Πολλά καί ποικίλα τά πνευματικά μηνύματα πού μᾶς φέρνει ὁ Μάρτιος. Ἑλκυστικά κι εὐφρόσυνα, ὅπως οἱ ὀμορφιές καί τά μύρα τῆς φυσικῆς ἀνοίξεως, στήν ὁποία μᾶς εἰσάγει. Φῶτα σωστικά κι ἀνέσπερα, πού αὐγάζουν τό πνευματικό στερέωμα καί μᾶς φέγγουν στό δρόμο τῆς σωτηρίας. Κι ἀνάμεσά τους ἥλιος ἄδυτος τό ἄγγελμα πού τ᾿ ἀγγελικά χείλη τοῦ Γαβριήλ μήνυσαν στήν Παρθένο· «Χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ!».
Αὐτό τό μήνυμα τοῦ οὐρανοῦ πρός τή γῆ μετασχηματίζει καί προβάλλει ὡς δική της ἐμπειρία ἡ γῆ. Εἶναι ἡ μαρτυρία πού καταθέτει τό μαρτύριο τῶν ἁγίων Σαράντα μαρτύρων, οἱ ὁποῖοι κοσμοῦν τό Συναξάρι τῆς ἐνάτης Μαρτίου. Ὄχι ἕνας καί δύο οὔτε δέκα ἀλλά σαράντα νέοι ἄνθρωποι, γενναῖοι στρατιῶτες, περιφρονοῦν τή δόξα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, περιγελοῦν τή δύναμή του καί καθιστοῦν ἀτελέσφορη τήν ἀμείλικτη πολεμική του. Στόν ὑπέρτατο πόνο βιώνουν τή χαρά πού ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ χαρίζει. Προγεύονται τήν πληρότητα τῆς οὐρανίου πραγματικότητος. Καί μ᾿ αὐτή τήν πρόγευση πολιτεύονται ὡς ἐπίγειοι ἄγγελοι. Τά νεανικά τους κορμιά κρουσταλλιάζουν ἐκτεθειμένα στήν παγωμένη λίμνη τῆς Σεβαστείας. Τό αἷμα τους πετρώνει στίς φλέβες κι οἱ σάρκες ἀνοίγονται προκαλώντας ἀφόρητο πόνο. Μά αὐτοί μένουν σταθεροί. Ποῦ βρίσκουν αὐτή τήν ὑπεράνθρωπη δύναμη; Ἔχουν μαζί τους τόν Κύριο κι ἡ δική του παρουσία τούς κάνει νά βλέπουν τήν πραγματικότητα κάτω ἀπό τό φῶς τῆς αἰωνιότητος. «Δριμύς ὁ χειμών, ἀλλά γλυκύς ὁ παράδεισος· ἀλγεινή ἡ πῆξις, ἀλλ᾿ ἡδεῖα ἡ ἀνάπαυσις... Μιᾶς νυκτός ὅλον αἰῶνα ἀνταλλαξώμεθα». Μ᾿ αὐτά τά λόγια ἐνθαρρύνει ὁ καθένας τους τόν ἑαυτό του καί τούς συναθλητάς του. Τί ἀξία ἔχει μιά νύχτα μπροστά στήν ἀβασίλευτη ἡμέρα τῆς αἰωνιότητος, καί πῶς μπορεῖ νά συγκριθεῖ ἡ ὀδυνηρή ἀλλά παροδική ἐμπειρία τῆς παγωνιᾶς, πού περονιάζει καί παραλύει τά μέλη τοῦ σώματος, μέ τή γλυκειά καί μόνιμη ἀπόλαυση τοῦ παραδείσου;
Δέν ζοῦμε σήμερα σέ περίοδο διωγμῶν. Ἀλλά πόσες φορές νιώθουμε νά μᾶς παγώνει τήν ὕπαρξη ὁ παγερός ἄνεμος τῆς ἀπιστίας, νά μᾶς ταράσσει ὁ σάλος τῆς ὀλιγοπιστίας, ὅταν ξεσχίζει τήν καρδιά ὁ ποικιλόμορφος πόνος, συνθλίβεται τό εἶναι κάτω ἀπό τό βάρος τῆς θλίψεως! Καί πόσες φορές ἡ πνευματοκτόνα ἄνεση τοῦ εὐδαιμονισμοῦ, ἡ ὑποχώρηση στά δελεάσματα τοῦ κόσμου, ὁ συμβιβασμός μέ τά ἁμαρτωλά θελήματά του, μᾶς προκαλοῦν πνευματική ἀσφυξία καί βυθίζουν τήν ψυχή μας στό πνευματικό κενό! Σ᾿ ὅλες αὐτές τίς περιπτώσεις, ἀδελφέ μου χριστιανέ, μήν τό ξεχνᾶς· ἔχεις μαζί σου τόν Κύριο! Ἡ δική Του παρουσία εἶναι τῆς χαρᾶς ἡ πηγή, τῆς πληρότητος ἡ αἰτία καί ἡ ἀσφάλεια. Μέ τόν Χριστό τό σκοτάδι φωτίζεται, θερμαίνεται ἡ παγωνιά μέσα σου καί γύρω σου, γλυκαίνει ἡ πίκρα κι ἀλαφρώνει τό βάσανο. Μέ τόν Χριστό γίνονται ἀτέρμονα τά πεπερασμένα, ὑπέρχρονα καί αἰώνια τά πρόσκαιρα. Ἀναδεικνύεται ἥρωας καί μάρτυρας ὁ ἁπλός ἄνθρωπος, διότι δίνει ἄλλο νόημα στήν καθημερινότητα ὁ Χριστός.
Αὐτό μηνύουν καί προσυπογράφουν οἱ ἅγιοι Σαράντα μάρτυρες, πού ἀκατάπαυστα πρεσβεύουν στόν Χριστό γιά ὅλους τούς ἀγωνιστάς τοῦ καλοῦ ἀγώνα.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ξεκίνησαν 40, σάν στρατιῶτες τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ καί μπῆκαν πάλι 40, ὅπως τό ζήτησαν ἀπό τόν Κύριο, στή στρατιά τῶν ἁγίων τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας. Κάποιος, πού λιποψύχησε καί δραπέτευσε, ἀντικαταστάθηκε ἀπό ἕνα δήμιο πού, ἐμπνευσμένος ἀπό τήν πίστη καί τήν καρτερία τους, ἔτρεξε νά ἑνωθεῖ μέ τή συντροφιά τους.
Παραθέτουμε ἀπόσπασμα ἀπό τήν ὁμιλία τοῦ Μ. Βασιλείου εἰς τούς ἁγίους τεσσαράκοντα μάρτυρας, οἱ ὁποῖοι μαρτύρησαν μία κρύα νύχτα τοῦ 320 μ.Χ., στήν παγωμένη λίμνη τῆς Σεβάστειας.
Ὅταν ἄκουσαν τό πρόσταγμα –πρόσεξε ἐδῶ τό ἀήττητο φρόνημα τῶν ἀνδρῶν–, μέ χαρά πέταξε ὁ καθένας ἀπό πάνω του καί τόν τελευταῖο χιτώνα καί βάδιζαν στό θάνατο τῆς παγωνιᾶς ἐνθαρρύνοντας ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ὅπως ὅταν ἁρπάζουν λάφυρα. Ἄς μή ξεντυθοῦμε, ἔλεγαν, τό ροῦχο ἀλλά τόν παλαιό ἄνθρωπο «τόν φθειρόμενον κατά τάς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης» (Ἐφ 4,22). Σ’ εὐχαριστοῦμε, Κύριε, γιατί μαζί μέ τό ροῦχο αὐτό ἀποβάλλουμε καί τήν ἁμαρτία. Ἀφοῦ τό ντυθήκαμε ἐξ αἰτίας τοῦ φιδιοῦ, ἄς τό ξεντυθοῦμε γιά τόν Χριστό…
Βαρειά ἡ κακοκαιρία, ἀλλά γλυκύς ὁ παράδεισος· ὀδυνηρό τό πάγωμα, ἀλλά εὐχάριστη ἡ ἀνάπαυση… Μέ μιά νύχτα θ’ ἀνταλλάξουμε ὅλη τήν αἰωνιότητα. Ἄς καεῖ τό πόδι, γιά νά χορεύει συνεχῶς μέ τούς ἀγγέλους. Ἄς ἀποκοπεῖ τό χέρι, γιά νά ἔχει παρρησία νά ὑψώνεται στόν Δεσπότη. Πόσοι ἀπό τούς συναδέλφους μας στρατιῶτες ἔπεσαν στό μέτωπο, μένοντας πιστοί σ’ ἕνα φθαρτό βασιλιά; Κι ἐμεῖς δέν θά χαρίσουμε αὐτή τή ζωή γιά χάρη τῆς πίστεως στόν ἀληθινό βασιλιά; Πόσοι κακοῦργοι, πού συνελήφθησαν γιά ἀδικήματα, δέν δέχτηκαν τό θάνατο; Κι ἐμεῖς δέν θά ὑποφέρουμε τό θάνατο γιά τή δικαιοσύνη; Νά μή ξεστρατίσουμε, συστρατιῶτες, νά μή στρέψουμε τήν πλάτη στό διάβολο. Σάρκες εἶναι, μή τίς λυπόμαστε. Ἀφοῦ ὁπωσδήποτε πρέπει νά πεθάνουμε, ἄς πεθάνουμε γιά νά ζήσουμε. Ἄς φθάσει ἡ θυσία μας ἐνώπιον σου, Κύριε! Δέξου μας σάν «θυσία ζῶσα» εὐάρεστη σέ σένα. Νά γίνουμε ὁλοκαύτωμα μέσα στόν πάγο, ὡραία προσφορά, ἕνα καινούργιο ὁλοκαύτωμα, πού προσφέρεται ὄχι στή φωτιά ἀλλά πάνω στόν πάγο. …
Ἐλεεινό θέαμα γιά τούς δικαίους: ὁ στρατιώτης, φυγάς· ὁ ὑποψήφιος γιά βραβεῖο, αἰχμάλωτος· τό πρόβατο τοῦ Χριστοῦ, λεία τῶν θηρίων… Ἐνῶ ὁ δήμιος, μόλις τόν εἶδε νά ξεφεύγει καί νά τρέχει στό λουτρό, ἔβαλε τόν ἑαυτό του ἀντικαταστάτη στή θέση τοῦ λιποτάχτη καί πετώντας τά ροῦχα ἀνακατεύθηκε μέ τούς γυμνούς, κράζοντας ὅπως οἱ ἅγιοι· εἶμαι χριστιανός. Καί μέ τήν ἀπότομη ἀλλαγή κατέπληξε τούς παρόντες κι ἀναπλήρωσε τόν ἀριθμό καί προσθέτοντας τόν ἑαυτό του παρηγόρησε τή λύπη τους γιά κεῖνον πού δείλιασε. Ἔτσι μιμήθηκε τούς στρατιῶτες πού, ὅταν πέσει αὐτός πού εἶναι στήν πρώτη γραμμή, ἀμέσως συμπληρώνουν τήν παράταξη, ὥστε νά μή διακοπεῖ ἡ ἑνότητά τους ἀπ’ αὐτόν πού ἔλειψε. Κάτι τέτοιο ἔκανε κι αὐτός. Εἶδε τά οὐράνια θαύματα, κατάλαβε τήν ἀλήθεια, κατέφυγε στόν Δεσπότη, συναριθμήθηκε μέ τούς μάρτυρες…
«Ἐλπίδα»
Στήν παγωμένη λίμνη τῆς Σεβάστειας τοῦ Πόντου γύρω στό 320μ.Χ. τό φρικτό μαρτύριο 40 ἡρωικῶν μορφῶν φτάνει στό τέλος του. Οἱ Σαράντα ἐπίλεκτοι στρατιῶτες τῆς ρωμαϊκῆς λεγεώνας διεξήγαγαν νικηφόρα τήν τελευταία καί σκληρότερη μάχη τῆς ζωῆς τους. Πέρασαν στεφανωμένοι στήν αἰώνια ζωή, ἀφήνοντας τά παγωμένα σώματά τους ἕρμαια στή διάθεση τῶν δημίων. Ὁ ἔπαρχος Ἀγρικόλας διατάζει νά ριχτοῦν στή φωτιά τά οἰκητήρια τῶν ἁγίων ψυχῶν.
Ἕνας ὅμως ἀπό τούς Σαράντα διατηρεῖ μέσα του ἀκόμη μιά σπίθα ζωῆς: ὁ ἡρωικός Μελίτων, μονάκριβος γιός χριστιανῆς χήρας. Ὁ Ἀκρικόλας διατάζει νά τόν παραδώσουν ὄχι στή φωτιά ἀλλά στή μητέρα του. Πίστευε ὅτι ἐκείνη θά τόν ἔπειθε νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του. Δοκίμασε ὅμως μεγάλη ἔκπληξη κι ἀπογοήτευση ἀπό τήν ἀπροσδόκητη ἐξέλιξη τῶν γεγονότων. Τή σκηνή περιγράφει ζωηρά τό ἀπόσπασμα πού ἀκολουθεῖ ἀπό τό βιβλίο τοῦ Καθηγητῆ Στ. Σάκκου, Οἱ ἅγιοι Σαράντα Μάρτυρες, ἔκδοση Δ΄, «Χριστιανική Ἐλπίς».
Ὅταν ἡ μητέρα τοῦ μάρτυρα Μελίτωνα ἄκουσε τή διαταγή τοῦ Ἀγρικόλα καί εἶδε νά τοποθετοῦνται στά ἁμάξια τά τίμια σώματα τῶν μαρτύρων, γιά νά ριχτοῦν στή φωτιά, χωρίς νά συμπεριλαμβάνεται σ᾿ αὐτά ὁ γιός της, διέσχισε μέ λαχτάρα τά πλήθη καί ἦλθε κοντά στό παιδί της. Εἶδε τόν μονογενῆ της, τά τρυφερά σπλάγχνα της, τή μοναδική ἐλπίδα καί τό στήριγμά της σέ ἐλεεινή κατάσταση. Ἦταν μελανιασμένος, ἀκίνητος, παράλυτος. Μόλις ἀνέπνεε. Ὁ ἑτοιμοθάνατος στύλωσε τό βλέμμα στή μητέρα του. Καί ἐκείνη; Ὤ ἐκείνη! Τί ἔκανε; Σκίρτησαν τά μητρικά σπλάγχνα της; Συγκινήθηκε ἡ στοργική καρδιά της; Μήπως ἄρχισε νά κλαίει, νά ὀδύρεται, νά σχίζει τά ροῦχα της καί νά ξερριζώνει τά μαλλιά της; Μήπως τόν ἅρπαξε στή θερμή ἀγκαλιά της καί ἄρχισε νά τόν φιλᾶ χύνοντας δάκρυα, γιά νά ἀναζωογονήσει τό μαραμένο λουλούδι της, πού ἤδη εἶχε ἀρχίσει νά σβήνει; Ὄχι! Τίποτε ἀπ᾿ ὅλα αὐτά δέν συνέβη. Ἀγαποῦσε τό παιδί της. Μάλιστα, ὡς χριστιανή μητέρα τό ἀγαποῦσε ἀληθινά, πνευματικά, δίνοντας προτεραιότητα στήν ψυχή του. Κι ἐπειδή αὐτή ἡ ψυχή κινδύνευε ἀπό τή στοργή καί τό ἐνδιαφέρον τοῦ τυράννου, ἡ χριστιανή μάνα θά ἔκανε τό πᾶν γιά νά τή σώσει.
Ἄν ἦταν ἄλλη μητέρα, ἀσφαλῶς θά βοηθοῦσε τούς στρατιῶτες πού ἦρθαν νά πάρουν τόν γιό της, γιά νά τόν φροντίσουν. Θά πάσχιζε νά τόν κρατήσει στή ζωή. Αὐτή, ἀντίθετα, τούς ἐμποδίζει. Σφίγγει τήν πιστή καρδιά της καί σάν τόν πατριάρχη Ἀβραάμ ὁδηγεῖ ἡ δια τό παιδί της στή θυσία. Μέ ἀξιοθαύμαστη ψυχραιμία ἐνισχύει τόν γιό της: «Γλυκό μου παιδί, ἔχε θάρρος καί δύναμη! Τώρα πιά εἶσαι παιδί τοῦ οὐράνιου Πατέρα. Κάνε ἀκόμη λίγη ὑπομονή, γιά νά γίνεις τέλειος μάρτυρας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μή φοβηθεῖς τό θάνατο, σύ, ὁ νικητής τόσων βασάνων. Μήν ξεχνᾶς, παιδί μου, ὅτι εἶσαι βλάστημα τῆς ὀδύνης τοῦ σταυροῦ. Σκέψου τόν Κύριο στό σταυρό. Μή φανεῖς κατώτερος ἀπό τούς συστρατιῶτες σου, οἱ ὁποῖοι μεταφέρονται γιά νά καοῦν τά σώματα καί νά στεφανωθοῦν οἱ ψυχές τους. Ὁ Χριστός βρίσκεται κοντά σου ἀόρατα. Εἶναι βοηθός σου. Ἔπειτα ἀπό λίγο θά ἀπαλλαγεῖς ἀπό κάθε πόνο καί θά μπεῖς στήν αἰώνια χαρά καί εὐτυχία. Ἡ ἀνδρεία σου νίκησε τά μαρτύρια. Θά ἀπολαύσεις τήν ἀνέκφραστη εὐφροσύνη καί θά συμβασιλεύσεις μέ τόν Χριστό. Τότε νά πρεσβεύεις καί γιά μένα, τή μητέρα σου, ἀγαπημένο μου παιδί».
Ὁ γενναῖος μάρτυρας ἀκούει μέ ἀνακούφιση τά ἐνθαρρυντικά λόγια τῆς ἡρωίδας μητέρας. Καταβάλλει προσπάθεια νά μιλήσει, ἀλλά δέν μπορεῖ. Μέ τό βλέμμα δείχνει στή μητέρα του τίς φλόγες καί τόν οὐρανό. Ἐκείνη κατάλαβε. Ὁ γιός της ζητοῦσε τούς συντρόφους του. Ἐπιθυμοῦσε καί αὐτός νά ριχθεῖ στή φωτιά καί μαζί μ᾿ ἐκείνους ν᾿ ἀνεβεῖ στόν οὐρανό. Κι ἔκανε τότε ἡ χριστιανή μάνα κάτι πού μόνο μία ἡρωίδα θά μποροῦσε νά πραγματοποιήσει. Ἐνισχυμένη ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα καί μέ τή βοήθεια ἄλλων χριστιανῶν, μεταφέρει τόν γιό της καί τόν τοποθετεῖ στίς ἅμαξες, πού θά μετέφεραν στή φωτιά τούς ἄλλους στρατιῶτες. «Δέν ἄφησε νά τῆς ξεφύγουν δάκρυα ἀπρεπῆ», θαυμάζει ὁ Μ. Βασίλειος· «Δέν ξεστόμισε τίποτε ταπεινό καί ἀνάξιο τῆς περιστάσεως. Ἀλλά συμβούλευσε τό βλαστό της: “Βάδισε, παιδί μου, στόν ὡραῖο δρόμο τῆς αἰώνιας ζωῆς μαζί μέ τούς φίλους καί ἀδελφούς σου, γιά νά μπεῖτε ὅλοι μαζί στό χορό τοῦ οὐρανοῦ καί νά παρουσιαστεῖτε μαζί στόν Δεσπότη Χριστό. Μή μείνεις μόνο ἐσύ ἀστεφάνωτος. Ἔφθασε πιά στό τέλος του ὁ πειρασμός. Ὑπόμεινε τή φωτιά, ὅπως ὑπέμεινες τό ψύχος, γιά νά κερδίσεις καί τήν αἰώνια χαρά”». Καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀκούει τή μαρτυρική μητέρα νά παροτρύνει τό βλαστό της: «Μήν ἀφήσεις ἀνολοκλήρωτη τή μητρική εὐχή. Ὁ θάνατός σου δέν θά λυπήσει τή μητέρα σου, διότι θά σέ καμαρώσει στεφανηφόρο καί νικητή τροπαιοῦχο».
Οἱ στρατιῶτες θέλησαν νά κατεβάσουν ἀπό τήν ἅμαξα τό σῶμα τοῦ μάρτυρα, γιά νά τό περιποιηθοῦν, ἀλλά εἶδαν ὅτι εἶχε ἤδη ξεψυχήσει. Ὅταν ἡ φιλόθεη μητέρα του τόν κρατοῦσε στήν ἀγκαλιά της καί τοῦ ἔδινε τήν τελευταία εὐχή της, τότε ἡ ψυχή του ἀνέβηκε στούς οὐρανούς μαζί μέ τίς ἄλλες ψυχές, ἐνῶ τό σῶμα του συναντοῦσε τά σώματα τῶν συντρόφων του.
Στ. Ν. Σάκκος
Β' ΑΝΔΡΕΙΑ ΟΜΟΛΟΓΙΑ
1. Οἱ ἀθλητές κατεβαίνουν στό στίβο
Μέ διαταγή τοῦ ᾿Αγρικόλα οἱ σαράντα στρατιῶτες ὁδηγοῦνται σέ αὐστηρό δικαστήριο. ᾿Εκεῖ ὁ καθένας ξεχωριστά πρέπει νά ὁμολογήσει ἤ νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του. Τί θά κάνουν τώρα οἱ στρατιῶτες μας; Κρίσιμες στιγμές πράγματι. Στιγμές ἀγωνίας, ἀπό τίς ὁποῖες κρίνεται ἡ αἰωνιότητα. Σαράντα ἄνδρες! ῎Ανδρες, οἱ ὁποῖοι ἀποδείχτηκαν τό καύχημα τοῦ στρατεύματος· στρατιῶτες γενναῖοι, οἱ ὁποῖοι σάν λιοντάρια ρίχνονταν στή φωτιά τοῦ πολέμου καί προκαλοῦσαν τόν τρόμο τῶν ἐχθρῶν ἐξαιτίας τῆς ἀνδρείας τους, ρίχνονται τώρα σέ ἄλλο πεδίο. Κατεβαίνουν ἀποφασιστικοί στό στίβο, γιά νά παρουσιάσουν ὄχι πλέον τά γενναῖα τους στήθη ἀλλά τήν ἡρωική τους καρδιά. Κατεβαίνουν ψύχραιμοι. Εἶναι βέβαιοι γιά τή νίκη τους, διότι ὁ «᾿Ιησοῦς Χριστός βοηθός αὐτῶν ἐστιν».
᾿Αρχίζει ἡ ἀνάκριση. Στήν ἐρώτηση τοῦ δικαστῆ, ποιό εἶναι τό ὄνομα τοῦ καθενός, θά περίμενε κανείς νά ἀκούσει διάφορα ὀνόματα. ῞Ομως τί παρόδοξο! ᾿Ακούγεται μόνο ἕνα. ῎Ονομα πού ἠλεκτρίζει τίς ψυχές, ὄνομα πού ἀνήκει στόν καθένα ἀπ᾿ αὐτούς. «῾Ο καθένας, ἀφοῦ παρουσιάστηκε στή μέση, εἶπε· "εἶμαι χριστιανός"», σάν νά κατέβαινε στό στάδιο καί νά ἔλεγε τό ὄνομά του. Σαράντα ἀθλητές στόν ἴδιο ἀγώνα, μέ τό ἴδιο ὄνομα. «᾿Απέρριψαν τότε τά ὀνοματεπώνυμά τους», λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, «μέ τά ὁποῖα τούς εἶχαν ὀνομάσει ἀπό τή γέννησή τους καί δήλωσε ὁ καθένας τό κοινό ὄνομα τοῦ Σωτῆρος. Τό ἴδιο ἔκαναν ὅλοι. ῎Ετσι ἕνα ἦταν τό ὄνομα ὅλων, διότι δέν ὀνομάζονταν πλέον ὁ τάδε ἤ ὁ τάδε, ἀλλά ὅλοι λέγονταν χριστιανοί».
Οἱ διάλογοι πού διαδραματίζονται κατά τή διάρκεια τῆς δίκης εἶναι συγκλονιστικοί. ῾Ο δικαστής εἶχε ἤδη καταλάβει καλά σέ ποιούς ἀπευθύνεται. Γι᾿ αὐτό ἀπειλεῖ μέ θάνατο·
- ῎Η θά ἀρνηθεῖτε τόν Χριστό καί θά θυσιάσετε στούς θεούς τοῦ Καίσαρα ἤ θά θανατωθεῖτε.
Κι ἐκεῖνοι μέ γενναιότητα καί πίστη ὁμολογοῦν·
- Θά παραμείνουμε πιστοί καί ἀφοσιωμένοι στόν Χριστό μέχρι θανάτου. Οἱ ζωντανοί δέν θυσιάζουν στούς νεκρούς.
῾Ο δικαστής ἀποφασίζει ν᾿ ἀλλάξει ὕφος. Προσπαθεῖ τώρα νά τούς δελεάσει μέ ἐπαίνους καί ὑποσχέσεις·
- ᾿Εάν ὑπακούσετε καί θυσιάσετε, ὁ βασιλιάς θά σᾶς ἀμείψει, θά σᾶς ἐξυψώσει ἀκόμη περισσότερο, θά καταλάβετε ὑψηλές θέσεις.
᾿Αλλά οἱ μάρτυρες δέν δελεάζονται ἀπό τόσο πρόσκαιρες ἀμοιβές.
- ᾿Εάν θυσιάσουμε, τοῦ ἀπαντοῦν, καί ἀρνηθοῦμε τόν οὐράνιο Βασιλιά, θά πέσουμε ἀπό τά ὕψη τοῦ οὐρανοῦ στά σκοτάδια τοῦ ἅδη, στό «πῦρ τό αἰώνιον».
῾Ο δικαστής ἐπιμένει·
- Θά στερηθεῖτε τά προνόμια πού πήρατε ἀπό τόν αὐτοκράτορα, θά χάσετε τή δόξα καί τήν τιμή σας.
Μά ἡ ἀπάντησή τους καθάρια καί σταθερή·
- ᾿Εμεῖς ἔχουμε ὡς ἀναφαίρετα προνόμια μόνο τίς ἀρετές, τούς καρπούς τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Εὐφρόσυνη τιμή μας εἶναι ἡ διαρκής εὐσέβεια καί αἰώνια δόξα μας ἡ πίστη καί ἡ ἀγάπη μας στόν Χριστό.
Χρησιμοποιεῖ πλέον τό τελευταῖο του μέσο ὁ δικαστής.
- Θά χάσετε τή ζωή σας, τούς προειδοποιεῖ.
- ῾Ο θάνατος γιά τόν Χριστό εἶναι γιά μᾶς ἡ ὡραιότερη ζωή, ἡ αἰώνια ζωή, τοῦ ἀπαντοῦν ἐκεῖνοι.
᾿Ωρύεται ὁ εἰδωλολάτρης, οὐρλιάζει ὀργισμένος·
- Σᾶς περιμένει ἡ φωτιά. Τά ξίφη εἶναι τροχισμένα, οἱ βόθροι ἀνοικτοί, οἱ τροχοί σέ κίνηση.
Μά οἱ Μάρτυρες ψύχραιμοι ἀκοῦν κι ἀτάραχοι τοῦ ἀπαντοῦν μέ λόγια ἡρωικά καί ἀθάνατα·
- Ξεχάσατε ὅτι εἴμαστε χριστιανοί; Δέν διδαχθήκατε ἀπό τήν ἱστορία ὅτι οἱ χριστιανοί ὅλα αὐτά τά θεωροῦμε παιχνίδια; ῞Ολα αὐτά μέ τά ὁποῖα μᾶς ἀπειλεῖτε προσφέρουν σέ μᾶς χαρά καί ἀγαλλίαση. ῞Οσο σκληρότερα εἶναι τά βασανιστήρια τόσο καί ἡ χαρά μας εἶναι μεγαλύτερη. Γιά μᾶς ἕνα εἶναι τό φοβερό, τό νά χωριστοῦμε ἀπό τόν Χριστό· ἕνα τό καλό μόνο, νά εἴμαστε μέ τόν Χριστό. ῞Ολα τά ἄλλα εἶναι τιποτένια, σκιά καί φλυαρία, ὄνειρα καί φαντασίες.
῾Η ἡρωική ὁμολογία ἦταν πλῆγμα βαρύ γιά τόν ἀντίπαλο διάβολο, κοντάρι πού τόν χτύπησε κατάστηθα, σφενδόνη πού σάν ἐκείνη τοῦ Δαυΐδ ἔρριξε κάτω τόν ἐχθρό καί τόν ἀποκεφάλισε (Α´ Βα 17,23ἑ).
῾Ο δικαστής ἔγινε ἔξαλλος ἀπό τό θυμό του. Νικήθηκε ὁλοκληρωτικά. ῾Η προσπάθειά του ματαιώθηκε. Δίδει ὑποσχέσεις δελεαστικές καί οἱ Μάρτυρες τίς περιφρονοῦν· τούς ἀπειλεῖ καί αὐτοί ἀδιαφοροῦν. Διατάζει, λοιπόν, νά τούς μαστιγώσουν καί νά τούς φυλακίσουν, ἕως ὅτου συνεννοηθεῖ μέ τόν ἔπαρχο γιά τή συνέχεια.
Οἱ γενναῖοι ἀγωνιστές τοῦ Χριστοῦ στή φυλακή γεύονται χαρά ἀνεκλάλητη. Ψάλλουν, προσεύχονται, ὅπως ἄλλοτε ὁ Παῦλος μέ τόν Σίλα στή φυλακή τῶν Φιλίππων (Πρξ 16,25). Περνοῦν τή νύχτα γονατιστοί σέ μιά ἀδιάλειπτη κοινωνία μέ τόν ἐσταυρωμένο καί ἀναστημένο Κύριο. Τούς καμαρώνουν οἱ ἀγγελικές δυνάμεις, οἱ ὁποῖες ἀπό τόν οὐρανό μαζί μέ τούς ἄλλους μάρτυρες παρακολουθοῦν τόν ἡρωικό ἀγώνα τους. Οἱ θαρραλέοι ὁπλίτες τοῦ ἁγίου Πνεύματος χαίρονται, διότι μέσα στίς δοκιμασίες ἀρχίζουν νά γίνονται καλοί στρατιῶτες τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Μένουν ἀνεπηρέαστοι ἀπό τίς τιμωρίες καί τά φοβερά βασανιστήρια, σάν νά μήν πάσχουν τά σώματα ἀλλά οἱ σκιές τους. Κατανίκησαν τή σάρκα κι ἀψήφησαν τίς φοβέρες τῶν τυράννων, ἐκπληρώνοντας τή διαταγή τοῦ στρατηγοῦ τῆς ᾿Εκκλησίας ἀποστόλου Παύλου· «κακοπάθησον ὡς καλός στρατιώτης ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ» (Β´ Τι 2,3).
2. ᾿Αδελέαστοι καί ἀπτόητοι
Τήν ἑπομένη ὁ ἔπαρχος ᾿Αγρικόλας διατάσσει νά παρουσιαστοῦν ἐνώπιόν του οἱ μάρτυρες. Τό μίσος του κατά τῶν χριστιανῶν μεγάλωνε καί ἤθελε νά τούς παραδώσει ἀμέσως στά βασανιστήρια χωρίς ἄλλη δοκιμασία. Οἱ ὁμολογητές ὅμως δέν ἦταν πρόσωπα εὐκαταφρόνητα· ἦταν στρατιῶτες, πού διέπρεψαν καί διακρίθηκαν πολλές φορές, τίμησαν τό στρατό του καί τόν ἴδιο. Πῶς θά τούς ἀντικαταστήσει; ῾Η σκέψη αὐτή τόν συγκρατεῖ. Περιορίζει γιά λίγο τήν ὀργή του καί προσπαθεῖ νά τούς μεταπείσει μέ κολακεῖες, «τόν τόνον τῆς εὐσεβείας παραλύειν πειρώμενος», ὅπως σημειώνει ὁ Μέγας Βασίλειος.
῎Ηθελε μέ κολακευτικούς λόγους νά σπάσει τό ἄκαμπτο φρόνημα τῆς εὐσεβείας τους, νά κλονίσει τήν πίστη τους στόν Χριστό καί νά τούς πείσει νά θυσιάσουν στά εἴδωλα. ῎Αρχισε, λοιπόν, νά τούς μιλάει μέ πλαστή γλυκύτητα καί τρυφερότητα δείχνοντας ἐνδιαφέρον γιά τή ζωή, τήν εὐτυχία, τό μέλλον τους.
- Γνωρίζω, λέγει, τήν ἀνδρεία σας καί τά κατορθώματά σας. Παρακολουθῶ τά βραβεῖα μέ τά ὁποῖα συνεχῶς σᾶς βραβεύει ὁ βασιλιάς. ᾿Ακούω τήν καλή γνώμη πού ἔχουν ὅλοι γιά σᾶς. ᾿Αντικρύζω τή στιγμή αὐτή τά γενναῖα παραστήματά σας καί τήν ὑπέροχη ὀμορφιά σας καί σᾶς ἐκτιμῶ περισσότερο ἀπό ἄλλοτε. Θαυμάζω ἐπίσης τήν ὁμόνοια καί τήν ἀγάπη πού ἔχετε μεταξύ σας σάν νά γεννηθήκατε ὅλοι ἀπό τούς ἴδιους γονεῖς. Πρέπει ὅμως νά σᾶς ἐκφράσω καί τή μεγάλη μου λύπη, διότι πληροφορήθηκα ὅτι ἀνήκετε στήν ἀπαίσια θρησκεία ἐκείνου τοῦ κακούργου ῾Εβραίου, πού τόν σταύρωσε ἡ δικαιοσύνη τῆς πατρίδας μας.
Δέν γνωρίζετε, πιστοί τῆς πατρίδας φρουροί, ὅτι ἡ θρησκεία αὐτή ὑπονομεύει τή δύναμη τῆς χώρας καί ὅτι ὁ βασιλιάς διέταξε αὐστηρά νά ἐξαφανιστοῦν ὅλοι ἐκεῖνοι πού ἀνήκουν σ᾿ αὐτήν; Σύμφωνα μέ τή διαταγή τοῦ βασιλιᾶ ἔπρεπε νά σᾶς θανατώσω ἀμέσως. ᾿Επειδή ὅμως σᾶς ἐκτιμῶ καί σαγηνεύομαι ἀπό τήν ἀνδρεία καί τήν ὀμορφιά σας, σᾶς παρακαλῶ θερμά μή μέ φέρετε σ᾿ αὐτή τή δύσκολη θέση. Μήν προδώσετε τή νεότητά σας. Μήν ἀνταλλάξετε τή χαρά καί γλυκύτητα τῆς ζωῆς αὐτῆς μέ τόν πρόωρο θάνατο. Σκεφθεῖτε ὅτι πάρα πολλές φορές ἀνδραγαθήσατε στά πεδία τῶν μαχῶν καί συνηθίσατε νά ἀριστεύετε πάντοτε στίς συγκρούσεις μέ τούς ἐχθρούς.
Δέν εἶναι, λοιπόν, ἀνόητο καί ἀφύσικο σεῖς, οἱ γενναῖοι καί δαφνοστεφανωμένοι ἥρωες, πού ὅλος ὁ κόσμος σᾶς θαυμάζει, σᾶς χειροκροτεῖ καί ζηλεύει τή θέση σας, νά πεθάνετε μ᾿ ἕνα θάνατο πού ἁρμόζει μόνο στούς κακούργους; Καί δέν εἶναι ντροπή, στρατιῶτες τοῦ ἔνδοξου ρωμαϊκοῦ στρατοῦ, νά ὑποστεῖτε ἕναν τόσο ἀτιμωτικό θάνατο; ᾿Αρνηθεῖτε, λοιπόν, τόν Χριστό, γενναῖοι μαχητές! Θυσιάστε στούς θεούς μας καί σᾶς ὑπόσχομαι ὅτι θά ὑποβάλω θερμή ἔκθεση πρός τόν βασιλιά, γιά νά σᾶς ἀμείψει καί νά σᾶς προαγάγει γιά τήν ἀφοσίωσή σας πρός αὐτόν.
Τό λόγο πῆρε ὁ Κάνδιδος, ὁ ὁποῖος ἀπάντησε στόν ἔπαρχο·
- Εὐχαριστοῦμε γιά τούς ἐπαίνους τῆς ἀνδρείας μας, μολονότι ἐκτελέσαμε πάντοτε ἁπλά τό καθῆκον μας, ὅπως κάθε στρατιώτης, καί δέν ἀπαιτοῦμε γι᾿ αὐτό βραβεῖα καί στεφάνια. Χρέος μας ὅμως θεωροῦμε νά δηλώσουμε ὅτι ἐμεῖς δέν εἴμαστε ὅλοι ἀπό τή φύση μας τολμηροί καί γενναῖοι, οὔτε μᾶς εὐχαριστοῦν τά ἔργα τοῦ πολέμου καί οἱ θύελλες τῶν μαχῶν. ῾Η ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, στόν ὁποῖο πιστεύουμε, μᾶς διδάσκει· «᾿Απόδοτε οὖν πᾶσι τάς ὀφειλάς, τῷ τόν φόρον τόν φόρον, τῷ τό τέλος τό τέλος, τῷ τόν φόβον τόν φόβον, τῷ τήν τιμήν τήν τιμήν» (Ρω 13,7). Στόν κάθε ἄρχοντα πρέπει νά προσφέρουμε ὅ,τι τοῦ ἀνήκει καί γι᾿ αὐτό στόν βασιλιά προσφέρουμε τή στρατιωτική ὑπακοή κατά τέλειο τρόπο. Δέν φοβόμαστε τό θάνατο, τόν ὁποῖο μάλιστα περιφρονοῦμε ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, διότι πιστεύουμε σέ αἰώνια ζωή καί φρονοῦμε, μαζί μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο, ὅτι πέραν τοῦ τάφου ἀνατέλλει ἡ ἀληθινή αἰώνια ἡμέρα.
῞Οσον ἀφορᾶ στή μεταξύ μας ὁμόνοια καί ἀγάπη, ἄς μᾶς ἐπιτραπεῖ νά ποῦμε ὅτι αὐτή δέν συγκρίνεται μ᾿ ἐκείνη πού ἔχουν τά παιδιά τῶν ἴδιων γονέων. Μήπως καθημερινά δέν βλέπουμε ἀκαταστασία πολλή στίς οἰκογένειες καί φιλονεικία καί διαμάχη; ᾿Εάν ἐμεῖς ζοῦμε ὡς ἀληθινοί ἀδελφοί, τό κατόρθωμα δέν εἶναι δικό μας, ἀλλά εἶναι καρπός τῆς μεγάλης θυσίας τοῦ Γολγοθᾶ. Τό πανάγιο αἷμα τοῦ Θεανθρώπου ἔλουσε τίς καρδιές μας μέ τό λουτρό τῆς παλιγγενεσίας καί μᾶς προσείλκυσε κοντά του. Δέν τό εἶπε ἐξάλλου πρίν σταυρωθεῖ ὅτι «κἀγώ ἐάν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρός ἐμαυτόν» (᾿Ιω 12,32); Αὐτή ἡ πανίσχυρη ἕλξη τοῦ σταυροῦ μᾶς κρατᾶ κοντά στόν ᾿Ιησοῦ συσπειρωμένους καί ἡ χαρά τῆς ἀναστάσεως βασιλεύει στίς καρδιές μας.
῾Η χάρη γιά τήν ἐξάλειψη τῶν ἁμαρτημάτων μας, ἡ ψυχική εἰρήνη, ἡ πλατειά καί ἀνυπόκριτη ἀγάπη καί γενικά ὅλες οἱ ἀρετές εἶναι δῶρα τοῦ ᾿Ιησοῦ. Αὐτός μᾶς ἐλέησε μέ τήν ἀγάπη, ἡ ὁποία δέν εἶναι μόνο δικό μας γνώρισμα, διότι ἀνθεῖ καί ἀκμάζει σ᾿ ὅλα τά πλήθη τῶν χριστιανῶν. Πῶς, λοιπόν, νά ἀρνηθοῦμε τόν ἀληθινό Θεό μας, ὁ ὁποῖος μᾶς δίνει τήν αὐταπάρνηση στούς πολέμους, τή ζωή τῆς τάξεως καί αὐτῆς τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία τόσο τράβηξε καί τήν ὑψηλή προσοχή σου; Μήπως ἀδικοῦμε καί βλάπτουμε κάποιον λατρεύοντας τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό; ᾿Εάν, μολονότι ἀκολουθοῦμε τό εὐαγγέλιό του, ἡ βασιλεία δέν ὑφίσταται καμία ζημία ἀπό μᾶς, ἀλλά μᾶς ἔχει πρόθυμους καί ὁλόψυχους ὑπηρέτες, γιατί νά ἀνακρινόμαστε γιά τή λατρεία πού διαμορφώνει τέτοιους χαρακτῆρες καί ὁδηγεῖ σέ τέτοια ἔργα;
Νικήθηκε στήν πρώτη του ἐπίθεση ὁ ᾿Αγρικόλας. ῾Η κολακεία του στάθηκε ἀνίσχυρη νά μεταπείσει τούς στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ. Προχωρεῖ τώρα σέ δεύτερη ἐπίθεση, πού ἐκδηλώνεται μέ ὀργή καί ἀπειλές καί ἀφήνει νά φανεῖ ὅλη ἡ ἀγροικιά καί βαναυσότητα τοῦ χαρακτήρα του. ᾿Αφοῦ τούς περιέλουσε μέ ἀκατονόμαστες ὕβρεις, κατέληξε·
- Δέν ἀναγνωρίζετε τίς τιμές καί τά ἀξιώματα πού σᾶς προσφέρονται ἐκ μέρους τοῦ βασιλιᾶ καί δέν εἶστε σέ θέση νά ἐκτιμήσετε τήν καλωσύνη μου καί τό ἐνδιαφέρον μου; Θά σᾶς παραδώσω σέ φρικτά βασανιστήρια. Θά σᾶς τυραννήσω μέ τόν πιό σκληρό τρόπο καί τότε θά δοῦμε ποιός δέν θά θελήσει νά σεβαστεῖ τή θρησκεία τοῦ βασιλιᾶ.
Στόν ὀργισμένο ἔπαρχο ἐκ μέρους τῶν Μαρτύρων ἀπάντησε θαρραλέα ὁ Δόμνος·
- Δέν ἐπιτρέπει σέ μᾶς ἡ ἁγία μας πίστη, πού σεῖς περιφρονεῖτε, νά ἀπαντήσω μέ ὕβρεις στίς ὕβρεις σας. ᾿Απεναντίας, μάθαμε ὅτι πρέπει νά ἀγαποῦμε καί τούς ἐχθρούς καί νά εὐχόμαστε γιά κείνους πού μᾶς βρίζουν, ὅπως ἔκανε ὁ Θεάνθρωπος Κύριός μας. Τίς ἀπειλές δέν τίς ὑπολογίζουμε. ᾿Εμεῖς πολλές φορές κινδυνεύσαμε στίς μάχες γιά χάρη τοῦ ἐπίγειου βασιλιᾶ καί τώρα, πού καλούμαστε νά βασανιστοῦμε γιά τόν οὐράνιο Βασιλιά, θά δειλιάσουμε καί θά ἀρνηθοῦμε τόν ἀγαθό Θεό μας; Μάθαμε ν᾿ ἀψηφοῦμε κάθε βάσανο καί νά εὐχαριστοῦμε τόν Χριστό, ὄχι μόνο στά εὐχάριστα ἀλλά καί στά παθήματά μας γι᾿ αὐτόν.
῾Ο Μ. Βασίλειος ζωντανεύει τήν ἡρωική ἄρνηση τῶν μαρτύρων στά δελεάσματα τοῦ τυράννου μέ τά ἑξῆς λόγια· «Γιατί προσπαθεῖς νά μᾶς ἐξαπατήσεις μέ πλανερά μέσα, θεομάχε, γιά νά ἀποστατήσουμε ἀπό τόν ζωντανό Θεό μας καί νά γίνουμε δοῦλοι στά ἀπατηλά καί καταστρεπτικά εἴδωλα; Οὔτε τά ἀγαθά πού προτείνεις ἀλλ᾿ οὔτε καί οἱ ἀπειλές πού ἀναφέρεις εἶναι δυνατόν νά μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό τόν Θεό μας. Μήπως νομίζεις ὅτι τά ἀγαθά πού ὑπόσχεσαι ἔχουν τόση ἀξία ὅση ἔχουν ἐκεῖνα πού προσπαθεῖς νά μᾶς ἀφαιρέσεις; Μισοῦμε τή δωρεά πού προξενεῖ ζημία. Δέν δεχόμαστε τήν κοσμική τιμή, τή μητέρα τῆς ἀτιμίας. Τά χρήματα πού μᾶς δίνεις παραμένουν ἐδῶ καί ἡ δόξα πού μᾶς προσφέρεις μαραίνεται. Κράτησέ τα, δέν τά θέλουμε· ὅπως δέν θέλουμε νά μᾶς ἀποξενώσεις ἀπό τόν πραγματικό Βασιλιά, γιά νά μᾶς κάνεις φίλους τοῦ ἐπίγειου βασιλιᾶ.
᾿Αλλά γιατί ἀσχολεῖσαι μέ μικρά καί μηδαμινά πράγματα; Αὐτά πού προτείνεις ἔχουν σχέση μέ τόν κόσμο, ἐνῶ ἐμεῖς ὄχι μόνον αὐτά ἀλλά καί ὅλο τόν κόσμο ἔχουμε περιφρονήσει. ῞Ολος ὁ κόσμος δέν μπορεῖ κἄν νά συγκριθεῖ πρός τά αἰώνια ἀγαθά, τά ὁποῖα ἐμεῖς ποθοῦμε καί ἐλπίζουμε. Βλέπεις τήν ὡραιότητα καί τό μεγαλεῖο τοῦ οὐρανοῦ, τήν ἀξία καί τά θαυμάσια τῶν ὡραίων τῆς γῆς; Τίποτε ἀπ᾿ ὅλα αὐτά δέν μπορεῖ νά φτάσει τήν αἰώνια μακαριότητα τῶν δικαίων. Διότι τά πρῶτα, ὡς ἐπίγεια, φθείρονται καί χάνονται, ἐνῶ ἡ εὐδαιμονία μας παραμένει αἰώνια.
᾿Εμεῖς μία δωρεά ἐπιθυμοῦμε νά μᾶς χαρίσει ὁ Θεός, τό στεφάνι τῆς δικαιοσύνης. Μία μόνο δόξα μᾶς συγκινεῖ καί μᾶς ἐνθουσιάζει, ἡ ἀπόλαυση τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ζηλεύουμε τήν οὐράνια δόξα καί τρέμουμε τή φωτιά τῆς κολάσεως, ἡ ὁποία εἶναι ὄντως φοβερή. ῾Η δική σου φωτιά δέν μᾶς τρομάζει. Εἶναι φιλική γιά μᾶς, διότι κι αὐτή ὑποτάσσεται στόν Κύριό μας. ῾Επομένως, γνωρίζει νά σέβεται ἐκείνους πού περιφρονοῦν τά εἴδωλα. Τά βασανιστήριά σου τά ὑπολογίζουμε ὅσο τά βέλη τῶν νηπίων, διότι μόνο τό σῶμα μπορεῖς νά βασανίσεις καί ὄχι τήν ψυχή. ῞Οσο περισσότερα βασανιστήρια ἀντέξει τό σῶμα, τόσο λαμπρότερο στεφάνι μᾶς καρτερεῖ. ᾿Εάν τό σῶμα δέν ἀντέξει στά σκληρά μαρτύρια καί ὑποκύψει, θά ἀπαλλαγεῖ καί αὐτό ἀπό σᾶς τούς ἄγριους καί βάναυσους δικαστές.
Σεῖς, ἐκτός ἀπό τά σώματα, θέλετε νά κυβερνήσετε καί τίς ψυχές καί τό φρόνημά μας. ᾿Οργίζεστε, μάλιστα, πολύ, σάν νά σᾶς βρίζουμε μέ τίς χειρότερες βρισιές, ἐπειδή δέν σᾶς τιμοῦμε περισσότερο ἀπό τόν Θεό μας καί μᾶς τιμωρεῖτε γι᾿ αὐτό, θεωρώντας τήν εὐσέβειά μας ἔγκλημα. Γρήγορα ὅμως θά καταλάβετε πόσο ἀξίζει ἡ εὐσέβεια, διότι δέν θά συναντήσετε ἀνθρώπους δειλούς πού ἀγαποῦν τή ζωή οὔτε ἀνθρώπους πού εὔκολα τρομοκρατοῦνται, ἀλλά ἄνδρες πού θυσιάζουν τά πάντα χάριν τῆς ἀγάπης τους πρός τόν Θεό. ᾿Εμπρός, λοιπόν! Μήν ἀργεῖτε! Εἴμαστε ἕτοιμοι νά ὑποδεχτοῦμε μέ χαρά καί τούς τροχούς πού σχίζουν σάρκες καί τά σίδερα ἐκεῖνα πού παραμορφώνουν τά μέλη καί τή φωτιά πού καίει τά σώματα, ὅπως καί κάθε εἶδος βασανιστηρίων».
Γιά μιά ἀκόμη φορά ὁ ἔνοπλος διοικητής αἰσθάνεται ταπεινωμένος καί ἐξευτελισμένος. Τά φόβητρα ὅπως καί τά θέλγητρά του δέν στάθηκαν ἱκανά νά κάμψουν τό γενναῖο φρόνημα τῶν μαρτύρων. Χωρίς ὅπλα αὐτοί, ἀλλά θωρακισμένοι μέ τήν πανοπλία τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί τή φλογερή ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἀπέδειξαν ἀνίσχυρα τά ἀστραφτερά ξίφη.
᾿Αλλά δέν ἦταν αὐτή ἡ μοναδική νίκη τῶν ἁγίων οὔτε ἡ μεγαλύτερη. ᾿Εμπνευσμένοι ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πού ἦταν γι᾿ αὐτούς τό μόνο ἀγαθό, ἀρνήθηκαν καί τίς πιό αὐτονόητες χαρές καί ἀπολαύσεις αὐτῆς τῆς ζωῆς γιά χάρη του. Αὐτή τήν ὑπεράνθρωπη νίκη τους ἐξαίρει ὁ ἅγιος Γρηγόριος μέ τίς ἑξῆς σκέψεις· «῞Οσοι εἶστε παιδιά αἰσθάνεστε τή στοργή πρός τούς γονεῖς. Οἱ πατέρες γνωρίζετε τά αἰσθήματα πρός τά παιδιά. Νιώθεις ἐσύ πού βλέπεις τή θαλπωρή τοῦ ἡλίου. Δέν σοῦ εἶναι ἄγνωστη ἡ φυσική σχέση τῶν ἀδελφῶν ἐσένα, πού ἀγαπᾶς τ᾿ ἀδέλφια σου. Γνωρίζεις καλά ἐσύ ὁ νέος τήν εὐχαρίστηση πού προξενοῦν οἱ συνομήλικοι, πόσο σοῦ γλυκαίνουν τή ζωή. ᾿Εκεῖνοι δέν τά θεώρησαν ἀξιαγάπητα ὅλα αὐτά. Τά ἔνιωσαν ξένα. ῞Ενα μόνο ἦταν γι᾿ αὐτούς τό ἀγαθό, ὁ Χριστός. ᾿Αρνήθηκαν τά πάντα, γιά νά τόν κερδίσουν».
῾Ο θυμός τοῦ ᾿Αγρικόλα κοχλάζει. ᾿Αναστατωμένος ψάχνει τρόπους, γιά νά τιμωρήσει τούς ὁμολογητές. Τέτοια ἥττα δέν τήν φαντάστηκε. Διατάζει νά γυμνώσουν τούς μάρτυρες καί νά τούς μαστιγώσουν κατά τόν σκληρότερο τρόπο, νά τούς σχίσουν τίς σάρκες καί νά τούς ρίξουν νηστικούς στή φυλακή. Νά τούς βασανίζουν καθημερινά, μέχρις ὅτου ἔλθει ἀπό τήν Καισάρεια στή Σεβάστεια ὁ δούκας Λυσίας. Αὐτός ἦταν ὁ ἁρμόδιος ἀντιπρόσωπος τοῦ αὐτοκράτορα Λικίνιου, ὁ ὁποῖος μάλιστα ἰδιαίτερα τόν ἐκτιμοῦσε. Αὐτός μόνο μποροῦσε νά ἀποφασίσει.
3. Στεφάνι καί περιδέραιο
Μέ σπάνια καρτερικότητα καί μεγαλειώδη γλυκύτητα δέχτηκαν οἱ ἔνδοξοι μάρτυρες τήν ἐκτέλεση τῆς διαταγῆς τοῦ ἐπάρχου. ᾿Αγροῖκοι στρατιῶτες τῆς αἰσχρῆς αὐλῆς τοῦ ᾿Αγρικόλα δέρνουν, μαστιγώνουν, σχίζουν τίς σάρκες τῶν γενναίων στρατιωτῶν, πού μέ τήν ἀφοσίωσή τους τίμησαν τόν αὐτοκράτορα καί δόξασαν τήν πατρίδα. ῾Η ἀντιζηλία τῶν μικρῶν καί τιποτένιων γιά τήν ἀνωτερότητα τῶν ὑπέροχων καί μεγάλων βρῆκε ἐπιτέλους πεδίο νά ἐκφράσει τήν κακία καί τή μικροπρέπεια. ῾Ο φθόνος αὐξάνει περισσότερο τή μανία καί τά βασανιστήρια ἐναντίον αὐτῶν πού φθονεῖ. Τά ἀκάθαρτα ἑρπετά χλευάζουν τούς ἁγνούς χρυσαετούς, τά ἀνίσχυρα σκυλάκια γαυγίζουν καί ἀπειλοῦν τά ἐγκλω-βισμένα λιοντάρια.
᾿Αλλά ἡ ὑπομονή καί ἡ ταπεινοφροσύνη τῶν μαρτύρων ξεπερνοῦν τά συνηθισμένα ἀνθρώπινα ὅρια. Κι ἐνῶ πάσχει τό σῶμα, τό πνεῦμα τους σπάζει τά ἐμπόδια τοῦ ὑλικοῦ κόσμου καί εἰσέρχεται στό βασίλειο τοῦ οὐρανοῦ. Τό κορμί κοκκινίζει ἀπό τό ἴδιο τους τό αἷμα καί ἡ ψυχή ἐξαγνίζεται, γίνεται ἄσπιλη καί ὁλόλευκη, ὡραία καί πανέμορφη νύμφη τοῦ οὐράνιου Νυμφίου. Μετά τά βασανιστήρια οἱ μάρτυρες ὁδηγοῦνται δεμένοι στήν ἐλεεινή φυλακή, πού εἶναι ἕνα συνεχές βασανιστήριο.
Τά ἀσκημένα καί σκληραγωγημένα στούς πολέμους σώματα τῶν μαρτύρων κείτονται τώρα στό σκοτεινό κελλί τῆς φυλακῆς μωλωπισμένα καί ἁλυσοδεμένα. Στά γενναῖα στήθη τους, ὅπου ἄλλοτε ὡς στρατιῶτες ἔφεραν δάφνες νίκης καί παράσημα τιμῆς καί δόξας, ὑπάρχουν τώρα φοβερά τραύματα καί πληγές βαθειές. Κι ἐπάνω στίς πληγές ἀντί γιά ἐπιδέσμους ἁπλώνονται οἱ βαρειές καί σκουριασμένες ἁλυσίδες. Τό θέαμα εἶναι ἐλεεινό καί ἀποκρουστικό γιά τούς ἄπιστους, οἱ ὁποῖοι ἐλεεινολογοῦν τούς ἑτοιμοθάνατους καταδίκους. Εἶναι ὅμως ἰδιαίτερα συγκινητικό γιά τήν ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ. ῾Η ἱερή συνοδία ἀποτελεῖ μία θριαμβευτική παρέλαση.
Παρατηρώντας μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς τή σεβάσμια αὐτή παρέλαση ὁ ἅγιος Γρηγόριος θαυμάζει· «Νιάτα διαλεχτά, πού διακρίνονται γιά τήν ὀμορφιά καί τό παράστημα, δεμένοι ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλο στά ἴδια δεσμά, μοιάζουν μέ στεφάνι καί περιδέραιο, πού τό ἀποτελοῦν ἰσομεγέθη μαργαριτάρια. Εἶναι τό περιδέραιο πού στολίζει τόν μεγαλοπρεπῆ καί τρισένδοξο λαιμό τῆς ᾿Εκκλησίας διωκομένης καί ματωμένης».
4. ῾Η θεία ἐπίσκεψη
῾Επτά ἡμέρες ἔμειναν στή φυλακή οἱ μάρτυρες. Κι αὐτή ἡ καθυστέρηση ἦταν ἐπικίνδυνη μήπως μειώσει τό ζῆλο τους γιά τό μαρτύριο, μήπως ξυπνήσει μέσα τους τήν ἀγάπη γιά τή ζωή αὐτῆς τῆς γῆς. Σέ ὥρα ἐνθουσιασμοῦ μπορεῖ κανείς νά πάρει μεγάλες ἀποφάσεις καί νά ποθήσει τολμηρά ἅλματα. Χρειάζεται ὅμως πολλή δύναμη, γιά νά τηρηθοῦν αὐτές οἱ ἀποφάσεις καί νά πραγματοποιηθοῦν τά ἅλματα. Πόσες ἡρωικές μορφές ἔχασαν τόν ἡρωισμό τους καί ἀφανίστηκαν στή σκόνη τῆς καθημερινότητας, καθώς παρασύρθηκαν σέ συμβιβασμούς καί ὑποχωρήσεις! Μά δέν συνέβη κάτι τέτοιο μέ τούς μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτούς «τῇ προφάσει τῆς τιμωρίας ἡ πρός τήν τελείωσιν ἐπιθυμία συνήκμαζεν»· ὅσο παρατεινόταν τό μαρτύριο τῆς φυλακῆς τόσο αὔξανε ὁ πόθος τους γιά τήν τελειότητα, πού θά τήν κατακτοῦσαν μέ τή θυσία τους.
Μέ ποιό θάρρος καί ποιά δύναμη κατόρθωσαν τό ἀκατόρθωτο; Μέ τή δύναμη καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Στή φυλακή περνοῦν τίς ὧρες καί τίς μέρες τους προσευχόμενοι. ᾿Απαγγέλλουν ψαλμούς τοῦ Δαυΐδ καί ψάλλουν ὕμνους στόν Τριαδικό Θεό. ῾Η χαρά τους εἶναι ἀπερίγραπτη. Νομίζει κανείς ὅτι στό δεσμωτήριο τελοῦνται γάμοι καί πανηγύρια. Εὐχαριστοῦν τόν Θεό, διότι τούς ἀξίωσε ὄχι μόνο νά πιστεύουν σ᾿ αὐτόν, ἀλλά καί νά πάσχουν γιά χάρη του. Δέχονται τά παθήματα ὡς τήν ἀνώτερη ἔκφραση τῶν θείων δωρημάτων καί ἀγωνιοῦν μή χάσουν αὐτή τήν εὔνοια τοῦ Θεοῦ.
᾿Εναγώνια προσεύχονται νά παραμείνουν ὅλοι μέχρι τέλους πιστοί. Νά δείξουν θάρρος καί ἀνεξικακία σ᾿ ὅλα τά βασανιστήρια, γιά νά φανεῖ σ᾿ ὅλους ὅτι εἶναι «ἡ ὑπερβολή τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ» (Β´ Κο 4,7) καί ὄχι ἡ ἀνθρώπινη ἱκανότητα, πού ἐπιτυγχάνει αὐτά τά κατορθώματα. Προσεύχονται ἐπίσης γιά τήν ᾿Εκκλησία, νά αὐξηθεῖ καί νά ἐξαπλωθεῖ μέχρι τά πέρατα τῆς γῆς. Νά φωτιστεῖ ὅλος ὁ κόσμος μέ τό σωτήριο φῶς τοῦ Χριστοῦ. Νά γνωρίσουν ὅλες οἱ καρδιές τῶν ἀνθρώπων τόν Πλάστη, τόν ὁποῖο ζητοῦν. Μόνον ὅταν βροῦν ᾿Εκεῖνον, τότε ἐκπληρώνουν τόν προορισμό τους, βρίσκουν τήν ἀνάπαυση καί τή γαλήνη.
Δέν παραλείπουν, ὅπως ἄλλωστε ἔκαναν ὅλοι οἱ μάρτυρες, νά προσευχηθοῦν καί γιά τούς διῶκτες τους καί γιά τούς δημίους. Ζητοῦν νά γνωρίσουν καί αὐτοί τήν ἀλήθεια, ἡ ὁποία θά τούς ἐλευθερώσει ἀπό τήν τυραννική σκλαβιά τοῦ σκότους καί τά φρικτά δεσμά τῆς πλάνης καί τῆς κακίας. ῎Ετσι θά καταπαύσουν οἱ διωγμοί ἐναντίον τῆς ᾿Εκκλησίας καί θά ἐπικρατήσει ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ. Μέ θέρμη ἱκετεύουν τόν Κύριο νά μή χυθεῖ ἄλλο αἷμα χριστιανικό. Αὐτοί νά εἶναι οἱ τελευταῖοι μάρτυρες. Καί εἰσακούει ὁ Κύριος τήν προσευχή τους, πραγματοποιεῖ τό θερμό τους αἴτημα. Σέ λίγο καταπαύουν οἱ διωγμοί. ῎Ετσι οἱ Σαράντα ὑπῆρξαν οἱ τελευταῖοι μάρτυρες τῆς χιλιοαιματοβαμμένης ἐκείνης περιόδου.
῾Η κατανυκτική προσευχή καί ἡ ὑπερκόσμια ψαλμωδία τῶν μαρτύρων εἶναι ἀδιάλειπτη. Διακόπτει τούς πόνους, τίς στερήσεις, τή φρίκη τῆς φυλακῆς, χωρίς νά διακόπτεται καθόλου ἀπ᾿ αὐτά. ῞Υπνος δέν ἔρχεται στά δακρυσμένα μάτια τῶν οὐράνιων πτηνῶν, οὔτε νυσταγμός στούς κροτάφους τῶν καλλικέλαδων ἀηδονιῶν. Πῶς νά κοιμηθοῦν, ὅταν σκέπτονται ὅτι τούς περιμένει ἡ πιό κραταιά μάχη τῆς ζωῆς τους; Πόσες νύχτες ἀγρύπνησαν στά πεδία τῶν μαχῶν καί στίς ἐπάλξεις τῶν συνόρων! Δέν θά ἀγρυπνοῦσαν τώρα, πού ἐπίκειται σύγκρουση μέ τίς δυνάμεις τοῦ σκότους, μέ τά τέκνα τοῦ διαβόλου; ᾿Αξίζει κάθε θυσία γιά τή μάχη αὐτή πού γίνεται «πρός τά πνευματικά τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (᾿Εφ 6,12).
᾿Εξάλλου, τί χρειάζεται ἡ προσωρινή ἀνάπαυση σ᾿ αὐτούς πού πορεύονται στήν αἰώνια καί γλυκειά ἀνάπαυση; Οἱ στιγμές εἶναι κρίσιμες καί δέν πρέπει νά δοθεῖ κανένα προγεφύρωμα στόν ἐχθρό οὔτε σπιθαμή ἐδάφους. Τό περίεργο εἶναι ὅτι, παρ᾿ ὅλα τά βασανιστήρια, τίς στερήσεις καί τίς ἀγρυπνίες στή φυλακή, οἱ μάρτυρες παραμένουν ἀκμαῖοι καί στό σῶμα. ᾿Επαναλαμβάνεται ἔτσι τό θαῦμα πού συνέβη καί στόν προφήτη Δανιήλ. ᾿Εκεῖνος περιφρονοῦσε τά πλούσια εἰδωλόθυτα καί εὐχαριστιόταν νά τρέφεται μέ ὄσπρια, καί παρά ταῦτα διατηροῦνταν πιό ρωμαλέος ἀπό τούς νέους πού ἔτρωγαν εἰδωλόθυτα κρέατα (Δα 1,12-15). Αὐτό εἶναι τό ἐξαιρετικό δῶρο τοῦ Θεοῦ, πού στίς δύσκολες ὧρες χαρίζει στούς πιστούς δούλους του τά «παρ᾿ ἐλπίδα».
Οἱ ψαλμοί τοῦ Δαυΐδ ἀποτελοῦν τήν ἀγαπημένη μελέτη τῶν φυλακισμένων. ᾿Απ᾿ αὐτούς ἀντλοῦν δύναμη ἀνυψώσεως καί ἐξακοντίσεως τοῦ πνεύματος στά οὐράνια. Οἱ ἅγιοι Κυρίων, Κάνδιδος καί Δόμνος, οἱ πιό μορφωμένοι, ἀπαγγέλλουν μέ κατάνυξη τούς ψαλμούς καί τίς προσευχές πού γνωρίζουν ἀπ᾿ ἔξω· «῾Ινατί ἐφρύαξαν ἔθνη» (Ψα 2), «Κύριος ποιμαίνει με» (Ψα 22), «῾Ο κατοικῶν ἐν βοηθείᾳ τοῦ ῾Υψίστου, ἐν σκέπῃ τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσεταιϜ» (Ψα 90). Κατά διαστήματα διακόπτουν τήν ἀπαγγελία, γιά νά ἀπευθύνουν ἐνθαρρυντικούς λόγους στούς ὑπόλοιπους ἀδελφούς τους, πού ἀποτελοῦν τή φυλακισμένη ᾿Εκκλησία τῶν μαρτύρων. ῎Ετσι οἱ ἥρωες ἀνακουφίζονται καί δυναμώνουν στό φρόνημά τους. Παίρνουν ὅλα τά ἐφόδια πού ἀπαιτοῦνται γιά ἕναν ἀγώνα σκληρό καί πολύπλευρο.
Κι ὅταν πλέον ὁ ἀγώνας κορυφώνεται καί φτάνει ἡ τελευταία μέρα γιά τούς μάρτυρες, ὁ ἅγιος Κυρίων μέ λόγια γεμάτα φλόγα καί παλμό ἐμψυχώνει τούς ἀδελφούς του·
- ᾿Αδελφοί μου καί συστρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ, καλεστήκαμε ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ ᾿Αρχηγοῦ μας νά πάρουμε μέρος σ᾿ ἕναν σκληρό ἀγώνα γιά τή δόξα του. ῾Η χάρη τοῦ Κυρίου θά συμπολεμήσει μαζί μας. Ποιόν ἔχουμε νά φοβηθοῦμε; Μέ ταπεινοφροσύνη καί πίστη ἄς ἀτενίζουμε πάντοτε πρός τόν οὐράνιο ᾿Αγωνοθέτη καί ἀπ᾿ αὐτόν ἄς ἀντλοῦμε θάρρος καί δύναμη. Χαιρόμαστε, διότι μέχρι αὐτή τή στιγμή παραμένουμε ὅλοι ἑνωμένοι καί ἀγαπημένοι εἰς πεῖσμα καί καταισχύνη τοῦ φοβεροῦ ἐχθροῦ μας. ῎Ημασταν ἑνωμένοι στούς ἀγῶνες τοῦ στρατεύματος ἐξαιτίας τῆς κοινῆς πίστεως καί τοῦ κοινοῦ σκοποῦ. Μείναμε ὁμόφρονες μέχρι στιγμῆς καί ὅλοι ὁμολογήσαμε τήν πίστη μας μπροστά στούς ἀνακριτές. Νά μείνουμε ὅμως ὅλοι καί στό μαρτύριο, γιά νά ἀνεβοῦμε ἑνωμένοι καί στόν οὐρανό. Αὐτό ἀπαιτεῖ ἡ ὁμολογία, τήν ὁποία μέ παρρησία ὅλοι διακηρύξαμε στό δικαστήριο.
᾿Αναρίθμητοι ἀδελφοί μας, πού θυσιάστηκαν πρίν ἀπό μᾶς, μᾶς καλοῦν νά ἀκολουθήσουμε ἀδιασάλευτα τό δρόμο τους, γιά νά συνδοξαστοῦμε μαζί τους. ῾Υπηρετήσαμε μέ ἀφοσίωση τόν ἐπίγειο ἄρχοντα καί δέν θά ἀγωνιστοῦμε τώρα γιά τόν οὐράνιο; Κινδυνεύσαμε στίς μάχες γιά τόν θνητό βασιλιά καί δέν θά προσφέρουμε τώρα τή ζωή μας στόν ἀθάνατο Παμβασιλιά; Μή γένοιτο, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί. Μέχρι στιγμῆς ὁ Κύριος μᾶς δόξασε πολλές φορές στό στρατό. Σ᾿ αὐτόν ὀφείλεται ἡ ἀνδρεία μας. Σ᾿ αὐτόν ἀνήκουν τά κατορθώματά μας. Δικοί του εἶναι οἱ θρίαμβοι, γιά τούς ὁποίους ἐμεῖς δοξαστήκαμε. ᾿Εκεῖνος διέσωσε τή ζωή μας τόσες φορές. ᾿Επιβεβαίωσε τήν ἀγάπη του σ᾿ ἐμᾶς μέ τό καταπληκτικό ἐκεῖνο θαῦμα, πού ἄνοιξε τόν οὐρανό καί μᾶς χάρισε νερό. Δέν μένει παρά νά ἀνταποδώσουμε καί ἐμεῖς σ᾿ αὐτόν ἔμπρακτη εὐχαριστία. Τά πάντα εἶναι τοῦ ᾿Ιησοῦ. ῾Η ζωή μας ἀνήκει ἐξ ὁλοκλήρου σ᾿ αὐτόν. Μᾶς ἀγόρασε μέ τό τίμιό του αἷμα καί μᾶς ἔσωσε πολλές φορές ἀπό βέβαιο θάνατο. ᾿Επιβάλλεται νά προσφέρουμε τά πάντα στόν ἅγιο Κύριό μας.
᾿Αλλά καί τί ἔχουμε νά δώσουμε; «Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περί πάντων ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν;». Θά δώσουμε δόξα, πού μαραίνεται ὅπως τό ἄνθος, ἀλλά θά πάρουμε δόξα ἀμάραντη. ᾿Εγκαταλείπουμε ἐπίγειες ἀπολαύσεις καί χαρές, πού εἶναι σάν τά ὄνειρα, γιά νά ἀπολαύσουμε τήν ἀληθινή εὐτυχία καί μακαριότητα. Θά θυσιάσουμε τή ζωή μας πού εἶναι θνητή, γιά νά μποῦμε στήν ἀθανασία καί τήν αἰωνιότητα. ᾿Αδελφοί μου, δέν βαδίζουμε πρός τό θάνατο ἀλλά πρός τήν ἀθάνατη ζωή. ῾Ο Χριστός θυσιάστηκε γιά μᾶς· καί ἐμεῖς νά θυσιαστοῦμε γι᾿ αὐτόν. ῞Ολοι μαζί μέχρι τέλους. ῞Ολοι στόν οὐρανό. ῾Ο Χριστός πού ἦταν ἄλλοτε μαζί μας, τώρα εἶναι περισσότερο. Βρίσκεται μέσα μας. Αὐτή τή στιγμή συμπάσχει καί συναγωνίζεται μαζί μας.
Τήν ἴδια στιγμή, ἐνῶ ὅλοι γονατισμένοι ἄκουγαν τόν ἀδελφό Κυρίωνα, ξαφνικά ἔλαμψε ὁλόκληρη ἡ φυλακή ἀπό θεία λάμψη, ἀσύγκριτα λαμπρότερη ἀπό τήν ἀκτινοβολία τοῦ ἥλιου. ῏Ηταν ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός. ῏Ηλθε νά ἐπισκεφτεῖ τίς δυνάμεις του, νά ἐπιθεωρήσει τούς ἀγωνιστές καί νά τούς ἐνθαρρύνει γιά τόν ἀγώνα πού θά ἀκολουθήσει. Οἱ μάρτυρες γεμάτοι χαρά καί ἀγαλλίαση ἀκοῦν τή γλυκειά φωνή του, γλυκύτερη τῆς ὁποίας δέν εἶχαν ἀκούσει ποτέ. ῾Ο γλυκύς ᾿Ιησοῦς τούς ἐμψυχώνει· «῾Ο δέ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται» (Μθ 10, 22· πρβλ. 24,13· Μρ 13,13). Μή φοβᾶστε! Μήν ἐπηρεάζεσθε ἀπό αὐτά τά βασανιστήρια, διότι εἶναι πρόσκαιρα. Κάνετε λίγη ὑπομονή. ᾿Αθλῆστε νόμιμα, γιά νά στεφανωθεῖτε.
῾Η θεία αὐτή ὀπτασία θέρμανε τή φλογερή ἀγάπη τῶν μαρτύρων. ῾Η καρδιά τους λιώνει ἀπό τή θέρμη τοῦ σφοδροῦ ἔρωτα. ᾿Εξαϋλωμένοι πιά οἱ μάρτυρες καί μεθυσμένοι ἀπό τή θέα τοῦ ἄκτιστου φωτός, ἀνυψώνονται μέ τήν οὐράνια σκάλα τῆς προσευχῆς στά ὕψη τοῦ οὐρανοῦ. ᾿Εγγίζουν τό θρόνο τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἀνταποδώσουν στόν ᾿Ιησοῦ τήν ἐπίσκεψη. ᾿Αλλά τή θεία αὐτή ἐπίσκεψη διέκοψαν οἱ φύλακες, πού ἦλθαν νά παραλάβουν τούς μάρτυρες γιά τήν τελική δίκη.
5. Προτιμοῦν τό θάνατο
Καθισμένος στόν μεγαλοπρεπῆ θρόνο του ὁ Λυσίας κι ἔχοντας στό πλευρό του τόν ᾿Αγρικόλα καί τούς ἄλλους ἄρχοντες τῆς πόλεως, διέταξε νά παρουσιαστοῦν οἱ φυλακισμένοι μπροστά του. Πλῆθος λαοῦ ἀπίστων καί πιστῶν συναθροίστηκε, γιά νά παρακολουθήσει τήν τελευταία διαδικασία καί νά ἀκούσει τήν ἀπόφαση. Οἱ ἄπιστοι μέ ἀγωνία καί μίσος ἤθελαν νά ἀκούσουν τή θανατική ποινή, γιά νά παύσουν νά στολίζουν τό χριστιανισμό τέτοιες προσωπικότητες. ῏Ηταν ὅμως παρόντες καί ὁμόπιστοι τῶν μαρτύρων. Θλιμμένοι καί ἀνήσυχοι οἱ χριστιανοί μυστικά προσεύχονται νά παραμείνουν οἱ ἥρωες ἀδελφοί τους μέχρι τέλους πιστοί, καρτερικοί, γιά νά ἀξιωθοῦν τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Καί οἱ δυό μερίδες ἀπέβλεπαν στό ἴδιο τέλος καί ποθοῦσαν τήν ἴδια ἔκβαση. ῎Εβλεπε ὅμως ἡ καθεμιά ἀπό διαφορετικό πρίσμα καί ἐπιδίωκε διαφορετικά ἀποτελέσματα.
Οἱ ἔνδοξοι μάρτυρες, φέροντας τά στίγματα τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω τους, καταπονημένοι ἀπό τά τραύματα, τή φυλάκιση, τήν πείνα, τή δίψα καί τήν ἀγρυπνία ἀλλά μέ τό φρόνημα ἀκμαῖο, παρουσιάζονται μπροστά στό νέο δικαστή, στόν ἀρχιδικαστή. Στό δρόμο ψάλλουν· «῾Ο Θεός ἐν τῷ ὀνόματί σου σῶσόν με καί ἐν τῇ δυνάμει σου κρῖνόν με» (Ψα 53,3). ῾Ο ἅγιος Κυρίων ἀπευθύνει τίς τελευταῖες προτροπές·
- Θάρρος, ἀδελφοί. ῾Ο Χριστός βοηθός. Θά νικήσουμε!
῾Ο Λυσίας ἀνέλαβε νά πετύχει ὅ,τι ὁ ᾿Αγρικόλας δέν κατόρθωσε. Μέ φωνή βαρειά καί ἄγρια ἀπευθύνεται στούς ὑπόδικους·
- Μέ λύπη πληροφορήθηκα ὅτι δέν θέλετε νά ὑπακούσετε στούς νόμους τοῦ βασιλιᾶ παρά τίς τόσες προτροπές καί τιμωρίες τοῦ ἐπάρχου. ᾿Απορῶ πῶς ἐσεῖς, οἱ γενναῖοι στρατιῶτες, οἱ πάντοτε πρόθυμοι ὑπήκοοι τοῦ βασιλιᾶ, δείχνετε τώρα αὐτή τήν ἀνυπακοή. ᾿Ελπίζω ὅμως ὅτι στή φυλακή θά σκεφθήκατε συνετότερα καί θά καταλάβατε τό σφάλμα σας. Γνωρίζω ὅτι εἶστε στηρίγματα τοῦ κράτους. Περιμένω, λοιπόν, νά ἀκούσω ὅτι παύετε πιά νά ἀνήκετε στή θρησκεία, ἡ ὁποία θά φέρει τήν καταστροφή τοῦ κράτους, πού τόσο πιστά ὑπηρετήσατε.
Χαμογελοῦν μέ συγκατάβαση οἱ μάρτυρες καί στρέφοντας ὅλοι τό βλέμμα πρός τόν Κάνδιδο, τόν ἐξουσιοδοτοῦν νά μιλήσει γιά λογαριασμό τους. ᾿Εκεῖνος πράος καί ἀποφασιστικός παίρνει τό λόγο·
- ᾿Εμεῖς διδαχθήκαμε ἀπό τήν πίστη μας νά ὑπακοῦμε στούς ἄρχοντες, νά εἴμαστε εὐσυνείδητοι καί πειθαρχικοί στούς νόμους τῆς πολιτείας. ῾Η πειθαρχία ὅμως αὐτή φθάνει μέχρις ἐκεῖ πού δέν θίγεται ὁ Θεός μας. Διαφορετικά ἔχουμε ὡς σύνθημα τό «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις» (Πρξ 5,29). Παραμένουμε, λοιπόν, οἱ ἴδιοι· δέν ὑποχωροῦμε καθόλου ἀπό τή γραμμή τῆς πίστεώς μας. ῾Η φυλακή δυνάμωσε τό φρόνημά μας. Τό κράτος κινδυνεύει, βέβαια, ὄχι ὅμως ἀπό ἐμᾶς. ῾Ο μεγάλος κίνδυνος εἶναι ἡ εἰδωλολατρεία, ἡ ὁποία τό ὁδηγεῖ στήν ἐξαθλίωση καί τήν καταστροφή, μέχρις ὅτου καί ἡ ἴδια διαλυθεῖ, γιά νά κυριαρχήσει πλέον παντοῦ καί γιά πάντα ὁ Χριστός.
῾Ο Λυσίας ἐξοργίστηκε ἀπό τήν ἀπάντηση.
- Δέν ἔχω καιρό νά φλυαρήσω μαζί σας, εἶπε, οὔτε εἶναι τιμητικό γιά σᾶς νά σᾶς παρακαλῶ νά θυσιάσετε στούς μεγάλους θεούς τοῦ βασιλιᾶ μας. Τή στιγμή αὐτή ἀντιπροσωπεύω τόν βασιλιά. Θέλετε νά θυσιάσετε καί νά πάρετε ὡς ἀμοιβή πλούσια δῶρα ἀπό τόν βασιλιά, χρήματα καί κτήματα, τιμές καί ἀξιώματα; Τό μέλλον σας θά εἶναι ζηλευτό. ᾿Εάν ὄχι, δέν σᾶς σώζει τίποτε. Θά σᾶς ἀφαιρεθεῖ ἀμέσως ἡ ζώνη σας, τό σύμβολο τῆς στρατιωτικῆς τιμῆς σας, καί θά βασανιστεῖτε θανάσιμα. ᾿Εκδίδω διαταγή νά σᾶς ἀφαιρεθεῖ ἡ ζωή καί νά πεθάνετε μέ σκληρότατο θάνατο. Εἶναι ἡ τελευταία εὐκαιρία γιά τή ζωή σας. Δῶστε μόνοι σας τήν ἀπάντηση.
Πάλι ὁ Κάνδιδος ἐκ μέρους ὅλων ἀπάντησε·
- ῾Η θέλησή σου εἶναι νά μᾶς ὁδηγήσεις στό σκοτάδι καί στό θάνατο. Μᾶς συνιστᾶς τήν καταπάτηση τῶν θείων νόμων χάριν τῶν ἐπίγειων, πού συχνά εἶναι ἄδικοι. ῾Η σκέψη σου νά μᾶς δελεάσεις ἀπέτυχε, διότι ἐμεῖς δέν συγκινούμαστε οὔτε ἀπό τά χρήματα οὔτε ἀπό τίς τιμές. Τά χρήματα τά θεωροῦμε ὡς χαλίκια καί πηλό. Τά ἀξιώματα, πού μᾶς χωρίζουν ἀπό τόν ἀληθινό Θεό, τά βλέπουμε σάν ἐκεῖνα πού παίρνουν μόνα τους τά μικρά παιδιά στά παιχνίδια τους. Εἶναι γιά μᾶς φτηνά καί τιποτένια παιχνίδια. Οἱ τιμωρίες ὅμως ὄχι μόνο δέν μᾶς φοβίζουν, ἀλλά ἀπεναντίας μᾶς χαροποιοῦν. Εἶναι γιά μᾶς ἀπόλαυση καί ἀγαλλίαση. ῾Ο θάνατος δέν μᾶς τρομάζει πλέον, διότι ὁ Χριστός ἀφαίρεσε τό κεντρί του. Πάνω ἀπό τό ξίφος τοῦ δημίου διακρίνουμε τό χαμόγελο καί τήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ. Εἴμαστε τέκνα καί στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ καί τίποτε δέν μπορεῖ νά μᾶς βλάψει οὔτε νά μᾶς ἀποσπάσει ἀπό τήν ἀγάπη του, ἡ ὁποία λάμπει καί ἀκτινοβολεῖ μέ τό θεῖο του αἷμα. Θά σᾶς εὐγνωμονοῦμε, ὅσο σκληρά καί ἄν εἶναι τά βασανιστήρια. Θά εἴμαστε περισσότερο εὐτυχισμένοι καί χαρούμενοι, ὅταν αὐτά εἶναι ὅσο τό δυνατόν σκληρότερα. Διότι ἔτσι μιμούμαστε τόν Κύριό μας, γιά τόν ὁποῖο μεγάλη ἐπιθυμία φλέγει τήν ὕπαρξή μας, πού μᾶς ὠθεῖ πρός τό γλυκύτατο φῶς, τήν παντοτινή χαρά καί τήν αἰώνια ζωή.
῎Εξαλλος ὁ Λυσίας λέγει πρός τούς μάρτυρες·
- ῎Εχετε ὅλοι τήν ἴδια γνώμη;
Καί ἐκεῖνοι μέ ἕνα στόμα διακηρύττουν·
- Εἶμαι χριστιανός!
Τήν ἀπογοήτευση τοῦ Λυσία ἐπιτείνει ἡ διαβεβαίωση τοῦ ᾿Αγρικόλα ὅτι δέν πρόκειται ν᾿ ἀλλάξουν γνώμη, διότι δέν ὑπάρχουν στόν κόσμο πιό ἐπίμονοι ἄνθρωποι ἀπό τούς χριστιανούς.
᾿Αμηχανία καταλαμβάνει τούς δικαστές. Φρίττουν οἱ μανιασμένοι εἰδωλολάτρες. Λυσσάει ὁ σατανᾶς καί ὅλοι οἱ δαίμονες τῆς κολάσεως. Χαίρονται οἱ πιστοί καί δέν μποροῦν νά συγκρατήσουν τή συγκίνηση καί τά δάκρυά τους. ῎Αγγελοι καί ἅγιοι παρευρίσκονται ἀόρατα. ᾿Εκδίδεται τελεσίδικη ἡ ἀπόφαση· Θάνατος! Οἱ ἔνδοξοι μάρτυρες μαστιγώνονται γιά μιά φορά ἀκόμη καί κλείνονται στή φυλακή. ᾿Ανατίθεται δέ στόν ᾿Αγρικόλα νά σκεφθεῖ καί νά ἐφεύρει τό φρικτότερο μαρτύριο.
6. ᾿Ανησυχία καί γαλήνη
᾿Αναστατωμένος ὁ ᾿Αγρικόλας βασανίζει τό νοῦ του, γιά νά βρεῖ τόν πιό φρικτό καί ἐπώδυνο θάνατο, ὥστε νά κορέσει ἔτσι τό πάθος του κατά τῶν μαρτύρων. «῾Ο ἀλαζόνας ἐκεῖνος καί βάρβαρος», γράφει ὁ Μ. Βασίλειος, «ἐπειδή δέν ὑποφέρει τήν παρρησία τῶν ἀνδρῶν, βράζοντας ἀπό θυμό σκέφτεται ποιό τρόπο θά μποροῦσε νά βρεῖ, ὥστε νά κάνει τό θάνατο ἀργό καί πικρό μαζί». Στόχος του εἶναι νά ἐκφοβίσει ἔτσι κάποιους ἀπό τούς μάρτυρες, ὥστε νά λιποψυχήσουν καί νά καμφθοῦν.
Πολλά βασανιστήρια ἐπινοεῖ ἡ σκοτισμένη σκέψη του. Νά διαλέξει τό ξίφος καί μ᾿ αὐτό νά κόψει τά κεφάλια τους; ᾿Αλλά τότε σύντομος θά εἶναι ὁ θάνατος, λίγος ὁ φόβος τους καί κανένας δέν θά ὑποκύψει. Αὐτοί εἶναι ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἀπό παιδιά ἔζησαν μέ τά ὅπλα καί ἔχουν ἐξοικειωθεῖ μέ τέτοιο θάνατο. Μήπως πάλι, ἄν τούς γεμίσει μέ πληγές καί τραύματα, δέν θά ὑπομείνουν γενναῖα; Λίγες φορές τό σῶμα τους ἔγινε κόσκινο ἀπό τά τραύματα τῶν μαχῶν; ῾Η φωτιά ἀσφαλῶς δέν τούς φοβίζει. Πρέπει νά βρεῖ ποινή, ἡ ὁποία καί μεγάλο πόνο θά προκαλέσει καί θά διαρκέσει πολύ.
᾿Ενῶ βασανίζεται ψυχικά καί δέν μπορεῖ νά ἡσυχάσει ὁ ᾿Αγρικόλας, ἤρεμοι καί γαλήνιοι οἱ μάρτυρες περνοῦν τίς τελευταῖες ὧρες τους στή φυλακή. Μένουν ἐκεῖ μέ πληγωμένα σώματα καί σπασμένα κόκκαλα ἀλλά μέ ἀκέραια καί ἁγνή ψυχή καί μέ ἄθραυστο καί ἀλύγιστο φρόνημα. ῾Η σκέψη ὅτι πλησιάζει τό τέλος γεμίζει τήν ὕπαρξή τους χαρά καί ἀγαλλίαση. ῞Ωστε ἦλθε, λοιπόν, ἡ ὥρα νά ἐγκαταλείψουν τοῦτο τόν μάταιο κόσμο καί νά πορευθοῦν πρός τόν ἀγαπημένο ᾿Ιησοῦ, τόν θερμό πόθο τῶν καρδιῶν τους; Τί εὐτυχία! ῾Η φυλακή μεταβάλλεται σέ λιμάνι χαρᾶς καί γαλήνης.
Γονατισμένοι οἱ ἅγιοι ἐπιμένουν στήν προσευχή. Μέ θέρμη ζητοῦν τή θεία ἐνίσχυση, γιά νά ἀντέξουν μέχρι τέλους. ῾Η προσευχή συνεχίζεται μέ ψαλμωδία. Δέν ἔχουν καιρό γιά ἀνάπαυση. Πρέπει ἄγρυπνοι, προσευχόμενοι καί γαλήνιοι, νά περιμένουν τήν αἰώνια γαλήνη. ῾Ο ᾿Ιησοῦς τούς ἐπισκέπτεται καί πάλι μέ ὅραμα, γιά νά τούς ἐνισχύσει καί νά αὐξήσει τήν εἰρήνη τῆς ψυχῆς τους.
᾿Εκεῖ, μέσα στή σκοτεινή φυλακή, λίγο πρίν ὁδηγηθοῦν στό μαρτύριο, κατά τήν παράδοση, τρεῖς ἀπό τούς σαράντα ἁγίους συντάσσουν ἕνα κείμενο. Μέσα σ᾿ αὐτό ἀναφέρουν τήν τελευταία ἐπιθυμία καί τήν παρακαταθήκη τους στούς πιστούς. Γράφουν ἐξ ὀνόματος ὅλων τή διαθήκη τους.
7. ῾Η διαθήκη τους
«Διαθήκη τῶν ἁγίων καί ἐνδόξων τοῦ Χριστοῦ τεσσαράκοντα μαρτύρων
τῶν ἐν Σεβαστείᾳ τελειωθέντων.
Μελέτιος καί ᾿Αέτιος καί Εὐτύχιος οἱ δέσμιοι τοῦ Χριστοῦ (τοῖς) κατά πᾶσαν πόλιν καί χώραν ἁγίοις ἐπισκόποις τε καί πρεσβυτέροις διακόνοις τε καί ὁμολογηταῖς καί τοῖς λοιποῖς ἅπασιν ἐκκλησιαστικοῖς ἐν Χριστῷ χαίρειν.
Ι. 1. ᾿Επειδάν τῇ τοῦ Θεοῦ χάριτι καί ταῖς κοιναῖς τῶν πάντων εὐχαῖς τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα τελέσωμεν καί ἐπί τά βραβεῖα τῆς ἄνω κλήσεως φθάσωμεν, τότε καί ταύτην ἡμῶν τήν γνώμην κυρίαν εἶναι βουλόμεθα ἐπί τό τά λείψανα ἡμῶν ἀνακομίζεσθαι τοῖς περί τόν πρεσβύτερον καί πατέρα ἡμῶν Πρόϊδον καί τούς ἀδελφούς ἡμῶν Κρισπῖνον καί Γόρδιον σύν σπουδάζοντι λαῷ. Κύριλλόν τε καί Μᾶρκον καί Σαπρίκιον τόν τοῦ ᾿Αμμωνίου, εἰς τό κατατεθῆναι τά λείψανα ἡμῶν ὑπό τήν πόλιν Ζήλων ἐν τῷ χωρίῳ Σαρεῖμ· εἰ γάρ καί ἐκ διαφόρων χωρίων τυγχάνομεν πάντες, ἀλλά γε μίαν καί τήν αὐτήν τῆς καταπαύσεως εἱλόμεθα κατάθεσιν· ἐπειδή γάρ κοινόν ἐθέμεθα τόν τοῦ ἄθλου ἀγῶνα, κοινήν συνεθέμεθα καί τήν κατάπαυσιν ποιήσασθαι ἐν τῷ προειρημένῳ χωρίῳ· ταῦτα οὖν καί τῷ ἁγίῳ πνεύματι ἔδοξεν, καί ἡμῖν ἤρεσεν.
2. Τούτου ἕνεκεν ἡμεῖς οἱ περί ᾿Αέτιον καί Εὐτύχιον καί τούς λοιπούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς ἡμῶν παρακαλοῦμεν τούς κυρίους ἡμῶν γονεῖς καί ἀδελφούς πάσης λύπης καί ταραχῆς ἐκτός γενέσθαι, τῆς δέ φιλαδέλφου κοινωνίας τιμῆσαι τόν ὅρον καί τῷ βουλήματι ἡμῶν σπουδαίως συνάρασθαι, ὅπως τῆς ὑπακοῆς καί τῆς συμπαθείας τόν μέγαν μισθόν παρά τοῦ κοινοῦ πατρός ἡμῶν κομίσησθε.
3. ῎Ετι δέ ἀξιοῦμεν πάντας, μηδένα τῶν ἐκ τῆς καμίνου ἀνελομένων λειψάνων ἡμῶν ἐν ἑαυτῷ περιποιήσασθαι, ἀλλά τῆς ἐν ταὐτῷ συναθροίσεως φροντίσαντα ἀποδοῦναι τοῖς προειρημένοις, ἵνα καί τῆς σπουδῆς τόν τόνον ἐπιδειξάμενος καί τῆς εὐγνωμοσύνης τό ἀκέραιον αὐτῶν τῶν πόνων τῆς συμπαθείας τό κέρδος κομίσηται· καθάπερ ἡ Μαρία προσκαρτερήσασα τῷ τάφῳ τοῦ Χριστοῦ καί πρό πάντων θεασαμένη τόν κύριον, πρώτη καί τῆς χαρᾶς καί εὐλογίας ἐδέξατο τήν χάριν.
4. Εἰ δέ τις τῷ βουλήματι ἡμῶν ἐναντιωθῇ, τοῦ μέν θείου κέρδους ἀλλότριος ἔστω, τῆς δέ παρακοῆς πάσης ὑπόδικος, μικρῷ βουλήματι ἀπολέσας τό δίκαιον, τέμνειν ἡμᾶς ἀπ᾿ ἀλλήλων ὅσον τό ἐφ᾿ ἑαυτόν βιαζόμενος, οὕς ὁ ἅγιος ἡμῶν σωτήρ ἰδίᾳ χάριτι καί προνοίᾳ τῇ πίστει συνέζευξεν.
5. Εἰ δέ καί ὁ παῖς Εὐνοϊκός νεύματι τοῦ φιλανθρώπου θεοῦ ἐπί τό αὐτό τοῦ ἀγῶνος καταντήσει τέλος, τήν αὐτήν ἡμῖν ἠξίωσεν ἔχειν καταμονήν. ᾿Εάν δέ διαφυλαχθῇ ἀβλαβής τͺῇ τοῦ Χριστοῦ χάριτι καί ἔτι ἐν τῷ κόσμῳ ἐξετάζοιτο, σχολάζειν αὐτόν μετ᾿ ἐλευθερίας τῷ μαρτυρίῳ ἡμῶν παραγγέλλομεν καί τάς ἐντολάς τοῦ Χριστοῦ φυλάττειν παρακαλοῦμεν, ἵνα ἐν τῇ μεγάλῃ τῆς ἀναστάσεως ἡμέρᾳ τῆς μεθ᾿ ἡμῶν ἀπολαύσεως τύχῃ, ἐπειδή καί ἐν τῷ κόσμῳ ὤν τάς αὐτάς ἡμῖν ὑπέμεινε θλίψεις.
6. ῾Η γάρ πρός τόν ἀδελφόν εὐγνωμοσύνη δικαιοσύνην βλέπει Θεοῦ, ἡ δέ πρός τούς ὁμοιογενεῖς παρακοή ἐντολήν Θεοῦ πατεῖ· γέγραπται γάρ, ὅτι "῾Ο ἀγαπῶν τήν ἀδικίαν μισεῖ τήν ἑαυτοῦ ψυχήν".
ΙΙ. 1. Τοιγαροῦν ἀξιῶ ὑμᾶς, ἀδελφέ Κρισπῖνε..., καί παραγγέλλω, ὡς πάσης κοσμικῆς ἡδυπαθείας καί πλάνης γενέσθαι ξένους. Σφαλερά γάρ καί οὐκ εὔτονος ἡ τοῦ κόσμου δόξα, ἥ πρός ὀλίγον μέν ἀνθεῖ καί αὖθις μαραίνεται χόρτου δίκην, ταχύτερον τῆς ἀρχῆς δεξαμένη τό τέλος. Προσδραμεῖν δέ μᾶλλον θελήσατε τῷ φιλανθρώπῳ Θεῷ, ὅς πλοῦτον μέν ἀνελλιπῆ παρέχει τοῖς εἰς αὐτόν προστρέχουσι, ζωήν δέ αἰώνιον βραβεύει τοῖς εἰς αὐτόν πιστεύουσι.
2. Καιρός οὗτος ἐπιτήδειος τοῖς σώζεσθαι θέλουσι, ἄφθονον μέν παρέχων τῆς μετανοίας προθεσμίαν, ἀπροφάσιστον δέ τῆς πολιτείας τήν πρᾶξιν, μηδέν ἀναβαλλομένοις πρός τό μέλλον. ᾿Απροόρατος γάρ ἡ τοῦ βίου μεταβολή. ᾿Αλλ᾿ εἰ ἐγνώρισας, ὅρα τό χρήσιμον καί ἐν αὐτῇ ἐπίδειξαι τῆς θεοσεβείας τό ἄχραντον, ἵνα ἐν αὐτῷ καταληφθείς τῶν προγεγονότων ἁμαρτημάτων ἀπαλείψῃς τό χειρόγραφον· "᾿Εν ᾧ γάρ εὕρω σε, φησίν, ἐν τούτῳ καί κρινῶ σε".
3. Σπουδάσατε οὖν ταῖς ἐντολαῖς τοῦ Χριστοῦ εὑρεθῆναι ἄμεμπτοι, ὅπως φύγητε τό ἀκοίμητον καί αἰώνιον πῦρ· ὅτι γάρ ὁ καιρός συνεσταλμένος πάλαι βοᾷ ἡ θεία φωνή.
4. ᾿Αγάπην οὖν πρό πάντων τιμήσατε· αὕτη γάρ μόνη τιμᾷ τό δίκαιον φιλαδελφίας νόμῳ πειθομένη Θεῷ· καί γάρ διά τοῦ ὁρωμένου ἀδελφοῦ ὁ ἀόρατος τιμᾶται Θεός· καί πρός μέν τούς ὁμομητρίους ἀδελφούς ὁ λόγος, πρός δέ πάντας τούς φιλοχρίστους ἡ γνώμη. Καί γάρ ὁ ἅγιος ἡμῶν σωτήρ καί Θεός ἐκείνους ἔφασκεν ἀδελφούς εἶναι, τούς οὐχί τῇ φύσει κοινωνοῦντας ἀλλήλοις, ἀλλά τῇ ἀρίστῃ πράξει πρός τήν πίστιν συναπτομένους καί τό θέλημα ἐκπληροῦντας τοῦ πατρός ἡμῶν τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς.
ΙΙΙ. 1. Προσαγορεύομεν τόν κύριν τόν πρεσβύτερον Φίλιππον καί Προκλιανόν καί Διογένην ἅμα τῇ ἁγίᾳ ἐκκλησίᾳ. Προσαγορεύομεν τόν κύριν Προκλιανόν τόν ἐν τῷ χωρίῳ Φυδελᾷ ἅμα τῇ ἁγίᾳ ἐκκλησίᾳ μετά τῶν ἰδίων. Προσαγορεύομεν Μάξιμον μετά τῆς ἐκκλησίας. Προσαγορεύομεν Δόμνον μετά τῶν ἰδίων, ῎Ιλην τόν πατέρα ἡμῶν καί Οὐάλην μετά τῆς ἐκκλησίας. Προσαγορεύω καί ἐγώ Μελέτιος τούς συγγενεῖς μου Λουτάνιον, Κρίσπον καί Γόρδιον μετά τῶν ἰδίων, ᾿Ελπίδιον μετά τῶν ἰδίων, ῾Υπερέχιον μετά τῶν ἰδίων.
2. Προσαγορεύομεν καί τούς ἐν τῷ χωρίῳ Σαρεῖμ, τόν πρεσβύτερον μετά τῶν ἰδίων, τούς διακόνους μετά τῶν ἰδίων, Μάξιμον μετά τῶν ἰδίων, ῾Ησύχιον μετά τῶν ἰδίων, Κυριακόν μετά τῶν ἰδίων. προσαγορεύομεν τούς ἐν Χαδουθί πάντας κατ᾿ ὄνομα. Προσαγορεύομεν καί τούς ἐν Χαρισφώνῃ πάντας κατ᾿ ὄνομα. Προσαγορεύω καί ἐγώ ᾿Αέτιος τούς συγγενεῖς μου Μᾶρκον καί ᾿Ακυλίναν καί τόν πρεσβύτερον Κλαύδιον καί τούς ἀδελφούς του Μᾶρκον, Τρύφωνα, Γόρδιον καί Κρίσπον καί τάς ἀδελφάς μου καί τήν σύμβιόν μου Δόμναν μετά τοῦ παιδίου μου.
3. Προσαγορεύω καί ἐγώ Εὐτύχιος τούς ἐν Ξιμάροις, τήν μητέρα μου ᾿Ιουλίαν καί τούς ἀδελφούς μου Κύριλλον, ῾Ροῦφον καί ῾Ρίγλον καί Κυρίλλαν καί τήν νύμφην μου Βασιλείαν καί τούς διακόνους Κλαύδιον καί ῾Ρουφῖνον καί Πρόκλον. Προσαγορεύομεν καί τούς ὑπηρέτας τοῦ θεοῦ Σαπρίκιον (τόν τοῦ) ᾿Αμμωνίου καί Γενέσιον, καί Σωσάνναν μετά τῶν ἰδίων.
4. Προσαγορεύομεν τοίνυν πάντας ὑμᾶς, οἱ κύριοι ἡμῶν, οἱ τεσσαράκοντα ἀδελφοί καί συνδέσμιοι πάντες Μελέτιος, ᾿Αέτιος, Εὐτύχιος, Κυρίων, Κάνδιδος, ᾿Αγγίας, Γάϊος, Χουδίων, ῾Ηράκλειος, ᾿Ιωάννης, Θεόφιλος, Σισίνιος, Σμάραγδος, Φιλοκτήμων, Γοργόνιος, Κύριλλος, Σεβηριανός, Θεόδουλος, Νίκαλλος, Φλάβιος, Ξάνθιος, Οὐαλέριος, ῾Ησύχιος, Δομετιανός, Δόμνος, ῾Ηλιανός, Λεόντιος, ὁ καί Θεόκτιστος, Εὐνοϊκός, Οὐάλης, ᾿Ακάκιος, ᾿Αλέξανδρος, Βικράτιος, ὁ καί Βιβιανός, Πρίσκος, Σακέρδων, ᾿Εκδίκιος, ᾿Αθανάσιος, Λυσίμαχος, Κλαύδιος, ῎Ιλης καί Μελίτων· ἡμεῖς οὖν οἱ τεσσαράκοντα δέσμιοι τοῦ κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ὑπεγράψαμεν τῇ χειρί δι᾿ ἑνός ἡμῶν Μελετίου καί ἐκυρώσαμεν πάντα τά προγεγραμμένα, καί ἠρέσθη πᾶσιν ἡμῖν. Ψυχῇ δέ καί πνεύματι θείῳ εὐχόμεθα, ὅπως τύχωμεν ἅπαντες τῶν αἰωνίων τοῦ Θεοῦ ἀγαθῶν καί τῆς βασιλείας αὐτοῦ νῦν καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ᾿Αμήν».
Γ' ΗΡΩΙΚΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ
1. Παγωνιά, ὁ πιό φρικτός θάνατος
Μετά ἀπό πολλή σκέψη καί ἔρευνα ὁ ᾿Αγρικόλας, ὁ ἐφευρέτης τῶν κακῶν, βρῆκε «ἐναέριο κίνδυνο, τόν ὁποῖο τοῦ παρεῖχε εὔκολα ὁ καιρός καί ἡ χώρα». ῏Ηταν χειμώνας καί τό ψύχος ὑπερβολικά δριμύ. Μ᾿ αὐτά τά μέσα θά βασάνιζε τούς γενναίους Μάρτυρες.
῾Ο ἅγιος Γρηγόριος, ὁ ὁποῖος γνωρίζει καλά τή χώρα τῆς ᾿Αρμενίας, δίδει τίς ἑξῆς πληροφορίες· «῾Η ᾿Αρμενία εἶναι χώρα μέ φρικτό χειμώνα. Οὔτε τό καλοκαίρι ὁ καιρός δέν ἀφήνει τούς κατοίκους νά ζεσταθοῦν, ἀλλά τούς θερμαίνει τόσο λίγο, ὅσο νά ὡριμάσουν τά στάχυα. Οἱ κάτοικοί της δέν γνωρίζουν τά ἀμπέλια, διότι δέν καλλιεργοῦνται λόγῳ τοῦ ψύχους. ῎Ετσι, ὅποιος δέν ἔτυχε νά ταξιδέψει σέ ἄλλα μέρη, δέν γνωρίζει τά σταφύλια. ᾿Ακούει τή λέξη "σταφύλια", ὅπως ἐμεῖς ἀκοῦμε τούς καρπούς πού παράγουν οἱ ᾿Ινδίες. Στή χώρα αὐτή ὁ γεωργός ὀργώνει τή γῆ μαζί μέ τό χιόνι, ὅταν θέλει νά σπείρει. Καί πρίν προλάβει νά θερίσει, ἀρχίζουν νά πέφτουν οἱ νιφάδες τοῦ χιονιοῦ. Οἱ ἄνεμοι εἶναι τόσο σφοδροί, ὥστε παίρνουν τά ροῦχα τοῦ θεριστῆ, ἄν δέν τά ἔχει σφιχτά δεμένα ἐπάνω του. Φθινόπωρο καί ἄνοιξη δέν ὑπάρχουν, διότι ὁ κακός τους γείτονας, ὁ χειμώνας, ἔχει κυριεύσει καί τίς δύο ἐποχές.
᾿Αλλά καί κάτι ἄλλο μπορεῖ νά μιλήσει γιά τούς "καταπληκτικούς" χειμῶνες τῆς ᾿Αρμενίας. Ποταμοί πού κυλοῦν ἀκατάπαυστα, τήν ἐποχή αὐτή σταματοῦν τό ρεῦμα τους, καθώς ὁ πάγος ἀντιμάχεται τή ροή τους καί πετρώνει τά κύματα. ῾Η γειτονική λίμνη χρειάζεται ὁρισμένα σημάδια, γιά νά καταλάβεις πώς εἶναι λίμνη, ἀφοῦ γίνεται ξηρή ἀπό τόν πάγο. Ξέρω ὅτι συχνά οἱ ντόπιοι συγκεντρώνουν νερό μέ τή βοήθεια τῆς φωτιᾶς· κόβουν ἕνα κομμάτι πάγο καί τό λιώνουν μέ τή φωτιά, σάν νά ἦταν χαλκός ἤ σίδηρος. ῎Ετσι κάνουν τήν πέτρα νερό».
῾Η πρωτεύουσα τῆς Μικρῆς ᾿Αρμενίας, Σεβάστεια, κτισμένη σέ ὑψόμετρο 1.300 μέτρων στούς πρόποδες τοῦ ὀρεινοῦ ὄγκου Παρυάδρη καί σέ ἀπόσταση δύο χιλιομέτρων ἀπό τίς ὄχθες τοῦ ῞Αλυ ποταμοῦ, ὅπου τά ἀρχαῖα Κάβειρα, εἶχε ἰδιαίτερα ψυχρό κλίμα. Μάλιστα κατά τήν περίοδο στήν ὁποία ἀναφερόμαστε τό κακό εἶχε ἐπιδεινωθεῖ ἀφύσικα ἀπό βόρειους ἀνέμους. ᾿Επιπλέον, ὁ ἀπάνθρωπος τύραννος περίμενε νά ἔλθει μιά πάρα πολύ ψυχρή νύχτα, γιά νά τήν χρησιμοποιήσει ὡς ὅπλο ἐναντίον τῶν μαρτύρων. Τότε ἐκδίδει τό ἐκτελεστικό του διάταγμα· διά ψύχους νά τιμωρηθοῦν οἱ ἀθλητές! Διέταξε, λοιπόν, νά γυμνωθοῦν στό κέντρο τῆς πόλεως καί νά ὁδηγηθοῦν στήν παγωμένη λίμνη πού ἦταν κοντά. ᾿Εκεῖ θά ἔμεναν ὄρθιοι ὅλη τή νύχτα. ῾Ο ᾿Αγρικόλας ἔκανε ἀκριβῶς τό ἀντίθετο ἀπό ἐκεῖνο πού εἶχε κάνει ὁ βασιλιάς τῶν ᾿Ασσυρίων μέ τό καμίνι τῆς Βαβυλώνας· ἔστησε στό ὕπαιθρο μέ ὁλόγυμνα τά σώματα τούς μαθητές τῆς εὐσεβείας. Καί δέν εἶναι καθόλου ὅμοιος ὁ πόνος πού προκαλοῦν ἡ φωτιά πού καίει καί τό κρύο πού ξυλιάζει καί καταστρέφει. Διότι ἡ φωτιά μοιάζει μέ τό ξίφος καί ὁδηγεῖ ἀμέσως στό θάνατο, ἐνῶ ἡ παγωνιά, ἄν καί εἶναι ἐξίσου ὀδυνηρή, παρατείνει τό θάνατο.
Τό ἄκουσμα τοῦ φρικτοῦ αὐτοῦ βασανιστηρίου εἶναι δυνατόν νά προξενήσει τρόμο καί ἀπελπισία στούς ἀνθρώπους. Οἱ δικοί μας ὅμως κατάδικοι δέν εἶναι ἁπλῶς ἄνθρωποι· εἶναι ἥρωες, ὑπεράνθρωποι. ῾Η πίστη τούς δίνει ἀπάθεια ἀγγελική καί ὁ πόθος τῆς τελειώσεως διά τοῦ μαρτυρίου τούς ἐμποτίζει μέ θεϊκή μεγαλειότητα καί τούς ἀνεβάζει ἀπό τή γήινη σφαίρα στή χαρά τοῦ παραδείσου, στήν ποθητή αἰωνιότητα. «Μέ γέλια καί χαρές», γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, «ἔτρεχαν οἱ μακάριοι νέοι στόν τόπο τῆς καταδίκης τους. ῾Ιερό καί συντονισμένο ἀγώνισμα δρόμου ἔγινε ἡ πορεία τους πρός τό πάθος. Φιλονικοῦν ποιός θά πάρει πρῶτος τό στεφάνι τῆς ὁμολογίας. ῾Ο ζῆλος γιά τή νίκη εἶναι ἴσος σ᾿ ὅλους· κανένας δέν ὑστερεῖ στήν προθυμία».
Μέ χαρά καί ἀλαλαγμό βγάζουν τά ροῦχα τους λέγοντας·
- Γυμνοί ἤρθαμε στόν κόσμο, γυμνοί θά πᾶμε πρός αὐτόν πού μᾶς δημιούργησε (᾿Ιβ 1, 21)· τίποτε δέν φέραμε στόν κόσμο οὔτε μποροῦμε νά πάρουμε κάτι μαζί μας (Α´ Τι 6,7). ᾿Ακριβέστερα, ἤρθαμε γυμνοί στόν κόσμο, ἀλλά φεύγουμε γεμάτοι θησαυρούς ἀπό τήν ἀγαθή ὁμολογία.
Μέ ἐνθουσιασμό ἐπαναλαμβάνουν τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου· «ἀποθέσθαι ἡμᾶς τόν παλαιόν ἄνθρωπον, τόν φθειρόμενον κατά τάς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης, καί ἐνδύσασθαι τόν καινόν ἄνθρωπον τόν κατά Θεόν κτισθέντα» (᾿Εφ 4,22.24).
Δέν παραλείπουν ἐπίσης νά εὐχαριστήσουν τόν Θεό γιά τήν εὐεργεσία αὐτή καί μέ κατάνυξη προσεύχονται. ῾Ο Μ. Βασίλειος μᾶς διασώζει τήν προσευχή τους. «Σέ εὐχαριστοῦμε ἀπό τά βάθη τῶν καρδιῶν μας, πανάγαθε Κύριε, διότι μᾶς ἀξιώνεις μαζί μέ τά ροῦχα νά ἀποβάλουμε καί τήν ἁμαρτία. ῾Η ἁμαρτία τῶν πρωτοπλάστων ἔγινε ἀφορμή νά φορέσουμε ροῦχα. Γιά χάρη σου ὅμως, Κύριε, τώρα ἐμεῖς τά βγάζουμε καί ἐπανερχόμαστε στό ἀρχαῖο κάλλος. Τί ἀξίζουν τά ροῦχα πού πήραμε μπροστά στόν παράδεισο πού χάσαμε; Δέν ἔχουν τή δύναμη αὐτά νά μᾶς κρατήσουν μακριά ἀπό τόν παράδεισο. Τί ἔχουμε, ἄλλωστε, γλυκύτατε καί αἰώνιε εὐεργέτη, νά σοῦ ἀνταποδώσουμε γιά ὅσα σύ μᾶς χάρισες καί σκορπᾶς πλούσια σέ μᾶς; Σύ πρῶτος γυμνώθηκες στό σταυρό γιά τή σωτηρία μας. Καί εἶναι μεγάλο πράγμα, ἐάν ἐμεῖς οἱ δοῦλοι γυμνωθοῦμε γιά χάρη τοῦ Κυρίου μας καί πάθουμε ὅ,τι ἔπαθε ὁ Δεσπότης μας; Πῶς νά ξεχάσουμε, Κύριε, ὅτι ἐμεῖς οἱ στρατιῶτες σέ γυμνώσαμε πάνω στό σταυρό! Στρατιῶτες τόλμησαν νά μοιράσουν τά ροῦχα σου "βαλόντες κλῆρον" (Μθ 27,35). ᾿Ακριβῶς, αὐτή τήν κατηγορία πού εἶναι γραμμένη στό Εὐαγγέλιο ἐμεῖς θά ἐξαλείψουμε, θυσιάζοντας τούς ἑαυτούς μας γιά σένα, τόν Κύριό μας, πού γυμνώθηκες καί σταυρώθηκες».
Μόνο ὅσοι δοκίμασαν τό ψύχος εἶναι σέ θέση νά καταλάβουν τήν τυραννία αὐτοῦ τοῦ τόσο ὀδυνηροῦ βασανιστηρίου. Νά, πῶς τό περιγράφει ὁ Μ. Βασίλειος· «Τό σῶμα πού προσβάλλεται ἀπό τό κρύο, στήν ἀρχή μελανιάζει, διότι παγώνει καί πήζει τό αἷμα του. ῎Επειτα συγκλονίζεται καί σπαρταρᾶ. Χτυποῦν τά δόντια. Συσπῶνται οἱ ἴνες καί ὁλόκληρο τό σῶμα συμμαζεύεται ἄθελά του, ἐνῶ πολύ μεγάλη ὀδύνη καί ἀνέκφραστος πόνος τό διαπερνάει μέχρι τό μεδούλι. ῾Η κατάσταση τοῦ παγωμένου εἶναι θλιβερή καί ἀπελπιστική. Δέν ἐξουσιάζει τά πόδια καί τά χέρια του σάν νά κόπηκαν μέ φωτιά. Αὐτό συμβαίνει, διότι φεύγει τό αἷμα ἀπό τά ἄκρα, χάνεται ἡ θερμότητα καί τά μέλη παραμένουν νεκρά, ἐνῶ προκαλοῦνται φρικτοί πόνοι στά ἐσωτερικά μέλη τοῦ σώματος, ὅπου σπρώχνεται τό αἷμα πιέζοντας τήν καρδιά. ᾿Αλλά καί ἐκεῖ φθάνει κάποτε τό πάγωμα καί ἔρχεται φοβερός ὁ θάνατος».
2. Ζωντανή θυσία
Οἱ μάρτυρες ὄχι μόνο δέν φοβοῦνται τό φρικτό μαρτύριο, δέν καταβάλλονται ἀπό αὐτό, ἀλλ᾿ ἀντίθετα σκιρτοῦν ἀπό χαρά. ᾿Ενθουσιασμένοι ξεσποῦν σέ θαυμάσια μελωδία, σέ μεγαλειῶδες τραγούδι, τό ὁποῖο ψάλλουν οἱ αἰῶνες καί μπροστά στό ὁποῖο θά μένει ἄναυδη ἡ λογική καί κατάπληκτη ἡ ἰσχυρότερη δύναμη τῶν ἀνθρώπων.
- Δριμύς καί φοβερός ὁ χειμώνας, ἀλλά γλυκύς καί εὐχάριστος ὁ παράδεισος. ᾿Οδυνηρό καί ἀνυπόφορο τό πάγωμα, ἀλλά εὐχάριστη καί χαρούμενη ἡ ἀνάπαυση, πού θά ἀκολουθήσει στή θερμή ἀγκαλιά τοῦ Χριστοῦ στόν οὐρανό. ῎Ας δείξουμε καρτερία καί ὑπομονή γιά λίγο, ἀδελφοί, καί σύντομα θά ζεσταθοῦμε στούς κόλπους τοῦ πατριάρχη ᾿Αβραάμ καί θά γευθοῦμε τή θαλπωρή στούς θαλάμους τῆς θριαμβεύουσας ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μας. Μέ τούς πόνους μιᾶς νύχτας θά ἀγοράσουμε ὁλόκληρη τήν ποθητή αἰωνιότητα. ῎Ας ἀχρηστευθοῦν τά πόδια μας καί ἄς ἀποκοποῦν, γιά νά χορεύουν ἀδιάκοπα καί αἰώνια μέ τούς ἀγγέλους. ῎Ας πέσουν τά χέρια μας, γιά νά ἔχουμε τό θάρρος νά τά ὑψώνουμε σέ προσευχή πρός τόν Δεσπότη τοῦ οὐρανοῦ καί νά λαμβάνουμε ὅσα θέλουμε ἀπ᾿ αὐτόν. ᾿Αδελφοί, θάρρος! Δέν θυσιαζόμαστε μόνο ἐμεῖς. ῎Ας σκεφθοῦμε πόσοι ἀπό τούς συναδέλφους μας στό στρατό σκοτώθηκαν στίς μάχες, μένοντας πιστοί καί ἀφοσιωμένοι στόν φθαρτό καί θνητό βασιλιά. Καί ἐμεῖς δέν θά θυσιάσουμε τή ζωή μας, παραμένοντας πιστοί στόν ἀληθινό καί ἀθάνατο βασιλιά μας; ᾿Εξάλλου, πόσοι ἐγκληματίες συνελήφθηκαν καί σκοτώθηκαν ὡς κακοῦργοι; Καί ἐμεῖς δέν θά ὑπομείνουμε τό θάνατο χάρη τῆς δικαιοσύνης; Κουράγιο, ἀδελφοί! Θάρρος καί ὑπομονή. ῎Ας μήν ὀπισθοχωρήσουμε, στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ, διότι θά μᾶς βάλει στό ζυγό του ὁ διάβολος. Τί καί ἄν φθείρεται τό σῶμα μας; Σάρκες εἶναι, μή τίς λυπηθοῦμε. ᾿Αφοῦ μία μέρα ὁπωσδήποτε, ἔτσι ἤ ἀλλιῶς θά πεθάνουμε, ἄς πεθάνουμε ὄχι ὡς κοινοί θνητοί ἀλλά ὡς μάρτυρες. ῎Ας πεθάνουμε γιά τή δόξα τοῦ Χριστοῦ καί ὁ θάνατος αὐτός θά χαρίσει σέ μᾶς τήν ἄφθαρτη γλυκύτητα καί τήν αἰώνια ζωή.
᾿Αφοῦ εἶπαν αὐτά στηρίζοντας ὁ ἕνας τόν ἄλλο στήν πίστη καί στό μαρτύριο, γονάτισαν καί προσευχήθηκαν, ὅπως ἄλλοτε στόν ἀποκλεισμό τοῦ τάγματος. Τότε ἔσωσαν τή ζωή τῶν συστρατιωτῶν τους, τώρα βασανίζονται ἀπό ἐκείνους πού ἔσωσαν, ἀπό τήν πατρίδα πού ἔνδοξα ὑπηρέτησαν. ῎Αν ἐκείνη ἡ προσευχή ἔκανε θαῦμα, πόσο μᾶλλον αὐτή!
- Γενέσθω ἡ θυσία ἡμῶν ἐνώπιόν σου, Κύριε, δέονται. Σέ παρακαλοῦμε, Κύριε, δέξου μας ὡς μία θυσία ζωντανή (Ρω 12,1), θυσία ἡ ὁποία δέν θά σοῦ προσφέρει τά κοινά συνηθισμένα σφάγια τῶν θυσιῶν ἀλλά τά σώματά μας. Σέ σένα, Κύριε, τά προσφέρουμε ὁλοκληρωτικά καί μέ ὅλη τήν προθυμία μας καί τήν ἀγάπη τῆς καρδιᾶς μας. Θέλουμε νά γίνουν γιά χάρη σου ὁλοκαυτώματα στό βωμό τῆς ἀγάπης σου. ᾿Επιθυμοῦμε ἡ θυσία μας νά εἶναι εὐάρεστη προσφορά σέ σένα, ἐλάχιστη, βέβαια, μπροστά σέ κείνην, πού πρόσφερες γιά μᾶς στό σταυρό. Ποθοῦμε νά γίνει ἕνα νέο εἶδος ὁλοκαυτώματος, πού καίγεται ὄχι πάνω σέ φωτιά ἀλλά πάνω στόν πάγο.
῎Ισως λίγες φορές ἐκπέμφθηκαν τέτοια μηνύματα ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό. Σαράντα ἔνδοξοι ἥρωες, γυμνοί καί γονατισμένοι πάνω στήν παγωμένη λίμνη προσεύχονται νά δεχθεῖ ὁ Κύριος τῆς δόξης τή θυσία τους στήν ἀγάπη του. Τί φλογερή ἀγάπη ἀλλά καί τί βαθειά ταπείνωση φυλάσσονταν στά σαράντα αὐτά πολύτιμα θησαυροφυλάκια τοῦ οὐράνιου θησαυροῦ!
Οἱ στιγμές περνοῦν μέ προσευχή. ῾Ο ἕνας ἐνισχύει τόν ἄλλο. Μέ τά ἐνθαρρυντικά λόγια καί μέ τίς κατανυκτικές προσευχές οἱ γενναῖοι καί ἀκούραστοι ἀθλητές τοῦ Χριστοῦ ἔπαιρναν δύναμη. ᾿Αναρρίπιζαν στήν καρδιά τους τή φλογερή ἀγάπη πρός τόν Χριστό. Διατηροῦσαν διαρκῆ ἐπαφή μέ τήν πηγή τοῦ οὐρανοῦ. ῾Η προσευχή ἠλέκτριζε τίς καρδιές τους καί τίς φλόγιζε μέ τόν ὑπεργήινο ἔρωτα.
῎Ετσι, παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος, «ἐνῶ ὅλα ἀνεξαιρέτως τά στοιχεῖα τῆς φύσεως ὑποτάσσονταν στό ψύχος καί πάγωναν, ἡ φύση τῶν μαρτύρων ἔμενε ἀδούλωτη. Καί ἦταν, βέβαια, φυσικό τά στοιχεῖα τῆς φύσεως νά ὑποταχτοῦν στούς νόμους της καί νά παγώσουν. ῾Η μεγαλοφροσύνη τῶν ἀθλητῶν ὅμως διαγωνιζόταν ἀκόμη καί ἐναντίον τῆς ἴδιας τῆς φύσεως καί τή νικοῦσε μέ τρόπο θαυμαστό. ῾Η φύση λίγο-λίγο διαλυόταν καί μαραινόταν. ῾Η δύναμη ὅμως τῆς ψυχῆς τῶν μαρτύρων γινόταν ἰσχυρότερη. Μελάνιαζαν, βέβαια, τά γυμνά σώματα καί ἔχαναν τήν ὀμορφιά τους, αὐξανόταν ὅμως καί ἀνθοῦσε τό κάλλος τῆς ψυχῆς».
3. ᾿Αμείωτος ὁ ἀριθμός
Οἱ μάρτυρες στρατιῶτες παραμένουν πάνω στή λίμνη ἄγρυπνοι φρουροί. ῎Αλλοτε ντυμένοι καί ὁπλισμένοι φύλαξαν σκοπιά χάριν τῆς πατρίδας. Τώρα ντυμένοι τόν πόθο τοῦ μαρτυρίου καί πάνοπλοι μέ τήν πνευματική πανοπλία, ἀποτελοῦν τούς θαυμαστούς σκοπούς τῆς πίστεως, τοῦ θησαυροῦ, πού ἐμπιστεύτηκε ὁ τρισένδοξος ἀρχιστράτηγος Χριστός στή στρατευομένη ᾿Εκκλησία του. ᾿Αποκρούουν τόν ἱερόσυλο ἐχθρό καί δέν ἐπιτρέπουν σ᾿ αὐτόν νά βεβηλώσει τά ὅσια καί ἱερά. Περιπαίζουν τόν σατανᾶ μέ γενναιότητα. Νικώντας τή δύναμή του ὑπομένουν τά βασανιστήρια, τούς φρικτούς πόνους. Χαίρονται γιά τά ἀγαθά, τά ὁποῖα ἐλπίζουν ὅτι θά ἀπολαύσουν, καί προπαντός γιά τό ὕψιστο ἀγαθό πού εἶναι ἡ ἕνωσή τους μέ τόν Χριστό στή βασιλεία του καί ἡ προσήλωσή τους στό αἰώνιο καί ἄρρητο κάλλος. Μία ἀνησυχία διασαλεύει τήν ἁρμονία τῆς καρδιᾶς τους· μήπως λιποψυχήσει κανείς. ῞Ενας ὁ φλογερός τους πόθος· νά ὑπομείνουν ὅλοι μέχρι τέλους καί νά στεφανωθοῦν ὅλοι. ῞Ενα θερμό αἴτημα ἀναπέμπουν οἱ καρδιές ὅλων·
«῞Αγιε Δέσποτα, σαράντα μπήκαμε στό στάδιο αὐτό τοῦ μαρτυρικοῦ ἀγώνα. Σέ παρακαλοῦμε, σαράντα νά στεφανωθοῦμε μέ τό στεφάνι τῆς νίκης. Κανείς νά μή λείψει ἀπό τόν ἀριθμό τῶν Σαράντα. ῾Ο ἀριθμός εἶναι ἱερός καί σεβάσμιος, διότι τόν τίμησες ἐσύ, Κύριε, μέ τήν σαρανταήμερη νηστεία σου στήν ἔρημο. Σαράντα μέρες νήστευσε καί ὁ δοῦλος σου Μωυσῆς καί πῆρε τή νομοθεσία. Καί ὁ προφήτης ᾿Ηλίας, νηστεύοντας σαράντα μέρες, ζητοῦσε νά σέ δεῖ, Κύριε».
Δέν μποροῦσε νά μείνει ἀναπάντητη μιά τέτοια προσευχή. Τή δέχθηκε μέ εὐμένεια ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ. Κι ἀνέθεσε στούς ἀγγέλους του νά ἑτοιμάσουν σαράντα στεφάνια, ὅπως τοῦ τό ζήτησαν οἱ ἐκλεκτοί δοῦλοι του.
4. Τά δελεάσματα τοῦ πονηροῦ
Σοφός ὁ λόγος τοῦ ποιητῆ· «Γλυκειά ἡ ζωή κι ὁ θάνατος μαυρίλα». Καί ἀσφαλῶς τονίζεται περισσότερο ἡ μαυρίλα τοῦ θανάτου καί ἐξαίρεται ἡ γλυκύτητα τῆς ζωῆς ἐκεῖνες τίς κρίσιμες ὧρες πού ἀντιπαλεύουν τά δύο. Τήν ὥρα πού νιώθεις νά χάνεται στιγμή-στιγμή ἡ ζωή σου, τότε περισσότερο τήν ἀξιολογεῖς καί λαχταρᾶς νά τήν κρατήσεις. Αὐτήν ἀκριβῶς τήν τόσο ἀνθρώπινη ἀνάγκη σοφίστηκε νά ἐκμεταλλευτεῖ ὁ «τοῦ διωγμοῦ σοφιστής καί ποικίλης ραδιουργίας τύραννος». ᾿Εξάλλου, γι᾿ αὐτό τό λόγο δέν εἶχε διαλέξει τόν διά ψύχους θάνατο, πού δέν θά ἦταν ἀκαριαῖος, ἀλλά θά τοῦ ἔδινε τή δυνατότητα περισσότερο νά βασανίσει τούς ἁγίους;
Νά, λοιπόν, τό πανοῦργο τέχνασμα πού συνέλαβε· Δίπλα στήν παγωμένη λίμνη ὑπῆρχαν λουτρά. ᾿Εκεῖ μέ τήν ἐντολή του ἄναψαν φωτιές καί ζεστάθηκε νερό. Γνωστοποίησε στούς ἀθλητές τῆς πίστεως αὐτή τήν ἐνέργεια, ὥστε νά σκέπτονται συνεχῶς ὅτι ὑπάρχει ἀκόμη τρόπος νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τά βάσανα. Θά μποροῦσαν νά ζήσουν ἔστω καί ἄν πάθαιναν κρυοπαγήματα, διότι στά λουτρά θά τούς προσφέρονταν οἱ πρῶτες βοήθειες καί στή συνέχεια ἐξαιρετική θαλπωρή καί εὐγενική περιποίηση. Εἰδικοί φρουροί τοποθετημένοι στήν παραλία τῆς λίμνης φύλαγαν τούς μάρτυρες, ἕτοιμοι νά δεχθοῦν καί νά βοηθήσουν αὐτούς πού θά ὑπέκυπταν. ῾Η σωτηρία τους θά ἦταν πολύ εὔκολη, ἀρκεῖ νά ἤθελαν νά ἐγκαταλείψουν τήν ἀντίσταση. Εὔστοχα ὁ ἅγιος Γρηγόριος χαρακτηρίζει τόν ἀπάνθρωπο τύραννο ὡς «ἐφευρέτη ποικίλων βασανιστηρίων», πού τοποθέτησε «κοντά τό δόλωμα», γιά νά παρασύρει τούς μάρτυρες, ὅπως ὁ πατέρας του διάβολος παρέσυρε τούς πρωτοπλάστους μέ τή γεύση τοῦ ἀπαγορευμένου καρποῦ.
῾Η ἡμέρα ἔσβησε καί τό σκοτάδι κάλυψε τή λίμνη. ῾Η νύχτα προχωρεῖ. Τό κρύο γίνεται δριμύτερο, τό πάγωμα φρικτό καί οἱ πόνοι πιό ὀδυνηροί καί ἀφόρητοι. ῾Ο θάνατος σφίγγει ἐπικίνδυνα στόν κλοιό του τούς Μάρτυρες. ᾿Αλλά καί ὁ πειρασμός κάθε στιγμή πού περνᾶ γίνεται πιό ἔντονος καί πιό σκληρός. ῾Η παγωμένη λίμνη, ἡ κατάψυχρη ἀτμόσφαιρα καί ἡ παγερή νύχτα συνεργάζονται γιά ἕνα φρικτό θάνατο. Καί δίπλα, μόλις λίγα βήματα πιό πέρα ἀπό τόν τόπο τοῦ θανάτου, τά λουτρά ἐκπέμπουν γλυκύτατο φῶς, ὑπόσχονται τή θαλπωρή τῆς ζωῆς.
Πόσο δελεαστική γίνεται τήν ὥρα αὐτή ἡ ἐπιλογή τῆς ζωῆς! Καί πόση δύναμη πρέπει νά διαθέτει ὁ ἄνθρωπος, γιά νά μπορεῖ νά βλέπει πίσω ἀπό αὐτό πού προσφέρεται ὡς ζωή τόν βέβαιο θάνατο καί πέρα ἀπό τόν φρικτό θάνατο τήν ἀληθινή ζωή! Οἱ μάρτυρες εἶχαν αὐτή τήν ὑπερκόσμια δύναμη. Τό ἀποδεικνύει ἡ σταθερή τους ἀντίσταση στόν πειρασμό. ῾Η ἐπίμονη ἄρνησή τους στό δέλεαρ τοῦ πονηροῦ, ἡ ὑπομονή τους στό μαρτύριο τούς ἀναδεικνύει πρότυπα καί παραδείγματα αὐτῆς τῆς ἀρετῆς. «Διότι ὑπομονετικός», λέει ὁ Μ. Βασίλειος, «δέν εἶναι αὐτός πού δέν ἔχει τά ἀναγκαῖα, ἀλλά αὐτός πού, ἐνῶ ἔχει ἄφθονα τά ἀγαθά, δέχεται νά ὑπομείνει τά δεινά».
῞Οσο περνοῦν οἱ ὧρες, τόσο σκληρότερος γίνεται ὁ πειρασμός. ῾Ο ἴδιος ὁ διάβολος, ὁ ἐπινοητής τοῦ φοβεροῦ αὐτοῦ πειρασμοῦ, μέ λύσσα καί πεῖσμα τρομερό σφυρίζει στά αὐτιά τῶν μαρτύρων· «Σέ λίγο χάνετε τή ζωή σας. Μαραίνεται ἡ νεανική σας δύναμη καί ὀμορφιά. Σβήνετε γιά πάντα. Καί ὅμως εἶναι τόσο εὔκολο νά ζήσετε. Κοντά σας ὑπάρχει ἡ ζωή. ᾿Εγκαταλεῖψτε, λοιπόν, τό πεδίο τοῦ θανάτου καί μπεῖτε στούς θαλάμους τῆς ζωῆς. Ποιό εἶναι τό μεγάλο κακό πού θά διαπράξετε; Θέλετε νά ζήσετε. ᾿Αλλά αὐτό εἶναι τό προνόμιο ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Κανένα δέν βλάπτετε μέ τό νά θέλετε νά ζήσετε. ᾿Εμπρός, λοιπόν! Μήν ἀργεῖτε. ῞Υστερα ἀπό λίγο θά εἶναι ἀργά. Θά μπεῖτε γιά πάντα στήν ἀφάνεια καί τόν ἐκμηδενισμό. Μύθος εἶναι ἡ αἰώνια ζωή καί ἡ εὐτυχία. Γιατί ἐσεῖς οἱ δίκαιοι καί ἐνάρετοι νά τιμωρεῖστε, νά θανατώνεστε τόσο σκληρά, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἄδικοι καί κακοί συνάδελφοί σας νά καλοπερνοῦν; Ποῦ εἶναι ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ; Γιατί δέν τιμωρεῖται, ἀλλά ζῆ μέ δόξα καί τιμή ὁ βασανιστής ᾿Αγρικόλας; Τί περιμένετε, λοιπόν; Εἶσθε νέοι. ῾Η ζωή εἶναι γλυκειά. Πρέπει νά τήν ἀπολαύσετε, νά τή χαρεῖτε. Τήν προσφέρει μόνο ἡ ἄρνηση καί ἡ εἴσοδος στό λουτρόϜ».
Οἱ γενναῖοι στρατιῶτες ἀγωνίζονται τόν διπλό ἀγώνα. ῾Ο ἕνας ἐνθαρρύνει τόν ἄλλο. ῾Η πίστη ἀμύνεται ἔντονα καί ἐξουδετερώνει τά βέλη τῆς πρόσκαιρης ζωῆς. Τά καθιστᾶ ἀνίκανα νά ἐγγίσουν τίς διάνοιες καί τίς καρδιές τῶν ἀποφασισμένων ἀθλητῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπίμονα ἐπαναλαμβάνουν· «ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ» (Μθ 4,10). Τό πνεῦμα ἐπιβάλλεται, κυριαρχεῖ στή σάρκα. Δέν ἐπιτρέπει καμία ὑποχώρηση στίς προκλήσεις, πού προσφέρονται μέ τό δόλωμα τῆς ζωῆς. ῎Εχουν τή δύναμη νά ἀτενίζουν τά λουτρά, νά βλέπουν τό φῶς, νά ἀκοῦν τίς φωνές τῶν στρατιωτῶν πού τούς προσκαλοῦν στή δῆθεν ζωή, καί νά παραμένουν στίς ἐπάλξεις τοῦ ἱεροῦ ἀγώνα. ῾Η θεία χάρη, πού συνεργάζεται μέ τή θέληση καί τόν ἀγώνα τῶν μαρτύρων, ὑψώνει φράγμα στήν ὁρμή τοῦ διαβόλου, χαλκεύει ἀσπίδα κατά τῶν βελῶν του. «Κύριε, μή εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλά ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ!» (Μθ 6,13).
5. ῾Ο λιποτάκτης
᾿Αλλά, τί κρίμα! Κάπου τό φράγμα σπάζει. ῞Ενας ἀπό τούς μάρτυρες κάμπτεται. Πέφτει στό τέχνασμα τοῦ διαβόλου. Τό φῶς, ἡ φωτιά, τό θερμό λουτρό δελεάζουν τό ταλαιπωρημένο σῶμα, πού σφαδάζει μέσα στούς ἀνυπόφορους πόνους τῆς ψύξεως. ῾Η ψυχή ἀτονεῖ κι ὁ νοῦς, πού μέχρι τώρα ἦταν μεταρσιωμένος καί προσηλωμένος στή δόξα τοῦ οὐρανοῦ, ἀρχίζει νά σκέπτεται τά γήινα. Μέ ἀγωνία παρακολουθοῦν τόν ἀγώνα του οἱ ἄγγελοι. Δέονται νά σταθεῖ γενναῖος στόν πειρασμό. Μέ λαχτάρα προσπαθοῦν νά τονώσουν τό φρόνημά του οἱ ἄλλοι συστρατιῶτες του. ᾿Εκεῖνος ὅμως μένει κουφός στά πυρωμένα λόγια τους. Μία μονάχα φωνή συγκινεῖ τήν ὕπαρξή του, ἡ φωνή τοῦ κόσμου αὐτοῦ. Μία ἀγωνία τόν συνέχει, νά σώσει τή ζωή του! ῎Εκανε ἤδη τήν ἐπιλογή του· γιά νά χαρεῖ τή γῆ, ξεπουλᾶ τόν οὐρανό. Καί ὁ Θεός -τί φοβερό!-σέβεται αὐτή τήν ἐπιλογή του, τόν ἀφήνει νά ἀποφασίσει μόνος του, διότι ἔπλασε ἐλεύθερο τόν ἄνθρωπο καί δέν ἐπεμβαίνει στήν ἐλευθερία του οὔτε γιά νά τόν σώσει, ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος δέν θέλει τή σωτηρία. «Φιλοψυχήσαντος», λοιπόν, «καί πρός τό πλησίον βαλανεῖον (= λουτρό) προσδραμόντος», ὅπως σημειώνει τό Συναξάριο, ξεκόβεται ἀπό τόν ἱερό χορό τῶν Σαράντα.
῾Ο λιποτάκτης στρατιώτης, λίγο πρίν ἀπό τή νίκη, χάνει ἀπό τά μάτια του τό οὐράνιο φῶς. Λησμονεῖ τή φλόγα τῆς θείας ἀγάπης, ἀδιαφορεῖ γιά τή θαλπωρή τῆς ἀγκαλιᾶς τοῦ οὐρανοῦ καί τρέχει νά χαρεῖ τή ζωή στή ζεστασιά τῶν λουτρῶν. ᾿Εγκαταλείπει τό πεδίο τοῦ ἀγώνα καί γίνεται λιποτάκτης. Τί πόνος αὐτός γιά τούς τριανταεννέα μαχητές! ῾Ο φίλος, ὁ ἀδελφός καί συναγωνιστής τους μέ τή θέλησή του κατατάσσεται στό στρατόπεδο τοῦ ᾿Αγρικόλα, τόν ὁποῖο κυβερνᾶ ὁ διάβολος. «᾿Ελεεινό θέαμα γιά τούς δικαίους», γράφει ὁ Μ. Βασίλειος, «ὁ στρατιώτης γίνεται φυγάς, ὁ ὑποψήφιος γιά τό βραβεῖο αἰχμάλωτος. Τό πρόβατο τοῦ Χριστοῦ συλλαμβάνεται ἀπό τό θηρίο».
Πόσο ἀκριβά πληρώνει τά θύματά της ἡ ἀποστασία ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ! «Τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ρω 6,23), βεβαιώνει λιτά ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Αὐτό ἀκριβῶς, τό θάνατο, κερδίζει μέ τή λιποταξία του καί ἕνας ἀπό τούς Σαράντα. Μόλις μπαίνει στά λουτρά, τό παγωμένο σῶμα του ἀδυνατεῖ νά ἀντέξει τή θερμότητα. Διαλύεται καί πεθαίνει μέ φρικτό θάνατο ὁ ταλαίπωρος! ῎Εχασε τήν αἰώνια ζωή, ἀλλά δέν ἀπήλαυσε οὔτε καί τήν πρόσκαιρη. Πέθανε στήν παράβαση, στήν προδοσία. Ποιός θάνατος εἶναι φοβερότερος ἀπ᾿ αὐτόν;
Θλίβεται ὁ οὐρανός καί οἱ ἄγγελοι. Θρηνοῦν οἱ μάρτυρες τήν ἀπώλεια τοῦ συναδέλφου τους. ᾿Επισκιάζεται ἡ δόξα τοῦ μαρτυρίου. ῾Ο σατανᾶς χαίρεται, σαρκάζει, γιορτάζει τή νίκη του, διότι μεταξύ τῶν μαρτύρων ἀπέκτησε τόν ᾿Ιούδα του. Γελᾶ εἰς βάρος τοῦ λιποτάκτη.
Αὐτή εἶναι ἡ τακτική τοῦ ἀρχέκακου διαβόλου, λένε οἱ ἅγιοι πατέρες. Ραδιουργεῖ, ἀπατᾶ, κολακεύει μέ ποικίλους τρόπους, ἕως ὅτου ρίξει τόν ἄνθρωπο στήν ἁμαρτία. ᾿Αφοῦ τό κατορθώσει αὐτό, χαίρεται καί γελᾶ εἰς βάρος τῶν δυστυχισμένων ἐκείνων πού γίνονται σκλάβοι του. Τούς ἔχει πλέον στήν αἰώνια δουλεία. «Φέρνει μαζί μέ τή συμφορά καί τή ντροπή», γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, «καί χαίρεται μέ τήν ντροπή τοῦ ἀνθρώπου πού παρασύρθηκε. Διότι ποτέ ἐκεῖνος δέν γίνεται φίλος καί σύμμαχος. Τότε ὑποκρίνεται τόν φίλο, ὅταν θελήσει νά τόν ντύσει μέ τή μάσκα τῆς ἀπάτης».
Νικητής τώρα ὁ πονηρός λέγει στό ὄργανό του, τόν ᾿Αγρικόλα· «᾿Αγρικόλα, παιδί μου, χαῖρε. ῞Ο,τι δέν κατόρθωσες ἐσύ μέ ὑποσχέσεις, κολακεῖες, ἀπειλές καί μύρια βασανιστήρια, τό κατόρθωσα ἐγώ. Νά ἕνας πού φεύγει ἀπό τό θάνατο καί ἔρχεται στή ζωή, γιά νά χάσει τήν αἰώνια ζωή καί νά ἀπολαύσει τόν αἰώνιο θάνατο!»
῾Η λιποταξία τοῦ στρατιώτη ἀπό τήν παράταξη τῶν μαρτύρων καί ἡ θεληματική παράδοσή του στό στρατόπεδο τῶν προδοτῶν, στό κάτεργο τοῦ διαβόλου, θά παρέμενε ἀνεξήγητη, ὅπως κάθε λιποταξία, ἐάν δέν λαμβάναμε ὑπόψη μας τήν ὕπαρξη τοῦ διαβόλου. Αὐτός μέ κάθε τρόπο θέλει νά ἀποσπάσει τόν ἀγωνιστή τοῦ καλοῦ ἀπό τό φῶς καί τή ζωή καί νά τόν ὁδηγήσει στό σκοτάδι καί τό θάνατο. ῾Ο θεόπνευστος εὐαγγελιστής Λουκᾶς, καθώς ἱστορεῖ τά γεγονότα τοῦ Πάθους, κάνει μία διαφωτιστική ἀποκάλυψη γιά τήν ψυχολογία τοῦ προδότη. ᾿Αναφερόμενος στόν λιποτάκτη μαθητή τοῦ Κυρίου, γράφει· «Εἰσῆλθε δέ ὁ σατανᾶς εἰς ᾿Ιούδαν» (Λκ 22,3). ῾Ο ἴδιος ἀσφαλῶς ὁ σατανᾶς μπῆκε καί στήν καρδιά τοῦ ἀγωνιστῆ, γιά νά τήν ἀποπροσανατολίσει ἀπό τούς ὑψηλούς στόχους της καί νά τῆς στερήσει γιά πάντα τή δόξα τοῦ παραδείσου. Διότι ὁ διάβολος φθονεῖ καί μισεῖ θανάσιμα ὅ,τι μεγάλο καί ἱερό.
Πῶς τάχα ἔγινε ἡ θανατηφόρα εἴσοδος τοῦ πονηροῦ στήν ψυχή τοῦ στρατιώτη; Πῶς κατόρθωσε νά ἐξουδετερώσει τή γενναία ἀντίστασή του καί νά τόν μεταβάλει σέ λιποτάκτη; ᾿Ασφαλῶς θά προηγήθηκε κάποια πάλη. ῾Η φαντασία μας ζωγραφίζει τήν πάλη αὐτή. ῾Ο διάβολος ἀγωνίζεται νά μπεῖ στήν καρδιά τοῦ ἀθλητῆ. Πῶς ὅμως νά βρεῖ πρόσβαση; Οἱ πόρτες εἶναι κλειστές, ὁ πύργος ἰσχυρός. ῾Ο μαχητής ἔνοπλος διώχνει τόν πειρασμό. ῾Ο διάβολος νικιέται. Μετά τήν ἥττα του ὅμως δέν ἀπομακρύνεται. «Μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός» (Β´ Κο 11,14). Μέ νέα μορφή ἔρχεται τώρα νά ψιθυρίσει στό ἄλλο αὐτί τοῦ μαχητῆ· «Εὖγε! Σωστά τόν ἀπέκρουσες, τόν νίκησες. Εἶσαι ἥρωας, εἶσαι ἀκατάβλητος. Λίγοι ἀγωνίστηκαν γιά τόν Χριστό ὅπως ἐσύ. ῎Η, μᾶλλον, ἐσύ τούς ξεπέρασες ὅλους. Θά καθίσεις στό θρόνο τοῦ Χριστοῦ ὡς συμβασιλιάς! ῎Εχεις ἀκόμη τή δύναμη νά ἀτενίζεις τά λουτρά. Τί δυστυχισμένοι οἱ φύλακες! ᾿Εσύ εἶσαι ἀνώτερος ἀπ᾿ ὅλους. Εὖγε! Εὖγε!».
Αὐτό ἦταν. Τό παράθυρο ἄνοιξε. ῾Η ἀσφάλεια τοῦ πιστοῦ, ἡ θεία ταπεινοφροσύνη, κάμφθηκε. ᾿Ανενόχλητη τώρα ἡ ὑπερηφάνεια ἀνοίγει διάπλατα τό δρόμο στό διάβολο. Κι ἐκεῖνος μεταμορφωμένος καί στολισμένος μέ λευκά φτερά μπαίνει στήν καρδιά τοῦ ἀγωνιστῆ. ῾Ο πύργος κυριεύεται. ῾Ο ἀγωνιστής συλλαμβάνεται. ῾Ο γενναῖος δειλιάζει καί γίνεται λιποτάκτης, προδότης, ἕρμαιο τοῦ διαβόλου. ῎Αχ, καταραμένη ὑπερηφάνεια. Σέ μιά στιγμή σώριασες σέ θλιβερά ἐρείπια ὅ,τι μέ κόπο συλλέχθηκε καί μέ σοφία χτιζόταν χρόνια ὁλόκληρα. ᾿Εξανέμισες σ᾿ ἕνα λεπτό τά πνευματικά πλούτη. Κατέστησες τραγικό ἐπίχαρμα τοῦ πονηροῦ τόν ἅγιο τοῦ Θεοῦ!
Μεγάλοι ἅγιοι καί ὅσιοι φοβήθηκαν τήν ὑπερηφάνεια ὡς τόν πιό ὕπουλο ἐχθρό τῆς σωτηρίας καί ὅσο περισσότερο ἀνέβαιναν στά ὕψη τῆς ἁγιότητας, τόσο πιό πολύ θεωροῦσαν τόν ἑαυτό τους μικρό κι ἀνάξιο καί τιποτένιο. Εἶναι ἀδιάψευστος ὁ λόγος τοῦ Κυρίου· «πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται, καί ὁ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται» (Λκ 14,11). Πολλοί ἄνθρωποι μέ τήν χριστομίμητη ταπεινοφροσύνη ἀνυψώθηκαν σέ θεϊκά ὕψη, ἐνῶ πολλοί ἄλλοι μέ τήν ἑωσφορική ὑπερηφάνεια ἀπό τά ὕψη γκρεμίστηκαν μέ πάταγο στά πέταυρα τοῦ ἅδη. ῾Ο Μ. ᾿Αντώνιος μέ δάκρυα ἀναστέναζε κάθε φορά πού πληροφοροῦνταν τήν πτώση κάποιου πιστοῦ καί ἐναγώνια συνιστοῦσε στούς μαθητές του νά ἐγκολπωθοῦν τήν ἁγία ταπεινοφροσύνη. «Μόνο μέ τή δική της καθοδήγηση», ἔλεγε, «θά μπορέσετε νά φυλαχτεῖτε ἀπό τίς ἁπλωμένες παγίδες τοῦ πονηροῦ». ῎Απειρα παραδείγματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας ἐπιβεβαιώνουν τό λόγο.
6. ῾Ο δήμιος στέφεται μάρτυρας
Στή λίμνη τώρα ἔμειναν τριανταεννέα οἱ μάρτυρες. Δέν εἶχε εἰσακουστεῖ, λοιπόν, ἡ προσευχή τους; Δέν συγκίνησε τόν Θεό τό καυτό αἴτημά τους νά πᾶνε σαράντα στόν οὐρανό ὅπως ἦταν καί στή γῆ; Καί, βέβαια, εἰσακούστηκαν. Δέν ἀδιαφορεῖ ὁ Θεός γιά τούς ἅγιους πόθους καί τίς ἱερές ἐπιθυμίες, πού τοῦ ἐμπιστεύονται τά παιδιά του. ᾿Εξάλλου -τό εἴπαμε ἤδη- εἶχε δώσει ἐντολή στούς ἀγγέλους του σαράντα στεφάνια νά ἑτοιμάσουν. ῾Η ἱερή παράταξη ἔπρεπε νά μείνει ἀκέραια, χωρίς καμιά ἀπώλεια. Κι ἄν ἔσπασε τόν ἱερό χορό ὁ λιποτάκτης καί δημιούργησε κενό μέ τήν ἀποστασία του, θά συμπληρωθεῖ καί πάλι ὁ χορός, θά ἐξαλειφθεῖ τό κενό. Πῶς; Μέ ἕνα θαῦμα. Διότι ἡ νέα πίστη ξεκίνησε ἀπό θαῦμα, κατευθύνεται μέ θαῦμα καί νικᾶ μέ τό θαῦμα. Ποιό εἶναι τό θαῦμα; Νά, πῶς τό διέσωσε ἡ ἱστορία·
Πρίν ἀκόμη ἐκδηλωθεῖ ἡ δειλία τοῦ λιποτάκτη, τό θάρρος καί ἡ χαρά μέ τά ὁποῖα οἱ μάρτυρες ἀντιμετώπιζαν τό φρικτό βασανιστήριο, συγκίνησαν τήν ψυχή ἑνός ἀπό τούς στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐγκατασταθεῖ ὡς φρουροί στά λουτρά. ᾿Ενῶ οἱ ἄλλοι φρουροί ἀδιαφοροῦν καί μένουν ἀπαθεῖς καί ἀνάλγητοι μπροστά στό ἀπαίσιο ἔγκλημα πού διαπράττεται σέ βάρος σαράντα ἀθώων ὑπάρξεων, ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς, ὁ ᾿Αγλάιος, ἔχει μεγάλη ἀγωνία. Μιά ἱερή ἀνησυχία ξεσήκωσε στήν καρδιά του τό μαρτύριο τῶν ἀθλητῶν. Δέν μπορεῖ νά ἡσυχάσει. Τό βλέμμα του, τήν προσοχή του, τήν καρδιά του μαγνητίζουν οἱ μάρτυρες. Θερμαίνεται τό σῶμα του στή φωτιά τοῦ λουτροῦ, ἀλλά ἡ σκέψη τόν μεταφέρει στήν παγωμένη λίμνη μαζί μέ τούς μάρτυρες. Τό βλέμμα του καρφωμένο στό παράθυρο τοῦ λουτροῦ τούς παρακολουθεῖ ἀκατάπαυστα. ῎Ηδη ἡ ἱερή ἀνησυχία κατεργάζεται τή σωτηρία του, ἡ ὁποία θά συντελεστεῖ μέ θαῦμα, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει καιρός οὔτε καί ἄλλος τρόπος.
Καί νά τό θαῦμα! Στόν οὐρανό προβάλλει ἕνα μυστηριῶδες καί ἀνεξήγητο φῶς, πού φωτίζει λαμπρά τό στερέωμα. Σαράντα παλληκάρια ντυμένα μέ ὁλόλευκα ροῦχα βγαίνουν ἀπό τό θεῖο αὐτό φῶς καί κατεβαίνουν στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου. ῾Ο καθένας κρατᾶ στό χέρι του ἕνα ὡραιότατο ἀστραφτερό στεφάνι. Εἶναι ἄγγελοι, πού κατεβαίνουν νά στεφανώσουν τούς νικητές. ῾Ο ᾿Αγλάιος κατάπληκτος παρατηρεῖ τό μεγαλειῶδες θέαμα. Ξαφνικά ὅμως συμβαίνει κάτι τό θλιβερό. Βλέπει τόν ἕναν ἀπό τούς ἀγγέλους λυπημένο καί ἕτοιμο νά ἐπιστρέψει στόν οὐρανό, κρατώντας στά χέρια του τό ἀκτινοβόλο στεφάνι. Δέν ὑπάρχει γι᾿ αὐτόν ἀθλητής. ῏Ηταν ἀκριβῶς ἡ στιγμή κατά τήν ὁποία ὁ λιποτάκτης ἐγκατέλειπε τόν τόπο τοῦ μαρτυρίου καί ἔτρεχε πρός τά λουτρά φωνάζοντας· «Σῶστε με! ᾿Αρνοῦμαι τόν Χριστό. Εἶμαι πρόθυμος νά θυσιάσω στά εἴδωλα».
῾Ο ᾿Αγλάιος ἑρμηνεύει τή θεία ὀπτασία· ῾Ο ἄγγελος κρατᾶ τό στεφάνι τοῦ φυγᾶ στρατιώτη. ῾Η καρδιά τοῦ φρουροῦ φωτισμένη μέ τή θεία χάρη φλογίζεται ἀπό τήν πίστη καί χτυπᾶ δυνατά. ῾Η ὕπαρξή του συγκλονίζεται. Δέν χάνει καιρό. Βγάζει τά ροῦχα του καί τρέχει νά πάρει τή θέση τοῦ λιποτάκτη στό μαρτύριο, καταθέτοντας τή θαρραλέα ὁμολογία· «Εἶμαι χριστιανός!». ῾Η φωνή του ἀντηχεῖ πάνω στήν παγωμένη λίμνη. ῾Ο ἀντίλαλός της φθάνει στά οὐράνια καί ὁ λυπημένος ἄγγελος μέ χαρά ἐπιστρέφει, γιά νά στεφανώσει τήν κεφαλή τοῦ νέου μάρτυρα. Σκιρτᾶ ἡ ψυχή τοῦ νεοφώτιστου χριστιανοῦ. ᾿Αγάλλονται οἱ τριανταεννέα μάρτυρες. ῾Η προσευχή τους εἰσακούστηκε. Εὐχαριστοῦν τόν ἀρχιστράτηγό τους Χριστό καί καλωσορίζουν τόν νέο ἀθλητή τοῦ θείου ἀγώνα. Χαίρεται ὁ οὐρανός!
῾Ο σατανᾶς συντρίφτηκε. Τά λουτρά, τά ὁποῖα θέλησε νά χρησιμοποιήσει ὡς δόλωμα κατά τῶν μαρτύρων, ἔγιναν γι᾿ αὐτόν τό μέσο συντριβῆς καί καταισχύνης. ᾿Εκεῖ ὁ φρουρός ᾿Αγλάιος ἔζησε ἕνα νέο ὅραμα τῆς Δαμασκοῦ. Γνώρισε τήν ἀλήθεια, κατέφυγε στόν Δεσπότη, συναριθμήθηκε μέ τούς μάρτυρες. «Μέσα σέ μιά στιγμή ἔγινε προσήλυτος, ὁμολογητής, μάρτυρας καί δέχθηκε τό λουτρό τῆς παλιγγενεσίας μέ τό ἴδιο του τό αἷμα πού δέν χύθηκε, ἀλλά νεκρώθηκε ἀπό τόν πάγο», θαυμάζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος. Καί ὁ Μ. Βασίλειος, παραβάλλοντας τήν ἑτοιμότητα τοῦ πρώην δημίου μ᾿ ἐκείνη τῶν μαχομένων στρατιωτῶν, σημειώνει· «῎Ετσι μιμήθηκε τούς στρατιῶτες πού ἀγωνίζονται στήν πρώτη γραμμή καί οἱ ὁποῖοι ἀμέσως συμπληρώνουν τή θέση αὐτοῦ πού ἔπεσε στή μάχη, ὥστε νά μή διασπαστεῖ ἡ παράταξή τους». ῞Οπως ἄλλοτε τή θέση τοῦ ᾿Ιούδα πῆρε ὁ Ματθίας καί ὁ διώκτης Σαούλ ἔγινε ὁ ἀπόστολος καί εὐαγγελιστής τῶν ἐθνῶν Παῦλος, ἔτσι τώρα ὁ φύλακας πιστεύει στό ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί παίρνει τή θέση τοῦ λιποτάκτη. ῾Ο δήμιος στεφανώνεται ὡς μάρτυρας.
7. ᾿Από τήν ὀδύνη στό θρίαμβο
῾Η μάχη τοῦ τρομεροῦ πόνου καί τοῦ φρικτοῦ βασανιστηρίου κορυφώνεται, ἀλλά οἱ μάρτυρες μένουν ἀκλόνητοι. Τά μέλη ἀρχίζουν καί ξηραίνονται ἀπό τό πάγωμα τοῦ αἵματος. Οἱ ἀθλητές διατηροῦν τό φρόνημα γενναῖο. ῎Αγγελοι, ἄνθρωποι καί δαίμονες ἀγωνιοῦν μπροστά στό θέαμα. Οἱ ἄγγελοι περιμένουν τό χωρισμό τῶν ψυχῶν ἀπό τά σώματα, γιά νά τίς παραλάβουν πανηγυρικά μέ θεϊκή ψαλμωδία καί νά τίς μεταφέρουν στήν αἰώνια κληρονομιά τῆς μακαριότητας. Οἱ ἄνθρωποι περιμένουν νά δοῦν τό τέλος καί τήν ἀντοχή τῶν μαρτύρων. Οἱ δαίμονες μέ μεγάλη ἐπιθυμία περιμένουν νά δοῦν τήν πτώση καί τήν καταστροφή τῶν ἱερῶν καταδίκων.
Τά σώματα τῶν ἀθλητῶν δέν ἀντέχουν πιά. ᾿Αρχίζουν νά πέφτουν στήν παγωμένη λίμνη χωρίς νά αἰσθάνονται καί νά ὁρίζουν τά ἄκρα τους. Τά δάχτυλα ἐξαιτίας τοῦ ψύχους στάζουν αἷμα καί λίγο-λίγο κόβονται. ῞Ολα τά μέλη τοῦ σώματος γίνονται κομμάτια. ῾Η σάρκα μελανιάζει, φουσκώνει, σχίζεται καί ἀποσπᾶται ἀπό τά κόκκαλα. ῎Εσβησε ἡ σωματική δύναμη ἐκείνων πού ἄλλοτε «ἐγενήθησαν ἰσχυροί ἐν πολέμῳ» (῾Εβ 11,34). ᾿Απονεκρωμένα κείτονται τά ἡρωικά κορμιά, πού διάβαιναν βουνά καί πεδιάδες, ὑψώνοντας τρόπαια νίκης στά πεδία τῶν μαχῶν, πού σάν ἀτρόμητα λιοντάρια καί ἀγέρωχοι χρυσαετοί δημιούργησαν ἕνα θρύλο ἀνδρείας καί ἀρετῆς. Δέν μποροῦν πιά νά σταθοῦν ὄρθιοι ἐκεῖνοι πού ἄλλοτε μέ ἕνα σφύριγμα ξυπνοῦσαν, ἀρματώνονταν σέ λίγα λεπτά, ἀνέβαιναν στήν κορυφή τοῦ βουνοῦ καί συνέτριβαν ἰσχυρές παρατάξεις βαρβάρων. Τώρα τά ἀνδρειωμένα χέρια εἶναι παράλυτα. Τά ἀτσαλένια πόδια δέν κινοῦνται. ῾Η φυσική θερμότητα ἐξαντλήθηκε, ἐνῶ ἔμεινε ἄσβεστη καί φλογερή ἡ πίστη στόν Χριστό, πού πυρακτώνεται στό καμίνι τῆς θείας ἀγάπης. Αὐτή ἡ μυστική φωτιά, πού δέν ἀντιλήφθηκε ὁ ᾿Αγρικόλας οὔτε κανείς ἄλλος ἀπό τούς πολλούς ποικιλώνυμους διῶκτες, ἔμεινε ζωντανή καί φωτεινή. Διέλυσε τούς πάγους τῆς λίμνης καί φώτισε τό σκοτάδι τῆς νύχτας.
Σάν δένδρα ξερριζωμένα ἀπό ὁρμητικό ἄνεμο καί ριγμένα στή γῆ μοιάζουν οἱ μάρτυρες, «τά εὐγενῆ φυτά τοῦ παραδείσου, τά στολίδια τοῦ γένους, οἱ ρίζες τῆς δικῆς μας βλαστήσεως, οἱ ὁπλίτες τοῦ Παύλου, οἱ δορυφόροι τοῦ Χριστοῦ, οἱ καταλυτές τῶν βωμῶν, οἱ οἰκοδόμοι τῶν ἐκκλησιῶν, αὐτοί πού στρατολογήθηκαν νά πολεμοῦν ἐναντίον τῶν βαρβάρων καί πού τελείωσαν τόν ἀγώνα ἐναντίον τοῦ κοινοῦ ἐχθροῦ τῆς ἀνθρωπότητας», τούς ἐγκωμιάζει μέ κατάνυξη καί ἔξαρση ὁ ἅγιος Γρηγόριος.
Θά νόμιζε κανείς ὅτι ἡ λίμνη μεταβλήθηκε σέ οὐρανό καί οἱ μάρτυρες σέ ἀστέρια. ῾Η λίμνη διαγωνίστηκε μέ τόν οὐρανό καί τόν ξεπέρασε τή νύχτα ἐκείνη, διότι τά ἀστέρια της ἀποδείχτηκαν λαμπρότερα. Στόν ἀστροστόλιστο οὐρανό τό κάθε ἀστέρι, ἐκτός ἀπό τή λάμψη του, παίρνει καί κάτι ἀπό τήν ἀκτινοβολία τῶν ἄλλων ἀστεριῶν καί γίνεται ἀκόμη πιό λαμπρό καί φωτεινό. Παρόμοια στήν περίπτωση τῶν μαρτύρων, ἐκτός ἀπό τή λάμψη τοῦ καθενός, ἡ κοινή ὁμολογία, τό κοινό μαρτύριο προσδίδουν στόν καθένα τή δόξα ὅλων.
8. ῾Η τελευταία πρόκληση
Τό πρωί ὁ ᾿Αγρικόλας μέ τή συνοδεία του κατευθύνεται πρός τή λίμνη, τό πεδίο τῆς ἡρωικῆς μάχης. Πλῆθος ἀνθρώπων τόν ἀκολουθοῦν, ἄλλοι ἀπό συμπάθεια καί ἄλλοι ἀπό περιέργεια.
῾Ο ἀπάνθρωπος τύραννος εἶναι δύσθυμος. Αἰσθάνεται ταπεινωμένος, διότι νικήθηκε ἀπό τήν ὁμολογία τῶν μαρτύρων στό δικαστήριο, στή φυλακή, στά βασανιστήρια. Τρέμει καί φρίττει μπροστά στό μεγαλειῶδες θέαμα. Σαράντα κορμιά γενναίων παλληκαριῶν ξαπλωμένα στήν παγωμένη λίμνη! ῾Η ἀποκορύφωση τῆς ἱερῆς αὐτῆς νίκης ὑπογραμμίζει περισσότερο τή δική του ἥττα.
᾿Αλλά πόση ἦταν ἡ κατάπληξή του, ὅταν μεταξύ τῶν μαρτύρων ἀντίκρυσε τόν φύλακα ᾿Αγλάιο, τόν πιστό καί ἀφοσιωμένο ἄνδρα τῆς φρουρᾶς του! Μελάνιασε περισσότερο ἀπό τά παγωμένα σώματα. Οἱ ἄλλοι φύλακες τοῦ διηγοῦνται τίς λεπτομέρειες τῆς μεταστροφῆς τοῦ ᾿Αγλάιου. ῾Ο ἄγριος ἔπαρχος κυριολεκτικά λυσσομανεῖ. Τά σώματα τῶν Μαρτύρων εἶναι γι᾿ αὐτόν ἀνυπόφορη πρόκληση. Δέν ἀνέχεται νά τά βλέπει. ᾿Αλλά ἐνῶ νομίζει ὅτι βρίσκεται μπροστά σέ νεκρά σώματα, τά ὁποῖα κατά τή γνώμη του θά ἔπρεπε πρίν ἀπό τά μεσάνυχτα νά εἴχαν πεθάνει, ἀντιλαμβάνεται ὅτι οἱ κατάδικοι δέν ξεψύχησαν. ῾Υπάρχει ἀκόμη ζωή στά ἀναίσθητα σώματά τους. Σκιρτᾶ ἀπό τή χαρά του.
- ῾Η φωτιά, κράζει, εἶναι ἐκείνη πού θά ἐπαναφέρει τίς αἰσθήσεις τους, γιά νά αἰσθανθοῦν τούς φρικτότατους πόνους ὕστερα ἀπό τό πάγωμα!
Δίνει ἀμέσως ἐντολή νά ἀνάψουν μεγάλη φωτιά κοντά στή λίμνη κι ἐκεῖ διατάσσει νά ριχτοῦν τά οἰκητήρια τῶν ἁγίων ψυχῶν. Μέ τόν τρόπο αὐτό, σημειώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ὁ ᾿Αγρικόλας μιμεῖται τά ἄγρια θηρία, τά ὁποῖα κομματιάζουν καί τό ροῦχο τοῦ καταδιωκόμενου ἀνθρώπου.
᾿Αλλ᾿ ἡ χαρά τοῦ ᾿Αγρικόλα διακόπτεται ἀπό μιά φωνή, πού ξαφνικά ἀκούγεται μέσα ἀπό τό σωρό τῶν παγωμένων σωμάτων. ῏Ηταν φωνή γλυκειά κι ἀδύναμη, μά στ᾿ αὐτιά τοῦ ἐπάρχου ἀκούστηκε φοβερή καί ἀπειλητική·
- Δέν φοβοῦμαι πιά τή σκληρότητά σου! ῞Οσο οἱ ψυχές ἦταν μέσα στά σώματα πού πάγωναν, φοβόμουν μήπως ἡ ὑπερβολή τοῦ βασανιστηρίου νικήσει τήν ἀνδρεία τῶν εὐσεβῶν. Τώρα πού πέρασε αὐτός ὁ φόβος, κάνε ὅ,τι θέλεις τόν πηλό πού ἀπόμεινε. ᾿Ακόμη καί νά γευτεῖς τίς σάρκες μου δέν μέ μέλλει, διότι οἱ ἄγριες προσβολές τῶν ἐχθρῶν εἶναι ἀκριβῶς ἀποδείξεις τῆς ἀνδρείας τῶν νικητῶν.
῏Ηταν ὁ ἡρωικός Μελίτων, μονάκριβος γιός χριστιανῆς χήρας. Αὐτός ἦταν ὁ νεότερος ἀπό τούς σαράντα. ῾Η γλυκειά καί συμπαθητική μορφή του παρόλο τό μαρτύριο διατηροῦσε τήν παρθενική νεανική της ἀκτινοβολία. ῞Ολοι ἔμειναν κατάπληκτοι, θαυμάζοντας τήν ἀνδρεία τοῦ νεαροῦ Μελίτωνα. ῾Ο ἔπαρχος ἄναψε ἀπό τό πυρφόρο βέλος, πού ἔρριξε ὁ γενναῖος ἀθλητής, σάν νά μπῆκε ὁ ἴδιος στή φωτιά. Πῶς νά τόν ἐκδικηθεῖ; Νά τόν τιμωρήσει; Νά τόν βασανίσει περισσότερο; ᾿Αστραπιαῖα σκοτίζεται ἀπό τό διάβολο καί διατάζει νά μή ριχθεῖ ὁ Μελίτωνας στή φωτιά, ἀλλά νά δοθεῖ στή μητέρα του, ἡ ὁποία κατοικοῦσε στήν πόλη τῆς Σεβάστειας, γιά νά τόν περιθάλψει αὐτή, ὥστε νά ἐπιζήσει. ῎Ετσι θά μποροῦσε νά συνεχίσει τά βασανιστήρια καί, πιθανόν, θά τόν ἀνάγκαζε νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό.
9. Μητέρα μάρτυρα
῞Οταν ἡ μητέρα τοῦ μάρτυρα Μελίτωνα ἄκουσε τή διαταγή τοῦ ᾿Αγρικόλα καί εἶδε νά τοποθετοῦνται στά ἁμάξια τά τίμια σώματα τῶν μαρτύρων, γιά νά ριχτοῦν στή φωτιά χωρίς νά συμπεριλαμβάνεται σ᾿ αὐτά ὁ γιός της, διέσχισε μέ λαχτάρα τά πλήθη καί ἦλθε κοντά στό παιδί της. Εἶδε τόν μονογενῆ της, τά τρυφερά σπλάγχνα της, τή μοναδική ἐλπίδα καί τό στήριγμά της σέ ἐλεεινή κατάσταση. ῏Ηταν μελανιασμένος, ἀκίνητος, παράλυτος. Μόλις ἀνέπνεε. ῾Ο ἑτοιμοθάνατος στήλωσε τό βλέμμα στή μητέρα του. Καί ἐκείνη; ῎Ω ἐκείνη! Τί ἔκανε; Σκίρτησαν τά μητρικά σπλάγχνα της; Συγκινήθηκε ἡ στοργική καρδιά της; Μήπως ἄρχισε νά κλαίει, νά ὀδύρεται, νά σχίζει τά ροῦχα της καί νά ξερριζώνει τά μαλλιά της; Μήπως τόν ἅρπαξε στή θερμή ἀγκαλιά της καί ἄρχισε νά τόν φιλᾶ χύνοντας δάκρυα, γιά νά ἀναζωογονήσει τό μαραμένο λουλούδι της, πού ἤδη εἶχε ἀρχίσει νά σβήνει; ῎Οχι! Τίποτε ἀπ᾿ ὅλα αὐτά δέν συνέβη. ᾿Αγαποῦσε τό παιδί της. Μάλιστα, ὡς χριστιανή μητέρα τό ἀγαποῦσε ἀληθινά, πνευματικά, δίνοντας προτεραιότητα στήν ψυχή του. Κι ἐπειδή αὐτή ἡ ψυχή κινδύνευε ἀπό τή στοργή καί τό ἐνδιαφέρον τοῦ τυράννου, ἡ χριστιανή μάνα θά ἔκανε τό πᾶν, γιά νά τή σώσει.
῎Αν ἦταν ἄλλη μητέρα, ἀσφαλῶς θά βοηθοῦσε τούς στρατιῶτες πού ἦρθαν νά πάρουν τόν γιό της, γιά νά τόν φροντίσουν. Θά πάσχιζε νά τόν κρατήσει στή ζωή. Αὐτή, ἀντίθετα, τούς ἐμποδίζει. Σφίγγει τήν πιστή καρδιά της καί σάν τόν πατριάρχη ᾿Αβραάμ ὁδηγεῖ ἡ ἴδια τό παιδί της στή θυσία. Μέ ἀξιοθαύμαστη ψυχραιμία ἐνισχύει τό γιό της· «Γλυκό μου παιδί, ἔχε θάρρος καί δύναμη. Τώρα πιά εἶσαι παιδί τοῦ οὐράνιου Πατέρα. Κάνε ἀκόμη λίγη ὑπομονή, γιά νά γίνεις τέλειος μάρτυρας τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Μή φοβηθεῖς τό θάνατο, σύ, ὁ νικητής τόσων βασάνων. Μήν ξεχνᾶς, παιδί μου, ὅτι εἶσαι βλάστημα τῆς ὀδύνης τοῦ σταυροῦ. Σκέψου τόν Κύριο στό σταυρό. Μή φανεῖς κατώτερος ἀπό τούς συστρατιῶτες σου, οἱ ὁποῖοι μεταφέρονται, γιά νά καοῦν τά σώματα καί νά στεφανωθοῦν οἱ ψυχές τους. ῾Ο Χριστός βρίσκεται κοντά σου ἀόρατα. Εἶναι βοηθός σου. ῎Επειτα ἀπό λίγο θά ἀπαλλαγεῖς ἀπό κάθε πόνο καί θά μπεῖς στήν αἰώνια χαρά καί εὐτυχία. ῾Η ἀνδρεία σου νίκησε τά μαρτύρια. Θά ἀπολαύσεις τήν ἀνέκφραστη εὐφροσύνη καί θά συμβασιλεύσεις μέ τόν Χριστό. Τότε νά πρεσβεύεις καί γιά μένα, τή μητέρα σου, ἀγαπημένο μου παιδί».
῾Ο γενναῖος μάρτυρας ἀκούει μέ ἀνακούφιση τά ἐνθαρρυντικά λόγια τῆς ἡρωίδας μητέρας. Καταβάλλει προσπάθεια νά μιλήσει, ἀλλά δέν μπορεῖ. Μέ τό βλέμμα δείχνει στή μητέρα του τίς φλόγες καί τόν οὐρανό. ᾿Εκείνη κατάλαβε. ῾Ο γιός της ζητοῦσε τούς συντρόφους του. ᾿Επιθυμοῦσε καί αὐτός νά ριχθεῖ στή φωτιά καί μαζί μ᾿ ἐκείνους ν᾿ ἀνεβεῖ στόν οὐρανό. Κι ἔκανε τότε ἡ χριστιανή μάνα κάτι πού μόνο μία ἡρωίδα θά μποροῦσε νά πραγματοποιήσει. ᾿Ενισχυμένη ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα καί μέ τή βοήθεια ἄλλων χριστιανῶν, μεταφέρει τόν γιό της καί τόν τοποθετεῖ στίς ἅμαξες, πού θά μετέφεραν στή φωτιά τούς ἄλλους στρατιῶτες. «Δέν ἄφησε νά τῆς ξεφύγουν δάκρυα ἀπρεπῆ», θαυμάζει ὁ Μ. Βασίλειος· «Δέν ξεστόμισε τίποτε ταπεινό καί ἀνάξιο τῆς περιστάσεως. ᾿Αλλά συμβούλευσε τό βλαστό της· "Βάδισε, παιδί μου, στόν ὡραῖο δρόμο τῆς αἰώνιας ζωῆς μαζί μέ τούς φίλους καί ἀδελφούς σου, γιά νά μπεῖτε ὅλοι μαζί στό χορό τοῦ οὐρανοῦ καί νά παρουσιαστεῖτε μαζί στόν Δεσπότη Χριστό. Μή μείνεις μόνο ἐσύ ἀστεφάνωτος. ῎Εφθασε πιά στό τέλος του ὁ πειρασμός. ῾Υπόμεινε τή φωτιά, ὅπως ὑπέμεινες τό ψύχος, γιά νά κερδίσεις καί τήν αἰώνια χαρά"». Καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀκούει τή μαρτυρική μητέρα νά παροτρύνει τό βλαστό της· «Μήν ἀφήσεις ἀνολοκλήρωτη τή μητρική εὐχή. ῾Ο θάνατός σου δέν θά λυπήσει τή μητέρα σου, διότι θά σέ καμαρώσει στεφανηφόρο καί νικητή τροπαιοῦχο».
Οἱ στρατιῶτες θέλησαν νά κατεβάσουν ἀπό τήν ἅμαξα τό σῶμα τοῦ μάρτυρα, γιά νά τό περιποιηθοῦν, ἀλλά εἶδαν ὅτι εἶχε ἤδη ξεψυχήσει. ῞Οταν ἡ φιλόθεη μητέρα του τόν κρατοῦσε στήν ἀγκαλιά της καί τοῦ ἔδινε τήν τελευταία εὐχή της, τότε ἡ ψυχή του ἀνέβηκε στούς οὐρανούς μαζί μέ τίς ἄλλες ψυχές, ἐνῶ τό σῶμα του συναντοῦσε τά σώματα τῶν συντρόφων του. ῾Η καρδιά τῆς μητέρας σκίρτησε ἀπό χαρά καί ἀνακούφιση. ῾Ο γιός της δέν διέτρεχε πλέον κανένα κίνδυνο. Πράγματι, ὑπῆρξε βλαστάρι καλό ἀπό καλή ρίζα. Καί ἔτσι ἔδειξε ἡ γενναία μητέρα ὅτι «δόγμασιν εὐσεβείας ἐξέθρεψεν αὐτόν μᾶλλον ἤ γάλακτι». Ποιός δέν θαυμάζει μαζί μέ τούς μάρτυρες καί τή μεγαλόψυχη αὐτή μητέρα, ἡ ὁποία δίκαια μπορεῖ νά ὀνομαστεῖ μητέρα τῶν Μαρτύρων; Διότι ἀπό τέτοιες ἀγαθές καί ζωηφόρες ρίζες ἀνθίζουν τά εὔοσμα ἄνθη τῶν μαρτύρων καί προβάλλουν οἱ καρποί οἱ ἅγιοι καί ἀθάνατοι.
Τά ἅγια σώματα τῶν μαρτύρων μεταφέρονται μέ τά ἁμάξια, γιά νά ριχτοῦν στή φωτιά. ῾Η στιγμή εἶναι ἱερή. Συγκλονισμένος ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀναρωτιέται· «Ποιός λόγος θά μποροῦσε νά περιγράψει ἐκείνη τή θεία πομπή, ὅταν τά ἅγια σώματα ἐπάνω στά ἁμάξια ὁδηγοῦνταν στή φωτιά;». Πολλές φορές εἶχαν παρελάσει ὡς στρατιῶτες οἱ ἅγιοι Σαράντα Μάρτυρες. Παρήλαυναν κατά τίς γιορτές ἤ ἐπιστρέφοντας ἀπό τίς νίκες δαφνοστεφανωμένοι μέσα σέ χειροκροτήματα καί ἀλαλαγμούς. ῾Η παρέλαση ὅμως αὐτή εἶναι ἀσύγκριτα πιό μεγαλειώδης. Τήν παρακολουθεῖ ἀοράτως ὁ παμβασιλέας Χριστός. Τήν ἐπιδοκιμάζουν οἱ ἀρχιστράτηγοι τοῦ οὐρανοῦ. Τήν συνοδεύουν οἱ ἄγγελοι καί οἱ ἅγιοι χειροκροτώντας καί παιανίζοντας τούς θεϊκούς παιάνες. ᾿Αλλά καί οἱ ἄνθρωποι τῆς γῆς, πιστοί καί ἄπιστοι, τῆς πόλεως ἐκείνης καί ὅλων τῶν χωρῶν, τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καί ὅλων τῶν ἐποχῶν, στέκονται κατάπληκτοι καί συγκλονισμένοι μπροστά στή θεία πομπή.
10. Κονίστρα τῶν Μαρτύρων ὅλη ἡ πλάση
Μία τεράστια πυρά ἦταν ἕτοιμη νά δεχτεῖ στήν ἁγνή ἀγκαλιά τῶν φλογῶν της τά ἀκηλίδωτα καί ἄσπιλα παρθενικά κορμιά τῶν μαρτύρων. ῾Η θεία πομπή στέκεται μπροστά στή φωτιά καί τά ἁγιασμένα σώματα ρίχνονται μέ ὁρμή στίς φλόγες, γιά νά καοῦν, νά προσφερθοῦν ὡς ὁλοκαυτώματα στό βωμό τῆς θείας ἀγάπης. Αὐτό δέν ζήτησαν οἱ μάρτυρες στήν προσευχή τους; ῾Ο Θεός ἐκπληρώνει τώρα τό αἴτημά τους. Δέχεται ὡς ὁλοκαύτωμα τή θυσία ἐκείνων, πού δέν δέχτηκαν νά θυσιάσουν στά εἴδωλα καί στούς ψεύτικους θεούς.
᾿Ανέκφραστη εὐωδία διαχέεται ἀπό τά ἱερά ὁλοκαυτώματα καί ἀρωματίζει τήν ἀτμόσφαιρα. Τό μαρτυρικό μύρο ἀνεβαίνει στό θρόνο τοῦ Θεοῦ «εἰς ὀσμήν εὐωδίας πνευματικῆς». Σιγά-σιγά ἡ φωτιά ὑποχωρεῖ, σβήνει. Νικιέται κι αὐτή ἀπό τά ἱερά λείψανα καί ἀφήνει τή δόξα νά τυλίξει τά ἀπανθρακωμένα ὀστᾶ τῶν ἀθάνατων ἀθλητῶν. Τά τεμάχια αὐτά τῶν ἱερῶν λειψάνων, πού δέν κάηκαν, καθώς καί ἡ στάχτη τους θά μαρτυροῦν σ᾿ ὅλους τό ἀποτροπιαστικό ἔγκλημα τοῦ ᾿Αγρικόλα καί τήν ἔνδοξη νίκη τῶν Μαρτύρων.
῾Ο ἄγριος ἔπαρχος δέν τό ἀνέχεται αὐτό. Θέλει νά ἐξαφανίσει κάθε ἴχνος τοῦ ἐγκλήματός του, πού διατρανώνει τήν ἥττα του. Διατάσσει, λοιπόν, νά ριχτοῦν τά λείψανα μαζί μέ τή στάχτη στόν ποταμό πού κυλᾶ ἐκεῖ κοντά καί ἐκβάλλει στή λίμνη. ῎Ετσι, ὅπως σχολιάζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, «ἄντεξαν στόν ἀέρα οἱ ἅγιοι, ἁγίασαν καί τή φωτιάϜ ἔφεραν καί στό νερό τήν εὐλογία». Καί ὁ Μ. Βασίλειος λέγει χαρακτηριστικά ὅτι τό πολύαθλο μαρτύριο τῶν μακαρίων ἀθλητῶν πέρασε ἀπό ὅλη τήν κτίση, δηλαδή ἀπό τά τέσσερα στοιχεῖα τῆς κτίσης· τή γῆ, τόν ἀέρα, τή φωτιά καί τό νερό. «Στή γῆ ἀγωνίστηκαν, στόν ἀέρα ὑπέμειναν, στή φωτιά παραδόθηκαν, τό νερό τούς δέχθηκε». Δικαιοῦνται νά ἐπαναλαμβάνουν τόν ὕμνο πού ἔψαλαν οἱ τρεῖς παῖδες· «Αἰνεῖτε αὐτόν ψῦχος καί καῦμα», καθώς καί τό λόγο τοῦ ψαλμωδοῦ· «διήλθομεν διά πυρός καί ὕδατος, καί ἐξήγαγες ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν» (Ψα 65,12).
῾Ο δαίμονας, πού εἶχε κινήσει ἐναντίον τῶν μαρτύρων τά σύμπαντα, νικήθηκε ὁλοκληρωτικά καί ἐξευτελίστηκε. Εἶδε νά νικῶνται τά πάντα ἀπό τήν ἀρετή τῶν ἀνδρῶν· ἡ νύχτα μέ τούς ἄγριους ἀνέμους, τό κρύο, ἡ ἐποχή τοῦ ἔτους, ἡ γύμνωση τῶν σωμάτων.
Εἶναι δέ θαυμαστό ὅτι κατά θεία οἰκονομία τά ἅγια λείψανα δέν ἐξαφανίστηκαν, ἀλλά συγκεντρώθηκαν σ᾿ ἕνα κρημνῶδες σημεῖο τοῦ ποταμοῦ. ᾿Από ἐκεῖ τά περισυνέλεξαν ἀργότερα κάποιοι χριστιανοί ὁδηγημένοι ἀπό ὑπερφυσικό ὅραμα καί τά διαφύλαξαν ὡς πλοῦτο ἀσύλλητο.
11. Βλάστημα τῆς θυσίας τοῦ Γολγοθᾶ
Τό γεγονός τῆς λίμνης τῆς Σεβάστειας δέν εἶναι τυχαῖο καί ἀσήμαντο. ᾿Αντλεῖ τή σημασία καί τήν ἀξία του ἀπό τό παγκοσμίως μοναδικό γεγονός, τή θυσία τοῦ Γολγοθᾶ. Εἶναι πορεία στά ἴχνη τοῦ Χριστοῦ. Μία πορεία πού ὑπερβολικά τιμᾶ τούς μάρτυρες, διότι εἶναι ἕνα μεγάλο προνόμιο καί βραβεῖο πού χάρισε σ᾿ αὐτούς ὁ Χριστός. ῾Η θυσία τους εἶναι βλάστημα τῆς μοναδικῆς θυσίας τοῦ Γολγοθᾶ.
Πράγματι, στή λίμνη τῆς Σεβάστειας διεξήχθη σκληρή πάλη μεταξύ τοῦ διαβόλου καί τῶν τέκνων τοῦ σταυροῦ. Στόχος της ἦταν νά οἰκειωθοῦν οἱ ἅγιοι τά ἀγαθά τῆς ᾿Αναστάσεως καί νά λάβουν τήν κληρονομιά πού τούς ἀνήκει. ῾Η νίκη στήν πάλη αὐτή ἐξύψωσε τούς νικητές στόν ὕψιστο βαθμό μιμήσεως τοῦ Θεανθρώπου καί χάρισε σ᾿ αὐτούς τή δόξα τῆς ᾿Αναστάσεως. ῾Η γῆ πρόσφερε χαρά στόν οὐρανό ἀπό εὐγνωμοσύνη γιά τή χαρά πού ὁ οὐρανός ἔφερε στή γῆ.
«Τί συμπλοκή μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί τοῦ διαβόλου εἶδαν οἱ ἄγγελοι, οἱ θεατές τῆς ζωῆς μας!», θαυμάζουν οἱ ἅγιοι πατέρες, πού διείσδυσαν στό βαθύτερο νόημα τοῦ μαρτυρίου τῶν ἁγίων Σαράντα. Καί ἔληξε ἡ συμπλοκή αὐτή μέ νίκη τῶν μαρτύρων. Τούς χειροκρότησε μέ χαρά καί πανηγυρισμούς ὁ οὐρανός. «᾿Επικρότησαν καί ἐπαίνεσαν οἱ ἄγγελοι ἀπό τόν οὐρανό κι ἐπευφήμησαν οἱ πολίτες τῆς οὐράνιας πόλης, πού ἐπιδοκίμαζαν τό κατόρθωμα καί χάρηκε ἡ σύναξη τοῦ οὐρανοῦ».
Συγκρίνοντας τό ἔργο τῶν ἁγίων Σαράντα Μαρτύρων μέ ἐκεῖνο τῶν πρωτοπλάστων, ὁ ἅγιος Γρηγόριος σημειώνει ὅτι οἱ πρωτόπλαστοι παρασυρμένοι ἀπό τό διάβολο γκρέμισαν τήν ἀνθρώπινη φύση στήν παράβαση, ἐνῶ αὐτοί μέ τό μαρτύριο νίκησαν τό διάβολο καί ἀνόρθωσαν τήν ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν πτώση στή θέση τῆς ἀρχαίας ὀμορφιᾶς. «᾿Εκεῖνοι (οἱ πρωτόπλαστοι) ἀπό τόν παράδεισο διώχτηκαν στή γῆ, αὐτοί ἀπό δῶ ἐγκαταστάθηκαν στόν παράδεισο. ᾿Εκεῖνοι ἔδωσαν στό θάνατο ὅπλα ἐναντίον τους, διότι ἡ ἁμαρτία εἶναι ὅπλο θανάτου. Αὐτοί μέ τήν ἀνδρεία τους ἀχρήστεψαν τόν ὁπλισμένο μέ τήν ἁμαρτία θάνατο. ᾿Απέδειξαν ἀνίσχυρο τό κεντρί του μέ τήν ὑπομονή τους στά παθήματα. Δικαιολογημένα τώρα μποροῦμε νά ποῦμε· "ποῦ εἶναι, θάνατε, τό κεντρί σου; ποῦ εἶναι, ἅδη, ἡ νίκη σου;". ῾Η ὑπεροχή τῆς δυνάμεως τῶν μαρτύρων πηγάζει ἀπό τήν ἀτέλειωτη καί πανίσχυρη δύναμη τῆς θείας χάριτος. ᾿Επειδή, δηλαδή, ὁμολογοῦσαν τήν πίστη τους στήν ἁγία Τριάδα, γι᾿ αὐτό καί ἡ ἁγία Τριάδα τούς χαρίτωσε, ὥστε νά ἀναδειχθοῦν ἀνώτεροι ἀπό τούς πρώτους ἀγωνιστές, δηλαδή τόν ᾿Αδάμ καί τήν Εὔα».
Τήν ὑπερούσια συνεργασία τῆς χάριτος μέ τούς ἱερούς ἀθλητές τοῦ Χριστοῦ θά μπορούσαμε νά τήν παρομοιάσουμε μέ τό ἔργο τῆς ὕφανσης. ῾Η θεία χάρη, πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ, ἀποτελεῖ τό στημόνι. Σ᾿ αὐτό οἱ Μάρτυρες μέ τή σαΐτα τοῦ μαρτυρίου καί τῆς προηγούμενης ἁγνῆς ζωῆς τους ὕφαναν τό ὑφάδι τῆς ἀγάπης, τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς ὑπομονῆς καί ὅλων τῶν ἄλλων ἀρετῶν. Χάρη καί θέληση, θεία βοήθεια καί ἀνθρώπινη ἀφοσίωση συναγωνίστηκαν καί πέτυχαν τή νίκη. «Πόσο εἶχαν ἀσκηθεῖ στά σωματικά τρόπαια καί πόσο ἐπιτυχημένα μετέφεραν τήν πολεμική τους ἐμπειρία στήν ἀντιπαράταξή τους κατά τοῦ διαβόλου», θαυμάζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος. «Δέν ὅπλισαν τά χέρια τους μέ ξίφη, δέν πρόταξαν τήν ξύλινη ἀσπίδα οὔτε περιβλήθηκαν τή χάλκινη περικεφαλαία καί τίς κνημίδες. Φόρεσαν τήν πανοπλία (ἀσπίδα καί θώρακα καί περικεφαλαία καί ξίφος), πού περιγράφει ὁ στρατηγός τῆς ᾿Εκκλησίας, ὁ θεῖος ἀπόστολος. ῾Οπλισμένοι μ᾿ αὐτή τήν πανοπλία προχωροῦσαν κατά τοῦ ἀντιπάλου. Στρατηγός τους ἦταν ἡ οὐράνια χάρη, ἐνῶ στήν παράταξη τοῦ διαβόλου ἡγοῦνταν ἐκεῖνος πού ἔχει τήν ἐξουσία τοῦ θανάτου. Τόπος τῆς παρατάξεώς τους ἦταν τό δικαστήριο τῶν μιαρῶν φονέων. Σ᾿ ἐκεῖνο συγκρούστηκαν καί ἀγωνίστηκαν. Οἱ ἐχθροί ἔκαναν τίς ἐπιθέσεις τους μέ ἀπειλές, ἐνῶ οἱ δικοί μας τίς ἀπέκρουαν μέ ὑπομονή».
Στεργίου Σάκκου, Οἱ ἅγιοι σαράντα μάρτυρες, σελ. 45-145.
1. Στρατιῶτες τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας
Στήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ καί κατόπιν, στούς πρώτους αἰῶνες μ.Χ., ἡ κυρίαρχη δύναμη τοῦ κόσμου ἦταν ἡ πανίσχυρη ρωμαϊκή αὐτοκρατορία, πού ἁπλωνόταν σ᾿ ἀνατολή καί δύση καί κρατοῦσε στήν ἐξουσία της τούς λαούς μέ τήν περιβόητη ρωμαϊκή εἰρήνη (pax romana). Πιστή στό δόγμα «ἄν θέλεις εἰρήνη, ἑτοίμαζε πόλεμο» (si vis pacem, para bellum), ἡ σιδηρόφρακτη αὐτοκρατορία διατηροῦσε καλά ὀργανωμένο στρατό, στό μεγαλύτερο μέρος του μισθοφορικό.
᾿Εκτός ἀπό τίς περίφημες ρωμαϊκές λεγεῶνες, ὅπου κατατάσσονταν μόνο ρωμαῖοι πολίτες, εἶχε ἀξιοποιηθεῖ καί ἡ στρατιωτική δύναμη πολλῶν ἀπό τούς κατακτημένους λαούς, κυρίως ἐκείνους τῶν παραμεθορίων περιοχῶν. Αὐτοί ἀποτελοῦσαν τά «συμμαχικά σώματα» (auxilia). ῏Ηταν μισθωτοί κρατικοί ὑπάλληλοι καί ὡς πρός τήν πολεμική ἀξία δέν ὑστεροῦσαν καθόλου ἀπό τούς λεγεωνάριους. ῏Ηταν ἐγκατεστημένοι κατά μῆκος τῶν συνόρων, γι᾿ αὐτό ὀνομάζονταν γενικά λιμιτανέοι (limitanei), δηλαδή συνοριακοί. Καθώς ἦταν ντόπιοι, ἐξοικειωμένοι μέ τίς συνθῆκες καί τά προβλήματα τῆς περιοχῆς, γενναῖοι καί ἑτοιμοπόλεμοι, μποροῦσαν νά ἀντιμετωπίζουν μέ ἐπιτυχία τίς ἐπικίνδυνες ἐπιδρομές τῶν γειτονικῶν βαρβαρικῶν λαῶν. Εἶναι οἱ ἄμεσοι πρόγονοι τῶν θρυλικῶν ἀκριτῶν τῆς κατοπινῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας.
Στούς αὐτόχθονες αὐτούς φρουρούς τῶν συνόρων τό κράτος πρόσφερε ἱκανοποιητική ἀμοιβή. Σέ πολλές περιπτώσεις ἡ ἀμοιβή ἦταν εὔφορες ἐκτάσεις, τίς ὁποῖες καλλιεργοῦσαν μέ τίς οἰκογένειές τους οἱ στρατιῶτες καί ἔσπευδαν νά τίς ὑπερασπισθοῦν μόλις ἐμφανιζόταν κάποιος κίνδυνος. Μέ τήν ἀποστράτευσή τους ὁρισμένοι ἀποκτοῦσαν τιμητικά καί τό δικαίωμα τοῦ ρωμαίου πολίτη. Γιά νά γίνουν δεκτοί στίς τάξεις τοῦ στρατοῦ οἱ μισθοφόροι, ἔπρεπε νά διαθέτουν τά κατάλληλα προσόντα καί μάλιστα δυνατό σῶμα, ἔξυπνο μυαλό καί γενναῖο φρόνημα. Τήν ἐπιλογή ἔκαναν οἱ στρατολόγοι. Γιά νά εἶναι ἀπερίσπαστοι στήν ὑπηρεσία τους οἱ μισθοφόροι, δέν εἶχαν τό δικαίωμα νά δημιουργήσουν δική τους οἰκογένεια κατά τή διάρκεια τῆς στρατεύσεως. Αὐτή τήν πραγματικότητα ἔχει ὑπόψη του ὁ ἀπ. Παῦλος, ὅταν γράφει στόν Τιμόθεο· «οὐδείς στρατευόμενος ἐμπλέκεται ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις, ἵνα τῷ στρατολογήσαντι ἀρέσῃ» (Β' Τι 2,4).
῞Ενα τέτοιο ἡρωικό τάγμα ἐπιλέκτων ἦταν ἐγκατεστημένο στήν ὀρεινή περιοχή τοῦ Πόντου. ῞Εδρευε στήν ἱστορική πόλη Σεβάστεια, τήν ὁποία στά τέλη τοῦ 3ου αἰώνα ὁ Διοκλητιανός εἶχε καταστήσει πρωτεύουσα τῆς Μικρῆς ᾿Αρμενίας. ᾿Από ἐκεῖ φρουροῦσε τίς περιοχές τῆς ᾿Αρμενίας καί τῆς Καππαδοκίας, ἕτοιμο ἀνά πᾶσα στιγμή νά ἀντιμετωπίσει ἐνδεχόμενη εἰσβολή τοῦ ἐχθροῦ ἀπό βορρά. Στό τάγμα αὐτό ὑπηρετοῦσαν καί οἱ σαράντα γενναῖοι στρατιῶτες, τῶν ὁποίων τό βίο καί τό μαρτύριο θά ἐξιστορήσει αὐτό τό βιβλίο.
2. Οὐρανοπολίτες
Τά συναξάρια τονίζουν τήν εὐγενῆ καταγωγή καί ἐπισημότητα τῶν σαράντα στρατιωτῶν. Διακρίνονταν ἀπό τούς συναδέλφους τους στήν ἀλκή, στό ἦθος, στήν τόλμη ἀλλά καί στήν ἀναγνώριση ἐκ μέρους τῶν προϊσταμένων. Δέν ἦταν τυχαῖα καί ἀσήμαντα πρόσωπα.
Εἶναι δέ πολύ πιθανόν ὅτι, ὅταν ἐπέλεξαν τό ἐπάγγελμα τοῦ στρατιώτου, οἱ εὐγενεῖς αὐτοί νέοι δέν εἶχαν γνωρίσει ἀκόμη τόν Χριστό. Στή σκληρή καί ἄχαρη ζωή τοῦ στρατοπέδου, ὅπου ἄλλοι ἀγωνίζονταν γιά τίς προσωπικές τους φιλοδοξίες καί ἄλλοι κατέρρεαν στά σκοτάδια τῆς διαφθορᾶς, αὐτοί γνώρισαν τό φῶς τό ἀληθινό. Φαίνεται ὅτι κάποιος ἤ κάποιοι ἀπό τούς σαράντα ἔγιναν χριστιανοί καί κατόπιν μέ τό λόγο καί τό παράδειγμά τους -ὅπως συνήθως συνέβαινε- ὁδήγησαν καί τούς ἄλλους στήν ἀληθινή πίστη.
῾Η φυσική εὐγένεια καί ἀξιωσύνη τοῦ χαρακτήρα τους διέλαμψε καί αὐξήθηκε, ὅταν μυήθηκαν στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. ῾Η χάρη τοῦ Θεοῦ, πού κατοικοῦσε πλούσια στίς πιστές καρδιές τους, τούς ἐνέπνεε στή στρατιωτική ζωή καί τούς ἔδινε θαυμαστή, ψυχική ἀνωτερότητα. Τό ἰδιαίτερο ὅμως χάρισμα τῶν σαράντα ἁγίων στρατιωτῶν εἶναι ὅτι στάθηκαν μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ ὄχι μόνο μέ τήν ἁγία ζωή ἀλλά καί μέ τόν μαρτυρικό θάνατό τους. ῞Ηρωες εἶδε πολλούς αὐτός ὁ κόσμος, μάρτυρες ὅμως λίγους. Κι ἀνάμεσα σ᾿ αὐτούς τούς λίγους καί ἐκλεκτούς συμπεριλαμβάνονται καί οἱ Σαράντα Μάρτυρες.
Στήν εὐρύτερη περιοχή τοῦ Πόντου φαίνεται νά εἶχαν γεννηθεῖ οἱ σαράντα ἅγιοι στρατιῶτες. Τά ὀνόματά τους δείχνουν ποικιλία καταγωγῆς. Στή χειρόγραφη παράδοση ὁρισμένα ἀπό αὐτά παραδίδονται μέ κάποιες παραλλαγές. Αὐτό συμβαίνει μᾶλλον, διότι μερικοί ἀπό τούς Μάρτυρες εἶχαν δυό ὀνόματα. Τά μνημονεύουν μέ κάποιες παραλλαγές τά Συναξάρια, καθώς καί ἕνα κείμενο πού παραδίδεται ὡς «Διαθήκη τῶν ἁγίων καί ἐνδόξων τοῦ Χριστοῦ τεσσαράκοντα μαρτύρων τῶν ἐν Σεβαστείᾳ τελειωθέντων». Τό κύριο θέμα τῆς Διαθήκης, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ εἰδική παράγραφο τοῦ Β' κεφαλαίου τοῦ βιβλίου, εἶναι ἡ ἐπιθυμία τῶν Σαράντα Μαρτύρων νά μή διασκορπισθοῦν τά λείψανά τους, ἀλλά νά ταφοῦν ὅλα μαζί, ὅπως ἔζησαν καί μαρτύρησαν μαζί.
Νά πῶς ἀναφέρονται τά ὀνόματα τῶν Μαρτύρων στό κλείσιμο τῆς Διαθήκης τους· «Μελέτιος, ᾿Αέτιος, Εὐτύχιος, Κυρίων, Κάνδιδος, ᾿Αγγίας, Γάιος, Χουδίων, ῾Ηράκλειος, ᾿Ιωάννης, Θεόφιλος, Σισίνιος, Σμάραγδος, Φιλοκτήμων, Γοργόνιος, Κύριλλος, Σεβηριανός, Θεόδουλος, Νίκαλλος, Φλάβιος, Ξάνθιος, Οὐαλέριος, ῾Ησύχιος, Δομετιανός, Δόμνος, ῾Ηλιανός, Λεόντιος ὁ καί Θεόκτιστος, Εὐνοϊκός, Οὐάλης, ᾿Ακάκιος, ᾿Αλέξανδρος, Βικράτιος ὁ καί Βιβιανός, Πρίσκος, Σακέρδων, ᾿Εκδίκιος, ᾿Αθανάσιος, Λυσίμαχος, Κλαύδιος, ῎Ιλης καί Μελίτων».
Μᾶς εἶναι ἄγνωστος ὁ συγκεκριμένος τόπος καταγωγῆς τοῦ καθενός ἀπό τούς σαράντα. ῾Ο Μέγας Βασίλειος, ὄντας συγγενής ὁρισμένων ἀπό αὐτούς, προφανῶς γνώριζε τή γενέτειρα πόλη τους. ᾿Αποφεύγει ὅμως νά τή δηλώσει. Σημειώνει μάλιστα ὅτι σκόπιμα γίνεται αὐτή ἡ ἀποσιώπηση, διότι οἱ Σαράντα Μάρτυρες ἀξίζει νά χαρακτηρισθοῦν «ὡς τῆς οἰκουμένης πολῖτες». ῞Οπως ὅσοι δίνουν τά ὑπάρχοντά τους στό κοινόβιο, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, δέν τά διεκδικοῦν καί αὐτά δέν ἀνήκουν πλέον ξεχωριστά στόν καθένα πού τά πρόσφερε, ἀλλά ὅλα μαζί εἶναι κτῆμα ὅλων, ἔτσι καί ἐδῶ· ἡ πατρίδα τοῦ καθενός εἶναι καί πατρίδα ὅλων τῶν ἄλλων.
῾Η διαφορετική καταγωγή δέν ἐμπόδισε καθόλου τούς σαράντα πιστούς νέους νά γνωριστοῦν καί νά συνδεθοῦν μεταξύ τους μέ δυνατή φιλία. ῾Η ἴδια φωτιά τῆς ἀγάπης πύρωνε τίς καρδιές τους καί τό ἴδιο φῶς τῆς πίστεως φώτιζε τίς διάνοιές τους. Αὐτά τούς ἕνωσαν μέ τόν ἱερό δεσμό τῆς ἐν Χριστῷ ἀδελφότητας. ῏Ηταν, λοιπόν, ἀδελφοί, καί ἄς μήν εἶχαν τούς ἴδιους κατά σάρκα γονεῖς. Εἶχαν τόν ἴδιο Πατέρα, τόν Κύριο, ἐφόσον ὅλοι μέ τό βάπτισμα εἶχαν πάρει τήν υἱοθεσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Διαπνέονταν ἀπό τά ἴδια ἰδανικά. ῾Ο πόθος κοινός, οἱ σκέψεις τους ταυτίζονταν. Δέν εἶναι ὑπερβολή νά ποῦμε ὅτι μία ἦταν ἡ ψυχή καί ἡ καρδιά ὅλων, ἡ ὁποία κατοικοῦσε σέ σαράντα σώματα.
Δέν ὑπάρχει λόγος, κατά τόν Μ. Βασίλειο, νά ζητοῦμε νά μάθουμε τίς ἐπίγειες πατρίδες τους, ἀφοῦ γνωρίζουμε ποιά εἶναι ἡ πόλη, στήν ὁποία τώρα κατοικοῦν μόνιμα πλέον οἱ Μάρτυρες. Εἶναι ἡ πόλη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀχειροποίητη, πού τήν ἔκτισε ὁ οὐράνιος τεχνίτης, ὁ θεῖος Δημιουργός. Εἶναι γνωστή μέ τό ὄνομα οὐράνια ᾿Ιερουσαλήμ, πατρίδα ἀδούλωτη, πού παραμένει αἰώνια ἐλεύθερη. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος τήν ἀποκαλοῦσε μητέρα του καί μητέρα ὅλων τῶν πιστῶν, τῶν ὁποίων «τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φι 3,20) καί οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν ἐδῶ πόλη μόνιμη, ἀλλά ἐπιζητοῦν τή μέλλουσα (῾Εβ 13,14).
3. ᾿Ανδρεῖοι καί ὡραῖοι
῾Η ἀνδρεία καί ἡ πολεμική πείρα πού ἀπέκτησαν στή στρατιωτική τους σταδιοδρομία, ὁδήγησε πολλές φορές τούς σαράντα ἐπίλεκτους σέ περίλαμπρες νίκες. Τά ἡρωικά κατορθώματα καί τά ἀνδραγαθήματά τους ἅπλωσαν τή φήμη τους σ᾿ ὅλη τήν περιοχή. ῎Εγιναν γνωστοί ἀκόμη καί στόν ἴδιο τόν αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος τούς τίμησε μέ τίς μεγαλύτερες τιμές καί μέ τά σπουδαιότερα παράσημα. Μάλιστα, ἡ ὅλη διαδικασία τῆς ἀνακρίσεώς τους δημιουργεῖ τήν ὑπόνοια ὅτι, ἄν ὄχι ὅλοι, τουλάχιστον κάποιοι ἀπό αὐτούς ἴσως εἶχαν τιμηθεῖ καί μέ τό δικαίωμα τοῦ ρωμαίου πολίτη.
᾿Εντούτοις, τά βραβεῖα καί οἱ τιμές δέν μείωσαν καθόλου τήν ἀγάπη τῶν πιστῶν νέων γιά τόν Χριστό καί τήν εὐσέβειά τους. ᾿Αντίθετα, γιγάντωσαν στά βάθη τῆς καρδιᾶς τους τόν ἱερό πόθο νά μείνουν ἀφοσιωμένοι στόν αἰώνιο Παμβασιλέα μέχρι θυσίας. ῎Ελαμψαν, πράγματι, μέ τή φλογερή πίστη καί τή θερμή ἀγάπη τους πρός τόν Χριστό, πού ἱερουργοῦνταν μέσα στήν καρδιά τους. Τό ξεχείλισμα τῆς θείας ἀγάπης μέσα τους ἐκδηλωνόταν μέ τήν ἀρετή καί τή σωφροσύνη, πού στόλιζαν τήν ὕπαρξή τους, μέ τήν ἁγιότητα τῆς ζωῆς τους, πού ἀποτελοῦσε τό μυστικό προστάδιο τοῦ μαρτυρίου.
Χωρίς κανείς νά τό ὑποπτεύεται, χωρίς κανείς νά τό περιμένει, μέσα στό στρατιωτικό σῶμα τῶν ἐπιλέκτων τῆς Σεβάστειας ἐξαγνίζονταν μυστικά καί εὐπρεπίζονταν οἱ σαράντα εὐγενικές ὑπάρξεις σάν ἁγνές παρθενικές λαμπάδες, οἱ ὁποῖες ἔμελλαν νά καοῦν ὁλοκληρωτικά στή λατρεία τοῦ ᾿Εσταυρωμένου. ᾿Αποτέλεσμα ἀκριβῶς αὐτῆς τῆς ἁγιότητας ὑπῆρξαν τά στρατιωτικά τους κατορθώματα. Διότι, ὅπως χαρακτηριστικά γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, «ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς ἀντιφέγγιζε στή μορφή τους καί τό σῶμα πού φαινόταν, ἀποτελοῦσε τό ἀντάξιο κατοικητήριο τῆς ψυχῆς τους πού δέν φαινόταν».
4. Τό θαῦμα τῆς προσευχῆς
Διαβάζουμε στήν ἁγία Γραφή· «γνῶτε ὅτι ἐθαυμάστωσε Κύριος τόν ὅσιον αὐτοῦ» (Ψα 4,4). Πράγματι, ἡ ἱστορία τῆς ἔνδοξης ᾿Εκκλησίας μας ἀπέδειξε ὅτι ἀποτέλεσμα τῆς ἁγιότητας εἶναι τά θαύματα ἤ ἀκριβέστερα "σημεῖα, δυνάμεις καί τέρατα", ὅπως τά χαρακτηρίζουν τά ἱερά Εὐαγγέλια. Θαύματα πολλά καί καταπληκτικά συνόδευσαν τή ζωή τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ.
῞Ενα ἀπό τά σημεῖα πού ἐπιτέλεσαν οἱ ἅγιοι Σαράντα Μάρτυρες, ὅταν ἀκόμη ζοῦσαν, μᾶς παραδίδει ὁ σχεδόν σύγχρονός τους ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ἀδελφός τοῦ Μ. Βασιλείου. ῾Η οἰκογένεια τῶν δύο ἁγίων πατέρων, ὅπως ἤδη λέχθηκε, εἶχε συγγενικούς δεσμούς μέ κάποιους ἀπό τούς Σαράντα Μάρτυρες. Συνέβη, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, νά περικυκλωθεῖ κάποτε τό τάγμα, στό ὁποῖο ὑπηρετοῦσαν οἱ σαράντα στρατιῶτες μας, ἀπό ἐχθρικές δυνάμεις. Οἱ ἐχθροί κατά τή διάρκεια τῆς νύχτας κατέλαβαν τά γύρω ὑψώματα καί τίς διαβάσεις. Κατέστρεψαν ὅλες τίς πηγές τοῦ νεροῦ καί ἔκαναν ἔτσι τή θέση τοῦ τάγματος ἀπελπιστικά δύσκολη. ῎Επρεπε οἱ ἄνδρες του ἤ νά παραδοθοῦν ἤ νά πεθάνουν ἀπό τό φρικτό θάνατο τῆς δίψας. ῾Ο διοικητής καί τό ἐπιτελεῖο ἀνησυχοῦν καί βρίσκονται σέ ἀμηχανία. Τά ποικίλα στρατηγήματα πού ἐπινόησαν, ἀπέτυχαν. ᾿Ελπίδα σωτηρίας δέν ἀπέμεινε. ῞Ολοι θρηνοῦν τό ἄδοξο τέλος τους, ὅπου τούς ὁδηγεῖ ἡ δίψα καί ὄχι τό σπαθί τοῦ ἐχθροῦ.
῾Υπάρχουν ὅμως μερικοί στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνο δέν ἀνησυχοῦν, ἀλλά ἔχουν τέτοια χαρά, ὥστε νομίζει κανείς ὅτι γιορτάζουν ἔνδοξη νίκη. Εἶναι οἱ σαράντα χριστιανοί. ῏Ηταν, βέβαια, πάντα αἰσιόδοξοι καί ποτέ δέν δείλιασαν μπροστά στό θάνατο. Μά τώρα αἰσιοδοξοῦν γιά ὅλο τό τάγμα. Τί, λοιπόν, ἔχουν στό νοῦ τους; ῾Η ἁγία Γραφή, τῆς ὁποίας ἡ μελέτη τούς ἔτρεφε πνευματικά καί τούς καλλιεργοῦσε στήν πίστη, τούς προσφέρει παραδείγματα καί ὑποδεικνύει τρόπους, γιά νά ἐνεργήσουν στή δύσκολη ὥρα. Θυμοῦνται τήν περίπτωση τοῦ προφήτη ᾿Ηλία, πού μέ τήν πύρινη προσευχή του ἔκλεισε κι ἄνοιξε κάποτε τόν οὐρανό. Κι ἀποφασίζουν νά τόν μιμηθοῦν.
᾿Αφήνουν, λοιπόν, τό στρατόπεδο, ἀποσύρονται σέ ξεχωριστό μέρος κι ἐκεῖ μέ μιά καρδιά καί μέ μιά φωνή ζητοῦν ἀπό τόν οὐρανό τή λύση τῆς συμφορᾶς. ῾Η θερμή καί δακρύβρεκτη προσευχή τους εἶναι ὁ θεῖος μυστικός ἀσύρματος, μέ τόν ὁποῖο ἐξαποστέλλουν ὑπερεπείγοντα σήματα στίς ὑπερκόσμιες δυνάμεις καί ζητοῦν ἐνισχύσεις ἀπό τόν αἰώνιο Αὐτοκράτορα τοῦ οὐρανοῦ. Καί δέν ἄργησε νά εἰσακουσθεῖ τό αἴτημά τους, διότι «οἱ μέν ηὔχοντο, ἡ δέ εὐχή παραχρῆμα ἔργον ἐγίνετο».
᾿Ενῶ οἱ ἅγιοι ἦταν ἀκόμη γονατισμένοι καί προσεύχονταν μέ θέρμη, ἕνας ἰσχυρός ἄνεμος μαζεύει σύννεφα στόν ἀνέφελο μέχρι τότε οὐρανό. Στή συνέχεια ἀκούγονται τρομερές βροντές, πύρινες ἀστραπές φλογίζουν τήν ἀτμόσφαιρα καί καταρρακτώδης βροχή χαρίζει στό σύνταγμα νερό περισσότερο καί ἀπό τό νερό τῶν ποταμῶν. ῾Η θύελλα πού ξέσπασε μέ κεραυνούς καί καταιγίδα, προκαλεῖ σοβαρές ἀπώλειες στίς βαρβαρικές δυνάμεις καί τίς ἀναγκάζει νά λύσουν τήν πολιορκία καί νά ἀπομακρυνθοῦν πανικόβλητες. ῎Ετσι, μέ τήν προσευχή τῶν ἐκλεκτῶν στρατιωτῶν του τό σύνταγμα πέτυχε διπλή νίκη· καί τή δίψα νίκησε καί ἀπό τούς βαρβάρους ἀπαλλάχθηκε.
5. ῾Ο φθόνος τοῦ διαβόλου
῾Η ἀνδρεία, ἡ ἁγιότητα τῶν σαράντα στρατιωτῶν καί τό θαυμαστό σημεῖο πού ἐπιτέλεσαν, ἐνόχλησαν τό διάβολο. ῞Ολα αὐτά τά ἔνιωσε σάν ἰσχυρά βέλη ἐναντίον του καί ξεσηκώθηκε σέ ἀντεπίθεση. Μέ λύσσα καί μανία καθημερινά ἐφεύρισκε πειρασμούς, γιά νά τούς λυγίσει, νά γκρεμίσει τόν πύργο τῆς πίστεώς τους καί νά σβήσει τή φλόγα τῆς ἀγάπης τους. Καί ὅπως ὁ κλέφτης, λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, δέν πηγαίνει νά κλέψει πέτρες, χῶμα καί ἄλλα φτηνά πράγματα ἀλλά χρυσό, ἄργυρο ἤ μαργαριτάρια, ἔτσι καί ὁ ἀπαίσιος κλέφτης τοῦ θησαυροῦ τῆς ψυχῆς, ὁ διάβολος, δέν ἐνοχλοῦσε τόσο τούς ἄλλους στρατιῶτες ὅσο τούς πιστούς.
῎Εβλεπε, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, μέ πονηρό μάτι τά μεγάλα τρόπαια τῶν ἀγωνιστῶν στά πεδία τῆς μάχης καί περισσότερο στό πεδίο τῆς ἀρετῆς καί «οὐκ ἤνεγκε πολιάν ἠθῶν ἐν ἡλικίᾳ νεότητι βλέπων». Δηλαδή, δέν ἄντεχε νά βλέπει νέους μέ φρόνηση καί σωφροσύνη γερόντων. ῎Εβλεπε ἔνοπλους στρατιῶτες νά ἀποτελοῦν χορό καί σύνταγμα οὐράνιο, πού ἔψαλλε καί ὑμνοῦσε τόν Θεό ἀκατάπαυστα. Δέν ἀνεχόταν ὁ παγκάκιστος νά βλέπει ἄνδρες μέ ὄψη γλυκειά καί ὡραία, μέ μάτια ἁγνά, μέ φρόνημα ἀγέρωχο, μέ ταχύτατα πόδια, μέ ὑπερβολική δύναμη, μέ συμμετρία μελῶν, ἄνδρες μέ τόσα σωματικά χαρίσματα νά δουλεύουν στόν Θεό καί νά κοσμοῦνται μέ λαμπερή ἀρετή. Αὐτός πού, ὅπως ἀναφέρει τό βιβλίο τοῦ πολύαθλου ᾿Ιώβ, «ἐμπεριπατεῖ σύμπασαν τήν οἰκουμένην» (2,2), βλέπει τώρα ὄχι ἕναν ἄνθρωπο ἀληθινό καί δίκαιο, ἀλλά ἕνα σύνολο τέτοιων ἀνθρώπων ἀληθινῶν, δίκαιων καί εὐσεβῶν. Δέν τό ἀνέχεται, λοιπόν, καί ζητεῖ «ὡς λέων ὠρυόμενος» (Α´ Πε 5,8) νά καταπιεῖ τούς ἀθλητές.
᾿Ασφαλῶς, δέν θά δυσκολευτεῖ νά πραγματοποιήσει τό αἱμοβόρο σχέδιό του, ἀφοῦ εἶναι «ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου» (᾿Ιω 12,31· 14, 30), ὁ κοσμοκράτορας. Δέν ἔχει παρά νά διατάξει τόν αὐτοκράτορα νά κηρύξει διωγμό ἐναντίον τῶν πιστῶν. Πράγματι, ὁ νέος διωγμός σάν σίφουνας ξεσπᾶ ἐναντίον τῶν χριστιανῶν.
6. Εἰρήνη καί διωγμός
Τήν ἐποχή αὐτή ἡ ρωμαϊκή αὐτοκρατορία εἶναι χωρισμένη σέ δύο τμήματα· στό δυτικό αὐτοκράτορας εἶναι ὁ Μ. Κωνσταντίνος (312-337 μ.Χ.), ἐνῶ στό ἀνατολικό βασιλεύει ὁ Λικίνιος (308-324 μ.Χ). ᾿Από τή στιγμή πού ὁ σταυρός τοῦ Κυρίου, σύμβολο θυσίας καί εἰρήνης, φάνηκε στόν οὐρανό μέ τά φωτεινά γράμματα «ΕΝ ΤΟΥΤΩι ΝΙΚΑ», ἀρχίζει νά ἐπικρατεῖ ἡ εἰρήνη στήν ᾿Εκκλησία τοῦ δυτικοῦ κράτους. ῾Ο Μ. Κωνσταντίνος, πού μέ τή δύναμη τοῦ τίμιου σταυροῦ νίκησε τόν ἀντίπαλό του Μαξέντιο κι ἔμεινε μόνος κυρίαρχος στή Δύση, ἐξέδωσε τό περίφημο διάταγμα τῶν Μεδιολάνων (313 μ.Χ.), πού ἀναγνώριζε τήν ἀνεξιθρησκεία. ῎Ετσι, μετά ἀπό δυόμισυ αἰῶνες διωγμῶν, οἱ χριστιανοί εἶναι πλέον ἐλεύθεροι νά λατρεύουν τόν Θεό τους. Οἱ χρυσές ἀκτίνες τῆς εἰρήνης θερμαίνουν τούς δακρύβρεκτους θαλάμους τῶν κατακομβῶν καί τό αἱματοβαμμένο χῶμα τοῦ Κολοσσαίου τῆς Ρώμης. Δέν χρειάζεται τώρα νά κρύβονται οἱ χριστιανοί στίς κατακόμβες, ἀλλά μποροῦν ἀνενόχλητοι νά λειτουργοῦν τούς ἐλάχιστους ταπεινούς ναούς τους καί νά ἀνεγείρουν νέους περίλαμπρους. ῾Η μαρτυρική νύμφη τοῦ ᾿Αρνίου εἶναι ἐπιτέλους ἀδέσμευτη. ᾿Ανασαίνει ἐλεύθερος ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά ταράσσεται ἀπό κάποιον ἐξωτερικό φόβο ὅπως προηγουμένως. Λευκά περιστέρια πετοῦν στόν οὐρανό τῆς ᾿Εκκλησίας καί ἀναγγέλλουν τό μήνυμα τῆς νίκης καί τῆς εἰρήνης.
᾿Αλλ᾿ ἐνῶ αὐτά συνέβαιναν στή Δύση, στήν ᾿Ανατολή μαῦρα σύννεφα σκίαζαν τόν ὁρίζοντα καί σκέπαζαν τόν οὐρανό τῆς ᾿Εκκλησίας. Προμηνυόταν μεγάλη θύελλα καί καταστρεπτική καταιγίδα. ῾Ο Λικίνιος ἦταν «ἀγριότερος ἀπό ὅλα τά θηρία» καί «σκληρός τύραννος». Σ᾿ αὐτόν «ἕνας ἀπό τούς δαίμονες τῆς πολυθεΐας ὑπαγόρευσε τήν τυραννικότερη ἀπόφαση καί τόν μισόθεο νόμο». Γιά νά ἱκανοποιήσει τούς εἰδωλολάτρες, μέ τήν ὑποστήριξη τῶν ὁποίων ἤθελε νά ἐκδικηθεῖ τόν ἀντίπαλό του αὐτοκράτορα τῆς Δύσεως Μ. Κωνσταντίνο, ἐξέδωσε τό 320 μ.Χ. διάταγμα ἐναντίον τῶν χριστιανῶν. Τό διάταγμα αὐτό ξεσήκωσε νέο διωγμό ἐναντίον τῶν χριστιανῶν τῆς ᾿Ανατολῆς. Στήν Καππαδοκία ἦταν τότε ἔπαρχος ὁ Ἀγρικόλας, μία ἀπάνθρωπη καί αἱμοβόρα φυσιογνωμία. Εἶχε ἔμφυτη στήν ψυχή του τήν ἀγροικιά καί τήν ἀγριότητα, ὅπως δηλώνει καί ἡ διπλή ὀρθογραία τοῦ ὀνόματός του· Ἀγροι
῾Ο ᾿Αγρικόλας ζωγραφίζεται στά Συναξάρια ὡς θηριώδης καί πονηρός δαίμονας τῆς κολάσεως, τό δυναμικό πρόσωπο τοῦ ἀντιχρίστου, πού ἀντιπροσωπεύει τό διάβολο στήν ἄδικη ἐξουσία. Μόλις ἔφθασε στό γραφεῖο του τό διάταγμα ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, σκίρτησε ἀπό χαρά καί ἀγαλλίαση. ᾿Αναδείχθηκε ὁ τυραννικότερος ὑπηρέτης αὐτοῦ τοῦ βίαιου καί ἄδικου διατάγματος, διότι πίστευε ὅτι κακοποιώντας τούς χριστιανούς γίνεται εὐάρεστος στούς θεούς τῶν εἰδωλολατρῶν καί κερδίζει τήν εὔνοια τοῦ αὐτοκράτορα καί τῶν ἄλλων ἀρχόντων. ῎Αγρυπνος καί ἀκούραστος ἀγωνίζεται νά ἐξαφανίσει ἐντελῶς τούς χριστιανούς τῆς ἐπαρχίας του, γιά νά ἀναγγείλει καυχώμενος τή νίκη του στόν αὐτοκράτορα.
Πολλοί ἀπό τούς πιστούς, καί μάλιστα ἐκεῖνοι πού ἦταν γνωστοί στήν κοινωνία, ἐγκαταλείπουν τότε τά σπίτια καί τά ὑπάρχοντά τους καί τρέχουν νά κρυφτοῦν στά βουνά καί στίς ἐρημιές. ᾿Αλλά καί ἐκεῖ τούς καταζητεῖ ἡ μανία τοῦ διώκτη. ῾Ο ἄγριος ἔπαρχος διοργάνωσε ὁμάδες, τίς ὁποῖες ἐξαπέστειλε μέ λύσσα σ᾿ ὅλη τήν ἐπαρχία, γιά νά βροῦν, νά συλλάβουν καί νά ὁδηγήσουν στό μαρτύριο καθέναν πού ὁμολογοῦσε πίστη στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό. Διέταξε συγχρόνως ἄλλους ὑφισταμένους του νά ἐφεύρουν διάφορα βασανιστήρια, νά ἀνάψουν φωτιές, νά τροχίσουν ξίφη, νά στήσουν σταυρούς, νά ἑτοιμάσουν βόθρους, τροχούς μέ σιδερένια δόντια καί μαστίγια μέ μολύβια στίς ἄκρες.
Πολλές ἀθῶες ὑπάρξεις κάθε τάξεως καί ἡλικίας σύρονται ἀπό τούς καταδότες του ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου. Καί ἐπειδή ὁμολογοῦν γενναῖα τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό, βασανίζονται μέ κάθε τρόπο καί τελικά θανατώνονται μπαίνοντας στόν ἅγιο χορό τῶν μαρτύρων.
7. Φιλόχριστος στρατός
῾Η εἴδηση ὅτι ὑπάρχουν καί στρατιῶτες χριστιανοί ταράζει ἰδιαίτερα τόν μανιασμένο ἔπαρχο. Αὐτό δέν τό περίμενε ποτέ. Θεωροῦσε ὑποτιμητικό γιά τόν ἑαυτό του καί γιά τόν βασιλιά ν᾿ ἀνήκουν σ᾿ αὐτήν τή μισητή θρησκεία τῶν χριστιανῶν βασιλικοί στρατιῶτες. Ποιοί ὅμως ἀπ᾿ ὅλους τούς στρατιῶτες τοῦ τάγματος εἶναι χριστιανοί;
Δέν ἀργεῖ ὁ ᾿Αγρικόλας νά βρεῖ τό μέσο, γιά νά τούς ἀνακαλύψει. Γνωρίζει καλά ὅτι οἱ χριστιανοί προτιμοῦν νά θυσιαστοῦν παρά νά θυσιάσουν στά εἴδωλα. Διατάζει, λοιπόν, στή γενική συγκέντρωση τοῦ τάγματος νά διαβαστεῖ ἡ ἀκόλουθη διαταγή· Οἱ στρατιῶτες ὀφείλουν «ἤ τό λιβανωτόν ἐναγίζειν τοῖς δαίμοσιν, ἤ τοῦτο μή ποιοῦντας θανάτῳ καταδικάζεσθαι, καί πρό γε τῆς τελευτῆς, παντί τῷ σώματι πολλάς ὑπομένειν λωβάς». Δηλαδή ἤ νά προσφέρουν θυσία στούς θεούς ἤ, ἄν δέν ὑπακούσουν, νά καταδικαστοῦν σέ θάνατο καί, μάλιστα, πρίν ἀπό τό θάνατο νά βασανιστοῦν σκληρά.
Τό διάταγμα διαβάστηκε μέσα σέ νεκρική σιγή. Ποιός θά τολμήσει νά ἀρνηθεῖ καί νά μή θυσιάσει; ῏Ηταν μία ἐξαιρετικά κρίσιμη ὥρα. Τί θά ἔκαναν ἄραγε οἱ χριστιανοί στρατιῶτες, πού ἀναδείχθηκαν καί ἀνδραγάθησαν στά πεδία τῶν μαχῶν; Θά ἀρνοῦνταν νά θυσιάσουν στά εἴδωλα, ὁπότε θά θυσιάζονταν οἱ ἴδιοι γιά τόν Χριστό ἤ θά ἀρνοῦνταν τήν πίστη; Τότε ἀκριβῶς οἱ σαράντα γενναῖοι καί ἀνίκητοι στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ ἀξιοποιοῦν τή σκληρή διαταγή τοῦ τυράννου κι ἐκμεταλλεύονται τόν ἐχθρικό νόμο γιά μιά περίλαμπρη νίκη. Μέ θάρρος καί ψυχραιμία, χωρίς νά φοβηθοῦν καθόλου, χωρίς νά πτοηθοῦν ἀπό τίς ἀπειλές, μέ δυνατή φωνή καί μ᾿ ἕνα στόμα ὁμολογοῦν· «Εἶμαι χριστιανός».
῏Ω μακάριες γλῶσσες, πού ἔβγαλαν ἐκείνη τήν ἱερή φωνή, ἀναφωνεῖ συγκινημένος ὁ Μ. Βασίλειος. Δέχθηκε τή φωνή τους ὁ ἀέρας καί ἁγιάστηκε. Τήν ἄκουσαν οἱ ἄγγελοι καί τήν ἐπιδοκίμασαν. ῾Ο διάβολος καί οἱ δαίμονες τραυματίστηκαν. ῾Ο Κύριος τήν ἔγραψε στόν οὐρανό. Οἱ ἄγγελοι τότε θαύμασαν ἕνα ὑπέροχο θέαμα στόν κόσμο τῶν ἀνθρώπων. Εἶδαν τή σύγκρουσή τους μέ τό διάβολο καί τή νίκη τους ἐναντίον του. Πόσο ἀντίθετη ἦταν ἡ πάλη αὐτή πρός ἐκείνη τήν πρώτη πάλη, ὅπου τό φίδι κατανίκησε τόν ᾿Αδάμ! Δέν ἄντεξε τότε ὁ ἄνθρωπος μία μόνο ἐπίθεση τοῦ πονηροῦ, πού ἐκδηλώθηκε μέ ἕνα ὡραῖο δόλωμα, ἀλλά ἔπεσε καί ἀνατράπηκε. Στούς μάρτυρες ὅμως δέν πέτυχαν κανένα ἀποτέλεσμα οἱ ἐπιθέσεις τοῦ ἐχθροῦ.
᾿Οργισμένος ὁ διοικητής τοῦ τάγματος διατάζει νά ἔλθουν στή μέση ὅσοι ὁμολόγησαν ὅτι εἶναι χριστιανοί. Οἱ ἀτρόμητοι ὁμολογητές βγαίνουν ἀπό τίς τάξεις τῶν στρατιωτῶν. Ξεχωρίζουν ἀπό ὅλους τούς ἄλλους καί συγκροτοῦν ἰδιαίτερη «φάλαγγα ἐξαιρετική καί φιλόχριστη, διοικούμενη ἀπό τή δύναμη τοῦ Πνεύματος».
Στεργίου Σάκκου, Οἱ ἅγιοι σαράντα μάρτυρες. ἔκδ. Β΄, σελ. 17-42