- Τί κάνεις ἐκεῖ, παιδί μου;
- Δέ βλέπεις, γιαγιά; Ἅπλωσα τά χεράκια μου καί ἔγινα σταυρός.
Καί ἔβλεπε στόν μεγάλο καθρέπτη τόν ἑαυτό της.
Φυσικά τό πρόσεξα καί γι᾽ αὐτό ρώτησα.
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...
Ἕνα ρίγος μέ διαπέρασε... Ἀμέσως ἦρθε στό νοῦ μου ἡ γλυκειά μας Παναγία, ἡ Μητέρα πού εἶδε τόν μοναχογιό της κρεμασμένο στό σταυρό• τό ἀναμάρτητο καί μονάκριβο παιδί της, πού δέχτηκε νά φορέσει σάν ροῦχο τίς ἁμαρτίες μας καί νά τίς σταυρώσει στό ξύλο τοῦ σταυροῦ πονώντας καί ὑποφέροντας ὅσο κανείς. Ἕνας Θεός κρεμασμένος στό σταυρό!
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...
Μητέρα Παναγιά, ἤξερες ὅτι θά γίνονταν ὅλα ὅπως ἔγιναν κι ὡστόσο δέχτηκες νά διακονήσεις ἐσύ μόνη στό μέγα Μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου. Ὅλη ἡ ζωή σου ἦταν κατάμεστη ἀπό στερήσεις, ἀπό κατατρεγμούς, ἀπό διωγμούς. Προστάτευσες καί γαλούχησες τό θεῖο Βρέφος, τά δέχτηκες ὅλα σάν νά ἦταν χαρούμενα γεγονότα καί ἤξερες ὅτι τό ἀναμάρτητο Βρέφος, ὁ ἀναμάρτητος Θεάνθρωπος θά σταυρωθεῖ. Φρικτή ἀναμονή ἔδειξες. Ὁ νοῦς μας δέν μπορεῖ νά συλλάβει τή μεγάλη προσφορά Σου στό ἀνθρώπινο γένος. Ὑπέφερες, Πάναγνη, τά πάνδεινα, γιά νά ζήσουμε ἐμεῖς εἰρηνικά, γιά νά βροῦμε τή σωτηρία μας.
Σοῦ ὀφείλουμε πολλά, Μητέρα μας. Θά σέ τιμοῦμε καί θά σέ ὑμνολογοῦμε σέ ὅλη τή ζωή μας. Κι αὐτό θά εἶναι ἐλάχιστο, μηδαμινό γιά ὅ,τι μᾶς πρόσφερες καί μᾶς προσφέρεις. Δέν μᾶς ἐγκατέλειψες ποτέ. «Ἄβυσσο εὐσπλαγχνίας» σέ ἀποκαλεῖ ὁ ἱερός ὑμνωδός. Ὅ,τι κι ἄν μᾶς συμβεῖ, σέ σένα τρέχουμε, στήν εὐσπλαγχνία σου. Σέ ἱκετεύουμε καί σύ ἀπαντᾶς τόσο γρήγορα. Αὐτά πού αἰσθάνομαι, Παναγία μου, γιά σένα δέν μπορῶ νά τά ἐξωτερικεύσω μέ λόγια, γιατί χάνομαι στήν ἄβυσσο τῶν χαρισμάτων σου, τῆς προσφορᾶς σου, τοῦ Μεγαλείου σου. Πῶς τόλμησα νά σοῦ γράψω; Ζητῶ τή συγγνώμη σου.
Ἐλπίζω στήν καταδεκτικότητά Σου καί στήν εὐσπλαγχνία Σου.
Μαρία Μαυροπούλου- Τζουρᾶ