Σάββατο, 09 Ιούνιος 2018 20:50

Ὁ ἥρωας τοῦ «Βάλτου»

  agras Εἶναι μερικοί ἄνθρωποι πού διαφέρουν ἀπό τούς ἄλλους, πού δέν ἐπαναπαύονται στά κοινά καί τετριμμένα, πού δέν ἀκολουθοῦν τό κατεστημένο τῆς ἐποχῆς τους, γιατί ἡ μαγνητική τους βελόνη δονεῖται ἀπό μεγάλα καί ὑψηλά. Τέτοιες σκέψεις κατακλύζουν τόν καθένα, ὅταν σταθεῖ μπροστά στή μορφή τοῦ καπετάν Ἄγρα, μακεδονομάχου ἀπό τούς Γαργαλιάνους τῆς Μεσσηνίας.
   Ἀπό μικρό παιδί πού μεγαλώνει στό μαγευτικό Ναύπλιο ὁλόκληρη ἡ σκέψη καί ἡ καρδιά του κλίνει σέ μιά ἐπιθυμία μονάχα -«θά γίνω ἀξιωματικός καί θά πάω στόν πόλεμο»-, πού μέ τά χρόνια γίνεται πόθος καυτός καί ἀσίγαστος. Τοῦτα τά τολμηρά καί ἐπικίνδυνα σχέδια πού καταστρώνει ὁ Τέλλος Ἀγαπηνός -αὐτό ἦταν τό πραγματικό του ὄνομα- ματαιώνουν τά ὄνειρα τοῦ ἐφέτη πατέρα του, ἀλλά καί ταράσσουν τά φυλλοκάρδια προπάντων τῆς μητρικῆς καρδιᾶς.
   Καί θά περίμενε κανείς πώς σταματᾶ νά πλάθει ὄνειρα σάν γίνεται τό «ὡραῖο εὐελπάκι» καί στή συνέχεια «ὁ ὡραῖος ἀξιωματικός τῆς ὁδοῦ Πατησίων», πού τοποθετεῖται ὡς ἀνθυπολοχαγός στή φρουρά Ἀθηνῶν, στό 7ο σύνταγμα πεζικοῦ. Ὅμως ἡ ἀνήσυχη φύση του δέν βολεύεται κι οὔτε ἐφησυχάζει. Γι᾿ αὐτό, μιά μουντή μέρα τοῦ Φλεβάρη τοῦ 1902, ὁ Τέλλος παρουσιάζεται στόν διάδοχο Κωνσταντῖνο κι ἐπίμονα τόν παρακαλεῖ νά τόν στείλει στά σύνορα. Ὁ διάδοχος μέ τήν ἔκπληξη ζωγραφισμένη στό πρόσωπό του μπόρεσε νά τοῦ πεῖ· «Οἱ συνάδελφοί σου χαλοῦν τόν κόσμο νά ἔλθουν εἰς τάς Ἀθήνας, γιά νά γυαλίζουν τίς μπότες τους στοῦ "Γιαννάκη" -ἀριστοκρατικό καφενεῖο- καί σύ γυρεύεις νά πᾶς στά σύνορα…». Καί γυρίζοντας στόν στρατηρό Σαπουντζάκη· «Ἔλα ἐδῶ νά ἰδεῖς μία ἐξαίρεση».
   Ναί, ὁ εὐπατρίδης ἀνθυπολοχαγός ἔκανε πλέον τήν ἐπιλογή τῆς δικῆς του καριέρας. Ἀπό τά θέλγητρα, τίς ἀπολαύσεις καί τίς ἀθηναϊκές ἀνέσεις προτιμᾶ τήν περιπέτεια τῆς ἀκριτικῆς στρατιωτικῆς ζωῆς. Ἀφήνει, λοιπόν, τόν ἐλεύθερο ἀέρα τῆς Ἀθήνας κι ἔρχεται νά ἀφουγκραστεῖ τό βογγητό τῶν σκλαβωμένων ἀδελφῶν τῆς Μακεδονίας, νά σμίξει τό δάκρυ του μέ τό δικό τους καί νά ταυτίσει τούς ὁραματισμούς του μέ τή μεγάλη μέρα τοῦ λυτρωμοῦ τους. Στό ἔργο πού ἐπωμίζεται, ρίχνεται μέ πάθος καί ἀλλάζει τή ζωή του συθέμελα.
   Μές στή λίμνη τῶν Γιαννιτσῶν μέ τίς ἀποπνικτικές ἀναθυμιάσεις, ὅπου ὀργιάζουν οἱ πυρετοί, οἱ ρευματισμοί κι οἱ θανατηφόρες ἑλονοσίες, ἀναμετριέται μέ τίς βουλγαρικές συμμορίες καί περνᾶ στήν ἱστορία τοῦ Μακεδονικοῦ ἀγώνα ὡς ὁ θρυλικός καπετάν Ἄγρας. Κι ἐνῶ ἡ ὑγρασία, τό ἕλος ὑποσκάπτουν τήν ὑγεία του, ὁ πυρετός φλογίζει τό σῶμα του, τά κουνούπια πίνουν το αἷμα του κι οἱ ἀβδέλλες τό κορμί του, ὁ τιτάνιος ἀγώνας του μέ τούς ἐξαρχικούς συνεχίζεται ἀμείλικτα καί μέ ἐπιτυχία.
   Δόξες καί τιμές, παράσημα καί γαλόνια ταιριάζουν στόν θερμό αὐτό πατριώτη, πού περιορίζει σημαντικά τίς κινήσεις τοῦ ἐχθροῦ, κατακτᾶ κομμάτια τῆς ἑλληνικῆς Μακεδονίας καί σώζει πληθυσμούς ἀπό τά νύχια τῆς βουλγαρικῆς λαίλαπας. Ἡ Ἀθήνα βέβαια δέν ἔχει τή χαρά νά τόν παρασημοφορήσει, γιατί κάποιοι ἄλλοι -ὁ Ζλατάν καί ὁ Κασάπτσε- προλαβαίνουν καί τῆς τήν κλέβουν, ἀπαγχονίζοντας στίς 7 Ἰουνίου τοῦ 1907 τόν λεβέντη της, τό καμάρι της. Ὅμως τό αἷμα του, τό κακοποιημένο σῶμα του γιά μιά ἐλεύθερη ἑλληνική Μακεδονία ἀπαιτοῦν ἀπό μᾶς πού ἀπολαμβάνουμε τούς καρπούς τῶν θυσιῶν του, νά σεβαστοῦμε τόν ἐθνομάρτυρα, ἀσφαλίζοντας τούτη τή γῆ, πού εἶναι κτῆμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, κομμάτι τῆς ψυχῆς του.

Ἑλληνίς

"Ἀπολύτρωσις" 49 (1994) 112-113

Δευτέρα, 20 Οκτώβριος 2014 03:00

Ἀντιηρωϊκή ἐποχή

paul-melas-p-c Ζοῦμε σέ κατ’ ἐξοχήν ἀντιηρωική ἐποχή. Ὡς ἄνθρωποι πού βιώνουμε ἔκδηλη τήν παρακμή, ἀπόρροια τῆς πνευμα τικῆς κρίσης πού μᾶς ταλανίζει, αἰσθανόμαστε ἔντονη τήν ἀποστροφή πρός κάθε τί πού μᾶς ἐλέγχει γιά τήν κατάντια μας. Οἱ πρῶτοι, πού ἐπιχειρεῖται νά καλυφθοῦν μέ πέπλο λήθης, εἶναι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκολουθοῦν οἱ ἥρωες τῆς πατρίδας, ὅπως ὁ θεωρητικά ἀκόμη τιμώμενος Παῦλος Μελάς.
 Γράφηκε ὅτι οἱ λαοί δέν ἔχουν ἀνάγκη ἀπό ἥρωες. Αὐτό εἶναι σωστό, πότε ὅμως; Ὅταν ἔχουν λάβει τήν ἀπόφαση νά αὐτοκτονήσουν! Μήπως ἐμεῖς τή λάβαμε; Βέβαια ἀκόμη καί τότε προβάλλονται ἥρωες. Πρόκειται γιά ἀντιήρωες στόν θαυμασμό τῶν ὁποίων οἱ δημαγωγοί τῆς κάθε ἐποχῆς παρακινοῦν τά ἄβουλα πλήθη, τά πρόβατα τά μή ἔχοντα ποιμένα!
 Ἀντιήρωες εἶναι οἱ πολιτικοί, οἱ πεινῶντες καί διψῶντες ὄχι τή δικαιοσύνη, ἀλλά τήν ἐξουσία, γιά τήν ὁποία προδίδουν ἀκόμη καί τήν πατρίδα τους καί τόν λαό της. Καθημερινά ἐκδηλώνουν τήν ἀκραία περιφρόνησή τους πρός τήν παράδοση τοῦ λαοῦ καί τούς ἥρωες πού αὐτός γέννησε. Αἰσθάνονται πλέον ἔκδηλη τήν ἀπέχθειά τους γιά κάθε τί πού θυμίζει πατρίδα. Ἔπεισαν τόν λαό μας νά μήν ἁπλώνει τή σημαία μας στόν ἐξώστη κατά τίς ἐθνικές ἐπετείους. Ἔτσι αὐτήν τήν κρατοῦν ἀκόμη οἱ φίλαθλοι τῶν ἐθνικῶν ὁμάδων μας καί οἱ ὀπαδοί τοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ! Θαυμάσια ἐπιτυχία: Γιά τούς «προοδευτικούς» συνειρμικά ἡ γαλανόλευκη, τό σύμβολο τῆς ἐλευθερίας, τῆς βγαλμένης ἀπ’ τά κόκκαλα τῶν Ἑλλήνων τά ἱερά, συνδέεται ἄρρηκτα μέ τήν ἀνελευθερία!
 Ἀντιήρωες εἶναι τά πάσης φύσεως ἀπό ἠθικῆς ἀπόψεως μηδενικά, τά ὁποῖα ἔχουν τήν αἴσθηση ὅτι προικίστηκαν μέ κάποιο τάλαντο ὑποκριτικό, φωνητικό ἤ ἄλλο! Ἀντιηρωισμός τους ὁ ἀνταγωνισμός σέ χυδαιότητα καί ἐξευτελισμό τῶν ἰδανικῶν. Πρόσφατα σέ σχο λική ἐκδρομή μαθητῶν Λυκείου συνοδεύουσα αὐτούς καθηγήτρια εἶχε τό θάρρος, διότι περί θάρρους πλέον πρόκειται, νά φέρει μαζί της δίσκο μέ πατριωτικά τραγούδια. Ἀνάμεσα σ’ αὐτά καί τό «Θά πάρω μίαν ἀνηφοριά» τοῦ ἐθνομάρτυρα Εὐαγόρα Παλικαρίδη. Ἐρωτήθηκαν οἱ μαθητές ποιός εἶχε γράψει τούς στίχους καί εἶχε συνθέσει τή μουσική. Ἀγνοοῦσαν ὅλοι ὄχι μόνον αὐτά ἀλλά καί τόν ἴδιο τόν συνομήλικό τους σχεδόν Εὐαγόρα! Γνώριζαν ὅμως τόν καλλιτέχνη πού τό τραγουδοῦσε! Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη ἐπιτυχία τῶν ἀποδομητῶν τοῦ ἔθνους μας: Ἔχουν στρέψει τήν προσοχή τῶν παιδιῶν καί τῶν ἐφήβων πρός λατρεία ἰνδαλμάτων, τά ὁποία εἰδωλοποιοῦνται ἀπό τό σύστημα καί στή συνέχεια καλοῦνται τά ἄγουρα νειάτα νά προσφέρουν σ’ αὐτά θυσίες. Πλήρης ἡ ἀναλογία πρός τόν ξεπεσμό τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τή λατρεία τοῦ Θεοῦ στήν ἄλλη τῶν ξοάνων!
 Ἀντιήρωες ἐσχάτης ὑποστάθμης εἶναι οἱ γελοῖοι πρωταγωνιστές στίς περιπέτειες κινουμένων σχεδίων, τή σαβούρα τῶν ὁποίων καταβρόχθισαν μία δύο γενιές, καί οἱ ἄλλοι τῶν ἠλεκτρονικῶν παιχνιδιῶν, μέ τούς ὁποίους ταυτίζονται μανικῶς οἱ μικροί καί ἄκρως ἐθισμένοι «παῖκτες», οἱ ὁποῖοι βιώνουν τήν εἰκονική πραγματικότητα. Καί ὅλη αὐτή ἡ ἀθλιότητα οὐδένα κοινοβουλευτικό ἄνδρα φαίνεται νά ἀνησυχεῖ!   Ἡ δημοκρατία κοιμᾶται μέ τήν ἀκραία βεβαιότητα τοῦ ἀκαταβλήτου της.
Ξεχασμένος πλέον ἥρωας ὑπῆρξε ὁ Παῦλος Μελάς, παιδί πολύτεκνης οἰκογένειας (6 παιδιά) τοῦ ἐμπόρου Μιχαήλ ἀπό τήν κακοτράχαλη Ἤπειρο τῶν εὐεργετῶν. Τό ἡρωικό του φρόνημα ὁ Παῦλος τό ἔδειξε ἀπό μικρή ἡλικία. Ὑπερασπιστής τῶν ἀδυνάτων στό σχολεῖο, φροντιστής τῶν ἀπόρων τῆς γειτονιᾶς του, συνοδός στούς χορούς τῶν ἀσχημοκόριτσων ὁ πανέμορφος! Καί ἀπό ἐθνικό φρόνημα! Νά πῶς μεταφέρει λόγια τοῦ Παύλου ἡ γυναίκα του ἡ Ναταλία Δραγούμη, κόρη τοῦ Στεφάνου καί ἀδελφή του Ἴωνα:
 «Περίεργο, πάντα εἶναι λιακάδα στίς   25 Μαρτίου… Ὁ κόσμος στό δρόμο πηγαίνει πρός μία διεύθυνση. Σάλπιγγες σέ διάφορα μέρη τῆς πόλεως. Μαύρ’ εἶν’ ἡ νύχτα στά βουνά. Φῶς παντοῦ γαλανόξανθο. Στό Πανεπιστήμιο ἀπ’ ἔξω ὁ Ρήγας, ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος δαφνοστεφανωμένοι… Χτυπᾶτε πολέμαρχοι. Δέν ξέρεις γιατί, ἀπό χαρά καί ἀπό ὑπερηφάνεια σοῦ ἔρχεται νά κλάψης. Καί ὅταν περνᾶ ἡ σημαία τῆς φρουρᾶς, γελιέσαι καί κάνεις, ἀντί νά χαιρετίσης, τόν σταυρό σου, ὅπως στήν ἐκκλησία».
 Σέ ἐπιστολή πρός τούς γονεῖς του μετά τήν ὁρκωμοσία (1891) ἐξομολογεῖται: «Δέν δύνασθε νά φαταστεῖτε ὁποίαν βαθείαν ἐντύπωσιν μοῦ ἐνεποίησεν ἡ τελετή αὕτη. Δέν ἦτο ἐπιβλητική οὔτε μᾶς ἐξήγησαν προηγουμένως ποίαν βαρύτητα καί σπουδαιότητα ἔχουν οἱ λόγοι, τούς ὁποίους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί τῆς Σημαίας προφέρομεν. Ἀλλά σᾶς διαβεβαιῶ ὅτι ὠρκίσθην ἔχων πλήρη συναίσθησιν τῶν ὑπό τοῦ ὅρκου ἐπιβαλλο μένων καθηκόντων, σταθεράν δέ ἀπόφασιν νά τά ἐκτελέσω».
Καί τά ἐξετέλεσε στό ἀκέραιο. Πρωταγωνίστησε στή συγκρότηση ἀνταρτικῶν σωμάτων, ὡς βοηθός τοῦ πατέρα του (1896) καί ἔλαβε μέρος στόν πόλεμο τῆς ντροπῆς τῶν ἑλληνικῶν ὅπλων (1897). Στήν οἰκογένεια τοῦ Παύλου ἡ ἀναστάτωση στοίχισε τήν ἀπώλεια τῆς οἰκίας τους! Ἄλλοι ἀσφαλῶς κέρδισαν. Ἡ κριτική τοῦ κατά τῆς σαπίλας τῆς ἄρχουσας τάξης σκληρή. Γι’ αὐτό καί ὑπέστη τήν τιμωρία: Στάσιμος (ἀνθυπίλαρχος) ὥς τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου τοῦ (1904). Δέν τόν στενοχωροῦσε αὐτό. Ἡ μικρότητα τῶν ἄλλων, πού ἤθελαν νά εἶναι ἀρεστοί στούς κρατοῦντες σέ βάρος τοῦ ἐθνικοῦ συμφέροντος, τόν πλήγωνε κατάκαρδα.
 Ὁ Παῦλος, ἄν καί ἔλαβε γυναίκα, μέ τήν ὁποία συμφωνοῦσε βαθύτατα, καί εἶχαν ἀποκτήσει δύο παιδιά, ζοῦσε μέ τό ὄνειρο τῆς ἀπελευθέρωσης τῆς Μακεδονίας, πατρίδας τῶν προγόνων τῆς Ναταλίας. Τρεῖς εἰσόδους ἔκανε στήν ὑπόδουλη ἑλληνική γῆ, τίς δύο κάνοντας χρήση τῆς κανονικῆς του ἄδειας! Κατά τήν τρίτη παρέδωσε τό πνεῦμα του ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας της. Κλείνουμε μέ ἀ πόσπασμα ἐπιστολῆς του πρός τή Ναταλία, πού ἔγραψε μέ τήν εἴσοδό του στό ὀθωμανικό ἔδαφος: «Νάτα μου. Χθές, ὅταν τελείωσα τό γράμμα μου, ἐπῆγα εἰς τήν ἐκκλησία (σ.σ. τῆς μονῆς Μερίτσας Καλαμπάκας). Ἀκούσαμεν τόν ἑσπερινόν πρῶτα καί κατόπιν μᾶς μετέλαβεν ὁ γέρων χωρικός ἱερεύς τῆς μονῆς. Οὐδέποτε μέ τόσην κατάνυξιν μετέλαβα. Ὁ νοῦς μου διαρκῶς ἐστρέφετο πρός Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος χάριν ἡμῶν καί τῆς θείας Θρησκείας Του ὑπέστη τό μαρτύριον. Τό μέγεθος τῆς θυσίας Του, τό μέγεθος τῆς ἀποστολῆς Του μ’ ἔκαμναν νά αἰσθάνω μαι πόσον μικροί καί πόσον μακράν Αὐτοῦ εὑρισκόμεθα, ἀλλά καί συγχρόνως μέ ἐνεθάρρυναν. Πάντοτε Τόν ἐλάτρευα διά τήν θρησκείαν Του καί τόν ἐθαύμαζα διά τήν θυσίαν Του. Ἐλπίζω νά  μᾶς βοηθήση. Αἰσθάνομαι τώρα ἰσχυρός, γενναῖος καί καλύτερος, ἕτοιμος δέ νά κάμω τά πάντα».
Ἐννοοοῦμε τί εἴδους εἶναι ἡ κρίση πού βιώνουμε;

Ἀπόστολος Παπαδημητρίου

Κατηγορία Ποικίλα
Παρασκευή, 29 Αύγουστος 2014 03:00

ΟΜΙΛΙΑ 1

   Η Μνήμη του ήρωα του Μακεδονικού Αγώνα Παύλου Μελά, που σκοτώθηκε στις 13 Οκτωβρίου 1904 μας υποχρεώνει να θυμηθούμε την προσφορά και τον αγώνα όλων εκείνων που θυσιάστηκαν για να χαρίσουν σε μας ελεύθερη τη Μακεδονία.
   Όταν λέμε Μακεδονικό Αγώνα εννοούμε το διμέτωπο αγώνα που έκαναν οι Έλληνες (1904-1908) εναντίον των Βουλγάρων κομιτατζήδων και των Τούρκων κατά- κτητών. Σκοπός αυτού του αγώνα ήταν η απελευθέρωση της Μακεδονίας και η ένωσή της με την ελεύθερη τότε Ελλάδα. Ήταν η συνέχεια της εθνικής επανάστασης του 1821.
   Ο αγώνας για την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τους Τούρκους κατέληξε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα σε αγώνα κατά των Βουλγάρων, που θέλησαν να επικρατήσουν στον τόπο μας αρχικά με προπαγάνδα και προσηλυτισμό κι αργότερα με τη βία.
   Μετά τον ατυχή πόλεμο του 1897 οι ελληνική κυβέρνηση απασχολημένη με σοβαρά εσωτερικά ζητήματα είχε εγκαταλείψει την άμυνα του ελληνισμού της Μακεδονίας. Δίσταζε να κάνει οποιαδήποτε κίνηση που θα προκαλούσε την Τουρκία και θα κλόνιζε τη συνθήκη που είχε υπογραφεί. Έτσι από το 1901 ως το 1903 το πεδίο ήταν ελεύθερο για τη δράση των Βουλγάρων, οι οποίοι διατύπωσαν την περίεργη θεωρία ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν ανήκαν σε καμία ελληνική φυλή, και ότι η Μακεδονία ήταν δική τους. Προβαίνουν λοιπόν σε δυναμικές ενέργειες που αποβλέπουν στην κατάληψη του Ελληνικότατου Μακεδονικού χώρου. Με μια οργανωμένη προπαγάνδα ανέλαβαν στην αρχή ειρηνική εκστρατεία προσηλυτισμού των κατοίκων της Μακεδονίας στη Βουλγαρική Εξαρχία, δηλαδή στην ανεξάρτητη Βουλγαρική Εκκλησία.
   Όταν όμως διαπίστωσαν με αγανάκτηση ότι οι Μακεδόνες ήταν αδύνατο να αρνηθούν την πατρίδα τους, να ξεκοπούν από τις ρίζες τους, από την πίστη των πατέρων τους, όταν κατάλαβαν καλά ότι δεν έχουν να κάνουν με έναν οποιοδήποτε λαό, τότε αλλάζουν τακτική.  Αναπτύσσουν εξοντωτική δράση που στρέφεται εναντίον όλων κυρίως όμως εναντίον ιερέων γιατρών και  δασκάλων. Σκοπός τους να τρομοκρατήσουν, να εξοντώσουν, να αφανίσουν κάθε δυναμικό ελληνικό στοιχείο. Αδυνατεί πράγματι η γλώσσα προκειμένου να αναφέρει τους φόνους, τις ληστείες, τα βασανιστήρια, τις κατακρεουργήσεις, τους εμπρησμούς των εκκλησιών και των σχολείων, που έκαναν τα στίφη των άγριων κομιτατζήδων Βουλγάρων.
   Όταν η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο, άρχισαν μερικοί ντόπιοι ν’ αντιδρούν και να ζητούν ενισχύσεις από την ελεύθερη Ελλάδα. Την εποχή αυτή συμβάλλει τα μέγιστα το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Στέλνει σε καίριες θέσεις, μορφωμένους, αποφασιστικούς και γενναίους ιεράρχες για να σταθμίσουν την κατάσταση και να συμπαρασταθούν αναλόγως στον αγωνιζόμενο και ταλαιπωρημένο Μακεδονικό λαό. Τέτοιοι ήταν ο γενναίος μητροπολίτης Καστοριάς   Γερμανός Καραβαγγέλης, του οποίου η συμβολή στον Μακεδονικό Αγώνα είναι ανυπολόγιστη και ο Χρυσόστομος Καλαφάτης μητροπολίτης Δράμας, ο μετέπειτα Μητροπολίτης Σμύρνης και εθνομάρτυρας στη συμφορά του 1922.
   Γεγονός με ξεχωριστή σημασία είναι η τοποθέτηση του Ίωνα Δραγούμη στο Προξενείο Μοναστηρίου, στο τέλος του 1902. Εθναπόστολος ο Δραγούμης, από επιφανή οικογένεια Μακεδονικής καταγωγής με το σύνθημα «αν σώσουμε την Μακεδονία η Μακεδονία θα μας σώσει», συνεργάστηκε με τον Μητροπολίτη Καστοριάς και οργάνωσε την εθνική άμυνα με μικρές αντάρτικες ομάδες από ντόπιους, που έδρασαν στην περιοχή μεταξύ Μοναστηρίου και Καστοριάς. Παράλληλα επικοινωνεί με παράγοντες στην Αθήνα όπου ιδρύεται το Μακεδονικό κομιτάτο, μια νέα φιλική εταιρεία, που αναλαμβάνει να βοηθήσει τον αγώνα.
   Στέλεχος βασικό του κομιτάτου ο Παύλος Μελάς με τρεις άλλους αξιωματικούς, στέλνονται στις αρχές του Φεβρουαρίου του 1903 από την Κυβέρνηση για να δουν από κοντά πως έχει η κατάσταση στη Μακεδονία. Τους οδηγούν ο καπετάν Κώτας από τη Ρούλια, ο Παύλος Κύρου από το Ζέλοβο και ο Νίκος Πύρζας από τη Φλώρινα. Είναι οι τρεις αυτοί άνδρες που είχαν έρθει στην Αθήνα για να εκθέσουν στην Κυβέρνηση την κατάσταση του τόπου τους. Γυρίζοντας στην Αθήνα ο Παύλος κατέθεσε την άποψη ότι έπρεπε να οργανωθούν και να σταλούν   αμέσως σώματα και οπωσδήποτε να βγουν στον αγώνα και άλλοι νέοι αξιωματικοί.
   Η κυβέρνηση πείθεται κι έτσι στις 27 Αυγούστου 1904 ο Μελάς ορκίζεται από το Μακεδονικό Κομιτάτο ως γενικός αρχηγός των σωμάτων Μοναστηρίου-Καστοριάς. Σε λίγες μέρες μαζί με το Λάκη Πύρζα και 10 κρητικούς αφήνει την Αθήνα και περνάει τα σύνορα με το πλαστό όνομα Μίκης Ζέζας, ζωέμπορος, για να μη γίνει αντιληπτός από τις τουρκικές αρχές.
   Οι δυσκολίες που συναντά είναι απερίγραπτες, αλλά η αγάπη του για τη Μακεδονία, η πίστη και η αφοσίωσή του στον αγώνα που ανέλαβε, τον κάνουν να τις υπερνικά και συγχρόνως να ενισχύει τους συντρόφους του.
   Γράφει στη γυναίκα του: «αισθάνομαι μία δύναμη μέσα μου που με ωθεί διαρκώς προς τη Μακεδονία».
   Αλλού πάλι γράφει: «Αναλαμβάνω αυτόν τον αγώνα με όλη την ψυχή και με την ιδέα ότι είμαι υποχρεωμένος να τον αναλάβω, Είχα και έχω την ακράδαντη πεποίθηση ότι μπορούμε να εργαστούμε στη Μακεδονία και να σώσουμε πολλά. Με την πεποίθηση αυτή θεωρώ καθήκον μου να θυσιάσω το παν για να πείσω την κοινή γνώμη. Είμαι βέβαιος ότι ενός ανδρός το αίμα αν ποτίσει το χώμα της Μακεδονίας θα ξυπνήσουν όσοι κοιμούνται, θα ενθαρρυνθούν οι τρομοκρατημένοι, θα φυτρώσουν στην ευγενική γη εκδικητές και σωτήρες».
   Το ημερολόγιο και οι επιστολές του Π. Μελά, ιστορικά κειμήλια πολύτιμα κι ανεπανάληπτα, περικλείουν λεπτομέρειες για τα συναισθήματά του αλλά και για τις δυσκολίες που συναντούσαν, που κόβουν την ανάσα από αγωνία, συγκίνηση,  γλαφυρό τητα και ενάργεια. Γράφει στις 8 Μαρτίου 1904: «Όταν εξεκινήσαμεν ήτο σκότος βαθύ. οι οδηγοί αμφέβαλλαν και πάλιν περί του δυνατού της πορείας Αλλ’ επειδή επεμένομεν, υπήκουσαν. Μόλις όμως διήλθομεν εις το σκότος την επικίνδυνον τουρκικήν ζώνη αμέσως, ως δια μαγείας, τα πυκνά νέφη διελύθησαν και η σελήνη και τα άστρα μας εφώτισαν τον φοβερώτατον δρόμον, τον οποίον επί 3 ώρας ηκολουθήσαμεν δια μέσου παρθένων δασών, κρημνών, ανωφερειών και λοιπών. Ναι, Νάτα μου, επιστεύσαμεν όλοι, με όλην την ψυχήν μας, ότι ο Θεός εκείνην την στιγμήν ευλόγει το έργον μας και δια των αστέρων του εφώτιζε τον δρόμον μας. Η πεποίθησις αύτη μας έδωκε δυνάμεις υπερανθρώπους και, χωρίς να το εννοήσωμεν σχεδόν, εβαδίσαμεν επί 9 ώρας, έκαστος φέρων βάρος 15-20 οκάδων. Τας δυσκολίας τας οποίας υπερνικήσαμεν, δεν ημπορώ να σου τας περιγράψω. Εις κάθε βήμα εκινδυνεύσαμεν να πέσωμεν ή να χάσωμεν τα μάτια μας από τους κλάδους των δέντρων [..…..]. Το ψύχος είναι δριμύτατον. Τα πόδια μας παγωμένα, διότι η πυκνοτάτη δρόσος επάγωσε και περιπατούμεν επί πάγου. Πίπτομεν ημιθανείς σχεδόν, τυλισσόμενοι εις την κάπαν μας. Εν τούτοις είναι περίεργον ότι τα βασανιστήριά μας τώρα μόνον τα ενθυμούμεθα. Όταν τα υφιστάμεθα, ο νους μας όλων ήτο εις την Μακεδονίαν!».

   Για τον πολύ κόσμο ο Παύλος Μελάς είναι μια φυσιογνωμία που την καλύπτει η αχλύ του παρελθόντος. Όμως δεν είναι μυθικό πρόσωπο. Οι απόγονοί του κυκλοφορούν ανάμεσά μας, σεμνοί, απλοί, φορτωμένοι με μια κληρονομιά πολύτιμη όσο και μοναδική. Κι ο ίδιος παραμένει φωτεινό παράδειγμα ενός ανθρώπου όπως ο καθένας από εμάς, που άκουσε τη φωνή της συνείδησής του και αγωνίσθηκε «για να μην καταστρέψουν οι Βούλγαροι τον τρόπο του σκέπτεσθαι και του αισθάνεσθαι που λέγεται Ελληνισμός».

   Αυτός ο ήρωας που αλώνισε τη Μακεδονία ενισχύοντας ηθικά και υλικά τους κατατρεγμένους και καταπιεσμένους Έλληνές, οργανώνοντάς τους και διδάσκοντάς τους, με πληγές στα πόδια και την αγωνία στην ψυχή για την έκβαση της αποστολής του, αναρωτιέται: «Δεν φαντάζεσαι την κατάστασίν μου την ψυχικήν. Θέλω και πρέπει να μείνω εδώ αλλ’ ο πολυτάραχος και σχεδόν άγριος βίος μου με κάμνει να νοσταλγώ τον ήσυχον και γλυκύν οικογενειακόν βίον. Και εδώ έχω τας ικανοποιήσεις μου και εκεί την ευτυχίαν μου. Αλλ’ εδώ με κρατεί επί πλέον το καθήκον και προ πάντων αι υποχρεώσεις ας ανέλαβα. Αισθάνομαι ότι θυσιάζομαι, αλλά τουλάχιστον θα κατορθώσω τίποτε;» Σε άλλη περίπτωση φρικιά στη σκέψη των ζοφερών προοπτικών: «Τρέμω και συγκινούμε σκεπτόμενος ότι εγώ, ο οποίος ουδέ μύγαν εσκεμμένως εσκότωσα ποτέ, από αύριον θα φονεύσω, θα δολοφονήσω ίσως και ανθρώπους ακόμη. Τρέμω, αλλ’ ανυπομονώ να το κάμω». Δεν αλλοτριώνεται, γνωρίζει το καθήκον του, το επιτελεί αλλά το μυαλό του είναι και σε ένα άλλο επίπεδο στην οικογένειά του, στη Ναταλία, στα παιδιά του, την οικογένεια Δραγούμη: «Χαίρε, αγάπη μου, μη με σκέπτεσαι πλέον εμένα, αλλ’ ευχήσου δια την επιτυχίαν της αγίας αποστολής μας. Φίλησε την μητέρα μου και τους αδελφούς μου, ως επίσης όλην την αγίαν ελληνικήν και χριστιανικήν οικογένειάν σου…..Τα παιδιά φιλώ και ευλογώ».
   Δεν είναι κραυγαλέο το έργο του Μελά αλλά σεμνό και τίμιο. Το διαποτίζει όμως απεριόριστο μεγαλείο, που συμπυκνώνεται σε μια τελευταία δραματική ενέργεια, παρακαταθήκη και κληρονομιά όχι μόνο στους δικούς του αλλά στο έθνος ολόκληρο. Λαβωμένος θανάσιμα σε σύγκρουση με Τούρκους στη Στάτιτσα, κάλεσε τον φίλο και συνεργάτη του Πύρζα και του είπε: «Το σταυρό να τον δώσεις στη γυναίκα μου και το τουφέκι, όπως σου είπα, του Μίκη(του γιου του). Και να τους πεις, ότι το καθήκον μου έκαμα».
   Τη συγκλονιστική εντύπωση από το θάνατο του Παύλου Μελά την έκλεισε ο Ποιητής μας Κωστής Παλαμάς στους παρακάτω στίχους:

Σε καίει λαός. Πάντα χλωρό να σειέται το χορτάρι
Στον τόπο που σε πλάγιασε το βόλι, ω παλικάρι.
Πανάλαφρος ο ύπνος σου. Του Απρίλη τα πουλιά
Σαν του σπιτιού σου να τα’ κους λογάκια και φιλιά
Και να σου  φτάνουν του σκληρού χειμώνα οι καταρράχτες
Σαν τουφεκιού αστραπόβροντα και σαν πολέμου κράχτες.
Πλατιά του ονείρου μας η γη και απόμακρη.
Και γέρνεις εκεί και σβεις γοργά.
Ιερή στιγμή. Σαν πιο πλατιά τη δείχνεις,και τη φέρνεις σαν πιο κοντά!
   Ο θάνατος του έγινε ύμνος και τραγούδι. Όλη η Μακεδονία έκανε το όνομά του θρύλο και σύνθημα γενικού ξεσηκωμού. Το τέλος του έγινε αρχή γενικού συναγερμού. Το παράδειγμά του ακολούθησαν απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδος κι άλλοι αξιωματικοί κι εθελοντές, όπως ο Κων/νος Μαζαράκης, ο λοχαγός Μωρΐτης, ο Τέλος Άγρας, ο Κω/νος Γαρέφης ο Ιωάννης Δεμέστιχας και πολλοί άλλοι, που αγωνίστηκαν με τη σειρά τους και πολλοί έδωσαν και τη ζωή τους για να πετύχουν το μεγάλο σκοπό: Να μας χαρίσουν τη Μακεδονία.
   Χρέος μας είναι ν’ αγρυπνούμε κι αν χρειαστεί με αγώνες να την υπερασπιστούμε και  να την διαφυλάξουμε ελεύθερη όπως μας την παρέδωσαν!