Στό πρόσωπο τοῦ Γρηγορίου Ε΄ ἐξ ἀρχῆς τό ἔθνος εἶχε στηρίξει πολλές ἐλπίδες. Ἀτένιζε πρός αὐτόν μέ ἐμπιστοσύνη στήν ἀρετή του, μέ πεποίθηση στήν παιδεία του καί ἐλπίδα στό ἀκέραιο τοῦ χαρακτήρα του, στόν πατριωτισμό του καί στή δραστηριότητα πού εἶχε ἤδη δοκιμαστεῖ. Γι’ αὐτό τόν κάλεσε στόν πατριαρχικό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου θά στηνόταν ὁ σταυρός του. Ὁ θρόνος τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἄνοιγε στόν Γρηγόριο Ε´ τίς ἀγκάλες τῆς τιμῆς καί τῆς δόξας, ἀλλά συνάμα καί τήν ὁδό τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Γρηγόριος ἦρθε στήν Κωνσταντινούπολη μέ στόχο τήν ἀνάπλαση τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ. Ἦρθε σάν ἔμπειρος γιατρός γιά νά θεραπεύσει τά τραύματα τοῦ ἔθνους. Καί τό ἐπέτυχε.
Τά πολεμικά γεγονότα τῆς Μολδοβλαχίας κυριολεκτικά ἀναστάτωσαν τήν τουρκική ἐξουσία. Κατέπληξαν τόν ἀνύποπτο μοχθηρό σουλτάνο Μαχμούτ, ὁ ὁποῖος ἄρχισε νά ἐνεργεῖ ὑπό τό κράτος τοῦ αἰφνιδιασμοῦ καί τῆς ἀγανακτήσεως μέ σπουδή καί μίσος ἐναντίον ὅλων. Φυσικά καί ἐναντίον τοῦ πατριάρχη. Ἦταν τόσο ἔντονες, πιεστικές καί ἀπειλητικές οἱ ἐπείγουσες σουλτανικές διαταγές, ὥστε ἀναγκάσθηκε ἡ Ἐκκλησία νά προβεῖ στόν ἀφορισμό τῶν ἐπαναστατῶν. Διαφορετικά θά ἀκολουθοῦσε γενική σφαγή τῶν ἀμάχων καί ἐκθεμελίωση τῶν Πατριαρχείων ἀπό τόν μαινόμενο τουρκικό ὄχλο.
Ἄδικα κατηγορεῖται ὁ ἱερομάρτυς καί ἐθνομάρτυς πατριάρχης γιά τήν ἔκδοση τοῦ ἀφορισμοῦ τῆς ἐπανάστασης στήν Μολδοβλαχία τό 1821. Οἱ ἐπικριτές του λησμονοῦν ὅτι:
1) Ὁ πατριάρχης ἦταν μέν ὁ πνευματικός ἡγέτης τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλά ἦταν καί ἕνας ὑπάλληλος τῆς Πύλης, κατά κάποιον τρόπο ὑπουργός τῶν ἐξωτερικῶν τῶν ὑποδούλων, πού λογοδοτοῦσε στόν σουλτάνο. Ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ δέν ἔπρεπε νά ὑπογράψει κείμενο στό ὁποῖο δέν πίστευε. Ἀλλά ὡς ἀρχηγός ἑνός ἔθνους πού κινδύνευε ὄφειλε νά κάνει πολιτικό ἑλιγμό καί νά στέρξει σέ μέτρο, τό ὁποῖο ἔστω καί προσωρινά ἔσωζε ἀπό τή σφαγή. Τό ἴδιο τό κείμενο κραυγάζει ὅτι εἶναι προϊόν βίας και ἔσχατης ἀνάγκης.
2) Ὁ ἀφορισμός δέν ἦταν ἐπινόημα τοῦ πατριάρχη καί τῆς Συνόδου, ἀλλά τῆς Ὑψηλῆς Πύλης. Τό ἐπιμαρτυρεῖ ἕνα ἔγγραφο τῆς Ὑψηλῆς Πύλης πρός τόν ρῶσο πρεσβευτή Στρογανώφ τόν Ἰούνιο τοῦ 1821, κατά τό ὁποῖο «ἡ Ὑψηλή Πύλη εἶχε τό δικαίωμα καί τήν δύναμιν νά ἐξολοθρεύσῃ πᾶν τό ἑλληνικόν ἔθνος, ἀλλ’ ἀντί τούτου, μακροθύμως φερομένη, διέταξε τόν πατριάρχην ἵνα καταπνίξῃ τήν ἐπανάστασιν διά τοῦ ἀφορισμοῦ».
3) Μέ τήν ἔκδοση καί ἀποστολή τοῦ ἀφορισμοῦ ἀποσοβήθηκε ἡ ἀπειλούμενη γενική σφαγή τῶν Ὀρθοδόξων. Τό δίλημμα ἦταν ἀδυσώπητο γιά τόν Γρηγόριο: Ἤ θά ἐξέδιδε τόν ἀφορισμό γιά νά ρίξει στάχτη στά καχύποπτα μάτια τοῦ σουλτάνου ἤ δέν θά ἀφόριζε, ὁπότε ὁ ἑλληνικός κόσμος θά ἦταν καταδικασμένος στήν ἀπώλεια. Κάθε ἄλλη ἀπόφαση θά ἦταν παράλογη, ἄστοχη καί μή ρεαλιστική.
4) Στήν οὐσία τό μέτρο τοῦ ἀφορισμοῦ δέν εἶχε βάση. Ὁ ἀφορισμός εἶναι τό ἰσχυρότερο πνευματικό ὅπλο τῆς Ἐκκλησίας μέ τό ὁποῖο ἐκβάλλεται ἀπό τή μάνδρα τοῦ Χριστοῦ ὅποιος καταπατᾶ τήν πίστη καί τήν ἠθική τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀλλά ἡ Πύλη ἀπαιτοῦσε πολλές φορές τήν ἔκδοση ἀφορισμοῦ γιά πολιτική ἐκμετάλλευση. Καί ὁπωσδήποτε ἔχει κάτι τό τραγελαφικό ὁ ἀφορισμός κατά τῶν ὑπερ- μάχων τῆς πίστεως ὥστε νά εὐνοηθοῦν οἱ ἐχθροί τῆς πίστεως.
5) Ὁ πατριάρχης πίστευε ὅτι οἱ Ἕλληνες θά κατανοοῦσαν τή θέση του καί θά καταλάβαιναν ὅτι ὁ ἀφορισμός δέν εἶναι ἔκφραση τῆς πατριαρχικῆς βούλησης. Γι’ αὐτό καί ὁ ἀφορισμός δέν εἶχε δυσμενῆ ἐπίδραση στήν Πελοπόννησο, ἀπό ὅπου καί καταγόταν ὁ πατριάρχης. Οἱ ἴδιοι οἱ ἀφοριζόμενοι τόν θεώρησαν ἄγραφο χαρτί.
6) Ὁ ἴδιος ὁ σουλτάνος ποτέ δέν πίστεψε ὅτι ὁ ἀφορισμός ἐξέφραζε τίς πεποιθήσεις τῶν συντακτῶν του. Θεωροῦσε τόν πατριάρχη συνυπεύθυνο γιά τήν Ἐπανάσταση. Γι’ αὐτό καί στή θανατική του καταδίκη (γιαφτά) ἔγραψε ὅτι ὁ πατριάρχης συμμετεῖχε κρυφά ὡς ἀρχηγός τῆς Ἐπανάστασης. Γράφει σχετικά καί ὁ Πουκεβίλ: «Ὁ Γρηγόριος εἶχε ἀναθεματίσει τούς αὐτουργούς τῆς ἐπανάστασης, χωρίς νά ἀφοπλίσει καί τήν τυραννία, ἥτις ἐθεώρησε τά πατριαρχεῖα ὡς ταμεῖον καί ὁπλοστάσιον, ἐξ ὧν θά ἐξώρμων πρός ἀνατροπήν τῆς Πύλης. Τό ράπισμα κατηνέχθη, τό δέ πλῆθος ἐδέχθη τήν συκοφαντίαν ταύτην καί οἱ Γενίτσαροι ἐπέρριψαν κατά τῆς Ἐκκκλησίας τό πῦρ καί τόν σίδηρον». Ἔτσι προετοίμαζε ὁ σουλτάνος τό θύμα του γιά τή μεγάλη θυσία.
7) Ὁ πατριωτισμός τοῦ Γρηγορίου Ε΄, ἑνός ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος ἀνάλωσε τόν ἑαυτό του στήν ὑπόθεση τῆς ἀνάστασης τοῦ Γένους, πού συμβούλευε τά πρέποντα ὡς ἔμπειρος καί βαθύς πολιτικός γνώστης πραγμάτων καί γεγονότων, καί γνώριζε τά πάντα μέχρι καί τίς λεπτομέρειες, εἶναι ἀδιαμφισβήτητος. Σύγχρονοί του (Μ. Οἰκονόμου, Ν. Σπηλιάδης) τόν παρουσιάζουν ὡς προσωπικότητα μέ φιλοπατρία, πνεῦμα αὐτοθυσίας καί πολιτική εὐθυκρισία.
8) Ὁ ἀφορισμός ἐκδόθηκε ὄχι γιά νά ἀσφαλιστοῦν ἡ ζωή καί τά προνόμια τῶν συντακτῶν του ἀλλά, ὅπως προαναφέρθηκε, γιά ν’ ἀποτραπεῖ ὁ γενικός κίνδυνος σφαγῆς τῶν Ὀρθοδόξων.
Καί ἡ θυσία δέν ἄργησε νά προσφερθεῖ. Ἦταν πρωί, ἀνήμερα τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, ὅταν χωρίς ἀπολογία καί μάρτυρες, ἀπήγαγαν τόν Γρηγόριο καί μετά ἀπό ταλαιπωρία καί χλευασμούς τόν ἀπηγχόνησαν στή μεσαία πύλη τοῦ Πατριαρχείου ὡς «πρωτόλειο» σφάγιο τῆς Ἐπανάστασης. Τό σκήνωμά του ρίχθηκε στή θάλασσα δεμένο μέ δύο ὀγκόλιθους, μά ἐπίμονα αὐτή ἀρνιόταν νά τό δεχθεῖ στά βάθη της καί ἔτσι ἐπανῆλθε στήν ἐπιφάνεια. Τελικά τό περισυνέλεξε ὁ πλοίαρχος Νικόλαος Σκλάβος, ὁ ὁποῖος τό μετέφερε στήν Ὀδησσό, ὅπου ἐτάφη μέ βασιλικές τιμές.
Ὁ Γρηγόριος Ε΄ μπορεῖ νά μήν ἀξιώθηκε νά τοῦ κλείσουν τά μάτια οἱ ἔμπιστοι καί φίλοι. Μπορεῖ νά μή συντρόφευσε τό σκῆνος του ὁ κλαυθμός ὅσων ἀληθινά πονοῦσαν. Μπορεῖ ἀντί γιά στρῶμα νά εἶχε τόν τραχύ βρόχο∙ ἀντί γιά σάβανο λευκό τίς ἀκαθαρσίες τῶν δρόμων τοῦ Φαναρίου∙ ἀντί γιά κηδεία σεμνή τήν ἀχρεία τῶν Ἑβραίων πομπή∙ ἀντί γιά τάφο ἐλαφρό τά κύματα τῆς θάλασσας. Ἀλλά στή συνείδηση τοῦ λαοῦ ἀνυψώθηκε καί τιμήθηκε ὅσον ὀλίγοι. Τό ἔθνος, πού διαισθάνεται καί διακρίνει ποιοί εἶναι οἱ ἐθνοσωτῆρες καί ποιοί οἱ ὀλετῆρες, ποιοί οἱ ἐθνοπατέρες καί ποιοί οἱ ἐθνοκτόνοι, τόν ἔκανε φλάμπουρο, τραγούδι καί θούριό του. Τόν ἔκανε σύμβολο καί ἱερό σάλπισμα.
Γι’ αὐτό μέ κατάνυξη μπρός στό τίμιο λείψανό του ὑψώνει τή φωνή μαζί μέ τόν Βαλαωρίτη:
Τό λείψανό σου τό φτωχό, τό ποδοπατημένο,
τ’ ἀνάστησε ἡ ἀγάπη μας κι ἐδῶ μαρμαρωμένο
θά στέκει ὁλόρθο, ἀκλόνητο κι αἰώνιο θέ νά ζήσει
νά ᾽ναι φοβέρα ἀδιάκοπη σ’ Ἀνατολή καί Δύση.
Α. Κάρπου
῏Ω μεγάλη μέρα ἐκείνου τοῦ Πάσχα (10 ᾿Απριλίου 1821), πόσο λαμπρή ἀνέτειλες στή θλιμμένη τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησία!...
᾿Αφοῦ γιόρτασε ὁ μακάριος Πατριάρχης τήν ᾿Ανάσταση, ἱερουργώντας καί τρώγοντας γιά τελευταία φορά ἀπό τό μυστικό πασχάλιο δεῖπνο πάνω στήν ἁγία Τράπεζα, ἐπέστρεψε στήν κατοικία του. Κι ἀμέσως πλῆθος ἀσεβῶν ὁπλοφόρων, ἐνῶ ἀκόμη ἦταν βαθιά χαράματα, περικύκλωσαν τό Πατριαρχεῖο, ὅπως ἡ σπείρα τοῦ Πιλάτου ξεχύθηκε νύχτα στόν κῆπο ὅπου συχνά πήγαινε ὁ Κύριος. ῎Ετρεμαν οἱ «χαῦνοι υἱοί τοῦ σκότους» τούς ἄοπλους καί συγκριτικά μ’ αὐτούς ἐλάχιστους καί τελείως ἀνίδεους γιά τό δράμα ἐκεῖνο χριστιανούς, μήν τρέξουν ἐκεῖ ὅλοι μαζί καί κάνουν ξαφνικά ἐπανάσταση.
᾿Εκεῖνοι, λοιπόν, πού ὁρίστηκαν ἀπό τόν τύραννο ἁρπάζουν καί συλλαμβάνουν τόν Πατριάρχη, τόν βάζουν σέ πλοῖο καί τόν ὁδηγοῦν πρῶτα στό λεγόμενο Παράλιο ᾿Εξώστεγο. ᾿Εκεῖ τοῦ στρώνουν τραπέζι νά φάει, θέλοντας νά κολακεύσουν τόν σεβάσμιο γέροντα, καί συνάμα νά τόν ἐνισχύσουν, γιά νά ἀντέξει στά βασανιστήρια. Φοβοῦνταν μήν ἀποκάμει, ἔτσι καθώς ἦταν ἤδη ἄτονος καί ἐξασθενημένος ἀπό τόν ἀγώνα τῆς ἁγίας νηστείας. ῾Ο γενναῖος ὅμως «᾿Ελεάζαρ» τῆς ᾿Εκκλησίας τούς εἶπε· «Τώρα ἔφαγα οὐράνιο καί γλυκύτατο ἄρτο, τόν ὁποῖο ἐσεῖς δέν γνωρίζετε. ᾿Από αὐτά τά φαγητά δέν ἔχω πλέον ἀνάγκη. Διότι πλησιάζει ἡ ὥρα νά ἐλευθερωθῶ ἀπό τό καθημερινό χρέος πρός τή γαστέρα καί ἀπό ὅλα τά δεσμά τῆς σάρκας καί τῆς φθορᾶς». Μόλις τά ἄκουσαν αὐτά οἱ κοιλιολάτρες, τόν φέρνουν ἀμέσως στό δεσμωτήριο. ᾿Από μακριά ἀσπάσθηκε ὁ ἀλησμόνητος Πατριάρχης τούς ἅγιους συνεπισκόπους καί συναθλητές του. Οἱ δήμιοι τόν καλοῦν σέ ἐξωμοσία. Πρῶτα τόν κολακεύουν, παρακαλώντας τον νά μήν ἐγκαταλείψει τόν ὡραιότατο αὐτόν ἥλιο καί τίς λαμπρές τιμές τοῦ βασιλιᾶ. ῎Επειτα ἀγριεύουν καί ἀπειλοῦν δείχνοντάς του ἕτοιμα τά ποικίλα βασανιστήρια. Αὐτός, μόλις τοῦ δόθηκε ὁ λόγος, εἶπε· «Κάμετε τό ἔργο σας. ῾Ο Πατριάρχης τῶν χριστιανῶν πεθαίνει χριστιανός!».
Τόν μαστίγωσαν καί τόν ξάπλωσαν καταγῆς βάζοντας πάνω του μιά βαρειά πλάκα· τά σημάδια της εἶδαν ὕστερα πολλοί χριστιανοί, ὅταν οἱ ῾Εβραῖοι τόν ἔσερναν γυμνό στούς δρόμους. Μετά ἀπ’ αὐτά, ἀφοῦ ἔχασαν κάθε ἐλπίδα γιά ἐξωμοσία, τόν παρουσίασαν μπροστά στόν ἀρχισατράπη. Μέ καταφρόνια ὁ ἔπαρχος τόν παρέδωσε στήν καταδίκη.
῞Οπως οἱ σφῆκες τή σφηκοφωλιά τους, σάν νά ᾿ταν μικρό ἐλαφάκι, ἔτσι κύκλωσαν ἀμέσως τόν δίκαιο οἱ παράνομοι. ᾿Ανάμικτες φωνές ὑψώνονταν πάλλοντας τόν ἀέρα. Γέμισε ὁ Κεράτιος κόλπος πλοῖα καί τιάρες. ῎Εβραζε τρομερά τῆς κωπηλασίας ὁ πάταγος. Κι ὁ Πατριάρχης μέ συντροφιά δύο δημίους ἀποβιβάζεται πρῶτα στή σκάλα τοῦ Φαναρίου. Μόλις πάτησε στήν αἱματοβαμμένη ἐκείνη γῆ, σάν σέ γνωστό σφαγεῖο, ἔκλινε τά γόνατα καί τόν αὐχένα, περιμένοντας νά τόν ἀποκεφαλίσουν. ᾿Αλλά ἕνας δήμιος, σάν ἄγγελος τοῦ θανάτου, ἀφοῦ τόν χτύπησε στά πλευρά, τοῦ εἶπε· «Δέν εἶναι ὁ τόπος σου ἐδῶ». ᾿Οργισμένος τόν σήκωσε πάνω καί πρόσταξε νά τόν ἀκολουθήσει. Τόν ἀκολούθησε ἀμέσως ὁ Γρηγόριος «ὡς πρόβατον ἐπί σφαγήν». ῞Οταν ἔφτασαν στόν ὁρισμένο τόπο, ἄρχισαν νά ἑτοιμάζουν τήν ἀγχόνη ἀνάμεσα στίς πόρτες τοῦ πατριαρχικοῦ ναοῦ καί τοῦ Πατριαρχείου...
῾Ο μακάριος Πατριάρχης ἅπλωσε τά χέρια του κι εὐλόγησε τούς πιστούς. ῎Επειτα, στήλωσε τό βλέμμα του στούς οὐρανούς καί μέ δυνατή φωνή εἶπε· «Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ, δέξου τό πνεῦμα μου». Μέσα σέ μιά στιγμή ἔλαβε καί τήν ἀγχόνη καί τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
᾿Αφοῦ ἀτίμασαν τό νεκρό σῶμα τοῦ Πατριάρχη σέρνοντάς το στούς δρόμους, τό ἔρριξαν στό πέλαγος. Τρία νυχθήμερα τόν σεβάστηκε ὁ βυθός. Τόν ἀνακούφιζε παραδόξως ἡ πέτρα πού κρεμόταν ἀπό τόν τράχηλό του. Τόν ἀνασήκωναν τά κύματα τοῦ Πόντου. Τόν ὑποδέχθηκε ὁ εὐσεβής καραβοκύρης, καθώς πλησίασε στό πλοῖο του, τό ἑλληνικό μέ τή ρωσική σημαία, καί τέλος, μετά ἀπό τό μακρύ του ταξίδι, τόν εἴδαμε ὅλοι στήν ᾿Οδησσό σῶο καί ἀκέραιο, χωρίς καθόλου νά φαίνεται ὅτι ἦταν νεκρός ἤδη ἐδῶ κι ἕνα μήνα. Σήμερα, γύρω ἀπό τόν τάφο του μακαρίζουμε τήν ἔνδοξη μνήμη του, δοξάζοντας τόν Θεό «τόν θαυμαστόν ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ».
Οἰκονόμος ἐξ Οἰκονόμων,
Λόγος στό ἐτήσιο μνημόσυνο τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Κων/πόλεως Γρηγορίου Ε´.
᾿Απόδοση Β. ᾿Αντωνίου