Ὁ σουλτάνος στίς 31 Μαρτίου 1821 πληροφορεῖται γιά τό ξέσπασμα τῆς Ἐπανάστασης τῶν Ἑλλήνων στήν Πελοπόννησο. Ἡ ζωή τοῦ γενναίου πατριάρχη ἀπό τή Δημητσάνα Ἀρκαδίας, τοῦ Γρηγορίου Ε΄, κινδυνεύει. Ξένες πρεσβεῖες τόν προτρέπουν νά φύγει. Ἀποστομωτική ἡ ἀπάντησή του: «Μή μέ παρακινεῖτε εἰς φυγήν... Μεταμορφωμένος μέ καμιά προβιά εἰς τήν πλάτην, νά φεύγω εἰς τά καράβια, ἤ σφαλισμένος εἰς πρεσβείαν φιλικήν νά ἀκούω εἰς τούς δρόμους τά ὀρφανά τοῦ ἔθνους μου νά σπαράττουν εἰς τά χέρια τοῦ δημίου... Εἶμαι Πατριάρχης διά νά σώσω τόν λαόν μου, ὄχι νά τόν ρίψω εἰς τά μαχαίρια τῆς γενιτσαριᾶς... Σήμερον τῶν Βαΐων, ἄς φάγωμεν εἰς τό τραπέζι τά ψάρια τοῦ γιαλοῦ, καί παρεμπρός, ἐντός ἴσως τῆς ἑβδομάδος, ἄς φάγουν κι αὐτά ἀπό ἡμᾶς...».
Κυριακή τοῦ Πάσχα, 10 Ἀπριλίου 1821. Στή μεσαία πύλη τοῦ Πατριαρχείου κρεμοῦν οἱ Τοῦρκοι τόν οἰκουμενικό πατριάρχη. Ὁδηγοῦν στό ἰκρίωμα αὐτόν πού ἡ βιοτή του ὅλη μόνο ἔργα ἀγάπης ἔχει νά ἐπιδείξει. Μέρα Πασχαλιᾶς, διαλέγει ὁ σουλτάνος νά πλήξει βαθιά τούς χριστιανούς, ἀπαγχονίζοντας τήν κεφαλή τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἕνας Αἰθίοπας κι ἕνας ἐξωμότης χριστιανός στήνουν τήν κρεμάλα. Πρίν τοῦ περάσουν τόν βρόχο, γονατίζει ὁ λευκασμένος πατέρας τοῦ γένους, τούς εὐλογεῖ ὅλους, τονίζοντας δυνατά τίς στερνές του εὐχές: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, δέξου τό πνεῦμα μου καί σῶσε τόν περιούσιον λαόν σου!». Γαλήνιος φτερουγίζει στά οὐράνια. Ὁ ἐθνικός μας ποιητής, Διονύσιος Σολωμός, στήν παρακάτω στροφή ἀπό τόν «Ὕμνο εἰς τήν Ἐλευθερίαν» ξεχύνει τόν βαθύ του πόνο γιά τόν ἄδικο χαμό τοῦ πατριάρχη:
«Ὅλοι κλαῦστε! ἀποθαμένος
ὁ ἀρχηγός τῆς Ἐκκλησιᾶς
κλαῦστε, κλαῦστε, κρεμασμένος,
ὡσάν νἄτανε φονιάς».
Τρεῖς μέρες τό σεπτό του σῶμα αἰωρεῖται. Τήν Τετάρτη τό πρωί τό ἀγοράζουν οἱ Ἑβραῖοι. Τό δένουν μέ σχοινιά ἀπό τά πόδια καί χλευάζοντας τό σέρνουν στούς δρόμους τῆς Βασιλεύουσας. Κι ὕστερα τό βυθίζουν στόν Κεράτιο κόλπο. Μά τό σχέδιο τῆς θείας πρόνοιας εἶναι θαυμαστό. Ἄς παρακολουθήσουμε πῶς ξετυλίγεται ἀργά-ἀργά, σέ βάθος χρόνου.
Τό δειλινό τοῦ Σαββάτου τό λείψανο ἐπιπλέει ἐλεύθερα κοντά στόν Γαλατᾶ καί πλευρίζει ἕνα ἑλληνικό πλοῖο μέ ρωσική σημαία, πού σήκωνε ἄγκυρα γιά τήν Ὀδησσό. Τό πρωτοαντικρύζει ὁ πλοίαρχος Ν. Σκλάβος καί καλεῖ ἀμέσως τόν πρωτοσύγκελλο τοῦ πατριάρχη, τόν Σωφρόνιο, πού βρισκόταν ἐκεῖ. Ἀπερίγραπτες οἱ συγκινητικές στιγμές, ὅταν περισυλλέγουν καί ἀναγνωρίζουν τό κακοποιημένο σκήνωμα τοῦ ἱερομάρτυρα Γρηγορίου. Ὁ Σωφρόνιος δακρύβρεχτος φωνάζει: «Θαῦμα, θαῦμα, εἶναι ὁ πατήρ μου, ὁ πατριάρχης!».
Μετά ἀπό 24 μέρες ταξίδι τό πλοῖο «Ἅγιος Νικόλαος» ἀγκυροβολεῖ μέ μεσίστια τή σημαία του στό λιμάνι τῆς Ὀδησσοῦ. Συντριμμένοι οἱ Ἕλληνες τῆς Ὀδησσοῦ ὑποδέχονται τό πολυβασανισμένο σῶμα. Μέ διαταγή τοῦ τσάρου γίνεται μεγαλοπρεπής κηδεία. Στόν ναό τῆς Μεταμορφώσεως, μπροστά στή σορό τοῦ ἐθνομάρτυρα ἐκφωνεῖ τόν ἐπικήδειο ὁ δεινός ρήτορας Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος ὁ ἐξ Οἰκονόμων. Ἡ μνημειώδης ὁμιλία του ἀντανακλᾶ τόν σπαραγμό τοῦ Ἕλληνα, καθώς στέκεται μπροστά στό λείψανο τοῦ πατέρα του, τοῦ Ἐθνάρχη του. Ἐνταφιάζεται στόν ἑλληνικό ναό τῆς Ὀδησσοῦ, στήν Ἁγία Τριάδα καί παραμένει στά ξένα χώματα πενήντα χρόνια.
Στίς 14 Ἀπριλίου 1871, μία ἀντιπροσωπεία Ἑλλήνων μεταφέρει μέ τό ἑλληνικό πλοῖο «Βυζάντιον» τό λείψανο τοῦ πατριάρχη στήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα. Ἔφτασε ἐπιτέλους ἡ ὥρα τοῦ χρέους, νά τοῦ ἀποτίσουν ἐπάξια οἱ Ἕλληνες φόρο τιμῆς. Μέ κανονιοβολισμούς, μέ σημαῖες προϋπαντοῦν τόν ἐθνομάρτυρα πλήθη λαοῦ στό λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ. Στό πολεμικό «Βασιλεύς Γεώργιος» τό ὁποῖο καλωσορίζει τό «Βυζάντιον», ἐπιβαίνουν ἡ Ἱερά Σύνοδος καί ὁ ὑπουργός τῶν Ἐκκλησιαστικῶν. Μέ δάκρυα ἀσπάζεται τή λάρνακα πρῶτα ὁ ὑπουργός Ἀθ. Πετμεζᾶς. Ὕστερα ἡ Ἱερά Σύνοδος παραλαμβάνει τό λείψανο καί τό ἀποθέτει μέσα σ’ ἕνα κουβούκλιο. Θά παραμείνει στό πλοῖο μέχρι τήν 25η Ἀπριλίου.
Ξημερώνει ἡ ξεχωριστή αὐτή μέρα γιά τόν ἐλεύθερο Ἑλληνισμό. Πανηγυρικά γιορτάζονται τά 50χρονα τῆς Ἐθνεγερσίας τοῦ 1821, "πρωτόλειο" σφάγιο τῆς ὁποίας, πρῶτος καρπός, εἶναι ὁ πατριάρχης τῆς Ὀρθοδοξίας. Καί γίνεται λαμπρότερος ὁ ἑορτασμός της μέ τήν ἀνακομιδή τῶν ὀστῶν του. Στήν Ἀθήνα ὑποδέχονται τό λείψανο ὁ πρωθυπουργός Ἀλ. Κουμουνδοῦρος, ἡ Ἱερά Σύνοδος, οἱ ἀρχιερεῖς, τό ὑπουργικό συμβούλιο καί οἱ βουλευτές. Μεταφέρεται στόν μητροπολιτικό ναό καί φυλάσσεται μέχρι σήμερα σέ λευκό μαρμάρινο τάφο.
Ἕνα χρόνο ἀργότερα, τήν 25η Μαρτίου 1872, γίνονται τ’ ἀποκαλυπτήρια τοῦ ἀγάλματος τοῦ Γρηγορίου στά προπύλαια τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ὁ ποιητής Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης ἀπαγγέλλει μέ τή βροντερή φωνή του τό ἀριστουργηματικό ἐκπόνημά του ἀφιερωμένο στόν μαρτυρικό Πατριάρχη. Ἀπό τήν πετυχημένη ἀπαγγελία τόσο πυροδοτεῖται τό ἀκροατήριο, πού συγκλονισμένο δέν χορταίνει νά ἐπαναλαμβάνει τήν ἐπωδό: «Ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη χαλασμός / κρεμοῦν τόν Πατριάρχη! / Χτυπᾶτε πολεμάρχοι! / Μή λησμονεῖτε τό σχοινί, / παιδιά, τοῦ πατριάρχη!».
Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας τό 1921 ἀνακηρύσσει ἅγιο τόν ἱερομάρτυρα ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως καί οἰκουμενικό πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ καί ὁρίζει νά γιορτάζεται ἡ μνήμη του στίς 10 Ἀπριλίου. Ὁ τόπος τῆς ἀγχόνης του, ἡ μεσαία πύλη τοῦ Πατριαρχείου, παραμένει ἀπό τότε γιά πάντα κλειστή, γιά νά θυμίζει τή μεγάλη θυσία καί νά διασαλπίζει στούς Ἕλληνες κάθε γενιᾶς πώς τό ἄλικο αἷμα τοῦ πατριάρχη πότισε, ζωογόνησε τό δένδρο τῆς λευτεριᾶς. Κι ὕστερα γίνηκε τό θαῦμα. Ξεπετάχτηκε μέσα ἀπό τή στάχτη ἡ νεκραναστημένη Ἑλλάδα!
῏Ω μεγάλη μέρα ἐκείνου τοῦ Πάσχα (10 ᾿Απριλίου 1821), πόσο λαμπρή ἀνέτειλες στή θλιμμένη τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησία!...
᾿Αφοῦ γιόρτασε ὁ μακάριος Πατριάρχης τήν ᾿Ανάσταση, ἱερουργώντας καί τρώγοντας γιά τελευταία φορά ἀπό τό μυστικό πασχάλιο δεῖπνο πάνω στήν ἁγία Τράπεζα, ἐπέστρεψε στήν κατοικία του. Κι ἀμέσως πλῆθος ἀσεβῶν ὁπλοφόρων, ἐνῶ ἀκόμη ἦταν βαθιά χαράματα, περικύκλωσαν τό Πατριαρχεῖο, ὅπως ἡ σπείρα τοῦ Πιλάτου ξεχύθηκε νύχτα στόν κῆπο ὅπου συχνά πήγαινε ὁ Κύριος. ῎Ετρεμαν οἱ «χαῦνοι υἱοί τοῦ σκότους» τούς ἄοπλους καί συγκριτικά μ’ αὐτούς ἐλάχιστους καί τελείως ἀνίδεους γιά τό δράμα ἐκεῖνο χριστιανούς, μήν τρέξουν ἐκεῖ ὅλοι μαζί καί κάνουν ξαφνικά ἐπανάσταση.
᾿Εκεῖνοι, λοιπόν, πού ὁρίστηκαν ἀπό τόν τύραννο ἁρπάζουν καί συλλαμβάνουν τόν Πατριάρχη, τόν βάζουν σέ πλοῖο καί τόν ὁδηγοῦν πρῶτα στό λεγόμενο Παράλιο ᾿Εξώστεγο. ᾿Εκεῖ τοῦ στρώνουν τραπέζι νά φάει, θέλοντας νά κολακεύσουν τόν σεβάσμιο γέροντα, καί συνάμα νά τόν ἐνισχύσουν, γιά νά ἀντέξει στά βασανιστήρια. Φοβοῦνταν μήν ἀποκάμει, ἔτσι καθώς ἦταν ἤδη ἄτονος καί ἐξασθενημένος ἀπό τόν ἀγώνα τῆς ἁγίας νηστείας. ῾Ο γενναῖος ὅμως «᾿Ελεάζαρ» τῆς ᾿Εκκλησίας τούς εἶπε· «Τώρα ἔφαγα οὐράνιο καί γλυκύτατο ἄρτο, τόν ὁποῖο ἐσεῖς δέν γνωρίζετε. ᾿Από αὐτά τά φαγητά δέν ἔχω πλέον ἀνάγκη. Διότι πλησιάζει ἡ ὥρα νά ἐλευθερωθῶ ἀπό τό καθημερινό χρέος πρός τή γαστέρα καί ἀπό ὅλα τά δεσμά τῆς σάρκας καί τῆς φθορᾶς». Μόλις τά ἄκουσαν αὐτά οἱ κοιλιολάτρες, τόν φέρνουν ἀμέσως στό δεσμωτήριο. ᾿Από μακριά ἀσπάσθηκε ὁ ἀλησμόνητος Πατριάρχης τούς ἅγιους συνεπισκόπους καί συναθλητές του. Οἱ δήμιοι τόν καλοῦν σέ ἐξωμοσία. Πρῶτα τόν κολακεύουν, παρακαλώντας τον νά μήν ἐγκαταλείψει τόν ὡραιότατο αὐτόν ἥλιο καί τίς λαμπρές τιμές τοῦ βασιλιᾶ. ῎Επειτα ἀγριεύουν καί ἀπειλοῦν δείχνοντάς του ἕτοιμα τά ποικίλα βασανιστήρια. Αὐτός, μόλις τοῦ δόθηκε ὁ λόγος, εἶπε· «Κάμετε τό ἔργο σας. ῾Ο Πατριάρχης τῶν χριστιανῶν πεθαίνει χριστιανός!».
Τόν μαστίγωσαν καί τόν ξάπλωσαν καταγῆς βάζοντας πάνω του μιά βαρειά πλάκα· τά σημάδια της εἶδαν ὕστερα πολλοί χριστιανοί, ὅταν οἱ ῾Εβραῖοι τόν ἔσερναν γυμνό στούς δρόμους. Μετά ἀπ’ αὐτά, ἀφοῦ ἔχασαν κάθε ἐλπίδα γιά ἐξωμοσία, τόν παρουσίασαν μπροστά στόν ἀρχισατράπη. Μέ καταφρόνια ὁ ἔπαρχος τόν παρέδωσε στήν καταδίκη.
῞Οπως οἱ σφῆκες τή σφηκοφωλιά τους, σάν νά ᾿ταν μικρό ἐλαφάκι, ἔτσι κύκλωσαν ἀμέσως τόν δίκαιο οἱ παράνομοι. ᾿Ανάμικτες φωνές ὑψώνονταν πάλλοντας τόν ἀέρα. Γέμισε ὁ Κεράτιος κόλπος πλοῖα καί τιάρες. ῎Εβραζε τρομερά τῆς κωπηλασίας ὁ πάταγος. Κι ὁ Πατριάρχης μέ συντροφιά δύο δημίους ἀποβιβάζεται πρῶτα στή σκάλα τοῦ Φαναρίου. Μόλις πάτησε στήν αἱματοβαμμένη ἐκείνη γῆ, σάν σέ γνωστό σφαγεῖο, ἔκλινε τά γόνατα καί τόν αὐχένα, περιμένοντας νά τόν ἀποκεφαλίσουν. ᾿Αλλά ἕνας δήμιος, σάν ἄγγελος τοῦ θανάτου, ἀφοῦ τόν χτύπησε στά πλευρά, τοῦ εἶπε· «Δέν εἶναι ὁ τόπος σου ἐδῶ». ᾿Οργισμένος τόν σήκωσε πάνω καί πρόσταξε νά τόν ἀκολουθήσει. Τόν ἀκολούθησε ἀμέσως ὁ Γρηγόριος «ὡς πρόβατον ἐπί σφαγήν». ῞Οταν ἔφτασαν στόν ὁρισμένο τόπο, ἄρχισαν νά ἑτοιμάζουν τήν ἀγχόνη ἀνάμεσα στίς πόρτες τοῦ πατριαρχικοῦ ναοῦ καί τοῦ Πατριαρχείου...
῾Ο μακάριος Πατριάρχης ἅπλωσε τά χέρια του κι εὐλόγησε τούς πιστούς. ῎Επειτα, στήλωσε τό βλέμμα του στούς οὐρανούς καί μέ δυνατή φωνή εἶπε· «Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ, δέξου τό πνεῦμα μου». Μέσα σέ μιά στιγμή ἔλαβε καί τήν ἀγχόνη καί τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
᾿Αφοῦ ἀτίμασαν τό νεκρό σῶμα τοῦ Πατριάρχη σέρνοντάς το στούς δρόμους, τό ἔρριξαν στό πέλαγος. Τρία νυχθήμερα τόν σεβάστηκε ὁ βυθός. Τόν ἀνακούφιζε παραδόξως ἡ πέτρα πού κρεμόταν ἀπό τόν τράχηλό του. Τόν ἀνασήκωναν τά κύματα τοῦ Πόντου. Τόν ὑποδέχθηκε ὁ εὐσεβής καραβοκύρης, καθώς πλησίασε στό πλοῖο του, τό ἑλληνικό μέ τή ρωσική σημαία, καί τέλος, μετά ἀπό τό μακρύ του ταξίδι, τόν εἴδαμε ὅλοι στήν ᾿Οδησσό σῶο καί ἀκέραιο, χωρίς καθόλου νά φαίνεται ὅτι ἦταν νεκρός ἤδη ἐδῶ κι ἕνα μήνα. Σήμερα, γύρω ἀπό τόν τάφο του μακαρίζουμε τήν ἔνδοξη μνήμη του, δοξάζοντας τόν Θεό «τόν θαυμαστόν ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ».
Οἰκονόμος ἐξ Οἰκονόμων,
Λόγος στό ἐτήσιο μνημόσυνο τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Κων/πόλεως Γρηγορίου Ε´.
᾿Απόδοση Β. ᾿Αντωνίου