Μέ συγκλονιστική ἁπλότητα περιγράφει τό ἱερό Εὐαγγέλιο τήν Ὑπαπαντή τοῦ Κυρίου (Λκ 2,22-38): Ὁ Ἰωσήφ μαζί μέ τήν Μαρία καί τό βρέφος Ἰησοῦ ἔρχονται στά Ἰεροσόλυμα γιά νά ἐκπληρώσουν τό διπλό καθῆκον πού ἐπέβαλλε ὁ νόμος σέ κάθε Ἰσραηλίτη: τήν προσφορά περί τοῦ καθαρισμοῦ αὐτῶν (Λε 12,67) καί τήν ἀφιέρωση τοῦ νεογεννήτου πρωτοτόκου ἀρσενικοῦ «τῷ Κυρίῳ» (Ἔξ 13,2.12). Κατάπληκτοι οἱ ὑμνογράφοι ὑμνοῦν τήν ἄκρα συγκατάβαση τοῦ Ἰησοῦ, πού ἐνῶ εἶναι ὁ «νομοδότης Θεός», ὁ «παλαιός τῶν ἡμερῶν», σπεύδει νά ἐκπληρώσει τόν νόμο. Καί τοῦτο γιά τήν δική μας λύτρωση καί σωτηρία· «Βουληθείς ὁ Πλαστουργός ἵνα σώσῃ τόν Ἀδάμ...».
Τήν συγκατάβαση τοῦ Κυρίου θαυμάζουμε καί στό γεγονός ὅτι οἰκονομεῖ ἔτσι τά πράγματα ὥστε νά παρίστανται στήν Ὑπαπαντή δύο ἐκπρόσωποι τῶν λυτρουμένων, ὁ πρεσβύτης Συμεών καί ἡ σώφρων Ἄννα. Ὁ πρῶτος δοξάζει τόν Θεό, πού τόν ἀξιώνει νά ἰδεῖ «τό σωτήριον», τήν ἐκπλήρωση τῆς σωτηρίας, καί φωτισμένος ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα προφητεύει σχετικά μέ τό προσφερόμενο παιδί.
Κοντά στόν γέροντα Συμεών καί ἡ προφήτις Ἄννα συνιστᾶ τόν δεύτερο μάρτυρα, πού ἐγγυᾶται τήν ἀλήθεια τῶν λαληθέντων περί τοῦ Χριστοῦ. Ἐφαρμόζεται ἔτσι ὁ γραφικός λόγος ὅτι «ἐπί στόματος δύο μαρτύρων σταθῇ πᾶν ῥῆμα» (Μθ 18,16).
Σεμνή καί ταπεινή ἡ μορφή τῆς Ἄννας περνᾶ στήν αἰωνιότητα καθώς πέφτει πάνω της τό φῶς τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ σέ μία δεδομένη στιγμή. Ἔζησε ὅλη της τήν ζωή περιμένοντας, ὅπως ὁ Συμεών·καί ὅπως ἐκεῖνος «οὐ γῆς ἀπῆρεν.. ἕως ἐπ᾿ αὐτῆς τόν Θεόν εἶδεν βρέφος».
Μέ ξεχωριστή ἐκτίμηση καί σεβασμό οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας μας ἐπισημαίνουν τήν σωφροσύνη τῆς Ἄννας. Ἀποκαλεῖται «σώφρων» καί «ἄμεμπτος», ἀλλά καί «πρεσβυρά». Ὁ τελευταῖος χαρακτηρισμός ἀναφέρεται ὄχι τόσο στήν ἡλικία της ὅσο στό ὅτι ἦταν ἕνα σεβαστό πρόσωπο. Ὀνομάζεται ἐπίσης «σεπτή», «ὁσία», «ἔνδοξος» καί «πανεύφημος». Δίδοντάς της καί τό χάρισμα τῆς προφητείας ὁ Θεός τήν κατέστησε καί θεόπνευστη, ὅπως τόν Συμεών. Δέν δεσμεύεται ὁ Πλαστουργός ἀπό τήν ἀσθένεια τοῦ φύλου.
Κάπως αὐθαίρετα ὄχι ὅμως ἀβάσιμα οἱ ὑμνογράφοι ἐπιχειροῦν νά προσδιορίσουν τό περιεχόμενο τῶν λόγων τῆς Ἄννας, γιά τό ὁποῖο ὁ εὐαγγελιστής χρησιμοποιεῖ τήν γενική φράση «ἐλάλει περί αὐτοῦ» (Λκ 2,38). Σέ τροπάριο τοῦ προεορτίου κανόνα τῆς Ὑπαπαντῆς λέγεται ὅτι ὁ Συμεών προφητεύει «τῆ Μητρί καί Παρθένῳ, ἡ δέ (Ἄννα) τῷ ἐκ Παρθένου ἀναδειχθέντι σαρκί». Σέ Θεοτοκίο τοῦ ἴδιου Κανόνα ἡ προφητεία τῆς Ἄννας εἶναι ὅτι «τόν ἐκ τῆς μήτρας τῆς Θεοτόκου ὡς Θεόν προανηγόρευσεν», ἐνῶ σέ ἄλλα τροπάρια ἡ Ἄννα προφητεύει τόν Ἰησοῦν ὡς «τῶν ἐθνῶν προσδοκίαν», «τῶν βροτῶν σωτηρίαν», «Σωτῆρα λυτρωτήν τοῦ Ἰσραήλ», «θεῖον λύτρον» κ.ἄ. Γι᾿ αὐτό εὐφημοῦνται μαζί μέ τόν Συμεών «οἷα Θεοῦ θεράποντες», ὡς ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ.
Σοφία Καρακασίδου
Δρ. Θεολογίας
Τόν συνάντησα στό Συναξάρι τῆς 3ης Φεβρουαρίου, νά βόσκει τά πάμπολλα ζῶα τῆς οἰκογενείας του στά λιβάδια τῆς Καισάρειας τῆς Καππαδοκίας. Κι εὐθύς ἀναλογίστηκα τόν μετέπειτα συγχωριανό του, τόν Μέγα τόν Βασίλειο, πού ᾿ταν κι αὐτός ἐκεῖ ποιμένας... Τρανός καί ξακουστός στή μόρφωση, στή δράση καί στή χάρη.
Μά δές, πού ὁ ἁπλός καί ἄσημος ὁ Βλάσιος πρόλαβε τόν Βασίλειο σέ τόσα. Καί γίνονταν τά κέρδη τ᾿ ἄφθονα ἀπό τά ζωντανά ἡ βρῶσις τῶν πενήτων. Ἡ ἐλεήμων ψυχή του, λευκή ἀμνάς τοῦ μεγάλου Ποιμένος, ἦταν ἀπ᾿ τή μικρή του ἡλικία ἀναπαυμένη στά χλοερά λιβάδια τῆς χριστιανικῆς πίστης, πού τότε διώκονταν.
Πολλή ἐντύπωση μοῦ ἔκανε διαβάζοντάς το: Σάν βγῆκαν οἱ διῶκτες στά βουνά νά ψάξουν νά τόν βροῦν, νά τόν συλλάβουν, ἐκεῖνος -λέει- τούς ὑπεδέχθη μέ χαρά, κατά πῶς ὑποδέχεται κανείς σέ δεῖπνο φίλους καρδιακούς καί εὐεργέτες. Μακάρι, σκέφτηκα, νά ὑποδεχόμουνα κι ἐγώ τίς ὅποιες θλίψεις ἔτσι: εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ καί τῆς ψυχῆς ὠφέλη.
Δέρεται ἀλύπητα ὁ ταπεινός βοσκός, μά ἡ πίστη του θαυματουργεῖ καί τίποτα δέν νιώθει. Εὐθύς γιατρεύονται οἱ πληγές κι ὁ πωρωμένος ἡγεμών μαγεία τ᾿ ὀνομάζει.
Προστάζει τότε νά ριχθεῖ ὁ Βλάσιος σέ καζάνι μέ βραστό νερό γιά πέντε μέρες. Μά τοῦ Θεοῦ οἱ ἄγγελοι τοῦ μεταφέραν τή δροσιά τοῦ οὐρανοῦ στήν ψυχή καί στό σῶμα.
Σάν πέρασαν οἱ πέντε μέρες κι ἦρθαν οἱ στρατιῶτες νά τόν βγάλουν, ἔκπληκτοι τόν βλέπουν ζωντανό, νά ψάλλει μαζί μέ τούς ἀγγέλους. «Παρευθύς ἐκήρυξαν ἑαυτούς χριστιανούς!», λέει ὁ συναξαριστής. Τί χαρά! Τί δόξα!
Μόλις τό ἔμαθε ὁ ἡγεμών, στέλνει ἄλλους στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι συγκαταλέγονται μέ τούς προηγούμενους σέ ἕνα καινούργιο πλέον στράτευμα: τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ!
Καί νά, ὁ ἡγεμών αὐτοπροσώπως σπεύδει. Θέλοντας νά ἀποδείξει στούς στρατιῶτες του πώς λάθος πίστεψαν σέ θαῦμα, ζητᾶ νερό ἀπ᾿ τό καζάνι καί τό χύνει στό πρόσωπό του νά πλυθεῖ, βέβαιος πώς τό νερό εἶχε κρυώσει. Μά τό νερό καυτό, τοῦ τύφλωσε τά μάτια καθώς τυφλή εἶχε καί τήν ψυχή.
Καί τότε, ὁ μάρτυς τοῦ Χριστοῦ βγαίνει ἀπό τό καζάνι, γιά νά μποῦν οἱ στρατιῶτες καί νά τούς βαπτίσει! Τό νερό τοῦ μαρτυρίου του γίνεται τό νερό τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν ἐχθρῶν.
Ἔπειτα, ἐρχόμενος στούς ἀγρούς, στή μάντρα τῶν ζώων του, παράγγειλε στή μήτερα του καί στούς συγγενεῖς του ὅσα ἔπρεπε γιά τή σωτηρία τους καί παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ.
Ἐτάφη ἀκριβῶς ἐκεῖ. Τό σῶμα του ἀναπαύτηκε στά ἀγαπημένα του βοσκοτόπια κι ἡ ψυχή του σέ τόπο χλοερό, οὐράνιο. Κι ὅπως στιχογραφεῖ ὁ βιογράφος του,
«Τῶν ζώων οἱ αὐλές εἶχαν πρῶτα τόν Βλάσιο. Τοῦ Κυρίου οἱ αὐλές τόν ἔχουν τώρα».
Τό δέ ραβδί του, ἡ ἀγκλίτσα του, βλάστησε κι ἔγινε δέντρο εὐσκιόφυλλο πού σκίαζε τόν τάφο του, ἐπισφραγίζοντας ἔτσι μ᾿ ἕνα τελευταῖο θαῦμα τήν πίστη τοῦ νεαροῦ βοσκόπουλου τῆς Καισάρειας.
Ἄς ἔχουμε τήν πίστη του καί τήν εὐχή του. Ἀμήν.
Μ. Ἰ. Λαμψίδου
Ἀπολύτρωσις 63 (2008) 40-41