aimilianos  Ἑκατό καί πλέον χρόνια πέρασαν ἀπό τότε πού στή δασωμένη περιοχή μεταξύ Σνιχόβου (Δεσπότη) καί Γκριντάδων (σήμερα Αἰμιλιανοῦ) Γρεβενῶν ἄφηνε μαρτυρικά τήν τελευταία του πνοή τήν 1η Ὀκτωβρίου τοῦ 1911 ὁ τότε μητροπολίτης Γρεβενῶν Αἰμιλιανός Λαζαρίδης μαζί μέ τό διάκο του Δημήτριο Ἀναγνώστου καί τόν ἀγωγιάτη τους Ἀθανάσιο.
  Γεννημένος τό 1877 στά Πέρματα τῆς Μ. Ἀσίας, γόνος πολύτεκνης οἰκογένειας μέ ἐννιά παιδιά, ὁ Αἰμιλιανός Λαζαρίδης ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τίς σπουδές του στή Θεολογική Σχολή της Χάλκης, ὑπηρέτησε ὡς διάκονος τοῦ Μητροπολίτη Πελαγονίας Ἰωακείμ Φορόπουλου, μέ ἕδρα τό Μοναστήρι καί ὡς καθηγητής τῶν Θρησκευτικῶν τοῦ ἐκεῖ ἑλληνικοῦ Γυμνασίου. Μέ τή μορφή του, τό ἦθος του καί τό χαρακτήρα του εἶχε ἐπιβληθεῖ καί ἀποτελοῦσε πρότυπο ζωῆς σύμφωνα μέ τίς μαρτυρίες ἐκείνων πού τόν συναναστρέφονταν: «Μέ τά λεπτά καί κανονικά χαρακτηριστικά του ... ὡμοίαζε γνησίαν βυζαντινήν ἁγιογραφίαν τῆς κλασσικῆς περιόδου, ὥριμον σχεδόν διά τόν φωτοστέφανον τοῦ μαρτυρίου. Γλυκύς, πρᾶος, μειλίχιος, ταπεινός... πάντοτε γαλήνιος καί μετριόφρων... ἤξευρεν ἐν ἀνάγκῃ νά ὑποχωρῇ πολλάκις καί μέ ἀβαρίαν τοῦ ἐγωισμοῦ του, ἀλλ’ εἰς τάς κρισίμους στιγμάς ἀνέπτυσσε σθένος καί ἀποφασιστικότητα». Δικαίωνε ἔτσι τήν παρατήρηση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης: «Ἡ τῆς ψυχῆς καθαρότης διά τοῦ φαινομένου διέλαμπε καί ὁ φαινόμενος ἄνθρωπος ἄξιον ἦν τοῦ ἀφανοῦς οἰκητήριον».
 Κάτοχος εὐρείας καί βαθειᾶς μορφώσεως, προικισμένος μέ ἀγωνιστικό φρόνημα, ἀφιέρωσε ὅλες του τίς δυνάμεις, γιά νά κρατήσει καί νά μεταλαμπαδεύσει τήν χριστιανική πίστη. Ὡς ἐπίσκοπος Πέτρας ἀναδείχτηκε «ἀληθής τῆς πίστεως καί τοῦ ἔθνους ἡμῶν ... Πέτρα». Ὡς ἀντικαταστάτης τοῦ μητροπολίτη Πελαγονίας ἀνέπτυξε πλούσια ἐθνικοθρησκευτική δράση σέ μιά περίοδο τόσο ζοφερή, γιά τήν ὁποία ἡ Βρετανική κυανῆ Βίβλος μαρτυρεῖ: «Ἡ δολοφονία εἶναι τό κυριώτερον ὅπλον τῶν βουλγαρικῶν Κομιτάτων. Πρό οὐδενός ὑποχωροῦσιν. Οἱ Ἕλληνες εἶναι κυρίως τά θύματά των. Κατά χιλιάδας ἐφονεύθησαν οἱ Ἕλληνες κατά τά τελευταῖα πέντε ἤ ἕξ ἔτη.... ἀθώων καί ἀόπλων ἐκβιάσεις, ληστεῖαι, δολοφονίαι, ἀνδρῶν καί γυναικῶν, ἀνελεήμονα βασανιστήρια ἱερέων, ἰατρῶν, διδασκάλων κατακρεουργήσεις, ναῶν ἐμπρησμοί... καταστροφή χριστιανῶν Ὀρθοδόξων... γενική τρομοκρατία, πλήμμυρα αἵματος».
 Θά μποροῦσε καί ὁ ἀοίδιμος Αἰμιλιανός γιά τήν πολυκύμαντη διακονία του στήν περιοχή αὐτή μαζί μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο νά ἀναφωνήσει: «Ἐλθόντων ἡμῶν εἰς Μακεδονίαν οὐδεμίαν ἔσχηκεν ἄνεσιν ἡ σὰρξ ἡμῶν, ἀλλ’ ἐν παντὶ θλιβόμενοι· ἔξωθεν μάχαι, ἔσωθεν φόβοι» (Β’ Κο 7,5).
 Τό 1908 στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία ἐπικράτησαν οἱ Νεότουρκοι, οἱ ὁποῖοι ἐπαγγέλλονταν ἐλευθερία, ἰσότητα, δικαιοσύνη. Στήν ἀρχή πίστεψε στό κίνημα καί τίς ἐξαγγελίες τους. Ἦταν μάλιστα ὁ πρῶτος μή μουσουλμάνος ἱερωμένος πού χαιρέτησε τήν νεοτουρκική μεταπολίτευση, γιά νά γίνει σύντομα μάρτυρας καί θύμα τοῦ ἀπηνοῦς διωγμοῦ πού ἄσκησε τό νεοτουρκικό κομιτᾶτο γιά καθετί ἑλληνικό. Στή συνέχεια ὅμως οἱ Νεότουρκοι μέ συμμάχους τούς Βουλγάρους κομιτατζῆδες καί τούς Ρουμάνους ἐργάζονταν μεθοδικά καί μέ ποικίλα μέσα· τρομοκρατοῦσαν, ἔσπερναν τόν ὄλεθρο, ἐκδήλωναν τή μανία τους κατά γυναικῶν καί παιδιῶν, κατά ναῶν καί σχολείων καί κυρίως ἀπέναντι σέ ὅποιον τολμοῦσε νά ἀντιδράσει.
 Tό Μάρτιο τοῦ 1910, ὁ νεαρός ἐπίσκοπος Αἰμιλιανός προάγεται καί τοποθετεῖται στήν ἱστορική Μητρόπολη Γρεβενῶν, ἡ ὁποία δοκιμαζόταν κυρίως ἀπό τή ρουμανική προπαγάνδα, τά ὄργια τοῦ βουλγαρικοῦ κομιτάτου καί ἀπό τίς ληστρικές συμμορίες τῶν Νεοτούρκων.
 Ὁ Μητροπολίτης Αἰμιλιανός, ἀγωνίζεται μέ ἐνθουσιασμό καί ἀποφασιστικότητα. Περιοδεύει στά χωριά, τονώνει τούς ἱερεῖς καί τούς δασκάλους, ἐμψυχώνει τούς τρομαγμένους κατοίκους. Παράλληλα γνωστοποιεῖ την κατάσταση πού ἐπικρατοῦσε στό Πατριαρχεῖο καί τήν ἑλληνική Κυβέρνηση. Πρός τόν νομάρχη Τρικάλων ἔγραφε: «Παρακαλῶ θερμῶς, θερμότατα γράφων, νά μεριμνήσητε περί τῆς τύχης τῶν χωρικῶν μας, τῶν ὁποίων ἡ θέσις κατέστη ἐσχάτως ἀπελπιστική... Πῶς νά ἐμπνεύσω ζωήν εἰς ἀνθρώπους, οἴτινες ὑπό ἠθικήν καί ὑλικήν ἄποψιν ἕνεκα τῆς ἀπογυμνώσεως αὐτῶν κατέστησαν πτώματα;... Τί ἀναμένετε παρ’ ἀνθρώπων ἀπηλπισμένων; Διατί ὑποθέτετε ὅτι ἄνθρωποι καταδυναστευόμενοι καί πάσχοντες τά πάνδεινα θά εἶναι εἰς θέσιν νά σκεφθῶσι περί τοῦ ἀπωτερου αὐτῶν μέλλοντος;»
 Μέ πόνο ἀνακοινώνει στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Ἰωακείμ τόν Γ’: Τό μισό κτήριο τῆς σχολῆς τῆς Κρανιᾶς «κατελήφθη ὑπό τοῦ βασιλέως τῆς Κρανιᾶς, τοῦ πανισχύρου Τσακαμᾶ, ὅστις ... δέρει, φυλακίζει», μέ ἀποτέλεσμα 80 μαθητές νά εἶναι στό δρόμο. Ζητοῦν οἱ ρουμανίζοντες–λέγει- στήν κεντρική μεγάλη ἐκκλησία νά ψάλουν δεξιά ἑλληνικά, ἀριστερά βλάχικα· σέ ἑπόμενη ἐπιστολή μαρτυρεῖ ὅτι στήν Κρανιά λειτουργοῦν στίς ἑλληνικές ἐκκλησίες. Στό Περιβόλι κατέλαβαν τόν κεντρικό ναό. Στή Σαμαρίνα πού ἀριθμοῦσε 600 ἑλληνικές οἰκογένειες 10 ρουμανίζοντες μέ τούς 3 δασκάλους τους καί 10 μαθητές τους κατέλαβαν τήν νέα ἑλληνική σχολή. Μέριμνα τοῦ ἀειμνήστου ἱεράρχη ἦταν ἀκόμη καί ὁ ἐναρμονισμός τῆς διδακτέας ὕλης μεταξύ τῶν σχολείων τῆς πόλης καί αὐτῶν τῆς ἐπαρχίας, ἡ ἐπιλογή καί ἡ διάθεση βιβλίων στούς μαθητές, ἡ πρόσληψη καί ἡ ἀμοιβή δασκάλου γιά τήν Ἀστική Σχολή τῶν Γρεβενῶν. Ἐπιπλέον τόνιζε: «Δέν ἔπρεπε νά περιορισθῇ ὁ μισθός τῶν διδασκάλων. Ἐν τούτοις δέον νά φροντίσωμεν».
 Μέ θάρρος ἐπίσης καί εὐτολμία κατήγγειλε τήν βία καί τούς ξυλοδαρμούς πού ὑφίσταντο οἱ χριστιανοί. Τόλμησε μάλιστα μαζί μέ τόν ἀρχιερατικό του ἐπίτροπο νά ἐπισκεφθεῖ τόν φοβερό Μπεκήρ Ἀγᾶ, γιά νά τόν συνετίσει: «Ἀπευθυνόμενος πρός τόν Μπεκήρ ἐφ. τόν ἠρώτησα· εἶναι δίκαιον, βέη, ἀξιωματικός ἐγγράμματος, φιλελεύθερος κλπ. νά δέρη τόσον ἀγρίως τούς Χριστιανούς ἐν μέσῃ ἀγορᾷ;» Σηκώθηκε ἀμέσως ὁ καϊμακάμης καί ζωηρά τοῦ ἀπάντησε: «Δι’ αὐτήν ἀκριβῶς τήν πρᾶξιν του ἡ Κυβέρνησις δι’ ἐμοῦ συγχαίρει τόν Μπεκήρ ἐφ.». Καί ὁ τελευταῖος κραδαίνοντας τό ξῖφος εἶπε στόν μητροπολίτη: «Εἶπες, Δεσπότ ἐφ., ὅτι ἔχω τήν πέννα μου καί γράφεις, πρέπεις νά ξεύρῃς ὅμως ὅτι καί ἐγώ ἔχω τό σπαθί μου».

  Ἡ δυναμική καί ἀτρόμητη στάση του προκάλεσε τήν ὀργή τῶν ἐχθρῶν. «Μ’ ἔφερον δέ προσβλητικῶς ἐκ τῶν χωρίων μέ δύο χωροφύλακας», ἀνακοίνωνε. Ἔγραφε μάλιστα ὅτι συναντοῦσε ἐμπόδια στίς περιοδεῖες του καί ὅτι μέ κάθε τρόπο ἐπιδίωκαν νά τόν ἐνοχοποιήσουν. Τίποτε ὅμως δέν ἦταν ἀρκετό νά ἀνακόψει τόν φλογερό καί ἀπτόητο Μητροπολίτη. Στίς συστάσεις τοῦ περιβάλλοντός του νά μήν ἐξέλθει ἀπό τήν πόλη, διότι ἡ ζωή του κινδύνευε, ἀπάντησε: «Ὁ ποιμήν ὁ καλός τήν ψυχήν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων» (Ἰω 10, 11).
  Σάββατο, 1η Ὀκτωβρίου 1911 λειτούργησε στό χωριό Σνίχοβο καί ἀναχώρησε γιά τούς Γκριντάδες, ὅπου θά λειτουργοῦσε τήν ἑπομένη. Στό δρόμο, σέ μιά χαράδρα, οἱ ἐχθροί περίμεναν· τόν συνέλαβαν, τόν βασάνισαν καί στή συνέχεια τόν κατακρεούργησαν μέ τόν πιό φρικτό καί ἀπάνθρωπο τρόπο. Ἔτσι ὁ Δεσπότης μας ἀφοῦ τέλεσε τήν τελευταία του Λειτουργία, προσέφερε τόν ἑαυτό του θυσία στόν βωμό τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος. «Πρότερον μέν καί προθυόμενος, νῦν δέ καί τελεώτατον θῦμα προσάγων ἑαυτόν τῷ Θεῷ, ... καί ποιήσας τήν τελευτήν τελευταῖον μυστήριον», ὅπως θά ἔλεγε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ἦταν μόλις τριάντα τεσσάρων ἐτῶν. Ἀπό τούς συνοδούς του ὁ διάκος -πρός τιμήν του Διάκος όνομάστηκε παρακείμενο χωριό- βρέθηκε μέ ἀνοιγμένο τό κρανίο· τόν ἀγωγιάτη τόν σκότωσαν, γιά νά μήν ἀποκαλύψει τούς δράστες.
  «Δέν σέ εἶδε κανείς, φωτεινέ Δεσπότη, νά πέφτης βαρύς καί ἄψυχος εἰς τό ὑγρόν χῶμα, τό νοτισμένον ἀπό τόν ἱδρῶτα καί τό αἷμα τοῦ ποιμνίου σου. Τό μαῦρο σου ράσον ὅμως, πού ἔκρυβε πίπτον ἕνα ἀτίμητον καί ἡρωικόν σῶμα, ἐπέρασε σάν σκιά συννεφιᾶς μέ τήν ἀπειλήν καί τόν τρόμον τῆς καταιγίδος πού φθάνει», διαβάζουμε σέ ἐφημερίδα τῆς ἐποχῆς. (Ἐφημ. Ἀθηνῶν «Χρόνος», 16 Ὀκτ. 1911, 1).
  Στίς 9 Ὀκτωβρίου, ἡμέρα Κυριακή, τελέστηκε ἡ κηδεία τοῦ ἀοιδίμου Αἰμιλιανοῦ, ἀφοῦ χρειάστηκαν μέρες, γιά νά ἐντοπιστοῦν τά σώματα τῶν μαρτύρων. Τήν ἴδια ἡμέρα ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης συμπαραστατούμενος ἀπό ὀκτώ Μητροπολῖτες τέλεσε ἐπιμνημόσυνη δέηση καί ἐκφώνησε πύρινο λόγο. Τόνισε μάλιστα: «Μή νομίσωμεν ὅτι ἔληξεν ἡ σειρά τῶν μελλόντων νά ὑποστῶσι τόν θάνατον. Ἀπό αἰώνων ἤρχισεν αὕτη, ἔχομεν δέ ἀναριθμήτους μάρτυρας, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἀφῆκαν κληρονομίαν νά ἀγωνιζώμεθα ἀφωσιωμένοι μετά φρονήσεως καί ἄνευ θορύβου καί ἐπιδείξεως... Ἀνθρωπίνως κλαίομεν, ἀλλ’ εἶμαι βέβαιος ὅτι οὐκ ἐκλείψουσι στρατιῶται τῆς Ἐκκλησίας καί πρέπει νά δοξάζωμεν τόν Θεόν. Ἡ Ἐκκλησία θά ἐξακολουθήσῃ ἀγωνιζομένη τόν δίκαιον ἀγῶνα της». Ἀφοῦ μοίρασε ἀντίδωρο, ὁ Πατριάρχης ἐξαναγκάσθηκε ἀπό τούς πιστούς νά ξαναμιλήσει: «Ἤδη προσέρχομαι νά σᾶς εὐλογήσω διά τοῦ Σταυροῦ τούτου, ὅστις ἀνήκει εἰς τόν ἀείμνηστον Πατριάρχην Γρηγόριον τόν Ε’, ὁ ὁποῖος ὑπέστη μαρτυρικόν θάνατον». Καί ὁ μητροπολίτης Ἀθηνῶν Θεόκλητος στόν ἐπιμνημόσυνο λόγο του ἔλεγε ὅτι ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Ἰωακείμ ὁ Γ’ εἶχε ἀναρτήσει τήν εἰκόνα τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε’ στήν θέση τῆς ἀγχόνης: «Ἡ εἰκών ἐπί τῆς θέσεως τῆς ἀγχόνης συμβολίζει τήν Ἱεραρχίαν πᾶσαν, οὖσαν πάντοτε ἐν μαρτυρικῇ θέσει, ὡς ὑποδεικνύει τό αἷμα τοῦ θυσιασθέντος ἀειμνήστου Κορυτσᾶς Φωτίου, ἡ δολοφονία τοῦ Γρεβενῶν Αἰμιλιανοῦ καί τοῦ ἀρχιδιακόνου αὐτοῦ».
  «Ἐσείσθη ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ τῆς Μακεδονίας καί συνεταράχθη πᾶσα ἑλληνική ψυχή», ἀνέγραφε κάποια ἐφημερίδα. Πράγματι, σέ ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τῆς γῆς, ὅπου παρεπιδημοῦσαν Ἕλληνες, τελέστηκαν μνημόσυνα. Ἀπό τούς πολλούς ἐπιμνημόσυνους λόγους πού ἐκφωνήθηκαν πρός τιμήν του παραθέτω ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό λόγο τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης, τοῦ ὁποίου τό αἷμα λίγα χρόνια ἀργότερα ἔβαψε τά καλντερίμια τῆς πόλης: «Ὅταν ἀρχιερεῖς καίωσιν ἑαυτούς ὡς λαμπάδας ἐνώπιον τοῦ εἰδώλου τῆς πατρίδος, ὁ δέ μαρτυρικός θάνατός των γίνεται ζωῆς καί δόξης ὑπόθεσις καί θεμέλιον ἁγιωτέρου βίου, τό μνημόσυνόν των δέν ἐναρμονίζεται μέ δάκρυα καί θλῖψιν, ἀλλά μέ ὑπερηφάνειαν καί ἀγαλλίασιν. Ἡμῖν ἐξ ὅλων ἐχαρίσθη ὄχι μόνον τό εἰς Χριστόν ὀρθῶς πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ Αὐτοῦ ἀγογγύστως πάσχειν, γενναίως μαρτυρεῖν καί ἐνδόξως θνήσκειν». Ἐλπίζουμε, ὅπως ἡ θυσία τοῦ Αἰμιλιανοῦ ἔφερε τή λευτεριά μετά ἀπό ἕνα χρόνο στή Μακεδονία μας, ἔτσι καί ἡ θυσία τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης νά φέρει κάποτε τήν ζωή καί τήν Ἀνάσταση στίς ἀλησμόνητες πατρίδες.
  Παντοῦ καί στήν Ἑλλάδα καί στόν ἑλληνισμό τῆς διασπορᾶς καί πέρα ἀκόμη ἀπό τόν Ἀτλαντικό διενεργήθηκαν ἔρανοι γιά τήν οἰκονομική στήριξη τῆς πάμφτωχης οἰκογενείας τοῦ Αἰμιλιανοῦ. Συγκινητική εἶναι μεταξύ ἄλλων ἡ συνδρομή τοῦ πρότυπου παρθεναγωγείου Θεσσαλονίκης. Συνεισέφερε ἕξι λίρες, τίς ὁποῖες συνόδευε μία ὡραία ἐπιστολή, ὑπογεγραμμένη ἀπό τή φημισμένη διευθύντριά του Ἀγλαΐα Σχινᾶ· μεταξύ ἄλλων δήλωνε: «Παναγιώτατε, ... Αἱ παιδικαί ψυχαί τῶν μαθητριῶν αἵτινες ἀρχίζουσιν ἤδη νά ζῶσι διά τήν Ἐκκλησίαν καί τήν Πατρίδα, ἔχουσι στήσει βωμόν εἰς τήν μνήμην τοῦ ἐνδόξου Αἰμιλιανοῦ».
  Ἀξίζει ἐπίσης νά σταθοῦμε μέ θαυμασμό μπροστά στό ψυχικό μεγαλεῖο τῆς μητέρας τοῦ ἐθνομάρτυρα, ἡ ὁποία μέ τηλεγράφημά της πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη ἔγραφε: «Καίτοι ὁ φρικώδης φόνος τοῦ υἱοῦ μου Αἰμιλιανοῦ Μητροπολίτου Γρεβενῶν, ἐβύθισεν εἰς ἄφατον πένθος τήν οἰκογένειαν ἡμῶν, οὐχ ἧττον ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ἐθυσιάσθη ἐν τῇ ἐκτελέσει τῶν πνευματικῶν αὐτοῦ καθηκόντων παρηγορουμένη, ὑποβάλλω μετά κατωδύνου ψυχῆς τῇ Ὑμετέρᾳ Σεπτῇ Παναγιότητι τάς θερμάς εὐχαριστίας μου, ἐπί ταῖς πατρικαῖς, ὑπέρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς αὐτοῦ, δεήσεις...». Διαβάζοντας κανείς τήν ἐπιστολή της ἔχει τήν αἴσθηση ὅτι ζωντανεύουν μπροστά του σκηνές ἀπό τήν ἀρχαία Σπάρτη κι ἄς ζοῦσε ἡ κυρία Θεανώ Λαζαρίδου στήν καρδιά τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας.
  Στήν προσπάθεια γιά τόν ἐντοπισμό τῶν δολοφόνων σημαντική ἦταν ἡ συμβολή τοῦ καταγομένου ἀπό τά Γρεβενά βουλευτῆ τῆς τουρκικῆς Βουλῆς Γεωργίου Μπουσίου, ὁ ὁποῖος μέ θάρρος καί παρρησία ἔλεγε: «Ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Μητροπολίτου -ἐφονεύθη ἡ ἰδιότης του ὡς θρησκευτικοῦ ἀρχηγοῦ χριστιανικῆς ἐθνότητος... Παρακαλῶ νά ἀνακαλύψετε τούς φονεῖς ἤ νά ἀπομακρυνθῆτε τῆς ἀρχῆς, διότι εἶσθε ἀνάξιοι νά κυβερνᾶτε τό Κράτος». Καί ὁ «Μεσολογγίτης» σάλπιζε: «Ὑπῆρξέ ποτε ἐποχή καθ’ ἥν οἱ λαοί ἐνταῦθα ἐθεώρουν τό κράτος ἐχθρόν». Δυστυχῶς, τό ἴδιον συμβαίνει καί σήμερα. Στ’ ἀλήθεια, πόσο μοιάζουν οἱ ἐποχές!
  Ἀντίθετα στήν Κωνσταντινούπολη τουρκικές ἐφημερίδες ἔγραφαν: «Ἔχομεν ἄλλως τε σήμερον ζητήματα πολλά καί πολύ σοβαρότερα δυνάμενα νά ἐπισπάσωσι τήν προσοχή τῶν ἀρχῶν καί ν’ ἀπασχολήσωσι σοβαρῶς αὐτάς. Τί εἶναι ἐπί τέλους ἡ δολοφονία ἑνός Μητροπολίτη καί ἑνός διακόνου καί ἑνός ὑπηρέτου, τί εἶναι ἡ δολοφονία καί δύο ἀκόμη Μητροπολιτῶν;»
  Εἰς πεῖσμα ὅλων αὐτῶν ὅμως στή συνείδηση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ὁ Αἰμιλιανός ἐπέχει θέση μάρτυρος τῆς πίστεως, ὅπως διαβάζουμε σέ ἔντυπο τῆς ἐποχῆς: «Τό αἷμα τῶν χριστιανῶν, ὅπερ κατά τά τελευταῖα ἔτη καταπλημμυρεῖ τήν συνταγματικήν Τουρκίαν, χύνεται καί νῦν, ὡς καί ἐπί Διοκλητιανοῦ, διά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ... Ὁ τοσοῦτον ὠμῶς κατασπαραχθείς ὑπό τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ γένους ἡμῶν ἱεράρχης καί ὅσοι ἄλλοι πρό αὐτοῦ κατά τούς τελευταίους χρόνους ὅμοιον ἔλαβον θάνατον, ἔχουσι παρά Θεοῦ τόν μαρτυρικόν στέφανον καί ὀφείλομεν νά τιμῶμεν αὐτούς ὡς μάρτυρας» («Μακεδ. Ἡμερολόγιον» 1912, 190-191).
  Ὁ Αἰμιλιανός, τό τελευταῖο θύμα τῆς θηριωδίας τῶν ἐχθρῶν τοῦ Γένους, πρίν ἔρθει ἡ λευτεριά στόν τόπο αὐτό, μέ τό μαρτυρικό του τέλος προστέθηκε στήν ἔνδοξη χορεία πού τήν εἶχε καθαγιάσει τό σχοινί καί ἡ πέτρα τοῦ Κυρίλλου Λούκαρη, ἡ θυσία τοῦ Ἀθανασίου Διάκου, ὁ δαυλός τοῦ Γαβριήλ, τό μαρτύριο τοῦ Κυπριανοῦ Κύπρου, ἡ ἀθάνατη φάλαγγα ἀναρίθμητων θυσιασθέντων ἱερέων· παράλληλα ὑπῆρξε πρόδρομος τῆς θυσίας τοῦ προσφάτως ἀνακηρυχθέντος ἁγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης καί τοῦ Κυδωνιῶν Γρηγορίου.
  «Μή κλαίετε, ἀδελφοί χριστιανοί, ἀλλά θαρρεῖτε. Ὁ Δεσπότης μας δέν ἀπέθανεν, ἀλλά ζῇ. Ζῇ ἐνθρονισμένος εἰς τάς καρδίας ὅλων μας, εἰς τάς καρδίας ὅλων τῶν χριστιανῶν», παρηγοροῦσε ὁ Ν. Κουσίδης, πρόκριτος τῶν Γρεβενῶν τούς συμπατριῶτες του. Ζῆ πράγματι μέχρι καί σήμερα καί μέσα στίς δικές μας τίς καρδιές μας, ἄν καί -ὀφείλουμε νά τό ὁμολογήσουμε- δέν τόν τιμοῦμε ὅσο καί ὅπως πρέπει. Μέ τήν γλυκύτητα καί τήν πραότητα πού τόν χαρακτήριζε ἄς μᾶς συγχωρεῖ· καί μέ τήν παρρησία πού ἔχει στόν Κύριο ἄς πρεσβεύει γιά μᾶς, γιά τούς νέους, γιά τήν πατρίδα μας.

 

Πηγές
  1. Μητροπολίτου Γρεβενῶν Σεργίου, Πρακτικά τοῦ πνευματικοῦ Δικαστηρίου, τῆς Δημογεροντίας, τῆς Ἐφοροεπιτροπῆς τῆς Ὀρθοδόξου Κοινότητος Γρεβενῶν καί Διαθῆκες Ἰδιωτῶν ἐπί ... Αἰμιλιανοῦ (1910 -1911), Γρεβενά 2008.
  2. Μητροπολίτου Γρεβενῶν Σεργίου, Αἰμιλιανός, ὁ ἐθνομάρτυς Μητροπολίτης Γρεβενῶν (1877-1911), Γρεβενά 2008.

 

Εὐδοξία Αὐγουστίνου

Φιλόλογος - Θεολόγος

Ἀπολύτρωσις 66 (2011) 278-280

Κατηγορία ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ
Τετάρτη, 02 Οκτώβριος 2024 03:00

Ἄμουσος μελωδός

romanos  Τέλη τοῦ 5ου αἰ. μ.Χ. στή Συρία συναντοῦμε τήν οἰκογένεια τοῦ μικροῦ Ρωμανοῦ, μιά ἀπ᾿ τίς πολλές ἑλληνικές οἰκογένειες τῆς χώρας. Τό μικρό Ἑλληνόπουλο μεγαλώνει πολύ μακριά ἀπ᾿ τήν πατρίδα, μά πολύ κοντά στή γλῶσσα καί στή θρησκεία της, ὅπως θά ἀποδείξει στή συνέχεια ἡ ἴδια ἡ ζωή του.
  Στήν πρωτεύουσα, τή Βηρυτό, θά γίνει φοιτητής καί κατόπιν θά εἰσέλθει στόν ἱερό κλῆρο τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας. Στάδιο μεγάλο ἀνοίγεται μπροστά του, ὅπως ὁ ἴδιος θά ὁμολογήσει, κι ἀγῶνες σκληροί θά διεξαχθοῦν, πού ὅμως θά τόν ἀνεβάσουν στό βάθρο τῶν νικητῶν μέ τόν τίτλο τοῦ «δόκιμου ἐργάτη τῆς ἀρετῆς». Στεφάνωμα ἀπ᾿ τό χέρι τοῦ Θεοῦ, ἀφανές γιά τούς πολλούς μά χειροπιαστό καί πολυπόθητο γιά τούς ἀθλητές τῆς πίστεως ὅλων τῶν αἰώνων.
  Ὁ Ρωμανός ὅμως ἔτυχε διπλοῦ στεφανώματος. Ἔλαβε κι ἐδῶ στή γῆ τίτλο περίλαμπρο: Ρωμανός ὁ μελωδός! Ὁ μέγιστος τῶν ποιητῶν τῆς χριστιανικῆς Ἑλλάδας. Ὁ Πίνδαρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποίησης. Δόξα μεγάλη γιά τόν ταπεινό ἐργάτη τοῦ Θεοῦ, πού δέν τόν ἄγγιξε ὅμως, διότι -ὤ! τοῦ θαύματος- τό χάρισμα αὐτό τοῦ δόθηκε ἀπό τήν Παναγία... Ναί! Ὁ Ρωμανός, ὅσο δόκιμος ἦταν στήν ἀρετή τόσο ἀδόκιμος, πρός μεγάλη του λύπη, ἦταν στή μουσική! «Ἄμουσος παντελῶς καί ἀηδής κατά τήν φωνήν καί τά ἄσματα, περιεπαίζετο ἀπό τούς πολλούς», λέει χαρακτηριστικά ὁ συναξαριστής.
  Κι ἔτσι, ὅταν στά χρόνια τοῦ Ἀναστασίου τοῦ βασιλέως ὑπηρετοῦσε στήν Κωνσταντινούπολη στό ναό τῆς Θεοτόκου τῶν ἐν τοῖς Κύρου, στή νυχτερινή Λειτουργία τῶν Χριστουγέννων τοῦ παρουσιάστηκε ἡ Παναγία, τήν ὁποία διακαῶς ἱκέτευε γιά τό θέμα αὐτό, καί δίνοντάς του ἕνα τυλιγμένο χαρτί -κοντάκιο ὀνομαζόταν- τόν πρόσταξε νά τό φάει. Λίγα λεπτά ἀργότερα, τόν ἄκουσαν ἔκπληκτοι οἱ πιστοί νά ψάλλει ἐκ τοῦ ἄμβωνος τό κοντάκιο «Ἡ Παρθένος σήμερον», πού μόλις εἶχε συνθέσει καί μελοποιήσει. Ἀπό τή νύχτα ἐκείνη καί μέχρι τό 560 μ.Χ. πού ἐξεδήμησε, ὁ Ρωμανός πλούτισε τήν ὑμνολογία μας μέ ἀμέτρητους ὕμνους καί γύρω στά 1.000 κοντάκια -ὁρολογία πού ὁ ἴδιος καθιέρωσε εἰς ἀνάμνησιν τοῦ θαύματος. Μέ τά κοντάκια αὐτά ἀσχολήθηκε ἐπισταμένως καί φρόντισε γιά τήν ἔκδοσή τους ὁ σοφός καθηγητής βυζαντινῆς φιλολογίας Τωμαδάκης.
  Πηγή τῶν ὕμνων του ἡ Κ. Διαθήκη, ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος κι ὁ φυσικός κόσμος. Σέ πολλούς ἀπ᾿ αὐτούς ὁ διάλογος Θεοῦ καί ἀνθρώπου εἶναι πολύ ζωντανός. Ὁ Ρωμανός αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ἡ γλῶσσα καί τό στόμα τῶν πιστῶν. Οἱ στίχοι στά χείλη του γίνονται ἔκφραση τοῦ πόνου του καί τοῦ πόνου μας. Ἡ μουσική του θρῆνος ἤ ἀγαλλίαση δική του καί τῶν πιστῶν. Ἡ δέ ταπείνωσή του τόν κατεβάζει τόσο κοντά μας, ὥστε μαζί του νά ψάλλουμε: «Ρερύπωται ἡ ψυχή μου, ἐνδεδυμένη τόν χιτώνα τῶν πταισμάτων μου».
  Συγκλονιστική καί ἀξιοθαύμαστη στ᾿ ἀλήθεια ἡ ζωή τοῦ ἁγίου Ρωμανοῦ τοῦ μελωδοῦ, πού ἀνοίγει δρόμο μίμησης «εἰς σωτηρίαν καί ἡμῶν τῶν μελωδούντων: Λυτρωτά ὁ Θεός, εὐλογητός εἶ!».


Μ.Ι.Λ.

Ἀπολύτρωσις 61 (2006) 274-275

Κατηγορία ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ