Πρίν κλείσει τόν κύκλο τῶν ἡμερῶν του ὁ Ἰούνιος, προβάλλει τή μορφή τοῦ κορυφαίου ἀποστόλου Παύλου. Ἀπό τή γιγάντια προσωπικότητα αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ὁποίου ἡ λαλιά ἀκούστηκε ὅπου φυτρώνει ἡ ἐλιά -δηλαδή σ᾿ ὅλη τήν περιοχή πού βρέχεται ἀπό τή Μεσόγειο- ἕνα μονάχα στοιχεῖο θά σχολιάσουμε, τό ὄνομά του. Τό παραδίδει ἡ ἱστορία μέ τρεῖς μορφές: Σαούλ, Σαῦλος, Παῦλος.
Αὐτά τά τρία ὀνόματα ἀποκαλύπτουν τρία ξεχωριστά προσόντα: τήν ἰουδαϊκή καταγωγή καί θρησκεία, τήν ἑλληνική παιδεία καί διανόηση, τή ρωμαϊκή ὑπηκοότητα. Τοῦτα τά προσόντα μαζί μέ τά ἄλλα ἐξαιρετικά φυσικά χαρίσματα τοῦ Παύλου, τά ὁποῖα ἐπένδυσε τό ἅγιο Πνεῦμα, τοῦ ἐξασφάλισαν τίς προϋποθέσεις γιά νά ἀνταποκριθεῖ στήν κλήση τοῦ Θεοῦ «τέθεικά σε εἰς φῶς ἐθνῶν», νά ὑποτάξει «πᾶν ὕψωμα ἐπαιρόμενον... εἰς τήν ὑπακοήν τοῦ Χριστοῦ».
Ὑψηλότερη βαθμίδα γιά τήν προσέγγιση στόν Θεό, ἀπό ἐκείνη στήν ὁποία ἀνέβαζε τόν ἄνθρωπο ἡ ἰουδαϊκή θρησκεία, δέν ὑπῆρχε. Καί ὁ Σαούλ εἶχε τό προνόμιο νά ἀνήκει στόν περιούσιο, στόν ἐκλεκτό λαό τοῦ Θεοῦ. «Ἑβραῖος ἐξ Ἑβραίων» καί μάλιστα ζηλωτής φαρισαῖος κατεῖχε τήν ἀποδεκτή λατρεία, τίς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ καί τίς προφητεῖες γιά τόν ἀναμενόμενο Μεσσία. Ὅλα αὐτά, μάλιστα, τά δίδασκε ὡς ραββίνος.
Λόγιος, κάτοχος τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καί παιδείας καθώς εἶχε γεννηθεῖ στήν πολυάνθρωπη καί ἐμπορική Ταρσό τῆς Κιλικίας, ὅπου κυριαρχοῦσε ὁ Ἑλληνισμός, ὁ Σαούλ ἐξελληνίσθηκε. Αὐτό δηλώνει τό ὄνομά του Σαῦλος. Ἡ ἑλληνική γλώσσα ἦταν τότε παγκόσμια καί ἡ ἑλληνική διανόηση εἶχε ἤδη δώσει τά καλύτερα δείγματά της. Μέ τό ἐφόδιο αὐτό ὁ Σαῦλος εἶχε πρόσβαση ὄχι μόνο στούς Ἑβραίους καί στούς προσηλύτους, πού ἔρχονταν στή συναγωγή, ἀλλά καί σ᾿ ὅλο τόν πολιτισμένο κόσμο.
Ὁ τίτλος τοῦ ρωμαίου πολίτη, περιζήτητος γιά τήν ἐποχή, ἔδωσε στόν Παῦλο τή δυνατότητα νά κινεῖται μέ ἄνεση μέσα στήν ἀπέραντη ρωμαϊκή αὐτοκρατορία. Ἐν ὀνόματι τῆς ρωμαϊκῆς του ὑπηκοότητας ἀπολαμβάνει τήν ἰδιαίτερη φροντίδα τοῦ ρωμαίου χιλιάρχου στά Ἰεροσόλυμα καί σώζεται ἀπό τόν ἑβραϊκό φανατισμό στό δικαστήριο τῆς Καισάρειας, ὅπου «Καίσαρα ἐπικαλεῖται». Ἔτσι κατορθώνει νά ἁλιεύσει ψυχές γιά τόν Χριστό ἀκόμη καί ἀπό τήν «Καίσαρος οἰκίαν».
Στά τρία ὀνόματα τοῦ Παύλου τυπικά ἀλλά καί οὐσιαστικά συμφιλιώνονται, ἐξαγνίζονται καί ἀξιοποιοῦνται οἱ τρεῖς μεγάλες δυνάμεις τῆς ἐποχῆς του: Ἰουδαϊσμός, Ἑλληνισμός, ρωμαϊκή ἐξουσία. Ὅ,τι καλό ὑπῆρχε σ᾿ αὐτές τό ἀξιοποίησε καί τό ἔθεσε στήν ὑπηρεσία τῆς ἀνθρωπότητας ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν καί ἡ Ἐκκλησία. Ἄν ἤθελε νά τό θυμηθεῖ καί νά τό προσέξει αὐτό ἡ σύγχρονη Εὐρώπη, θά ἔπρεπε νά ζητήσει συγγνώμη ἀπό τόν πνευματικό της πατέρα. Νά πετάξει τά «σκύβαλα», πού στό πέρασμα τῶν εἴκοσι αἰώνων σώρευσε, καί νά ξαναγυρίσει στήν πίστη ὅπου ἐκεῖνος τήν ὁδήγησε. Αὐτό θά ἦταν τό πιό θετικό βῆμα γιά τήν πραγματική εὐημερία καί τήν ἀληθινή ἑνότητα τῶν λαῶν.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 57 (2002) 123
Τό παπικό πρωτεῖο ἀποτελεῖ τό βασικό καί ἀδιαπραγμάτευτο δόγμα τῆς λεγόμενης ρωμαιοκαθολικῆς ἐκκλησίας. Ὁ προηγούμενος πάπας Βενέδικτος παλαιότερα, ὡς καρδινάλιος Ἰωσήφ Ράτσιγκερ, σέ 16σέλιδο δημοσίευμά του διακήρυξε ὅτι ἡ μία καί μοναδική Ἐκκλησία τήν ὁποία ἵδρυσε ὁ Ἰησοῦς Χριστός «ὑφίσταται περί τόν διάδοχο τοῦ Πέτρου (δηλαδή τόν πάπα) καί τούς ἐπισκόπους πού τελοῦν ἐν κοινωνίᾳ μέ αὐτόν... Ἐπειδή ὅμως ἡ κοινωνία μέ τήν καθολική ἐκκλησία, τῆς ὁποίας ὁ ὁρατός ἡγέτης εἶναι ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης καί διάδοχος τοῦ Πέτρου, δέν εἶναι ἕνα κάποιο συμπλήρωμα τῆς κάθε ἰδιαίτερης ἐκκλησίας ἀλλά μία ἀπό τίς ἐσωτερικές συστατικές ἀρχές της, ἡ κατάσταση τῆς ἰδιαίτερης ἐκκλησίας τήν ὁποία ἀπολαμβάνουν ἐκεῖνες οἱ σεπτές χριστιανικές κοινότητες ἔχει ἐντούτοις μία ἀνεπάρκεια. Ἀπό τήν ἄλλη, ἡ ἴδια ἡ παγκοσμιότητα τῆς Ἐκκλησίας πού κυβερνᾶται ἀπό τόν διάδοχο τοῦ Πέτρου καί ἀπό τούς ἐπισκόπους πού τελοῦν σέ κοινωνία μέ αὐτόν, ἐξαιτίας τῆς διαίρεσης τῶν χριστιανῶν, συνιστᾶ ἕνα ἐμπόδιο γιά τήν πλήρη πραγματοποίησή της στήν ἱστορία».
Ποικίλα σχόλια καί ἀντιδράσεις προκάλεσε τό ἐν λόγῳ κείμενο. Ἐμεῖς θά περιορισθοῦμε ἐδῶ νά ἐπισημάνουμε ὅτι τό πρωτεῖο τοῦ πάπα δέν μπορεῖ νά στηριχθεῖ σέ μαρτυρίες τῆς Καινῆς Διαθήκης. Καί ἄν ἀκόμη δεχθοῦμε ὡς ἀληθινή τή λεγόμενη ρωμαϊκή -ὄχι ἐκκλησιαστική- παράδοση, ἡ ὁποία θέλει τόν κορυφαῖο ἀπόστολο ἱδρυτή καί πρῶτο ἐπίσκοπο τῆς ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, δικαιοῦται ὁ πάπας νά διεκδικεῖ κάποιο πρωτεῖο, ὡς ὑποτιθέμενος διάδοχος τοῦ ἀποστόλου Πέτρου; Εἶχε ἄραγε ὁ ἴδιος ὁ Πέτρος τέτοια ἰδέα γιά τό πρόσωπό του; Διέκρινε τόν ἑαυτό του ἀπό τούς ἄλλους ἀποστόλους; Μία σύντομη περιήγηση στίς ἄφθονες ἁγιογραφικές μαρτυρίες θά μᾶς δείξει τή θέση τοῦ ἀποστόλου Πέτρου μέσα στήν ὁμάδα τῶν δώδεκα ἀποστόλων. Οἱ μαρτυρίες αὐτές, ὅπως τίς κατανόησε καί τίς ἑρμήνευσε ἡ πατερική μας παράδοση, δέν δίνουν ἐξ ἀντικειμένου καμία προτεραιότητα στόν ἀπόστολο Πέτρο.
Ὁ συμπαθέστατος, ἡρωικός καί ἐνθουσιώδης ἀδελφός τοῦ πρωτόκλητου Ἀνδρέα πρέπει νά ἦταν στήν ἡλικία ὁ μεγαλύτερος ἀπό τούς μαθητές τοῦ Κυρίου. Τύπος ἐκφραστικός καί δυναμικός, νιώθουμε νά μᾶς συγκινεῖ καί νά μᾶς ἐκφράζει πολλές φορές μέ τίς μεταπτώσεις πού τόν χαρακτηρίζουν. Διακρίνεται ἀνάμεσα στούς συμμαθητές του γιά τόν αὐθορμητισμό καί τή θερμότητά του. Συχνά σπεύδει νά ἐκφράσει αὐτό πού ὅλοι σκέπτονται. Δέν φαίνεται ὅμως πουθενά νά τοῦ ἀνέθεσε ὁ Κύριος κάποια ἰδιαίτερη δικαιοδοσία, ὅπως δέν τό ἔκανε καί γιά κανέναν ἄλλον ἀπό τούς δώδεκα ἀποστόλους. Ὅλοι εἶναι «ἄρχοντες πνευματικοί, ὑπό Θεοῦ χειροτονηθέντες, οὐκ ἔθνη καί πόλεις διαφόρους λαμβάνοντες, ἀλλά πάντες κοινῇ τήν οἰκουμένην ἐμπι-στευθέντες», ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἀπό κοινοῦ τούς ἀνέθεσε ὁ Κύριος τή διαποίμανση τῆς οἰκουμένης ὅλης, ὅταν τούς ἀπέστειλε μέ τήν ἐντολή· «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη...» (Μθ 28,19).
Ὅταν, μετά ἀπό σχετική ἐρώτηση τοῦ Κυρίου, ὁ Πέτρος ὁμολογεῖ τή θεότητά του, εἰσπράττει τή μεγάλη ὑπόσχεση· «... κἀγώ δέ σοι λέγω ὅτι σύ εἶ Πέτρος, καί ἐπί ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τήν ἐκκλησίαν... καί δώσω σοι τάς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν...» (Μθ 16,18.19). Αὐτό τό χωρίο, στό ὁποῖο ἀναφέρθηκε καί ὁ πάπας Βενέδικτος κατά τήν προσλαλιά του στήν Κωνσταντινούπολη, τό ἔχουν γράψει οἱ λατῖνοι μέ χρυσά γράμματα στόν τροῦλο τῆς βασιλικῆς τοῦ ἁγίου Πέτρου, στή Ρώμη· «Tu es Petrus, et super hanc petram aedificabo Ecclesiam meam... et tibi dabo claves regni caelorum». Ἀλλά ἐδῶ δέν ἐπαινεῖται ὁ Πέτρος προσωπικά. Ἐξαίρεται ἡ ὁμολογία, πού ὁ ἴδιος ὁ Θεός τοῦ ἀποκάλυψε, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Θεός.
Ἡ πίστη στή θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ «πέτρα», δηλαδή ὁ βράχος, πάνω στόν ὁποῖο οἰκοδομεῖται ἡ Ἐκκλησία. Θεμέλιό της μοναδικό καί ἀναντικατάστατο εἶναι τό πρόσωπο τοῦ θεανθρώπου Κυρίου μας, ὄχι ὁ Πέτρος οὔτε κανείς ἄλλος ἄνθρωπος. «Θεμέλιον γάρ ἄλλον οὐδείς δύναται θεῖναι παρά τόν κείμενον, ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός» (Α΄ Κο 3,11· πρβλ. Ἐφ 2,20), θά γράψει ἀργότερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Πέτρος μέ ἔμφαση θά διακηρύξει τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς «λίθον ζῶντα» (Α΄ Πέ 2,4) καί θά τονίσει ὅτι ἐπάνω σ᾿ αὐτό τό ἀγκωνάρι οἰκοδομοῦνται οἱ πιστοί, γιά νά ἀποτελέσουν τόν πνευματικό οἶκο τῆς Ἐκκλησίας (Α΄ Πέ 2,5).
Τήν πίστη τοῦ Πέτρου διαθέτουν καί οἱ ἄλλοι μαθητές. Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης μαρτυρεῖ ὅτι τή θεότητα τοῦ Ἰησοῦ ὁμολόγησαν καί ὁ ἀπόστολος Ναθαναήλ (Ἰω 1,50) καί ἡ Μάρθα, ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου (Ἰω 11,27). Γι᾿ αὐτό καί στούς ἄλλους ἀποστόλους ὁ Κύριος ἀναθέτει ἀπαράλλακτα τήν ἴδια ἐξουσία· «Ἀμήν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐάν δήσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καί ὅσα ἐάν λύσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ» (Μθ 18,18). Θά ἐπαναλάβει δέ τήν ἀνάθεση καί θά τήν κάνει ἀκόμη πιό συγκεκριμένη ὁ Κύριος μετά τήν ἀνάσταση. Θά δώσει σέ ὅλους τούς μαθητές του τό ἅγιο Πνεῦμα, γιά νά μποροῦν νά συγχωροῦν τίς ἁμαρτίες ὡς δικοί του ἐντεταλμένοι (Ἰω 20,22).
Στούς δώδεκα, ἐπίσης, ἀδιάκριτα ὑπόσχεται ὁ Κύριος ἀναφερόμενος στή δευτέρα παρουσία του· «ὅταν καθίσῃ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπί θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καί ὑμεῖς ἐπί δώδεκα θρόνους, κρίνοντες τάς δώδεκα φυλάς τοῦ Ἰσραήλ» (Μθ 19,28). Δέν κάνει κάποια διάκριση στόν Πέτρο, πρός τόν ὁποῖο μάλιστα ἀπευθύνεται ὁ λόγος. Ἡ ἴδια ὑπόσχεση ἐπαναλαμβάνεται στήν προφητεία γιά τήν οὐράνια πόλη τῆς Ἀποκαλύψεως, ὅπου φαίνεται «τό τεῖχος τῆς πόλεως ἔχον θεμελίους δώδεκα, καί ἐπ᾿ αὐτῶν δώδεκα ὀνόματα τῶν δώδεκα ἀποστόλων τοῦ ἀρνίου» (Ἀπ 21,14).
Ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος Πέτρος δέν εἶχε ποτέ τή συνείδηση ὅτι σέ κάτι ὑπερτερεῖ τῶν ἄλλων ἀποστόλων. Γι’ αὐτό, στή ζωή τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, τίποτε δέν ἀποφασίζει μόνος του. Εἰσηγεῖται τά θέματα στό σῶμα τῶν δώδεκα, ὅπως κάνουν καί ὅλοι οἱ ἄλλοι, καί ἀπό κοινοῦ λαμβάνονται οἱ ἀποφάσεις. Αὐτό βλέπουμε π.χ. κατά τήν ἐκλογή τοῦ Ματθία, ὁ ὁποῖος ἀντικατέστησε τόν Ἰούδα (Πρξ 1,15-26), στήν ἀντιμετώπιση τοῦ παραπόνου τῶν ἑλληνιστῶν μέ τήν ἐκλογή τῶν ἑπτά διακόνων (Πρξ 6,1-7), στήν ἀποστολική σύνοδο (Πρξ 15,6-29) καί σέ πάρα πολλά ἄλλα περιστατικά πού ἱστοροῦνται στίς Πράξεις τῶν ἀποστόλων.
Τή συνείδηση τῆς ἰσότητας τοῦ Πέτρου πρός τούς ἄλλους μαθητές ἐπιβεβαιώνει καί ἡ ταπείνωση μέ τήν ὁποία δέχεται ἀδιαμαρτύρητα τόν ἔλεγχο ἀπό τόν Παῦλο στήν Ἀντιόχεια. Ἐπειδή ἡ συμπεριφορά τοῦ Πέτρου ἔδινε ἀφορμή ἐπάρσεως στούς ἐξ ἰουδαίων χριστιανούς, «κατά πρόσωπον αὐτῷ ἀντέστην», ἱστορεῖ ὁ Παῦλος (Γα 2,11-14). «Ὁ Παῦλος ἐπιπλήττει καί ὁ Πέτρος ἀνέχεται καί συμμορφώνεται πρός τήν ὑπόδειξη», θαυμάζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Αὐτό σημαίνει ἁγιότητα καί συναίσθηση τῆς ἱερῆς ἀποστολῆς!
Τήν ἴδια ἅγια συναίσθηση βλέπουμε καί στίς Ἐπιστολές τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, ὅπου συστήνεται ὡς «δοῦλος καί ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Πέ 1,1). Ἀπευθύνεται πρός τούς ὑφισταμένους του πρεσβυτέρους ὡς «ὁ συμπρεσβύτερος» (Α΄ Πέ 5,1). Ἀναγνωρίζει στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, στούς ἁπλούς χριστιανούς, τήν «ἰσότιμον ἡμῖν λαχοῦσι πίστιν» (Β΄ Πέ 1,1) καί τούς παροτρύνει· «τήν ταπεινοφροσύνην ἐγκομβώσασθε» (Α΄ Πέ 5,5).
Αὐτή τήν παρακαταθήκη τῆς ταπεινοφροσύνης κληροδοτεῖ σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία ὁ κορυφαῖος ἀπόστολος. Τήν κατανοεῖ πλήρως καί τή βιώνει ἀκριβῶς ἡ ἐκκλησιαστική μας παράδοση, ὅπως ὡραιότατα τό ἐκφράζει κατά τόν 6ο αἰώνα ἕνας ἅγιος καί σοφός ἐκκλησιαστικός ἡγέτης. Ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος Α΄ ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας ἔδειξε ὅτι ὁ κορυφαῖος ποιμένας πού βόσκει τά πρόβατα τοῦ Χριστοῦ δέν ἑδρεύει οὔτε στή Ρώμη οὔτε στήν Κωνσταντινούπολη οὔτε στά Ἰεροσόλυμα οὔτε ὁπουδήποτε ἀλλοῦ ἀλλά στή θυσία καί στήν ἀγάπη. Αὐτό ἀπαιτεῖ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου· «Φιλεῖς με; Ποίμαινε τά πρόβατά μου» (Ἰω 21,16). (Βλ. Σ. Ν. Σάκκου, Περί Ἀναστασίων Σιναϊτῶν, Θεσσαλονίκη 1964, σελ. 85-86).
Ὅποιος ἐνστερνίζεται τήν ταπεινοφροσύνη, κατά τήν παρακαταθήκη τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, ἀναγνωρίζεται ὡς «μέγας» ἀπό τόν Κύριο: Ὁ ποιμένας καί διδάσκαλος ἀναδεικνύεται ἄξιος διάδοχος καί συνεχιστής τῆς ἱστορίας τοῦ ἀποστόλου καί γνήσιος μαθητής τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ πιστός εὐλογεῖται καί ἁγιάζεται καί ἡ Ἐκκλησία θριαμβεύει.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 62 (2007) 228-230
᾿Ανταγωνιστική στό ἔπακρο ἡ ἐποχή μας· καθημερινό θέμα οἱ ἐπιλογές, οἱ διαγωνισμοί, οἱ ἐξετάσεις σέ ὅλα τά ἐπίπεδα. ᾿Από τόν μαθητή-ὑποψήφιο τῶν ἀνωτέρων καί ἀνωτάτων σχολῶν, μέχρι τόν ἐνήλικα πού ζητᾶ νά προσληφθεῖ σέ κάποια ὑπηρεσία ἤ ἑταιρεία, ὅλοι ἔχουν τήν ἔγνοια ν᾿ αὐξήσουν τά προσόντα, νά συγκεντρώσουν τά μόρια πού θά τούς ἐξασφαλίσουν τήν ἐπιθυμητή ἐκλογή. Μά ἄς στρέψουμε τήν προσοχή μας σέ μία προσωπικότητα πού συγκέντρωνε πάνω της τέτοια προσόντα καί διέθετε τέτοιες προϋποθέσεις, ὥστε νά ἀξιωθεῖ τῆς ἐπιλογῆς τοῦ Θεοῦ. Πρόκειται γιά τόν ἀπόστολο Παῦλο, τόν ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Κύριος χαρακτήρισε «σκεῦος ἐκλογῆς».
Γοητευμένος ἀπό τήν ἱερή αὐτή προσωπικότητα, μία ἄλλη μεγάλη μορφή τῆς ᾿Εκκλησίας, ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, πού αὐτοχαρακτηρίζεται «ἐραστής τοῦ Παύλου», στήν πρώτη ἀπό τίς ἑπτά ἐγκωμιαστικές ὁμιλίες του γιά τόν ἀπόστολο γράφει· «Δέν θά ἦταν κανείς ἐκτός πραγματικότητος, ἄν ὀνόμαζε τήν ψυχή τοῦ Παύλου λειμώνα ἀρετῶν καί πνευματικό παράδεισο· τόσο πολύ ἀνθοβολοῦσε μέσα στή χάρη, ἀποδεικνύοντας τήν προαίρεση τῆς ψυχῆς του ἰσάξια τῆς χάριτος πού τοῦ δόθηκε».
Πίσω ἀπό τήν ὄντως μεγάλη ψυχή τοῦ Παύλου διακρίνεται ἡ θαυμαστή συνεργασία τῆς φύσεως, τῆς προαιρέσεως καί τῆς θείας χάριτος. ῾Η φύση εἶναι ἡ πρώτη ὕλη τήν ὁποία πρέπει νά ἐπεξεργασθεῖ σωστά ἡ προαίρεση τοῦ καθενός μέ τήν ἑκούσια ἄσκηση. Τήν ἀνθρώπινη προσπάθεια θά ἐπενδύσει στή συνέχεια ἡ θεία χάρη, ἡ ὑπέροχη αὐτή δύναμη ἡ «τά ἀσθενῆ θεραπεύουσα καί τά ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα», πού εἶναι ἀπαραίτητη γιά τή συγκρότηση τῶν ἀληθινά μεγάλων, τῶν ἁγίων μορφῶν.
Μέσα στήν Καινή Διαθήκη, ἡ ὁποία κατά τό μεγαλύτερο μέρος της γράφτηκε ἀπό ἤ γιά τόν ἀπόστολο Παῦλο, προβάλλει μεγαλόπρεπα ἡ ἡγετική φυσιογνωμία του. Τίς ἡγετικές του ἱκανότητες ἐπέδειξε ὁ ἀπόστολος ἤδη στήν πρό Χριστοῦ ζωή του, στήν ἐκτός τῆς ᾿Εκκλησίας δράση του. Μέσα στήν ᾿Εκκλησία τά χαρίσματά του ἀξιοποιήθηκαν καί αὐξήθηκαν, καθώς διατέθηκαν στήν ὑπηρεσία τοῦ εὐαγγελίου.
«Καί ᾿Ιουδαῖος ὤν, τά ὑπέρ τήν ἀξίαν ἐποίει δεσμεύων, ἀπάγων, δημεύων», σημειώνει ὁ χρυσορρήμονας. Γνωρίζουμε τόν Σαῦλο ὡς ἕνα ἀπό τά ζωηρότερα μέλη τῆς ἰουδαϊκῆς κοινωνίας, πού ἀντιλήφθηκαν πολύ νωρίς τόν κίνδυνο τόν ὁποῖο διέτρεχε ὁ ᾿Ιουδαϊσμός ἀπό τή νέα θρησκεία τοῦ ᾿Ιησοῦ. Διορατικός καί ὀργανωτικός, ὁρμητικός καί ἀνήσυχος παρατηρεῖ τίς κινήσεις τῶν χριστιανῶν. Βλέπει νωθρούς καί κοντόφθαλμους τούς ἡγέτες τοῦ λαοῦ του, τούς ἀρχιερεῖς καί γραμματεῖς, καί κρίνει πώς πρέπει νά πάρει στά χέρια του τήν ὑπόθεση. ᾿Αξιώνει νά τόν ἐξουσιοδοτήσουν, ὥστε νά ἡγηθεῖ καταδιωκτικοῦ σώματος. Δέν πρέπει νά χαθεῖ χρόνος γιά τήν ἐνασχόληση μέ μεμονωμένα πρόσωπα. Στρατολογεῖ ἐπίλεκτα μέλη. Προγραμματίζει νά ἐγκατασταθεῖ στή Δαμασκό, τήν πρωτεύουσα τῆς Συρίας, ἀπ᾿ ὅπου θά ἐξαπολύσει τά ὄργανά του. Αὐτή τή μέθοδο θά χρησιμοποιήσει κι ἔπειτα ὡς κυνηγός ψυχῶν γιά τόν Χριστό ὁ ἀπόστολος. Θά στήσει τή βάση του σέ μεγάλα κέντρα. ᾿Εκεῖ θά ἱδρύσει τίς πρῶτες ἐκκλησίες κι ἀπό ἐκεῖ θά ἐξαποστείλει ἱεραποστόλους καί διδασκάλους, γιά νά κηρύξουν τό εὐαγγέλιο, νά ἐπεκτείνουν καί νά ἑδραιώσουν τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Τόν συναντοῦμε ἀργότερα ὡς ἀπόστολο πλέον τοῦ Κυρίου στήν πρωτεύουσα τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ κόσμου, στό «κλεινόν ἄστυ», τήν ᾿Αθήνα. Κάθε ᾿Ασιάτης στή θέση του θά ἔνιωθε μειονεκτικά. ῎Οχι ὅμως ὁ Παῦλος. Αὐτός γνωρίζει νά ἀξιοποιεῖ τήν κάθε εὐκαιρία γιά νά μιλήσει γιά τόν ᾿Ιησοῦ καί τήν ἀνάσταση. Μεταβάλλει σέ ἄμβωνα τό ἐπισημότερο βῆμα τῆς πολιτικῆς, φιλοσοφικῆς καί δικαστικῆς ζωῆς τῶν ᾿Αθηναίων, τόν ῎Αρειο Πάγο! Κι ἔχει τό κήρυγμά του εὐλογημένα ἀποτελέσματα, τίς ἀπαρχές τῆς ἐκκλησίας τῶν ᾿Αθηνῶν.
Πέρασαν χρόνια, κι ὁ Παῦλος μεταφέρεται πάνω σέ ἕνα πλοῖο δέσμιος ἀπό τήν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης στή Ρώμη, τήν πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας κι ὅλου τοῦ κόσμου. Μαζί του ταξιδεύουν κι ἄλλοι δέσμιοι, ἐνῶ ἕνα στρατιωτικό ἄγημα μέ διοικητή τόν ἑκατόνταρχο ᾿Ιούλιο τούς συνοδεύει. ῾Ο ταλαιπωρημένος δέσμιος ἐπιβάλλεται στόν ἑκατόνταρχο ᾿Ιούλιο. ᾿Αλλά καί ὁ καπετάνιος τοῦ πλοίου κι ὅλο τό πλήρωμα καί οἱ εἰδωλολάτρες ἐπιβάτες ἀναγνωρίζουν τήν ξεχωριστή προσωπικότητά του, πού συνδύαζε τό δυναμισμό μέ τήν ἁγιότητα, τήν εὐφυΐα μέ τή σεμνότητα, τήν ἐπιβολή μέ τήν ἁπλότητα. ῾Ο ἄσημος φυλακισμένος ἀποδεικνύεται οὐσιαστικά καπετάνιος γιά τό πλοῖο καί ἑκατόνταρχος γιά τό στράτευμα.
῞Οπου κι ἄν βρισκόταν ὁ Παῦλος, καί σέ χώρους ἔξω ἀπό τήν ᾿Εκκλησία, θά τοποθετοῦνταν ἀσφαλῶς στή θέση τοῦ ἀρχηγοῦ. ῏Ηταν μία προσωπικότητα ἄριστα συγκροτημένη, πολυτάλαντη καί ἡγετική. ῏Ηταν μία σπάνια φυσιογνωμία καί δέν θά ἦταν, βέβαια, ἐφικτό νά τόν μιμηθεῖ ὁ καθένας. Καθώς ὅμως τιμοῦμε τή μνήμη του, ἀξίζει ν᾿ ἀκούσουμε τήν προτροπή τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, πού τόν ἀγάπησε καί τόν μιμήθηκε στά μέτρα τῶν δικῶν του δυνατοτήτων· «Σπουδάσωμεν πρός τόν ἐκείνου ζῆλον ἐλθεῖν, ἵνα δυνηθῶμεν καί τῶν αὐτῶν ἀγαθῶν ἐπιτυχεῖν»! ᾿Εξάλλου, ὅλοι μας εἴμαστε ἐκλεκτοί Θεοῦ ὡς μέλη τοῦ σώματός του, τῆς ἁγίας ᾿Εκκλησίας του.
῾Η ἐποχή μας, εἶναι γεγονός, δέν διακρίνεται γιά τόν θρησκευτικό ζῆλο. ῎Αλλα πρότυπα θαυμάζει ὁ σημερινός ἄνθρωπος καί γι᾿ ἄλλες ἐπιδιώξεις μοχθεῖ. Συνήθως ἀναλώνεται σέ ἐνδογήινες ἐπιλογές, οἱ ὁποῖες καί συχνά τόν ἀπογοητεύουν. ῾Ωστόσο, ὅσοι πιστοί, δέν πρέπει νά παρασυρόμαστε ἀπό τό ρεῦμα τοῦ κόσμου. Εἴμαστε διαλεγμένοι ἀπό τόν Κύριο! Μποροῦμε καί ὀφείλουμε ὅλοι νά παραδειγματισθοῦμε ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο, αὐτό τό ἐξαιρετικό «σκεῦος ἐκλογῆς» τοῦ Θεοῦ. ῞Οπου ὁ καθένας μας βρίσκεται, ὅπου τόν ἔταξε ὁ Θεός, νά γίνουμε μιμητές τοῦ Παύλου. Παράδειγμα γιά ὅλους ὁ φλογερός ζῆλος του. Νά θερμανθεῖ καί ἡ δική μας καρδιά ἀπό ἀγάπη πρός τόν Κύριο! Πόσο διαφορετική θά γίνει τότε ἡ ζωή μας!
Στέργιος Ν. Σάκκος
῾Η μνήμη τοῦ ἀποστόλου Πέτρου τό μήνα αὐτό καί ἡ πρόσφατη ἐπίσκεψη τοῦ πάπα στήν Κύπρο καθιστοῦν ἐπίκαιρη τήν ἀναφορά στή «ρίζα» τοῦ περίφημου «πρωτείου τοῦ πάπα». Οἱ παπικοί, ὡς γνωστόν, «στηρίζουν» τό δόγμα τους αὐτό στή σχέση πού ἰσχυρίζονται ὅτι συνδέει τήν «ἐκκλησία» τῆς Ρώμης μέ τόν κορυφαῖο ἀπόστολο. Κατά τήν ἄποψή τους πρῶτος ἐπίσκοπος Ρώμης ἦταν ὁ ἀπόστολος Πέτρος. Σ᾿ αὐτόν, λένε, ὁ Κύριος ἔδωσε τήν ἀνώτερη ἐξουσία μεταξύ τῶν ἀποστόλων, ἡ ὁποία, βεβαίως, μεταβιβάσθηκε στόν διάδοχό του, τόν πάπα. Γι᾿ αὐτό ἀξιώνουν πλήρη ὑποταγή ὅλου τοῦ Χριστιανισμοῦ στόν ποντίφικα τῆς Ρώμης, τόν ὁποῖο δέχονται ὡς τήν κεφαλή τοῦ ὁρατοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τόν «βικάριο», τοποτηρητή καί ἀντικαταστάτη του ἐπί τῆς γῆς.
῎Αν ὄντως ὁ ἀπόστολος Πέτρος παρέδωσε κάτι ἰδιαίτερο στόν ἐπίσκοπο Ρώμης, εἶναι θέμα πού θά μᾶς ἀπασχολήσει ἄλλοτε. Πρός τό παρόν μία σύντομη περιήγηση στίς ἄφθονες ἁγιογραφικές μαρτυρίες θά μᾶς δείξει τή θέση τοῦ ἀποστόλου Πέτρου μέσα στήν ὁμάδα τῶν δώδεκα ἀποστόλων. Οἱ μαρτυρίες αὐτές, ὅπως τίς κατανόησε καί τίς ἑρμήνευσε ἡ πατερική μας παράδοση, δέν δίνουν ἐξ ἀντικειμένου καμία προτεραιότητα στόν ἀπόστολο Πέτρο.
῾Ο συμπαθέστατος, ἡρωικός καί ἐνθουσιώδης ἀδελφός τοῦ πρωτοκλήτου ᾿Ανδρέα πρέπει νά ἦταν στήν ἡλικία ὁ μεγαλύτερος ἀπό τούς μαθητές τοῦ Κυρίου. Τύπος ἐκφραστικός καί δυναμικός, νιώθουμε νά μᾶς συγκινεῖ καί νά μᾶς ἐκφράζει πολλές φορές μέ τίς μεταπτώσεις πού τόν χαρακτηρίζουν. Διακρίνεται ἀνάμεσα στούς συμμαθητές του γιά τόν αὐθορμητισμό καί τή θερμότητά του. Συχνά σπεύδει νά ἐκφράσει αὐτό πού ὅλοι σκέπτονται. Δέν φαίνεται ὅμως πουθενά νά τοῦ ἀνέθεσε ὁ Κύριος κάποια ἰδιαίτερη δικαιοδοσία, ὅπως δέν ἔκανε καί γιά κανέναν ἄλλον ἀπό τούς δώδεκα ἀποστόλους. ῞Ολοι εἶναι «ἄρχοντες πνευματικοί, ὑπό Θεοῦ χειροτονηθέντες οὐκ ἔθνη καί πόλεις διαφόρους λαμβάνοντες, ἀλλά πάντες κοινῇ τήν οἰκουμένην ἐμπιστευθέντες», ὅπως γράφει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος. ᾿Από κοινοῦ τούς ἀνέθεσε ὁ Κύριος τή διδαχή καί διαποίμανση τῆς οἰκουμένης ὅλης, ὅταν τούς ἀπέστειλε μέ τήν ἐντολή· «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη...» (Μθ 28,19).
῞Οταν, κάποτε, σέ σχετική ἐρώτηση τοῦ Κυρίου ὁ Πέτρος ὁμολογεῖ τή θεότητά του, εἰσπράττει τή μεγάλη ὑπόσχεση ὅτι «... κἀγώ δέ σοι λέγω ὅτι σύ εἶ Πέτρος, καί ἐπί ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τήν ἐκκλησίαν... καί δώσω σοι τάς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν...» (Μθ 16,18.19). ᾿Αλλά ἐδῶ δέν ἐπαινεῖται ὁ Πέτρος προσωπικά. ᾿Εξαίρεται ἡ ὁμολογία, πού ὁ ἴδιος ὁ Θεός τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Θεός. Παρόμοια ἀποκάλυψη εἶχε δοθεῖ νωρίτερα στόν Ναθαναήλ, ὁ ὁποῖος ἐπίσης ὁμολόγησε «σύ εἶ ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ» (᾿Ιω 1,50), καί στή Μάρθα, τήν ἀδελφή τοῦ Λαζάρου (᾿Ιω 11, 27).
῾Η πίστη στή θεότητα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ πέτρα, δηλαδή ὁ βράχος πάνω στόν ὁποῖο οἰκοδομεῖται ἡ ᾿Εκκλησία, τῆς ὁποίας θεμέλιο μοναδικό καί ἀναντικατάστατο εἶναι τό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας· ὄχι ὁ Πέτρος οὔτε κανείς ἄλλος ἄνθρωπος. «Θεμέλιον γάρ ἄλλον οὐδείς δύναται θεῖναι παρά τόν κείμενον, ὅς ἐστιν ᾿Ιησοῦς Χριστός» (Α´ Κο 3,11· πρβλ. ᾿Εφ 2,20), θά γράψει ἀργότερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος. ᾿Αλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Πέτρος μέ ἔμφαση θά διακηρύξει τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό ὡς «λίθον ζῶντα» (Α´ Πε 2,4). Καί θά τονίσει ὅτι ἐπάνω σ᾿ αὐτό τό ἀγκωνάρι οἰκοδομοῦνται οἱ πιστοί, γιά νά ἀποτελέσουν τόν πνευματικό οἶκο τῆς ᾿Εκκλησίας.
Προφανῶς τήν πίστη τοῦ Πέτρου διαθέτουν καί οἱ ἄλλοι μαθητές. Γι᾿ αὐτό καί σ᾿ ἐκείνους ὁ Κύριος ἀναθέτει ἀπαράλλακτα τήν ἴδια ἐξουσία· «᾿Αμήν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐάν δήσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καί ὅσα ἐάν λύσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ» (Μθ 18,18). Θά ἐπαναλάβει δέ τήν ἀνάθεση καί θά τήν κάνει ἀκόμη πιό συγκεκριμένη ὁ Κύριος μετά τήν ἀνάσταση. Θά δώσει σ᾿ ὅλους τούς μαθητές του τό ἅγιο Πνεῦμα, γιά νά μποροῦν νά συγχωροῦν τίς ἁμαρτίες ὡς δικοί του ἐντεταλμένοι (᾿Ιω 20,22).
Στούς δώδεκα ἐπίσης ἀδιάκριτα ὑπόσχεται ὁ Κύριος ὅτι κατά τή δευτέρα παρουσία του, «ὅταν καθίσῃ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπί θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καί ὑμεῖς ἐπί δώδεκα θρόνους, κρίνοντες τάς δώδεκα φυλάς τοῦ ᾿Ισραήλ» (Μθ 19,28). Δέν κάνει κάποια διάκριση στόν Πέτρο, πρός τόν ὁποῖο μάλιστα ἀπευθύνεται ὁ λόγος. ῾Η ἴδια ὑπόσχεση ἐπαναλαμβάνεται στήν προφητεία γιά τήν οὐράνια πόλη τῆς ᾿Αποκαλύψεως, ὅπου φαίνεται «τό τεῖχος τῆς πόλεως ἔχον θεμελίους δώδεκα, καί ἐπ᾿ αὐτῶν δώδεκα ὀνόματα τῶν δώδεκα ἀποστόλων τοῦ ἀρνίου» (᾿Απ 21,14).
῾Ο ἴδιος ὁ ἀπόστολος Πέτρος δέν εἶχε ποτέ τή συνείδηση ὅτι σέ κάτι ὑπερτερεῖ τῶν ἄλλων ἀποστόλων. Γι’ αὐτό, στή ζωή τῆς πρώτης ᾿Εκκλησίας, τίποτε δέν ἀποφασίζει μόνος του. Εἰσηγεῖται τά θέματα στό σῶμα τῶν δώδεκα, ὅπως κάνουν καί ὅλοι οἱ ἄλλοι, καί ἀπό κοινοῦ λαμβάνονται οἱ ἀποφάσεις. Αὐτό βλέπουμε π.χ. κατά τήν ἐκλογή τοῦ Ματθία, ὁ ὁποῖος ἀντικατέστησε τόν ᾿Ιούδα (Πρξ 1,15-26), στή διευθέτηση τοῦ παραπόνου τῶν ἑλληνιστῶν μέ τήν ἐκλογή τῶν ἑπτά διακόνων (Πρξ 6,1-7), στήν ἀποστολική σύνοδο (Πρξ 15,6-29) καί σέ πάρα πολλά ἄλλα περιστατικά πού ἱστοροῦνται στίς Πράξεις τῶν ἀποστόλων.
Τή συνείδηση τῆς ἰσότητας τοῦ Πέτρου πρός τούς ἄλλους μαθητές ἐπιβεβαιώνει ἡ ταπείνωση μέ τήν ὁποία δέχεται ἀδιαμαρτύρητα τόν ἔλεγχο ἀπό τόν Παῦλο στήν ᾿Αντιόχεια. ᾿Επειδή ἡ συμπεριφορά τοῦ Πέτρου ἔδινε ἀφορμή ἐπάρσεως στούς ἐξ ἰουδαίων χριστιανούς «κατά πρόσωπον αὐτῷ ἀντέστην», ἱστορεῖ ὁ Παῦλος (Γα 2,11-14). «῾Ο Παῦλος ἐπιπλήττει καί ὁ Πέτρος ἀνέχεται καί συμμορφώνεται πρός τήν ὑπόδειξη», θαυμάζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Αὐτό σημαίνει ἁγιότητα καί συναίσθηση τῆς ἱερῆς ἀποστολῆς!
Τήν ἴδια ἅγια συναίσθηση βλέπουμε καί στίς ᾿Επιστολές τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, ὅπου συστήνεται ὡς «δοῦλος καί ἀπόστολος ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ» (Β´ Πε 1, 1). ᾿Απευθύνεται πρός τούς ὑφισταμένους του πρεσβυτέρους ὡς «ὁ συμπρεσβύτερος» (Α´ Πε 5,1). ᾿Αναγνωρίζει στό πλήρωμα τῆς ᾿Εκκλησίας, στούς ἁπλούς χριστιανούς, τήν «ἰσότιμον ἡμῖν λαχοῦσι πίστιν» (Β´ Πε 1,1) καί τούς παροτρύνει· «τήν ταπεινοφροσύνην ἐγκομβώσασθε» (Α´ Πε 5,5).
Αὐτή τήν παρακαταθήκη τῆς ταπεινοφροσύνης κληροδοτεῖ σ᾿ ὅλη τήν ᾿Εκκλησία ὁ κορυφαῖος ἀπόστολος κι ὅποιος τήν ἐνστερνίζεται ἀναγνωρίζεται ὡς «μέγας» ἀπό τόν Κύριο· ῾Ο ποιμένας καί διδάσκαλος ἀναδεικνύεται ἄξιος διάδοχος καί συνεχιστής τῆς ἱστορίας τοῦ ἀποστόλου καί γνήσιος μαθητής τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ῾Ο πιστός εὐλογεῖται καί ἁγιάζεται καί ἡ ᾿Εκκλησία θριαμβεύει.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 56 (2001) 124-126