Ἡ βάπτιση τοῦ Κυρίου ἀπό τόν Ἰωάννη τόν βαπτιστή στόν Ἰορδάνη εἶναι ἕνα ἀποκαλυπτικό γεγονός πού συγκλονίζει. Δέν ἀναφέρομαι μόνο στήν φανέρωση τῆς ἁγίας Τριάδος, ἀλλά καί σέ μία σειρά ἐκπληκτικῶν μυστηρίων πού μᾶς ἀποκαλύπτουν τόν σκοπό καί τόν στόχο τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος, εἶναι ἀναμάρτητος. Εἶναι ἐκεῖνος γιά τόν ὁποῖο ἡ Γραφή λέει ὅτι «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Α΄ Πέ 2,22). Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ὁ Ἰωάννης βάπτιζε «εἰς μετάνοιαν» (Μθ 3,11), γιά νά καλλιεργήσει στούς ἀνθρώπους ἀφ’ ἑνός μέν τήν συνείδηση τῆς ἁμαρτωλότητας καί ἀφ’ ἑτέρου τήν ἐπιθυμία νά ἀπαλλαγοῦν ἀπ’ αὐτή τήν κατάσταση. Τότε γιατί βαπτίσθηκε ὁ ἀναμάρτητος Χριστός;
Βαπτίσθηκε ὁ Κύριος, διότι κατ’ ἀρχήν ἔπρεπε ὁ Ἰωάννης νά βεβαιωθεῖ ὅτι αὐτός εἶναι ὁ προσδοκώμενος Μεσσίας. Ὁ Θεός τοῦ εἶχε ἀποκαλύψει ὅτι «ἐκεῖνος στόν ὁποῖο θά δεῖς τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νά κατεβαίνει καί νά μένει ἐπάνω του, αὐτός εἶναι» (βλ. Ἰω 1,33). Γι’ αὐτό ἀποκαλύπτεται ἡ ἁγία Τριάδα, γι’ αὐτό ἀκούγεται ἡ φωνή τοῦ Πατρός καί γι’ αὐτό τό Πνεῦμα ἐμφανίζεται σάν περιστέρι. Ὅπως λέει ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης· «Ἐγώ εἶδα τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νά κατεβαίνει καί νά μένει ἐπάνω του καί μαρτυρῶ γι᾽ αὐτό τό γεγονός καί εἶμαι ἀπολύτως βέβαιος ὅτι αὐτός εἶναι ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ» (βλ. Ἰω 1,33-34). Καί ἔπρεπε νά βεβαιωθεῖ γι’ αὐτό ὁ Ἰωάννης, ὥστε στήν συνέχεια νά δείξει τόν Ἰησοῦ στούς μαθητές του καί νά τούς προτρέψει νά τόν ἀκολουθήσουν. Συγκροτεῖται ἔτσι σταδιακά ἡ ἀποστολική ὁμάδα τῶν δώδεκα, ἡ ὁποία θά ἀποτελέσει ἀργότερα καί τόν πυρήνα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἕνας ἄλλος λόγος ξεχωριστῆς σημασίας πού ὁ Κύριος βαπτίζεται εἶναι γιά νά προκαλέσει καί νά παραπλανήσει τόν Σατανᾶ. Ὁ Σατανᾶς γνωρίζει πολύ καλά κάθε ἄνθρωπο, διότι μᾶς δεσμεύει ὅλους μέ τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας. Τόν ἀναμάρτητο Ἰησοῦ ὅμως δέν τόν γνώριζε, δέν μποροῦσε νά τόν ἐλέγξει. Τοῦ ἦταν «ἄγνωστη χώρα». Τόν βλέπει νά βαπτίζεται ὅπως οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι καί θεωρεῖ ὅτι εἶναι καί αὐτός ἁμαρτωλός. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ὁ Ἰησοῦς δέν ἐξομολογεῖται ὅπως ἔκαναν ὅσοι βαπτίζονταν, ἐνῶ συγχρόνως ἀκούγεται ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ νά λέει· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Μθ 3,17). Ὅλα αὐτά τοῦ προκαλοῦν σύγχυση, δέν μπορεῖ νά καταλάβει τί συμβαίνει καί ἀρχίζει νά ἀνησυχεῖ. Ἔχει μπροστά του ἕναν ἄνθρωπο πού δέν μπορεῖ νά ἐλέγξει καί ὁ ὁποῖος μαρτυρεῖται ἀπό τόν οὐρανό ὅτι εἶναι ὁ ἀγαπητός, δηλαδή ὁ μονογενής, υἱός τοῦ Θεοῦ. Τί σημαίνει αὐτό; Τί θά πεῖ ὅτι εἶναι ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ; Πρέπει νά τόν φοβᾶται;
Γι᾽ αὐτό ἀπό ἐκείνη τή στιγμή καί ἔπειτα ὁ Σατανᾶς τόν πολεμᾶ εὐθέως. Μετά τό βάπτισμά του ὁ Ἰησοῦς θά πάει στήν ἔρημο καί θά νηστεύσει γιά 40 ἡμέρες· τότε ὁ Σατανᾶς θά ἔλθει καί θά τόν πειράξει τρεῖς φορές λέγοντάς του· «Εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ...» (Μθ 4,3). Ὅ,τι ἄκουσε ἀπό τόν οὐρανό στόν Ἰορδάνη. Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς δέν θά ἐνδώσει, δέν θά τοῦ ἀποκαλύψει τί σημαίνει «ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Γι’ αὐτό καί ὁ Σατανᾶς θά συνεχίσει νά τόν πολεμᾶ μέ ἀκόμη μεγαλύτερη ἔνταση, μέχρι νά τόν ὁδηγήσει καί στόν τελευταῖο καί πιό σκληρό πειρασμό, στόν σταυρό, ὥστε νά μπορέσει νά καταλάβει περί τίνος πρόκειται. Ἀλλά καί ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς δέν θά τοῦ ἀποκαλυφθεῖ, θά πεθάνει. Αὐτό ἐπεδίωκε ἄλλωστε. Ἔτσι ὥστε μέ τήν ἀνάστασή του νά συντρίψει τήν δύναμη τοῦ διαβόλου πού εἶναι ὁ θάνατος καί νά ἀπελευθερώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό αὐτόν τόν ὄλεθρο.
Ὁ τρίτος λόγος πού ὁ Κύριος βαπτίζεται εἶναι αὐτός τόν ὁποῖο ἐπικαλεῖται, ὅταν ὁ ταπεινός Ἰωάννης τοῦ λέει· «Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με;» (Μθ 3,14). Καί τί λέει ὁ Κύριος; «Ἄφες ἄρτι», ἄφησέ τα αὐτά τώρα. «Οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην» (Μθ 3,15). Τώρα αὐτό πού πρέπει νά κάνουμε εἶναι νά ἐκτελέσουμε κάθε «δικαιοσύνην».
Τί θά πεῖ «δικαιοσύνη»; Θά πεῖ ἐντολή τοῦ Θεοῦ, θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί τί θά πεῖ «νά ἐκτελέσουμε κάθε ἐντολή τοῦ Θεοῦ»; Ποιά εἶναι ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ πού ἐκτελεῖ ὁ Κύριος ὅταν βαπτίζεται; Ἀκριβῶς αὐτό, τό νά βαπτισθεῖ. Ὁ Ἰωάννης ἐστάλη ἀπό τόν Θεό νά βαπτίζει, αὐτό ἦταν τό καθῆκον του καί αὐτή τήν ἐντολή ἔλαβε ἀπό τόν Κύριο. Καί θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖτες νά βαπτισθοῦν. Καί ὁ Ἰησοῦς πηγαίνει καί βαπτίζεται ὅπως ὅλοι οἱ Ἑβραῖοι, δέν ἐξαιρεῖ τόν ἑαυτό του ἀπ’ αὐτή τήν διαδικασία. Πηγαίνει καί βαπτίζεται σάν ἁμαρτωλός ἐνῶ εἶναι ἀναμάρτητος, ἀκριβῶς γιά νά ἐκτελέσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι προφανές γιά μᾶς τό νόημα αὐτῆς τῆς κίνησης. Ὁ Ἰησοῦς ὑπάκουσε στόν Θεό κατά πάντα. Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν ὁ υἱός του νά γίνει ἄνθρωπος. Καί ὄχι μόνο νά γίνει ἄνθρωπος ἀλλά καί νά περάσει ἀπό τό βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη, ὅπως περνοῦσαν ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοί, καί νά πεθάνει ὅπως πεθαίνουν καί ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοί· καί ἄς μήν εἶχε σχέση μέ τήν ἁμαρτία. Λέει ὁ ἀπ. Παῦλος· «Πόσο ὑπάκουσε; Μέχρι ποῦ ὑπάκουσε; Μέχρι θανάτου» (βλ. Φι 2,8). Ὑπάκουσε καί πέθανε, γιά νά μείνει ὡς ἄνθρωπος πιστός στόν ἅγιο Θεό. Αὐτό θέλει νά μᾶς διδάξει μέ τό βάπτισμά του, ὅτι πρέπει νά ὑπακοῦμε στόν Θεό, ὅποιο καί ἄν εἶναι τό θέλημά του.
Τό βάπτισμα ἦταν βέβαια ἐξευτελισμός, ταπείνωση γιά τόν υἱό τοῦ Θεοῦ. Γιά μᾶς ὅμως δέν εἶναι ἐξευτελισμός οἱ ἐντολές Του, ὄχι. Ἡ εὐσέβεια, λέει ὁ ἀπ. Παῦλος, εἶναι πορισμός εὐλογημένης ζωῆς καί ἐδῶ, σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο (βλ. Α΄ Τι 6,6), καί φυσικά στήν αἰωνιότητα. Καί δέν δεχόμαστε νά ὑπακούσουμε στόν νόμο τοῦ Κυρίου; Ἔχει πόνους, βέβαια, ἡ ζωή τῆς ὑπακοῆς, ἔχει ὀδύνη. Ἀλλά ἄν ὑπακούσουμε κατά πάντα ἔχει καί δόξα καί μᾶς κάνει πολῖτες τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Εὐ. Ἀ. Δάκας
Ἀπολύτρωσις 70 (2015) 4-6
῾Η ἑορτή τῶν Θεοφανίων, τῆς Βάπτισης τοῦ Χριστοῦ μας, κατά τήν ὁποία «ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις», καθιστᾶ ἐπίκαιρο τό λόγο περί τοῦ πρωταρχικοῦ καί θεμελιακοῦ δόγματος τῆς πίστεώς μας, τῆς τριαδικότητος τοῦ Θεοῦ.
Τό γνωρίζουμε ὅλοι οἱ πιστοί ὅτι ὁ ἀληθινός Θεός εἶναι ἕνας καί τριαδικός· Πατήρ, Υἱός καί ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι τρία πρόσωπα ἀλλά ἕνας Θεός, διότι τά τρία πρόσωπα ἔχουν μία φύση, κοινή οὐσία.
῾Η παρουσία τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ ὑποφώσκει ἤδη στήν Παλαιά Διαθήκη. Τήν ἐπισημαίνουν οἱ ἅγιοι πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας μας στόν πληθυντικό ἀριθμό πού χρησιμοποιεῖ ὁ Θεός ἀναφερόμενος στόν ἑαυτό του (Γε 2,18· 3,22· 11,7), στό γεγονός ὅτι ὁ ᾿Αβραάμ ἀπευθύνεται πρός τούς τρεῖς φιλοξενουμένους του ἀγγέλους σάν σέ ἕνα πρόσωπο (Γε 18), στόν τρισάγιο ὕμνο τῶν ἀγγέλων πού ἀκούει ὁ προφήτης ᾿Ησαΐας, ἀτενίζοντας τό θρόνο τοῦ Θεοῦ (᾿Ησ 6,3), καί σέ ἄλλα περιστατικά.
Στά ἱερά Εὐαγγέλια ἔχουμε πολλές φανερώσεις καί μαρτυρίες γιά τήν ἁγία Τριάδα· Κατά τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου, κατά τή Βάπτιση τοῦ Κυρίου καί τή Μεταμόρφωσή του. ῾Ο ἴδιος ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός πρίν ἀπό τό Πάθος του ἀποκαλύπτει τήν τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ, μιλώντας γιά τήν ἀποστολή τοῦ Παρακλήτου (᾿Ιω 14-16), καί μετά τήν ᾿Ανάσταση ἀποστέλλει τούς δώδεκα μαθητές νά διδάξουν «πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος» (Μθ 28,19). ῾Η αἰσθητή παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος μέ τή μορφή πυρίνων γλωσσῶν κατά τήν Πεντηκοστή, κάνει καί πάλι φανερή στόν κόσμο τήν ἁγία Τριάδα. Κι ὅπως μέ τή δημιουργία τοῦ κόσμου ἀποκαλύπτεται ὁ ἕνας Θεός, ὁ παντοδύναμος καί πάνσοφος Δημιουργός, ἔτσι μέ τήν ἀνάπλαση τοῦ κόσμου, μέ τήν ἵδρυση τῆς ᾿Εκκλησίας, κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, φανερώνεται ὁ ἕνας τριαδικός Θεός. Στίς ᾿Επιστολές τῶν ἀποστόλων καί στήν ᾿Αποκάλυψη, ἐπίσης, ὑπάρχουν πολλές ἀναφορές στό τριαδολογικό δόγμα.
᾿Αλλά ποιά σχέση ἔχει αὐτή ἡ δογματική ἀλήθεια μέ τήν καθημερινή πρακτική; Πόσο καί πῶς ἐπηρεάζει τή ζωή τοῦ πιστοῦ; Εἶναι, πράγματι, συγκινητικό ὅτι τήν πίστη μας στό δόγμα τῆς ἁγίας Τριάδος τήν ὁμολογοῦμε ἀπό μικρά παιδιά. ῞Οταν ἡ εὐσεβής μάνα ἤ γιαγιά, κρατώντας τό χέρι μας, σημείωνε πάνω μας τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, μᾶς μάθαινε συγχρόνως νά ψελλίζουμε τό τρισάγιο· «῞Αγιος ὁ Θεός, ἅγιος ἰσχυρός, ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς», ἤ «Δόξα Πατρί καί Υἱῷ καί ἁγίῳ Πνεύματι».
Τί κατανοοῦμε ἀπό τό μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος; Τίποτε, ἀφοῦ ἐξ ὁρισμοῦ τό μυστήριο εἶναι ἀκατανόητο, δέν χωρᾶ στό πεπερασμένο ἀνθρώπινο μυαλό μας. «Παραπληκτίσωμεν εἰς τό τῆς Τριάδος μυστήριον ἐρευνῶντες», μᾶς προειδοποιεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ὁ θεολόγος τῆς Τριάδος. ᾿Αλλά ἄν τά ἀναμμένα κάρβουνα, πού δέν μποροῦμε νά τά ἀγγίξουμε μέ τό χέρι μας, τά πιάνουμε χρησιμοποιώντας τή λαβίδα, μποροῦμε καί τό δόγμα τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ νά τό προσεγγίσουμε μέ τή «λαβίδα» τῆς πίστεως. Καί ἡ πίστη δέν εἶναι κτῆμα μόνο τῶν μεγάλων ἁγίων πατέρων καί θεολόγων. Εἶναι ὑπόθεση τοῦ κάθε ἀνθρώπου, τοῦ σοφοῦ ἀλλά καί τοῦ πιό ἁπλοῦ. Παρήγορη καί ἐνθαρρυντική ἡ διδαχή τοῦ ἰσαποστόλου ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ ὑποδεικνύει ἕναν πρακτικό τρόπο γιά τήν προσέγγιση τῆς ἁγίας Τριάδος· «Εἶναι τρόπος», λέγει, «νά καταλάβετε τήν παναγίαν Τριάδα. Πῶς; Νά ἐξομολογηθεῖτε καθαρά, νά μεταλάβετε τά ἄχραντα μυστήρια μέ φόβον καί εὐλάβειαν, καί τότε θά σᾶς φωτίσει ἡ χάρις τοῦ παναγίου Πνεύματος».
῾Η ὀρθόδοξη πίστη μας δέν εἶναι μία νοησιαρχική θεωρία, μία φιλοσοφική διατριβή. ῎Εχει ἄμεση τήν προβολή καί τήν ἀναφορά της στήν καθημερινή μας ζωή. Τοῦτο εἶναι χάρη καί ἐντολή τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Κατά τή φανέρωση τῆς ἁγίας Τριάδος στό ὄρος τῆς Μεταμόρφωσης ἀκούγεται σαφής ἡ φωνή τοῦ Πατρός· «αὐτοῦ (τοῦ Υἱοῦ) ἀκούετε!» (Μρ 9,7· Λκ 9,35). ῾Υποδεικνύει τόν συγκεκριμένο πρακτικό τρόπο προσέγγισης στόν ἀποκαλυπτόμενο Θεό, τήν ὑπακοή στό λόγο του. Καί εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἀκούγοντας τό λόγο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, τό Εὐαγγέλιό του, ξανοίγονται μπροστά μας δύο πρακτικές τριάδες, πού μᾶς κρατοῦν σέ ἐπαφή καί σχέση μέ τή θεολογική, τήν ἁγία Τριάδα.
῾Η πρώτη πρακτική τριάδα εἶναι τό τρίπτυχο τῶν θεολογικῶν ἀρετῶν, πού προβάλλει τό Εὐαγγέλιο· πίστη, ἀγάπη, ἐλπίδα. ῾Η πίστη ἀνοίγει τό δίαυλο γιά τή συνάντηση καί ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό. Εἶναι τό ἄνοιγμα τῆς ψυχῆς πρός τά ἄνω, ἡ ἀφετηρία τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἡ προσέγγιση στόν Θεό καί ἡ συνεχής ἐξάρτηση ἀπό Αὐτόν, πού νοηματίζει τήν κάθε πτυχή τῆς ζωῆς.
῾Η ἀγάπη εἶναι ἡ διά τῆς πίστεως ἔξοδος ἀπό τά στενά πλαίσια τοῦ ἑαυτοῦ μας· ἡ ὑπέρβαση τῆς ἀτομικότητος, γιά νά συναντήσουμε τόν συνάνθρωπο, νά τόν ἀγκαλιάσουμε ὡς πλάσμα τοῦ Θεοῦ καί νά τόν νιώσουμε ὡς ἀδελφό.
῾Η ἐλπίδα, ἀπότοκη τῆς πίστεως κι αὐτή, εἶναι ἡ ὑπέρβαση τῆς παρούσης σχετικότητος καί ἀναστροφή στό αἰώνιο μέλλον. Μέ τήν ἐλπίδα ὁ πιστός βλέπει τόν ἑαυτό του στή θέση πού ὁ Θεός τοῦ ἔχει ὁρίσει καί ζῆ μέ βεβαιότητα τίς ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό μπορεῖ νά χαλιναγωγεῖ τίς ὁρμές του, νά ζῆ μέ ἁγνότητα, μέ ἐγκράτεια, μέ ὑπομονή.
Τή δεύτερη πρακτική τριάδα διατυπώνει ἡ θεοκίνητη γραφίδα τοῦ ἀποστόλου Παύλου στήν ἀποστολική περικοπή πού διαβάζεται κατά τή θεία Λειτουργία τῶν Θεοφανίων· «σωφρόνως καί δικαίως καί εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰῶνι» (Ττ 2,12). Παρουσιάζει ὁ ᾿Απόστολος τρία στάδια ἀγώνα, ὅπου ὁ πιστός καλεῖται νά ἀγωνισθεῖ καί νά ζήσει· σέ σχέση μέ τόν Θεό «εὐσεβῶς»· σέ σχέση μέ τούς ἄλλους «δικαίως»· σέ σχέση μέ τόν ἑαυτό του «σωφρόνως».
῾Η σωφροσύνη, ἡ ἁγνή καί καθαρή ζωή, εἶναι αὐτή πού ἐξασφαλίζει τήν ἁρμονία μέ τόν ἑαυτό μας. Συνιστᾶ τή λεβεντιά τοῦ κορμιοῦ, τήν ὀμορφιά τῆς ψυχῆς, τή διαύγεια τῆς σκέψεως, τήν ἁρμονία ὅλης τῆς ὑπάρξεως. ᾿Αντίθετα, ἡ ἀνηθικότητα εἶναι παραφροσύνη, ἕνα εἶδος τρέλας.
῾Η δικαιοσύνη, μέ τήν πλατειά ἔννοια πού δίνει στή λέξη ἡ ἁγία Γραφή, δέν περιορίζεται μόνο στήν ἀποφυγή τῆς ἀδικίας. Εἶναι, γενικότερα, ἡ συμπαράσταση στόν ἄλλον, ἡ ἀγάπη, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ συγχωρητικότητα. ᾿Εξομαλύνει τίς σχέσεις μέ τούς συνανθρώπους μας, διότι μᾶς κατευθύνει νά βλέπουμε στόν καθένα τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ!
Τέλος, ἡ εὐσέβεια, τελείως ἄσχετη πρός τόν εὐσεβισμό καί τήν τυπολατρία, εἶναι ἡ εἰλικρινής σχέση μέ τόν Θεό, πού ἐμπνέει καί κατευθύνει κάθε κίνηση τοῦ ἀνθρώπου. ῎Ετσι, ἡ εὐσέβεια γίνεται τό σίγουρο θεμέλιο, ἡ ἀπαράβατη προϋπόθεση τῆς σωφροσύνης καί τῆς δικαιοσύνης.
Πίστη, ἀγάπη, ἐλπίδα· εὐσέβεια, δικαιοσύνη, σωφροσύνη! Χρειάζεται τάχα νά σχολιάσει κανείς τήν ἀξία καί τήν ἀναγκαιότητα αὐτῶν τῶν δύο πρακτικῶν τριάδων, πού σφραγίζουν τή ζωή τοῦ χριστιανοῦ καί μαρτυροῦν ὅτι αὐτός ἔχει ἀποδεχθεῖ καί βιώνει τή χάρη τῆς ἁγίας Τριάδος;
Στέργιος Ν. Σάκκος
"Ἀπολύτρωσις" 58 (2003) 4