Κυριακή, 12 Αύγουστος 2018 17:50

ΕΜΨΥΧΟΣ ΚΙΒΩΤΟΣ Η ΠΑΝΑΓΙΑ

  panagia Ο λαός του Θεού είναι έτοιμος να εισέλθει στη γη της Επαγγελίας. Αργηγός του τώρα, μετά τον πρόσφατο θάνατο του Μωυσή, είναι ο Ιησούς του Ναυή. Μπροστά τους κυλάει ο Ιορδάνης ποταμός. Την εποχή εκείνη ήταν αδιάβατος. «Επληρούτο καθ’ όλην την κρηπίδα αυτού». Η κοίτη του ήταν πλημμυρισμένη από άκρη σε άκρη. Με εντολή του Θεού ο Ιησούς του Ναυή έδωσε οδηγίες στον λαό για τη διάβαση. Μπροστά βάδισαν οι ιερείς σηκώνοντας στους ώμους τους την Κιβωτό της Διαθήκης, τη δόξα του Ισραήλ, όπου φυλάσσονταν οι πλάκες του Νόμου και άλλα ιερά αφιερώματα.
   Όταν οι ιερείς μπήκαν στον Ιορδάνη και βράχηκαν λίγο τα πόδια τους στο νερό, στάθηκαν, κρατώντας πάντα υψωμένη την Κιβωτό. Επαναλήφθηκε τότε το θαύμα της θαυμαστής διάβασης της Ερυθράς θάλασσας. Τα ορμητικά νερά του Ιορδάνη κόπηκαν απότομα στη μέση. Αυτά που κατέβαιναν από το πάνω μέρος του ποταμού, σταμάτησαν. Ένα υδάτινο τείχος σαν ένας μακρύς εκτεταμένος πάγος απλώθηκε σε τεράστια απόσταση, όσο έβλεπε το μάτι. Έφτανε ως την πόλη Καριαθιαρίμ. Αντιθέτως, στο κάτω μέρος του ποταμού, τα κατερχόμενα νερά συνέχισαν να τρέχουν ορμητικά, ώσπου άδειασαν όλα στην αλμυρή Νεκρά θάλασσα. Ο Ιορδάνης έγινε στεριά. Ο λαός γεμάτος δέος και κατάπληξη παρακολουθούσε απέναντι ακριβώς από την Ιεριχώ.
   Αφού στέγνωσε ο Ιορδάνης, οι ιερείς με την Κιβωτό προχώρησαν και στάθηκαν στο μέσον. Ο λαός πήρε τότε εντολή να διαβεί τον ποταμό. Κανένας δεν έπρεπε να πλησιάσει την Κιβωτό. Την έβλεπαν μόνο ευλαβικά από απόσταση δύο χιλιάδων πήχεων (χιλίων περίπου μέτρων). Μαζί τους έλαβαν δώδεκα μεγάλους λίθους από την κοίτη του Ιορδάνη, ένα για κάθε φυλή του Ισραήλ, και τους έστησαν στον τόπο όπου στρατοπέδευσαν, σε ανάμνηση του μεγάλου θαύματος. Αφού πέρασε όλος ο λαός, προχώρησαν τελευταίοι και οι ιερείς, εισάγοντας την Κιβωτό στη γη της Επαγγελίας. Με την έξοδό τους από τον Ιορδάνη, τα σταματημένα νερά του άρχισαν και πάλι να κυλούν κανονικά (Ιησ. Ν., κεφ. 3-4).
   Την εικόνα αυτή αντιστοιχίζει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός με την Κοίμηση της Θεοτόκου. Οι Απόστολοι τότε συνάχθηκαν με θεία δύναμη, «θεαρχίω νεύματι», από τα πέρατα της οικουμένης, για να προπέμψουν στον τάφο το «πανάχραντον και ζωαρχικόν σκήνος» της, δηλαδή «το ζωοδόχον σώμα» της.
   Με πρώτο τον Απόστολο Πέτρο σήκωσαν όλοι στους ώμους τους την αληθινή Κιβωτό του Θεού, όπως τότε οι ιερείς στον Ιορδάνη ύψωσαν την Κιβωτό της Διαθήκης, τον τύπο της έμψυχης Κιβωτού του Θεού (της Παναγίας). Και όπως δια μέσου του Ιορδάνη οι ιερείς εισήγαγαν την Κιβωτό στη γη της Επαγγελίας, έτσι και τώρα οι Απόστολοι, χρησιμοποιώντας τον τάφο σαν άλλον Ιορδάνη, παραπέμπουν στην αληθινή γη της Επαγγελίας, δηλαδή στην Άνω Ιερουσαλήμ, «την πάντων των πιστών Μητέρα». Και Άνω Ιερουσαλήμ βέβαια λέγεται η πόλη με τα ασάλευτα θεμέλια, της οποίας τεχνίτης και δημιουργός είναι ο Θεός. Η Βασιλεία των Ουρανών (Εβρ. 11, 10).
   Ο Θεός μάς τίμησε ιδιαιτέρως κάνοντας και δική μας μητέρα την έμψυχη Κιβωτό του, τη μητέρα του. Ας ατενίζουμε ευλαβικά και εμείς την πανάχραντη μορφή της, για να διαπεράσουμε υπό τη μητρική της προστασία τον πολυκύμαντο Ιορδάνη της ζωής μας και να φτάσουμε όλοι ασφαλείς στην ακύμαντη γαλήνη της Βασιλείας του Θεού.

π. Δημήτριος Μπόκος

(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, αρ. φ. 421, Αύγ. 2018)

Κατηγορία ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

  koimisi theotokouΟἱ νεοέλληνες ποιητές, σάρκα ἀπό τή σάρκα τοῦ λαοῦ μας, πού κοιμᾶται καί ξυπνᾶ μέ τ’ ὄνομα τῆς Παναγιᾶς στά χείλη του, ἐκφράζουν στά ἀφιερωμένα στή χάρη της ποιήματα μιά τρυφερότητα καί μιά υἱική ἀναζήτηση θαλπωρῆς.

  Πετυχημένα σημειώνει ὁ Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος ὅτι ὁ ποιητής «ἐξαντλεῖ τόν οἶστρο τῆς λυρικῆς φαντασίας στήν ἐπίκληση τῆς Παρθένου. Ὁ λόγος γίνεται στά χείλη μουσική, ἡ προσευχή του πλουτίζεται ἀπό θαυμάσια φραστικά εὑρήματα, ἡ κατάνυξή του γίνεται ἡδυπάθεια, ἡ συντριβή του γεμίζει ἀπό τρυφερότητα· εἶναι ἕνα παραστρατημένο, παραπονεμένο παιδί, πού ἀναζητεῖ τό θάλπος τῆς μητρικῆς ἀγκαλιᾶς».

  Ἡ Παναγία πλημμυρίζει τήν ὕπαρξη τοῦ ποιητῆ ἀπό ἀπερίγραπτη γοητεία. Ἡ ἐπιείκειά της τόν ἐνισχύει, ἡ καθαρότητά της τόν ἀνακουφίζει, ἡ συμπόνια της τόν ζεσταίνει κι ὅλα μέσα του ἀνθίζουν καί εὐωδιάζουν. Ἀναμφισβήτητα, ἡ ποιητική ἔξαρση τοῦ ὀρθόδοξου Ἕλληνα ὕφανε ἀπαράμιλλους ὕμνους στήν Παναγία, «πού μπροστά τους τά ἐγκώμια τῆς Ἀθηνᾶς μοιάζουν φτωχά ξεθωριασμένα στολίδια», παρατηρεῖ ὁ ἀκαδημαϊκός Σπύρος Μελᾶς. Ἔτσι, τά σύγχρονα ποιήματα ἀποτελοῦν αὐθόρμητη ἔκφραση προσευχῆς, ἔκρηξη καρδιᾶς καί ὄχι ἁπλή ἐγκεφαλική δημιουργία.

  Εἰσοδεύοντας στὸν πανίερο καὶ εὐκατάνυκτο χῶρο τοῦ πάνσεπτου Δεκαπενταυγούστου ἐπιθυμῶ νά παρουσιάσω μία εὔοσμη ποιητική ἀνθοδέσμη.

  Καί πρῶτα πρῶτα, ὁ κὺρ-Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ὁ δεινός γνώστης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἀναλογίου καὶ τῆς ὀρθόδοξης λατρείας «Στὴν Παναγιὰ τὴν Κεχριὰ» ἐξομολογεῖται:
« Γλυκειὰ Παρθέν’ ἀξίωσέ με
νά ‘ρθω καὶ πάλι στὸν ναό σου.
………………..
Στὰ νεαήμερα τ’ ἀγαπημένα ...
ἤθελα νά ‘μαι νὰ ψάλω τὸ "Πεποικιλμένη…"
στὸ πανηγύρι τὸ σεμνό».

  Ὁ Κώστας Τσιρόπουλος, ἐξυμνώντας τό πέρασμά μας ἀπό τόν πεπερασμένο χρόνο στό ἄπειρο τῆς  αἰωνιότητας, στὸ ποίημά του «Τῆς κοίμησης τῆς Θεοτόκου», ψάλλει γιά τήν Παναγία,  ἡ ὁποία μᾶς γλυκαίνει «μέ κερήθρα ταπείνωσης», ἐνῶ «εἰρηνεύει τό σύμπαν καί τό μυστήριο ἀποδίδεται»:
«Ἄσπιλη γιορτὴ τῆς σιγῆς
ἡ σάρκα τελειώνει χρυσὴ
ἀπὸ χάρη καὶ τρόμο,
βαστάζοντάς τη
Αὐτὸς ποὺ τὸν βάστασε.
Τὰ ἐπίγεια συγκροτημένα
στὴν κυψέλη τῆς ἀγκαλιᾶς σου».

  Ἡ μεγαλόπνοη λύρα τῆς Ζωῆς Καρέλλη κόσμησε εὐκαιριακά τὴ μορφὴ τῆς Παναγίας. Στό ποίημα «Ἐπίκληση» ὁμολογεῖ ὅτι ξεκινᾶ πρός τῶν «οὐρανῶν τήν πλατυτέρα»,  τήν «ἀδιάρρηκτη, ἄρρηκτη, ἄρρητη δωρεά», τήν «ἐλπίδα πού φέρνει τή νίκη» καί ταπεινά ἱκετεύει:
«Ἡ ἄφθονη χάρη σου
ἂς χαρίσει στὴ μαραμένη καρδιά μας
τὴ χαρά...
Μὴν ἀποστρέψεις τὴ ματιά σου...
Ἄκουσε Σύ, ἡ αἰώνια μητέρα,
τὶς προσκλήσεις ποὺ φωνάζουμε, καλοῦμε,
ὑμνοῦμε τὴ φωνὴ ποὺ σὲ ὀνομάζει.
Παρακαλοῦμε, δὲν ξέρουμε τὴν παράκληση
νὰ λησμονήσουμε ποὺ τὴ δύναμή σου ὁμολογεῖ
κι ἐλέγχει τὴ δική μας ἀδυναμία».

  Ὁ φωτεινὸς καὶ εὐσυγκίνητος ποιητικὸς λόγος τοῦ Ματθαίου Μουντέ ἀπευθύνει στήν Παναγία μέ τό ποίημα «Δέηση τοῦ Δεκαπενταυγούστου» λόγους σιωπῆς, ἱκέσιους, γιὰ νὰ μᾶς φιλέψει Ἐκείνη, ὅπως κι ἡ μάνα μας, καλοσύνη καὶ ἔγνοια παντοτεινή:
«Ἔλα σάν αὐγουστιάτικο μελτέμι
Προτοῦ οἱ ἑφτά πληγές σφραγίσουνε τό τέλος.
.................................
Φέρε τήν πηγή τοῦ ἐλέους Σου
ν’ ἀναβλύσει πλάι στήν πληγή μας.
Μάζεψε πάλι ἐκ περάτων τά μηνύματα τῆς χαρᾶς
φόρτωσέ τα πάνω σέ δειλινές καμπάνες
πού σημαίνουν τήν Παράκληση
καί φέρ' τα νά τά καρφώσεις στεφάνι στήν πόρτα μας».

  Ὁ ποιητής Τάκης Παπατσώνης μέ τόν φιλοσοφικό στοχασμό, τό βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα καί τόν μυστικισμό, πού τόν διακρίνει, στὸ ποίημά του «Ρεμβασμὸς Δεκαπενταύγουστου» ὁμολογεῖ:
«Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ὅσων δὲν κοπιάσαν,
γιὰ ν’ ἀκουμπήσουν τὰ ξαναμμένα κεφάλια τους
στὰ γόνατά σου τὰ μητρικά, ποὺ καταλύουν τὸ μαῦρο πάθος…
Ἐνῶ τὰ δέντρα
τὰ εὐσκιόφυλλα στὴ λιτάνευση, καθὼς τὸ Σῶμα
περνάει τῆς Βασίλισσας, ριγοῦντα καὶ φρίττοντα,
θὰ συγκλίνουν γιὰ προσκύνηση σκορπώντας
τὴ δροσιά τους μὲ τὸ ἀνέμισμα, ριπίδια τῆς λατρείας,
ἀναστυλώνοντας ὅσους μαραίνονται κι ἀσθμαίνουν
στὶς τροπικὲς τὶς λαῦρες τοῦ καλοκαιριοῦ μας,
μισοκαμένες θημωνιὲς κοντὰ στὸ ἁλώνι,
καπνοὶ ποὺ διαλύουν
τὶς αὐγουστιάτικες τὶς ἁμαρτίες μας».

  Ὁ Παυλέας Σαράντος, μέ τούς γεμάτους φῶς  καί   αἰσθητικό κάλλος στίχους του, δέεται  στή «Σύγχρονη ἀφοσίωση στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου»:
«Κάνε τὸ χέρι μας ὄχι κλειστό, ἀλλὰ ἄφθονο, χέρι προσφορᾶς,
ποτὲ χέρι ἁρπαγῆς….
Σύντρεξέ μας, στοῦ βίου μας τὰ περιστατικὰ τὰ κρημνώδη,
γιὰ νὰ διατηρήσουμε μία ἐλπίδα εὔθυμη καὶ ἀνοιχτὴ
ἔτσι ὥστε νὰ μὴν τὴν κάνουμε μία αὐτοπεριοριζόμενη
φυλακή μας».
 Στό ποίημά του «Στὴν  κοίμηση τῆς Θεοτόκου» ἐκζητεῖ τήν πρεσβεία της:
«Ἐσύ, ὅπου ὁλόκληρη εἶσαι Ἀκοὴ καὶ Ὅραση,
δίδαξέ μας πὼς δὲν πεθαίνουμε, παρὰ μόνο
γιὰ λίγο κοιμόμαστε.
Κατόρθωσε μὲ τὴν πρεσβεία σου γιά μᾶς
νὰ κοιμηθοῦμε κ’  ἐμεῖς τίμια καὶ ἁπλὰ
μὲ τὴ δικαιοσύνη μας, ὅπως σήμερα
κοιμήθηκες κ’  Ἐσύ, γιὰ ν’  ἀναστηθοῦμε
μέσα στὴ θεϊκὴ καὶ τὴν ἀνθρώπινη
προστασία τῆς ἀγκαλιᾶς Σου».

  Κλείνω μέ τούς στίχους τοῦ Γ. Βερίτη, πού στράγγισε τό ποτήρι τοῦ πόνου καί τῆς ὀδύνης, καί στό ποίημά του «Στή μητέρα τῶν θλιμμένων» -ἐκπροσωπώντας καί ὅλους ἐμᾶς- υἱικά ἱκετεύει:
«Στή θλίψη καί στή δυστυχία,
στίς δύσκολες στιγμές τοῦ πόνου,
ὅλοι σέ Σέ τό βλέμμα ὑψώνουν
κι ὅλοι φωνάζουν "Παναγία!"...

Γλυκιά Μητέρα τῶν θλιμμένων
καί στήριγμα τῶν χριστιανῶν,
δῶσ’ στίς ψυχές τῶν πονεμένων
λίγη δροσιά τῶν οὐρανῶν.

Ὅλους Ἐσύ προστάτεψέ μας,
γέρους καί νέους καί παιδιά,
καί πάντα πλούσια χάριζέ μας
ἐλπίδα καί παρηγοριά».

Εὐδοξία Αὐγουστίνου

Ἀπολύτρωσις 70 (2015) 202-204

Κατηγορία ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Σάββατο, 13 Αύγουστος 2022 03:00

Ἡ κοίμησή της

 koimisi TheotokouΚορώνα τοῦ καλοκαιριοῦ ὁ Αὔγουστος καί τῆς κορώνας κόσμημα ἀκριβό τῆς Παναγιᾶς μας ἡ γιορτή· μιά μικρή Πασχαλιά, μιά Λαμπρή μέσα στό καλοκαίρι. Τήν γιορτάζει πανηγυρικά ὁ λαός μας μέ τή λαμπρότητα καί τή δόξα πού γιορτάζει τήν ᾿Ανάσταση τοῦ Κυρίου. Καί τοῦτο δέν εἶναι τυχαῖο· μέ τή γιορτή αὐτή περνᾶ στή γλῶσσα τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ ὁ ὅρος κοίμηση γιά τό γεγονός τοῦ θανάτου. ῾Υπάρχει τάχα ἄλλο μήνυμα πιό ποθητό γιά τόν ταλαίπωρο ἄνθρωπο τῆς γῆς, πού ἐνῶ μέ λαχτάρα ζητᾶ νά χαρεῖ καί νά χορτάσει τή ζωή, καθημερινά αἰσθάνεται βαριά ἐπάνω του τή σκιά τοῦ θανάτου;
     Τό κράτος βέβαια τοῦ θανάτου τό συνέτριψε ὁ Κύριός μας ᾿Ιησοῦς Χριστός, ὁ νικητής τοῦ θανάτου. Τή νίκη ὅμως αὐτή τήν ζῆ καί τήν χαίρεται ἡ ᾿Εκκλησία ἐφαρμοσμένη στούς ἁγίους της. ῞Ολοι ἐκεῖνοι πού μέ τήν πίστι στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό, «μεταβαίνουν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν» ἔχουν μ᾿ αὐτό τό πέρασμα τήν πρώτη δόση τῆς ὁλοκληρωτικῆς καταργήσεως τοῦ θανάτου. ῞Οπως τόν Κύριο καί Θεό τους ἔτσι καί τούς ἴδιους ἀδυνατεῖ νά τούς κρατήσει δεσμίους του ὁ θάνατος. Γι᾿ αὐτό καί οἱ μνῆμες τῶν ἁγίων μας, πού εἶναι ἡ ἐπέτειος τοῦ θανάτου τους, δέν ἔχουν τίποτε τό λυπηρό. ᾿Αντίθετα εἶναι ἡμέρες γιορτῆς.
     Ἀλλά τή νίκη τοῦ Χριστοῦ ἐναντίον τοῦ θανάτου τή διαγγέλλει κατ᾿ ἐξοχήν ἡ Κοίμηση ἐκείνης ἡ ὁποία χάρισε στόν Κύριο τή σάρκα τήν ἀνθρώπινη, γιά νά τήν ἀναστήσει αὐτός καί νά τήν ἀφθαρτοποιήσει· ἐκείνης πού εἶναι ἡ ἁγία ἁγίων μείζων, ἡ Παναγία μας. Καί ἔχει αὐτό τή θεολογική του ἐξήγηση. Στήν πίστη τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας μας τό πρόσωπο τῆς Παρθένου Μαρίας εἶναι τό σύμβολο τῆς ᾿Εκκλησίας ὅλης καί τῆς κάθε μιᾶς πιστῆς ψυχῆς. Στήν Θεοτόκο βλέπει ὁ κάθε πιστός τόν ἑαυτό του ὡς μέλος τῆς ᾿Εκκλησίας καί στήν κοίμησή της νιώθει τό δικό του θάνατο ὡς μία κοίμηση, ἕναν ὕπνο μέσα στά χέρια τοῦ Θεοῦ. ῎Ετσι ἀπαλλάσσεται ἀπό τό φόβο τοῦ θανάτου. ᾿Ανανεώνει τήν ἐλπίδα του ὅτι κοιμοῦνται καί θ᾿ ἀναστηθοῦν μιά μέρα ὅλοι οἱ ἀγαπημένοι του νεκροί. Διατρανώνει τήν ὁμολογία τῆς πίστεώς μας «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν».


Στέργιος Ν. Σάκκος

Κατηγορία ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ