθώς ἀναρριγᾶ τό κορμί ἀπό τό θάλπος τοῦ ἥλιου κι ἀναγαλλιάζει ἡ καρδιά ἀπό τήν περιρρέουσα τερπνότητα, γεμίζει ἡ ψυχή τοῦ πιστοῦ μέ χαρά καί εὐφροσύνη ἀκούγοντας τό «Χαῖρε!» τοῦ ἀγγέλου καί ἀγάλλεται ἡ ὕπαρξή του γιορτάζοντας τό πρῶτο φανέρωμα τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας. «Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, υἱός τοῦ ἀνθρώπου γίνεται… Εὐφραινέσθω ἡ κτίσις, χορευέτω ἡ φύσις!».
Εἶναι, πράγματι, τό πιό καλό ἄγγελμα πού μποροῦσε νά δεχθεῖ ποτέ ἡ ἀνθρωπότητα, ὁ εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου. Μετά τόν διωγμό ἀπό τόν παράδεισο εἶναι ἡ ἀνάκληση γιά ἐπιστροφή, μετά ἀπό τήν περιπλάνηση στούς δύσκολους δρόμους τῆς ἐξορίας εἶναι ἡ συνάντηση μέ τόν Ἀγαπημένο. Μέσα στό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ἀνατολή, μέσα στή σκλαβιά τοῦ πονηροῦ εἶναι ἡ λύτρωση. Ἡ ἀρχαία κατάρα πρός τόν Ἀδάμ λύνεται καί ἡ πρώτη λύπη τῆς Εὔας διαλύεται, διότι σαρκώνεται Ἐκεῖνος πού θά ἐξαλείψει τά δεινά. Ὁ ἄνθρωπος καινουργιώνεται καί ἑνώνεται μέ τόν Θεό, καθώς ὁ Θεός συνάπτεται μέ τόν ἄνθρωπο καί μέσα στήν παρθενική μήτρα παίρνει τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν ξαναπλάθει καί τήν θεώνει.
Ἀλλά τό πιό σημαντικό καί πιό εὐλογημένο εἶναι ὅτι ὁ Εὐαγγελισμός δέν ἀποτελεῖ μόνο ἕνα γεγονός τοῦ παρελθόντος, πού ἐμεῖς ἁπλῶς γιορτάζουμε τήν ἀνάμνησή του, ἀλλά συνιστᾶ ἕνα συνεχές ἔργο τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο καί ἕνα ἀκατάπαυστο βίωμα τοῦ πιστοῦ στή ζωή του. Ἐκεῖνο τό μέγα μυστήριο, πού συνέβη μία φορά στήν Παρθένο Μαρία, ἐπαναλαμβάνεται συνεχῶς μέσα στήν Ἐκκλησία, ἐφ’ ὅσον τό ἴδιο τό ἅγιο Πνεῦμα πού ἐπισκίασε τότε τήν Παναγία, τό ἴδιο ἐπισκιάζει πάντοτε τήν Ἐκκλησία σέ ὅλους τούς αἰῶνες. Μυστικά καί μυστηριακά «σήμερον» ὁ Πατήρ εὐδοκεῖ καί ὁ Υἱός συλλαμβάνεται καί ἄγγελος ὑπηρετεῖ τό θαῦμα μέσα στό αἰώνιο παρόν τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό δέν εἶναι οὔτε φιλοσοφικός στοχασμός οὔτε ψυχολογική φαντασίωση, ἀλλά μία ὑπέρλογη πραγματικότητα καί μία πνευματική ἐμπειρία τῆς χάριτος.
Πρῶτα–πρῶτα ὁ Εὐαγγελισμός ἐπαναλήφθηκε στήν ἱστορία τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὅταν τό Πνεῦμα τό ἅγιο ἦλθε καί κάθισε πάνω σέ κάθε ἕναν ἀπό τούς μαθητές καί ἵδρυσε καί γέννησε τήν Ἐκκλησία. Εἶναι, δηλαδή, ἡ Ἐκκλησία ὁ Χριστός πού γεννήθηκε μέ τήν ἐπιφοίτηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί ἀπό τότε αὐξάνει καί κραταιοῦται συνεχίζοντας τή ζωή καί τό ἔργο του. Ἡ παρουσία τῆς Ἐκκλησίας μέσα στόν κόσμο εἶναι παρουσία Χριστοῦ, ἡ ὁποία σέ κάθε στιγμή πραγματώνει ἕναν εὐαγγελισμό. Μέσα στό ἀνταριασμένο πέλαγος τοῦ κακοῦ καί τῆς ἁμαρτίας, πού ἀπειλεῖ νά μᾶς πνίξει, παρουσιάζεται σάν ἡ ἀσφαλής κιβωτός, πού ποντοπορεῖ σταθερά πρός τή σωτηρία. Μᾶς καλεῖ νά ἐπιβιβασθοῦμε σ’ αὐτήν καί μᾶς ὑπόσχεται ἀδιάψευστα ὅτι θά μᾶς σώσει γιά πάντα ἀπό τόν αἰώνιο θάνατο.
Ἀλλά αὐτό τό ἀναντίρρητο ἱστορικό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς καί τῆς ἐμφανίσεως τῆς Ἐκκλησίας, πού ἀποτελεῖ συνέχεια καί ἔκφραση τοῦ πρώτου γεγονότος τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἐπαναλαμβάνεται ἐπίσης μέσα στήν ἱστορία κάθε πιστῆς ψυχῆς καί ὄχι μόνο μία φορά.Κάθε μέρα καί κάθε στιγμή χρειάζεται νά ἀναβιώνουμε στή μυστική ζωή τῆς ψυχῆς μας τόν εὐαγγελισμό τῆς σωτηρίας μας, πού σημαίνει ὅτι χρειάζεται νά ἀνανεώνουμε τή σχέση μας μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία του, ὥστε νά παραμένουμε ζωντανά μέλη στό σῶμα της καί νά ἔχουμε ἀδιάλειπτη τήν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ. Κάποιος ἄγγελος τοῦ Θεοῦ –ἕνας δοῦλος κι ἀπόστολός του– μᾶς εὐαγγελίσθηκε κάποτε τό μήνυμα τῆς σωτηρίας καί ἀνακαινισθήκαμε. Ἡ χάρη τῶν μυστηρίων ζωντάνεψε μέσα μας ἕναν καινούργιο ἄνθρωπο, τά μάτια μας ἄνοιξαν σέ νέους ὁρίζοντες καί ἡ καρδιά μας συντονίσθηκε μέ τούς παλμούς μιᾶς ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνιότητος. Δέν πάψαμε ὅμως νά ζοῦμε ἀκόμη μέσα στή φθορά. Τά πλοκάμια της μᾶς ἀγκαλιάζουν καί ρουφοῦν τή ζωτικότητά μας, ἀπομυζοῦν τήν πνευματικότητά μας. Γι’ αὐτό, καλούμαστε σ’ ἕναν ἀκατάπαυστο ἐπανευαγγελισμό τοῦ ἑαυτοῦ μας.
Τά μέσα καί τούς τρόπους γι’ αὐτή τήν ἀναβίωση μᾶς τά ἐξασφαλίζει βέβαια ἡ θεία χάρη. Μέ τήν καθημερινή μελέτη τῆς Γραφῆς μπορῶ νά ἀκούω κάθε μέρα τό χαιρετισμό τοῦ Κυρίου μου. Μέ τή συχνή κοινωνία στά μυστήρια μπορῶ νά παίρνω συνεχῶς Πνεῦμα ἅγιο. Μέ τή συνειδητή συμμετοχή στό ἔργο τοῦ ἁγιασμοῦ μου καί μέ τόν ὁλοπρόθυμο ἀγώνα μου μπορῶ νά συλλαμβάνω καί νά γεννῶ ἕναν Χριστό στή ζωή μου. Ἔτσι, γιορτάζω διαρκῶς Εὐαγγελισμό, πανηγυρίζω καί δοξολογῶ τόν Θεό πού εὐδοκεῖ νά ἐπισκέπτεται τήν καρδιά μου, καί μακαρίζω καί εὐχαριστῶ τήν ἁγία Μητέρα του καί Μητέρα μου γιά τόν καρπό τῆς κοιλίας της. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι ἀβίαστα κι αὐθόρμητα, καθώς εὐαγγελίζομαι συνεχῶς τόν ἑαυτό μου, νά γίνομαι ὁ ἴδιος ἕνα ζωντανό εὐαγγέλιο γιά τούς ἄλλους καί νά καταγγέλλω γύρω μου τό λυτρωτικό μήνυμα τοῦ Χριστοῦ.
Καί αὐτή εἶναι ἡ ἄλλη ὄψη τοῦ ἀδιάκοπου εὐαγγελισμοῦ πού ζῆ ἡ Ἐκκλησία. «Λαοί, εὐαγγελίζεσθε τήν ἀνάπλασιν τοῦ κόσμου!», προτρέπει ὁ ὑμνωδός. Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, οἱ πιστοί, ἀναλαμβάνουν τό ἔργο νά κηρύξουν στόν κόσμο ὅτι «ὁ Θεός ὡς ἄνθρωπος βρεφουργεῖται ἀναπλάττων βρότειον ἅπαν γένος». Καί τό κήρυγμά τους εἶναι πολύ δυνατό καί πολύ πειστικό, διότι ἔχουν νά δείξουν γιά παράδειγμα τόν ἀναγεννημένο καί μεταμορφωμένο ἑαυτό τους. Μέ τόν τρόπο αὑτό ἡ Ἐκκλησία γίνεται τό μεγάφωνο, πού μεταφέρει στή γῆ τό μήνυμα τοῦ οὐρανοῦ, γίνεται ὁ ἀγωγός πού διοχετεύει στόν κόσμο τά δῶρα τοῦ Θεοῦ. Δείχνει τό δρόμο στούς ξεστρατισμένους, χαρίζει εἰρήνη στούς ταραγμένους, προσφέρει χαρά κι ἐλπίδα, ἀλήθεια καί ζωή. Στήν ἐποχή μας καί στήν κοινωνία μας, στήν ἀθλιότητά μας καί στήν τραγικότητά μας ἡ φωνή τῆς Ἐκκλησίας ἀκούγεται, πράγματι, ὅπως τό «Χαῖρε!» τοῦ Γαβριήλ. Μακάριοι ὅσοι μέ πίστη τήν ἐνωτίζονται καί κάνουν τόν Εὐαγγελισμό γεγονός τῆς ζωῆς τους!
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 42 (1987) 33-35
«Ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω» (Λκ 1,34)
Στόν ἱστορικό διάλογο πού διαμείφθηκε στή Ναζαρέτ ἀνάμεσα στόν ἄγγελο Γαβριήλ καί τήν παρθένο Μαρία (Λκ 1,28-38) περιέχεται ἡ φράση τῆς ὁποίας ζητήθηκε ἡ ἑρμηνεία. Φαίνεται ἁπλή ἡ φράση αὐτή, διότι οἱ λέξεις καί ἡ σύνταξή της κατανοοῦνται μέ τήν πρώτη ἀνάγνωση. Εἶναι ὅμως ἀπό τά δυσερμήνευτα χωρία τῆς ἁγίας Γραφῆς, διότι συνδέεται μέ τό μέγα μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας, καί μάλιστα, μ᾿ ᾿Εκείνη πού εἶναι τό ὕψος τό «δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς».
Ἡ Μαρία δέν δέχεται ἄκριτα τό ἀγγελικό μήνυμα. Δέν ἀμφιβάλλει, βέβαια, γιά τήν πραγματοποίησή του, ἀλλά ζητᾶ νά μάθει τόν τρόπο, προβάλλοντας μία σοβαρή ἔνσταση· «πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω;».
Ἡ ἔκφραση «ἄνδρα οὐ γινώσκω» σημαίνει «δέν ἔχω συζυγικές σχέσεις μέ ἄνδρα». ῾Ο ἐνεστώτας τοῦ ρήματος δηλώνει πρόθεση γιά ἰσόβια παρθενία. Τό «οὐ γινώσκω» δέν ἀφορᾶ μόνο στό χρονικό διάστημα μέχρι τή στιγμή τοῦ εὐαγγελισμοῦ -δέν θά εἶχε τότε νόημα ἡ ἔνσταση τῆς Παρθένου-, ἀλλά ἀγκαλιάζει καί τό μέλλον. ῞Οπως ἐκεῖνος πού ἀποφάσισε νά μήν πιεῖ ποτέ στή ζωή του κρασί ἐκφράζεται σέ ἐνεστώτα χρόνο λέγοντας «δέν πίνω»· ὅπως ὁ μή καπνιστής λέγει «δέν καπνίζω» ἐννοώντας ὅτι οὔτε καί στό μέλλον ἔχει πρόθεση νά καπνίσει, ἔτσι καί ἡ Παρθένος χρησιμοποιεῖ τόν λεγόμενο «βουλητικό» ἐνεστώτα, ὑποδηλώνοντας τή σταθερή της βούληση νά ἀπέχει τελείως ἀπό τήν κοινωνία τοῦ γάμου.
Γνώριζε, βέβαια, ἡ Μαρία τήν προφητεία τοῦ ᾿Ησαΐα· «ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἕξει, καί τέξεται υἱόν, καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ ᾿Εμμανουήλ» (7,14). Δέν πέρασε ὅμως ποτέ ἀπό τή σκέψη της ἡ ὑπόνοια ὅτι σ᾿ αὐτήν ἀναφέρεται ὁ προφήτης. ῾Η βαθειά της ταπεινοφροσύνη δέν ἐπέτρεψε ἕναν τέτοιο λογισμό οὔτε καί μετά ἀπό ὅσα τῆς ἀποκάλυψε ὁ οὐράνιος ἀπεσταλμένος (βλ. στ. 30-33). Αὐτό πού κυρίαρχα ἔνιωσε μέσα της καί ἀμέσως αὐθόρμητα ἐκδηλώθηκε ἦταν ἡ ἀγωνία μήπως λυθεῖ ὁ μυστικός της γάμος μέ τόν Κύριο, τό ἱερό της τάμα· μήπως χάσει αὐτό πού ἀπό μικρή δέχθηκε ὡς κλήση ἀπό τόν Θεό καί στό ὁποῖο ἀνταποκρίθηκε μέ ὅλο της τό εἶναι.
Ἑρμηνεύοντας τό χωρίο ὁ ἅγιος Αὐγουστίνος παρατηρεῖ· «Αὐτό δέν θά τό ἔλεγε, ἄν ἀπό πρίν δέν εἶχε κάνει τάμα στόν Θεό νά μείνει παρθένος» (De sancta Virginitate 1,4· PL 40,398). ῾Ο ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ἐπίσης, παρατηρεῖ ὅτι τό ἐρώτημα τῆς Μαρίας ἀποδεικνύει ὅσα κρυφά εἶχαν συντελεσθεῖ μέσα της. Διότι, σκέπτεται ὁ ἅγιος πατέρας, ἄν ὁ ᾿Ιωσήφ τήν εἶχε παραλάβει γιά νά τήν κάνει γυναίκα του, γιατί νά διατυπώσει ἡ Μαρία μέ τόση ἔκπληξη μία τέτοια ἀπορία, ἀφοῦ καί ἡ ἴδια θά περίμενε νά γίνει μητέρα κατά τόν φυσικό νόμο; Καί ὁ ἴδιος δίνει τήν ἀκόλουθη ἐξήγηση· «’Επειδή δέ τήν ἀφιερωθεῖσαν τῷ Θεῷ σάρκα, οἷόν τι τῶν ἁγίων ἀναθημάτων ἀνέπαφον ἔδει φυλάττεσθαι, διά τοῦτο, φησί, κἄν ἄγγελος ἦς, κἄν οὐρανόθεν ἥκῃς, καί ὑπέρ ἄνθρωπον τό φαινόμενον ᾖ, ἀλλά τό γνῶναί με ἄνδρα τῶν ἀμηχάνων ἐστί. Πῶς ἔσομαι μήτηρ ἄνευ ἀνδρός; Τόν γάρ ᾿Ιωσήφ μνηστῆρα μέν οἶδα, ἄνδρα δέ οὐ γινώσκω». ᾿Επειδή, δηλαδή, ἔπρεπε νά διαφυλαχθεῖ τό ἀφιερωμένο στόν Θεό σῶμα της ἀνέγγιχτο σάν ἅγιο ἀφιέρωμα, γι᾿ αὐτό λέγει· «Παρ᾿ ὅτι εἶσαι ἄγγελος καί ἔχεις ἔλθει ἀπό τόν οὐρανό καί ἡ ἐμφάνισή σου εἶναι κάτι τό ὑπερφυσικό, ἐντούτοις εἶναι ἀδύνατο νά ἔχω συζυγικές σχέσεις μέ ἄνδρα. Πῶς, λοιπόν, θά γίνω μητέρα δίχως ἄνδρα; Διότι ἀναγνωρίζω τόν ᾿Ιωσήφ ὡς μνηστήρα, ὄχι ὅμως ὡς σύζυγο» (PG 46,1140D-1141Α· ΕΠΕ 10,346-348).
Γιά νά ἀσφαλίσει, προφανῶς, ἡ Μαρία τό μυστικό ἱερό τάμα της μνηστεύθηκε τόν ᾿Ιωσήφ, πού ἦταν ἤδη μεσήλικας καί μετά τό θάνατο τῆς συζύγου του εἶχε τήν εὐθύνη τῶν παιδιῶν του. Φαίνεται ὅτι συμφώνησαν νά κάνουν ἕναν ἰδιότυπο γάμο, ἀπαλλαγμένο ἀπό συζυγικές σχέσεις· ἐκείνη θά τόν βοηθοῦσε στήν ἀνατροφή τῶν παιδιῶν του καί αὐτός, καθώς θά ἐμφανιζόταν στόν κόσμο ὡς σύζυγός της, θά πρόσφερε τήν ἀναγκαία κοινωνική κάλυψη γιά νά διατηρήσει τήν παρθενία της. Διότι ἡ ἀπόφαση γιά ἰσόβια παρθενία ἦταν τελείως ξένη πρός τά ἰουδαϊκά ἤθη, ἀκατανόητη καί προκλητική γιά τήν ἐποχή ἐκείνη.
Στήν Παλαιά Διαθήκη, μετά τόν ῎Αβελ, ὁ ὁποῖος δέν πρόλαβε νά κάνει γάμο, ἀναφέρονται ὡς παρθένοι τρεῖς μόνο ἄνδρες, ὁ ᾿Ηλίας, ὁ ᾿Ελισαῖος καί ὁ ᾿Ιερεμίας. ῾Η σεμνή κόρη τῆς Ναζαρέτ ἦταν ἡ πρώτη γυναίκα πού ἀγάπησε τόσο τόν Θεό, ὥστε νά ἐπιθυμήσει νά τοῦ ἀφιερώσει τήν παρθενία της. Κι ἦταν τόσο δυνατός ὁ πόθος της ὥστε νά μένει ἀμετάκλητος καί μετά τήν καταπληκτική προαγγελία τοῦ ἀγγέλου. ῎Ετσι, πράγματι, ἅρμοζε στήν ἐκλεκτότερη ψυχή πού γνώρισαν οἱ αἰῶνες· σ᾿ αὐτήν πού ἀνῆλθε στό ὕψιστο ἀξίωμα νά γίνει ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ· στήν ἀειπάρθενο Μαρία, ἡ ὁποία δικαίως χαρακτηρίστηκε ὡς «τό τεῖχος» καί ἡ «καλή κουροτρόφος» τῶν παρθένων.
Στέργιος Ν. Σάκκος, Ἀπολύτρωσις 63 (2008) 83-84