Παρασκευή, 20 Νοέμβριος 2020 17:57

Λειτουργικό κήρυγμα (Λκ 12,16-21)

afron  Ἡ φιλόστοργη μητέρα μας, ἡ Ἐκ­κλη­σία, ἰδιαίτερα αὐτή τήν περίοδο, πού μπαίνουμε πρός τόν χειμώνα, μέ τά ἀναγνώσματά της καλλιεργεῖ τήν ἀγάπη στίς καρδιές μας. Διδάσκει τήν ἐλεημοσύνη, τήν εὐ­σπλαγχνία καί τή φιλανθρωπία, πού εἶναι ἀναγκαῖα, γιά νά βοη­θηθοῦν πονεμένοι ἄνθρωποι, ἀλλά καί ἀπαραίτητα γιά τή σωτηρία μας. Σήμερα στήν παραβολή πού ἀκούσαμε (Λκ 12,16-21) ὁ Κύριος ὀνομάζει ἕναν πλούσιο ἄφρο­να, δηλαδή τρελό. Γιατί; Ἐμεῖς θά λέγαμε ὅτι εἶναι ἐπιτυχημένος καί εὐτυχι­σμένος ἄνθρωπος. Κι ὅ­μως ὁ Κύριος τόν ὀνομάζει τρελό. Οἱ ἅγιοι πατέρες μᾶς ἐξηγοῦν τούς λόγους.
  Πρῶτος λόγος. Ἡ γῆ του «εὐφό­ρη­­σεν». Τόσο μεγάλη εἶναι ἡ εὐφορία τῶν κτημάτων του πού δέν ξέρει ποῦ νά συνάξει τούς καρπούς. Ὑποφέρει, χάνει τόν ὕ­πνο του καί σκέπτεται ποῦ θά ἀποθηκεύσει τόσα ἀγαθά. Κι ὅμως ὑπάρχουν πάρα πολλές ἀποθῆκες ἄδειες. Εἶναι τά στομάχια τῶν πτωχῶν, τά σώμα­τα τῶν γυμνῶν, τά σπίτια τῶν ταλαιπώρων ἀνθρώπων. Καί μάλιστα πολλοί ἀπό αὐτούς ἴσως εἶναι ἄνθρωποι πού δουλεύ­ουν καί φροντίζουν γιά τήν περιουσία του. Καί ἐνῶ δέν ἔχει ποῦ νά βάλει τή σο­δειά του, τούς ἀδικεῖ μέ ἕνα ψευτομισθό.
  Δεύτερος λόγος. Βγάζει ἀπόφαση: «καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω». Καί ἄν, πλούσιε, τήν ἄλλη χρονιά εἶναι ὑπερδιπλάσια ἡ εὐφορία, τί θά κάνεις; Θά γκρεμίσεις καί τίς καινούργιες ἀποθῆκες γιά νά κτίσεις ἀκόμα μεγαλύτερες; ῏Ω τρέλα!
  Τρίτος λόγος. Δέν ὑπολογίζει τήν αἰ­ω­νιότητα. Εἶναι μεγάλο τό θέμα αὐτό, ἀ­δέλφια μου: Τί σχέση ἔχω μέ τήν αἰ­ω­νι­ότη­τα, μέ τήν ἀληθινή ζωή γιά τήν ὁποία μέ ἔ­πλα­σε καί μέ προόρισε ὁ Θεός; ῎Αν δέν μέ ἀ­πασχολεῖ αὐτό τό ὕψιστο δῶρο τοῦ Θε­οῦ, μέ τό ὁποῖο μέ προίκισε, εἶμαι τρελός, μέ μεγάλο βαθμό τρέλας. Πρέπει νά λάβω τά μέτρα μου γιά νά θεραπευ­θῶ.
  Τέταρτος λόγος. Δέν σκέφτεται ὅτι ὑ­πάρχει θάνατος. Λέγει στήν ψυχή του· «ψυ­χή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου». Ὑπάρχει τίποτε βεβαιότερο τοῦ θα­­νάτου; «Οὐδὲν τοῦ θανάτου βεβαιότερον καὶ οὐ­δὲν τῆς ὥρας τοῦ θανάτου ἀδηλότερον». Εἶναι ὑπερβέβαιον ὅτι θά πεθάνει καί μάλιστα χωρίς νά πάρει μαζί του τίποτε, πα­ρά μόνον τά ἔργα του, εἴ­τε ἀγαθά εἴτε κακά. Καί γι᾽ αὐτά θά κριθεῖ· «Τοὺς γὰρ πάντας ἡμᾶς δεῖ φανερωθῆναι ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα κομίσηται ἕκαστος... πρὸς ἃ ἔπραξεν εἴτε ἀγαθὸν εἴτε κακόν» (Β´ Κο 5,10). Ἕ­νας πού δέν σκέπτεται αὐτή τή βεβαία βεβαιότητα καί δέν τή λαμβάνει ὑπ᾽ ὄψιν του στά σχέδιά του, εἶναι ἄν­θρω­πος συνετός καί μυαλωμένος; Εἶναι τρελός. Εἶναι ἄ­φρων.
  Πέμπτος λόγος. Τέλος, εἶναι τρελός, διότι δέν σκέ­πτεται ὅτι δέν εἶ­ναι μόνος στόν κόσμο αὐ­τό.
  Ἰδιαίτερα ὅμως θέλω νά μεί­νω σ᾽ αὐτό πού ἀ­κοῦμε νά λέγει ὁ ἴδιος: «ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κεί­μενα εἰς ἔτη πολλά, φάγε, πίε, εὐφραί­νου». Ἀκοῦτε τρέ­λα ἀν­θρώπου; Μ᾿ αὐτά τρέφεται ἡ ψυχή, ταλαίπωρε; ῾Η ψυχή τρέφεται μέ ἀλήθειες, μέ ἰδέ­ες, μέ τά λόγια τοῦ Θεοῦ, μέ τά μυ­στήρια τῆς σω­τη­ρίας. Αὐτά εἶναι ἡ τρο­φή τῆς ψυχῆς. Ὁ Χριστός μας, ὅπως προσφέρει τά ἀγαθά γιά νά ζήσουμε σωματικά, ἔχει καί τόσα ἀγα­θά γιά νά ζήσει ἡ ψυχή μας. Πίστη, ἀγάπη, ἐλ­πί­δα, ἐλεημοσύνη, φιλανθρωπία, νά τά τρό­φιμα, τά ἀ­γα­θά μέ τά ὁποῖα μπορεῖ νά τραφεῖ ἡ ψυ­χή σου καί νά ζή­σει, ὄχι ἔτη πολλά, ἀλλά ἔτη αἰώνια.
  Οἱ πατέρες μας διδάσκουν ὅτι ὁ Θεός πού εἶναι οἰ­κτίρ­μων ἔ­πλασε καί τόν ἄνθρωπο σπλαγχνικό, φύ­τευ­σε μέσα στήν ὕπαρξή μας τή συμπάθεια. Γι᾽ αὐτό, ὅταν δέν φροντίζουμε νά χορτάσει ὁ συνάν­θρωπός μας ὅπως χορταί­νουμε ἐμεῖς, νά ντυθεῖ ὅπως ντυνόμαστε, δέν ἀγα­ποῦ­με δηλαδή τόν πλησίον ὅπως τόν ἑαυτό μας, τότε ἔχουμε ὑπο­στεῖ ἐκτροπή τοῦ προορισμοῦ μας, μία μεγάλη διαστροφή στήν ὕπαρξή μας.
Λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: Ὁ Κύριος θά σᾶς δικάσει καί θά σᾶς καταδικάσει, διότι αὐτά πού σπαταλᾶτε «πατρῷα ἐστι», εἶναι τοῦ πατέρα τῶν ὀρφανῶν, τῶν πει­νασμένων. Ναί, σᾶς τά ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός πατέρας ὅπως ἕνας ἐμπιστεύεται τά χρή­ματα τοῦ κράτους στόν ταμία γιά νά τά δώσει σ᾿ αὐτούς πού τά δικαιοῦνται. Σᾶς τά ἐμπιστεύθηκε, πλούσιοι ἄφρονες, γιά νά τά διοχετεύσετε καί νά τά δώσετε στά παιδιά τοῦ Θεοῦ, τοῦ πατέρα πού σᾶς τά χορήγησε καί θά σᾶς ζητήσει κάποτε τόν λογαριασμό.
  ᾿Αδελφοί μου, δέν εἶναι ἄφρων μόνο ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς, εἴμαστε καί πολλοί ἀπό μᾶς ἄφρονες. Ἄν ἐξετάσουμε καλά τόν ἑαυτό μας καί βάλουμε τό χέρι στήν καρδιά, θά δοῦμε τί σπατάλες κάνουμε, τί περιττά ἀγοράζουμε! Σκεφθήκαμε ὅτι γιά ὅλα αὐτά θά κριθοῦμε; Νά τό σκεφθοῦμε ὅτι ἐγώ εἶμαι ὁ ἄφρων καί μιλάει γιά μένα ὁ Κύριος, καί νά πάρω σήμερα τήν ἀπόφαση νά πῶ τέρμα στίς σπατάλες, τέρμα στίς ἀγορές. Θά πε­ριορισθῶ, θά ζήσω λιτά, οὕτως ὥστε νά βοηθήσω ὅσο μπορῶ. ῎Ετσι θά λύσω τό πρό­βλημα τοῦ ἑαυτοῦ μου, νά μή χαρακτηρίζομαι τρελός, ἀλλά θά βοηθήσω καί τόν ἀδελφό μου πού ὑποφέρει. Μέ αὐτόν τόν τρόπο, ἀδέλφια μου, νά ἑτοιμαστῶ νά γιορτάσω τά Χριστούγεννα. Τόν Χριστό μας, Αὐτόν πού μέ τρέφει μέ τόν λόγο του καί τό αἷμα του, Αὐτόν πού ἑτοίμασε γιά μένα αἰώνια βα­σι­λεία, τόν πτωχό Ἰησοῦ πού γεννήθηκε μέσα στόν στάβλο, νά τόν φιλοξενήσω στό σπίτι μου, νά τόν ντύσω, νά τόν θρέψω στό πρό­σ­ωπο τοῦ ἀδελφοῦ μου.


Στ. Ν. Σάκκος
Κυ 20-11-2005, ἱ. ν. Ἀναλήψεως τοῦ Σωτῆρος, Φίλυρο

Τρίτη, 08 Ιούλιος 2014 03:00

Παραβολή ἄφρονος πλουσίου

Ψυχή καί Χριστός

 «Anima naturaliter christiana est», εἶπε κάποτε ὁ σοφός Τερτυλλιανός καί ἀπό τότε πολλές φορές ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος ἐπαλήθευσε αὐτόν τόν λόγο. «Ἡ ψυχή εἶναι ἀπό τήν φύση της χριστιανική», εἴτε ἀνήκει σέ χριστιανό εἴτε ὄχι, διότι ἔτσι ἔχει βγεῖ μέσα ἀπό τά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ της, νά ἀναπαύεται μόνο στόν ἐν Χριστῷ Θεό. Τό εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καί ἡ ζωή τῆς χάριτος, πού αὐτός χαρίζει, ἀποτελοῦν τό μόνο ἔνδυμα πού τήν καλύπτει, τήν μόνη τροφή πού τήν χορταίνει, τό μοναδικό καθεστώς πού τήν ἰσορροπεῖ.

 Φαίνεται αὐτό πρῶτα-πρῶτα ἀπό τίς ἀναζητήσεις τοῦ ἀνθρώπου· ἀπό τίς ἀνησυχίες του, πού τόν σπρώχνουν νά παίρνει χίλιους δρόμους ψάχνοντας τήν εὐτυχία, καί ἀπό τίς ἀπογοητεύσεις του, πού τόν γεμίζουν πικρία, καθώς φθάνει κάθε φορά στά σκληρά ἀδιέξοδα. Κυνηγᾶ τήν δόξα ὁ φιλόδοξος, τό χρῆμα ὁ φιλάργυρος, τήν ἡδονή ὁ φιλήδονος, μέ πάθος καί μανία, ἀλλά γιατί ποτέ δέν ἱκανοποιεῖται ἀπό τό θήραμά του; Γιατί ὅσο πιό πολύ κορέννεται, τόσο πιό ἄδειος νιώθει, ὅσο πιό ἀδηφάγα ρουφᾶ, τόσο πιό ἄπληστα διψᾶ; Δέν εἶναι αὐτό μιά τρανή μαρτυρία πώς κάτι ἄλλο ζητᾶ, ἄπειρο καί αἰώνιο καί πολύ προσωπικό, κάτι πού θά ἀναγνωρίσει καί θά τιμήσει τήν ἀξία τῆς ὑπάρξεώς του περισσότερο ἀπό τήν δόξα τῶν ἀνθρώπων, κάτι πού θά ἀσφαλίσει τήν ζωή του καλύτερα ἀπό τό χρῆμα, κάτι πού θά γλυκάνει τό εἶναι του βαθύτερα καί δυνατώτερα ἀπό τήν ἡδονή;

 Λέει ὁ ἄφρονας πλούσιος στήν ψυχή του: «Ψυχή, ἔχεις πολλά ἀγαθά κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου» (Λκ 12,19). Ἀλλά ἡ ψυχή μέ τά ἀγαθά αὐτοῦ τοῦ κόσμου δέν ξεκουράζεται· μόνο φορτώνεται καί βαραίνει. Δέν εὐφραίνεται· μόνο ταράσσεται καί ὑποφέρει. Διότι ἐκεῖνο πού τῆς λείπει καί ἐκεῖνο πού τῆς χρειάζεται εἶναι τά ἀγαθά ἑνός ἄλλου κόσμου, ἀπό τόν ὁποῖο κατάγεται καί στόν ὁποῖο ἀνήκει· ἀγαθά ὄχι τῆς γῆς, ἀλλά τοῦ οὐρανοῦ, οὔτε ἁπλῶς «πολλά», ἀλλά ἀτελεύτητα, καί ὄχι μόνο γιά «ἔτη πολλά», ἀλλά γιά τούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ναί, ἐκεῖνο πού λαχταρᾶ ἡ ἀνθρώπινη ψυχή εἶναι ὁ Θεός.

 Ποιός θεός ὅμως; Μέσα ἀπό τά ρεύματα τῆς ἱστορίας ἀναδύονται ἑκατοντάδες θεοί, μέ ποικίλες μορφές, ἀναιρώντας ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Ἀπό τά πανάρχαια χρόνια, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Πλούταρχος, μέχρι σήμερα δέν θά βρεῖτε οὔτε ἕνα λαό οὔτε μία ἐποχή χωρίς θεό. Ἀλλά δέν θά βρεῖτε ἐπίσης οὔτε καί τήν ἱκανοποίηση τῆς ψυχῆς. Στέκεται ἡ ψυχή κάθε φορά μέ πόθο καί δέος μπροστά στήν θεότητα πού ὑψώνει, γιά νά στραφεῖ σέ λίγο ἀπογοητευμένη ἀλλοῦ, ἀναζητώντας ξανά καί ξανά τόν ἄγνωστο θεό της. Νεκροί καί ψεύτικοι οἱ θεοί τῶν ἀνθρώπων! Διότι δέν εἶναι ὁ Θεός πού τούς δημιούργησε γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά οἱ θεοί πού οἱ ἄνθρωποι δημιούργησαν γιά τόν δικό τους ἑαυτό, στομώνοντας ἔτσι μέ σκύβαλα τήν θεϊκή λαχτάρα τῆς ψυχῆς τους. Δέν εἶναι ὁ ζωντανός καί ἀληθινός Θεός, πού θέλει τήν ὑπηρεσία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά εἶναι τά φόβητρα καί τά θέλγητρα τῶν ἀνθρώπων, πού θεοποιοῦνται γιά νά τεθοῦν στήν ὑπηρεσία τους.

 Ρίξτε ἕνα βλέμμα στίς θρησκεῖες τοῦ κόσμου. Στήν Αἴγυπτο καί στήν Ἰνδία, στήν ζούγκλα τῆς Ἀφρικῆς καί στόν κάμπο τῆς Μεσοποταμίας θεός γίνεται ὁ ἥλιος καί ὁ ποταμός, τό φετίχ καί τό τοτέμ, ὅσα συντηροῦν καί ὅσα ἀπειλοῦν τήν ἀνθρώπινη ζωή. Στήν Ἑλλάδα; Ἀποθεώνονται οἱ ἀρετές, ἀλλά καί τά πάθη· καί ἐπειδή ἕνας θεός δέν μπορεῖ νά παίζει ὅλους τούς ρόλους, γεννιοῦνται πολλοί, ἄλλοι ἀπό τήν κεφαλή τοῦ Διός, γιά νά εὐνοοῦν τίς ἀνώτερες ἐφέσεις τῆς ψυχῆς, καί ἄλλοι ἀπό τά ὑπογάστριά του, γιά νά ἱκανοποιοῦν τίς κατώτερες ὁρμές. Ἀκόμη καί οἱ Ἰουδαῖοι, στούς ὁποίους ἀποκαλύφθηκε ὁ ἀληθινός Θεός, ὅταν ξέκλιναν ἀπό τήν ὁδό τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, καταντοῦσαν σέ μία ἀνούσια τυπολατρία καί ἀλλοίωναν τήν εἰκόνα τοῦ προσώπου του σύμφωνα μέ τίς ἐπιθυμίες τους. Κι ἐκεῖνοι ὅμως πού πίστευαν μέ μία ἁγνή πίστη στόν Κύριο τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, δέν χόρταιναν μ' αὐτήν τήν πίστη, ἀλλά προσδοκοῦσαν καί καρτεροῦσαν τήν συγκεκριμένη παρουσία τοῦ Θεοῦ καί τήν προσωπική συνάντηση μαζί του.

 Καί ὁ Θεός ἦλθε. Στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ φανέρωσε ποιός εἶναι καί μᾶς κάλεσε νά τόν γνωρίσουμε. Ὅσοι ἀνταποκρίθηκαν στήν κλήση βεβαιώνουν μέ τήν ἐμπειρία τους ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Θεός τῆς ψυχῆς μας καί μαρτυροῦν ὅτι ὄντως ἡ ψυχή εἶναι ὄχι ἁπλῶς θεϊκή, ἀλλά χριστιανική, διότι θεός ἄλλος ἐκτός ἀπό τόν Χριστό δέν ὑπάρχει. Ἀποδεικνύεται ἔτσι πόσο πλανῶνται ἐκεῖνοι πού ἐνῶ ἀρνοῦνται τόν Χριστό, ἐφησυχάζουν «ἑαυτούς καί ἀλλήλους» λέγοντας ὅτι δέν εἶναι ἄθεοι, ἀλλά πιστεύουν σέ μία ἀνώτερη δύναμη, σέ κάποιο ὑπερβατικό ὄν. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἐφόσον παραμένουν ἄπιστοι στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἐφόσον δέν θέλουν νά δεχθοῦν ὅτι ὁ Ἰησοῦς, ὁ υἱός τῆς παρθένου Μαρίας, εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, μάταια βαυκαλίζονται ὅτι ἔχουν Θεό. Οἱ ἄπιστοι εἶναι καί αὐτοί ἄθεοι, ὅσους θεούς κι ἄν ἐπικαλοῦνται.

 Ἐνασμενίζονται νά νομίζουν μερικοί στήν ἐποχή μας ὅτι ὅλη αὐτή ἡ κίνηση καί ἡ ἀνακίνηση τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν πού παρατηρεῖται, ἡ ἕλξη καί ἡ γοητεία τῶν γκουρού, ἡ διάδοση τῆς μαύρης καί τῆς λευκῆς μαγείας, ἡ ἔξαρση τῆς θρησκευτικῆς μουσικῆς, ἀποτελοῦν δείγματα ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν Θεό. Χαίρονται οἱ ἀφελεῖς καί φιλοσοφοῦν οἱ κουλτουριάρηδες. Ἀλλά αὐτά εἶναι ἀκριβῶς τά δείγματα πού δείχνουν ὅτι οἱ ἄνθρωποι δέν ἔχουν Θεό καί γι' αὐτό φτιάχνουν συνεχῶς καινούργιους καί ὅλο πιό ἀπατηλούς θεούς. Τό θεῖον δέν τό ἀσφαλίζει οὔτε τό ὄνομα οὔτε ἡ λατρεία οὔτε τό ἱερατεῖο. Μπορεῖ αὐτά νά εἶναι τά πιό ἰσχυρά ὑποκατάστατα, ἀλλά δέν παύουν νά εἶναι ὑποκατάστατα τοῦ Θεοῦ, πού ἀφήνουν γυμνή τήν ψυχή, πεινασμένη καί ἀπορρυθμισμένη μέσα στίς ἀπεγνωσμένες ἀναζητήσεις της.

 Ὁ Θεός ὁ ἀληθινός δέν εἶναι ὁ Ἀλλάχ οὔτε εἶναι ὁ Μέγας Ἀρχιτέκτων τοῦ σύμπαντος οὔτε μία συγκεχυμένη δύναμη πού μπορεῖ νά ὑπάρχει παντοῦ, ὅσο καί πουθενά. Εἶναι ἕνας συγκεκριμένος Θεός, πού μπῆκε στήν ἱστορία μας, μᾶς ἔδωσε τά διαπιστευτήριά του, μᾶς ἔδειξε τήν τέλεια ἀγάπη του καί ζήτησε τήν καρδιά μας. Ὁ Θεός αὐτός ἔχει πρόσωπο, ἔχει εὐαγγέλιο, ἔχει σχέδιο καί ἀναπτύσσει προσωπική σχέση μέ τόν ἄνθρωπο. Στήν ἀγκαλιά του ἀναπαύεται ἡ ψυχή μας, ἀπό τά τρυπημένα χέρια του παίρνει ζωή, μέ τόν λόγο του στηρίζεται, στήν παρουσία του εὐφραίνεται «ὡς ἐν ἡμέρᾳ ἑορτῆς» (Σοφονία 3,17). Ὁ Θεός εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, καί ἡ ψυχή μας ἀπό τήν φύση της τοῦ ἀνήκει.

 Ἄν ἡ ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ τό φανερώνει αὐτό μιά φορά, τό διατρανώνει πολλές φορές ἡ ὑποταγή στόν Χριστό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δεχθεῖ τό μήνυμα τοῦ εὐαγγελίου καί γευθεῖ πόσο χρηστός εἶναι ὁ Κύριος, τότε τίποτε δέν μπορεῖ νά τόν χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη του. Ἀκόμη καί ὅταν χρειαστεῖ γιά τό ὄνομά του νά ἀντιμετωπίσει διωγμούς, νά σηκώσει σταυρούς, νά ὑποστεῖ θυσίες καί θλίψεις, δέν ἀνταλλάσσει τόν Χριστό μέ καμία ἄνεση καί καμία δόξα. Ἀλλά τό πιό καταπληκτικό εἶναι ὅτι ὄχι μόνον ὑπομένει, ἀλλά ξέρει καί νά χαίρεται στά παθήματά του. Ὑπάρχει ἄραγε κάτι ἄλλο ἀπό αὐτήν τήν ἀναφαίρετη καί πεπληρωμένη χαρά τοῦ χριστιανοῦ, πιό ἱκανό νά μᾶς πείσει γιά τόν σύνδεσμο πού ἔχουν ἡ ψυχή καί ὁ Χριστός;

 Τό μήνυμα αὐτό μπορεῖ νά τό διαπιστώσει ἄμεσα ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ἄλλοτε μέ τήν ἀγωνία του μέσα στήν σύγχυση τῆς ἐποχῆς καί ἄλλοτε μέ τήν ἱλαρότητά του μέσα στόν ἀγώνα γιά τήν θέωση. Ὁ κόσμος ἀναπόφευκτα χωρίζεται σ' αὐτούς πού ἔχουν Θεό, καί εἶναι οἱ χριστιανοί, καί σ' αὐτούς πού δέν ἔχουν Θεό, καί εἶναι ὄχι μόνον οἱ ἄθεοι ἀλλά καί ὅλοι οἱ ἄπιστοι. Μάταια γυρεύουν οἱ τελευταῖοι τήν γαλήνη καί τήν ἠρεμία στήν γιόγκα καί στό νιρβάνα, στόν στοχασμό καί στήν διανόηση, στά μεταφυσικά ταξίδια καί στίς ἐπικοινωνίες μέ τό ὑπερπέραν. Ἡ μακαριότητα καί ἡ εὐτυχία δέν βρίσκονται μακριά μας οὔτε εἶναι κρυμμένες μέσα στό μισοσκόταδο τῶν ἀποκρύφων θρησκειῶν καί φιλοσοφιῶν. Ὁ Θεός μᾶς ἐγγίζει μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, πού ἦλθε ἀνάμεσά μας ὅλο φῶς καί γλυκύτητα. «Τό φῶς ἐλήλυθεν εἰς τόν κόσμον», γράφει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ἀλλά «ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τό σκότος ἤ τό φῶς· ἦν γάρ πονηρά αὐτῶν τά ἔργα» (Ἰω 3,19). Κι ἕνας μεγάλος ἀναζητητής τῆς ἀλήθειας, ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, σφραγίζει μέ τό ἀδιαφιλονίκητο κῦρος τῆς προσωπικῆς του ἱστορίας τό γεγονός· «Κύριε, μᾶς ἔπλασες γιά σένα καί ἡ ψυχή μας ἀγωνιᾶ, ἕως ὅτου ἀναπαυθεῖ στούς κόλπους σου!».

Στέργιος Ν. Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 41 (1986) 145-147

Παρασκευή, 15 Νοέμβριος 2024 02:00

Κυρ. Θ΄ Λουκᾶ Λκ 12,16-21

Ἡ παραβολή τοῦ ἄφρονος πλουσίου

 

afron12,16. Εἶπε δὲ παραβολὴν πρὸς αὐτοὺς λέγων· ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα.
   Παραστατικός διδάσκαλος ὁ Κύριος, γιά νά καταστήσει ζωηρότερη καί εὐκρινέστερη τήν ἀλήθεια πού διατύπωσε στόν προηγούμενο στίχο διηγεῖται μία παραβολή.
   Κάποιου πλούσιου ἀνθρώπου εὐφόρησεν ἡ χώρα, ἔδωσε, δηλαδή, καρπό πολύ. ῾Η λέξη χώρα ἐκτός ἀπό τήν σημασία τήν ὁποία διατηρεῖ μέχρι σήμερα, σήμαινε ἐπίσης τήν καλλιεργημένη γῆ (πρβλ. Λκ 21,21· ᾿Ιω 4,35· ᾿Ια 5,4) καί χρησιμοποιεῖται ἀντί τοῦ «ἀγρός ἤ κτῆμα». ᾿Εδῶ δηλώνει ὅτι ὅλα τά χωράφια πού καλλιεργοῦσε ὁ πλούσιος ἀπέδωσαν πλούσια σοδειά. Πλουσιοπάροχα χάρισε ὁ Θεός τήν εὐλογία του καί ἔκανε τόν πλούσιο ἀκόμη πλουσιώτερο.
   «Γιατί εὐφόρησεν ἡ χώρα ἑνός ἀνθρώπου πού δέν ἐπρόκειτο νά κάνει κανένα καλό μέ τά περισσότερα κέρδη του;», ἀναρωτιέται ὁ Μ. Βασίλειος. ῾Η ἀπάντηση εἶναι ὅτι ἔτσι ὁ Θεός ἔδειξε τήν δική του ἀγαθότητα30[1]. ῾Ικανοποίησε τήν ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ γιά πλούτη, ὥστε νά τόν φυλάξει ἀπό ἀδικίες καί κλοπές. Τοῦ ἔδωσε ὅμως καί μία εὐκαιρία γιά ἐλεημοσύνη. ῾Ο τρόπος, βέβαια, μέ τόν ὁποῖο ὁ πλούσιος θά διαχειριζόταν τήν μεγάλη του σοδειά θά ἦταν καθοριστικός γιά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως.
 

12,17. καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;
   ῾Ο πλούσιος δέν εὐχαριστεῖ τόν Θεό γιά τήν εὐφορία τῶν χωραφιῶν του. Δέν προλαβαίνει κἄν νά χαρεῖ γιά τήν πλούσια καρποφορία. Κατακλύζεται ἀπό σκέψεις καί ἀγωνίες· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; ῾Η ἀφθονία τῶν ἀγαθῶν, ἀντί νά δώσει μία ἄνεση στόν πλούσιο, τόν φορτώνει μέ φροντίδες. Βρέθηκε σέ ἀμηχανία, διότι δέν εἶχε χώρους τόσο εὐρύχωρους, ὥστε νά χωρέσουν ὅλοι οἱ καρποί του. Στενοχώρια δέν προκαλεῖ μόνον ἡ φτώχεια μέ τήν στέρηση τῶν ἀναγκαίων ἀλλά καί ὁ πλοῦτος μέ τήν ἀφθονία τῶν περιττῶν, ὅταν ἡ λογική δέν πρυτανεύει στήν διαχείρισή τους.
   «῎Εχεις ἀποθήκας τῶν πτωχῶν τάς γαστέρας, πολλά δυναμένας χωρεῖν, καί ἀκαταλύτους καί ἀφθάρτους», γράφει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος ἀπευθυνόμενος στόν ἄφρονα τῆς παραβολῆς. ῎Αν μοίραζε ἀπό τήν περίσσεια σοδειά του στούς φτωχούς, θά ἔλυνε τό πρόβλημα πού τοῦ προέκυψε, καί ἐπιπλέον, θά κέρδιζε καταθέσεις στόν οὐρανό. Διότι, ὅπως διαβάζουμε στό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν, «δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν, κατὰ δὲ τὸ δόμα αὐτοῦ ἀνταποδώσει αὐτῷ» (19,17). ῾Ο ἄνθρωπος ὅμως τῆς παραβολῆς ἤθελε νά ἀποθηκεύσει τά ἀγαθά του στόν κόσμο αὐτόν ἀπό τόν ὁποῖο κάποια στιγμή θά ἔφευγε, καί δέν σκέφθηκε νά τά ἀποθηκεύσει μέ τήν ἐλεημοσύνη στόν ἄλλο κόσμο, ὅπου ἦταν βέβαιο ὅτι κάποτε θά ἔφθανε.
 

12,18. Καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου.
   Μετά ἀπό πολλή σκέψη ὁ πλούσιος κατέληξε σέ μία ἀπόφαση· τοῦτο ποιήσω, αὐτό θά κάνω, εἶπε. ᾿Αλλά ἡ ἀπόφασή του τόν ἔβαλε σέ καινούργιες ἔγνοιες καί σέ μεγάλες δαπάνες· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω. ᾿Αποφάσισε νά γκρεμίσει τίς ἀποθῆκες του καί νά τίς ξαναχτίσει εὐρυχωρότερες. Καί ἄν τά χωράφια του εἶχαν εὐφορία καί τήν ἑπόμενη χρονιά, θά ξαναγκρέμιζε ἄραγε τίς ἀποθῆκες του, γιά νά τίς ξαναχτίσει καινούργιες;
   Τήν ἀφροσύνη τοῦ πλουσίου ὑπογραμμίζει, ἐπίσης, ἡ ἐπίμονη ἐπανάληψη τῆς κτητικῆς ἀντωνυμίας μου. Θεωρεῖ δικά του τά γενήματα, τούς καρπούς τῆς γῆς, καί τά ἀγαθά, τά ποικίλα ἄλλα ἀποθηκεύσιμα προϊόντα. Λησμονεῖ ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ. Στόν Δημιουργό ἀνήκει τό χῶμα τῆς γῆς, ὁ ἥλιος καί ἡ βροχή· αὐτός παρέχει τά πρῶτα σπέρματα καί τίς πρῶτες ὕλες. «Τί δὲ ἔχεις ὃ οὐκ ἔλαβες; εἰ δὲ καὶ ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών;», γράφει ἀργότερα στούς Κορινθίους ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α´ Κο 4,7).
 

12,19. καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου.
   ῾Ικανοποιημένος γιά τήν ἀπόφαση πού πῆρε ὁ πλούσιος πλανᾶται νομίζοντας ὅτι θά μπορεῖ, ὅταν πλέον γεμίσει τίς καινούργιες του ἀποθῆκες, νά πεῖ στήν ψυχή του· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά. Μέσα στό παραλήρημά του ἀδυνατεῖ νά σκεφθεῖ ὅτι ἀκόμη καί ἄν ἔχει τά ἀγαθά στίς ἀποθῆκες του, δέν ἐξουσιάζει αὐτός τά χρόνια τῆς ζωῆς του (πρβλ. ᾿Ια 4, 13-16). Ξεχνᾶ ὅτι εἶναι ἄδηλο τό τέλος του. Ξεχνᾶ, ἐπίσης, πόσο ἄστατη εἶναι ἡ ζωή τῶν ἀνθρώπων καί πόσοι κίνδυνοι ἀπειλοῦν τά πολλά ἀγαθά του.
   Αὐτό ὅμως πού προβάλλει ἀκόμη μεγαλύτερη τήν ἀφροσύνη του εἶναι ἡ ἐντελῶς παράλογη προτροπή πρός τήν ψυχή του· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. Στήν ἄυλη ψυχή προσφέρει ὑλικά ἀγαθά, γιά νά ἀναπαυθεῖ καί νά εὐφρανθεῖ! ῾Η ψυχή, ὡστόσο, ἔχει πνευματική ὑπόσταση καί ἑπομένως ἀναζητᾶ ἄλλου εἴδους ἀπολαύσεις. ῎Εκπληκτος ὁ Μ. Βασίλειος ἀναφωνεῖ· «῎Ω τοῦ παραλογισμοῦ! ῎Αν εἶχες ψυχή χοίρου θά τῆς ταίριαζαν αὐτά τά λόγια. Τόσο κτηνώδης εἶσαι, τόσο ἄγευστος ἀπό τά ἀγαθά πού προτιμᾶ ἡ ψυχή καί τῆς προσφέρεις τροφές πού ἀνήκουν μόνο στήν σάρκα καί ὅ,τι προορίζεται γιά τόν ἀφεδρώνα αὐτά προσφέρεις στήν ψυχή;».

 12,20. Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;
   ῾Η συγκέντρωση ἀγαθῶν πού ἐξυπηρετοῦν τήν ζωή ἀποτελεῖ μία πολύ φρόνιμη καί λογική ἐνέργεια γιά τόν ἄνθρωπο καί μάλιστα γιά τόν οἰκογενειάρχη, διότι ἀπό τήν ἐργατικότητα καί τήν προνοητικότητά του ἐξαρτᾶται ἡ ζωή τῶν μελῶν τῆς οἰκογενείας του. Τήν ὀκνηρία καί ἀπρονοησία κανείς ποτέ δέν τήν ἐπαίνεσε. Καί ὅμως ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς, ὁ ὁποῖος φροντίζει γιά τήν ἀποταμίευση τῶν ἀγαθῶν του, προσφωνεῖται ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό ἄφρον. Δέν τόν καθιστᾶ ἄφρονα ἡ προνοητικότητα, ἀλλά ἡ προσκόλλησή του στά ὑλικά καί ἡ παντελής ἀπουσία τοῦ Θεοῦ ἀπό τά σχέδιά του.
   Ἀπό τίς διάφορες κατηγορίες ἀνθρώπων πού χαρακτηρίζει ἡ ἁγία Γραφή ὡς ἄφρονες ἐπισημαίνω τρεῖς · α) τούς ἀθέους (βλ. Ψα 13,1· 52,1), β) τούς πλεονέκτες (βλ. Λκ 12,20) καί γ) ἐκείνους πού ζοῦν χωρίς τήν ἐλπίδα στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν (βλ. Α´ Κο 15,36). ῾Η ἀθεΐα, ἡ πλεονεξία καί ἡ ἀπελπισία ἀποτελοῦν τρεῖς τρέλλες, οἱ ὁποῖες συνδέονται ἄρρηκτα μεταξύ τους.
   ῾Υπῆρξε, πράγματι, τραγικό τό τέλος τοῦ ἄφρονος πλουσίου τῆς παραβολῆς. ῾Ο ἴδιος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος διάβαζε τίς σκέψεις του καί γνώριζε ὅλα τά σχέδιά του, τοῦ ἀναγγέλλει· ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ. Τό ρῆμα «ἀπαιτῶ» ἔφερνε στήν σκέψη τῶν ἀκροατῶν τοῦ Κυρίου τούς τελῶνες καί τήν σκληρότητα μέ τήν ὁποία ἅρπαζαν τούς φόρους ἀπό τόν λαό. ᾿Από τόν προφήτη ᾿Ησαΐα οἱ τελῶνες ὀνομάζονται «οἱ ἀπαιτοῦντες» (᾿Ησ 3,12).
   Μέ βιαιότητα, παρά τήν θέλησή του, οἱ δαίμονες θά ἁρπάξουν τήν ψυχή τοῦ ἄφρονος πλουσίου, ὁ ὁποῖος εἶχε τόσο προσκολληθεῖ στίς ὑλικές ἀπολαύσεις, ὥστε τοῦ ἦταν ἀδύνατο καί νά σκεφθεῖ ἀκόμη ὅτι θά ἀποσπασθεῖ κάποτε ἀπό αὐτές. ῎Αν, ἀντίθετα, ἦταν δίκαιος, μέ χαρά καί ἀγαλλίαση θά παρέδιδε τό πνεῦμα του στόν Θεό, ὁπότε κάποια ἄλλη ἀνάλογη ἔκφραση θά χρησιμοποιοῦνταν γιά τόν θάνατό του.
   Τόν πόνο τοῦ πλουσίου γιά τόν βίαιο ἀποχωρισμό του ἀπό τήν ζωή καί τήν περιουσία του ἐπιτείνει τό ἐρώτημα πού τοῦ τίθεται· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται; Τά ἀγαθά γιά τά ὁποῖα τόσο μόχθο κατέβαλε ὄχι μόνο δέν θά τά πάρει μαζί του, ἀλλά εἶναι ἄγνωστο ἄν θά εἶναι οἰκεῖοι του ἐκεῖνοι πού θά τά καρπωθοῦν.

 12,21. Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν.
    ῾Ο στίχος εἶναι ὁ ἐπίλογος καί τό ἠθικό συμπέρασμα τῆς παραβολῆς. Τό ρῆμα «θησαυρίζω» σημαίνει «ἀποταμιεύω στό θησαυροφυλάκιο, ἀποθηκεύω». Θά πάθει οὕτως, ὅ,τι ἔπαθε ὁ ἄφρων πλούσιος, ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καθένας πού μαζεύει τά ἀγαθά μόνο γιά τόν ἑαυτό του. Τό κέρδος του θά εἶναι ἄγχος καί ἀγωνία, αἰφνίδιος θάνατος καί κόλαση αἰώνια.
   Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει στόν μαθητή του Τιμόθεο· «ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα. οἱ δὲ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμὸν καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυμίας πολλὰς ἀνοήτους καὶ βλαβεράς, αἵτινες βυθίζουσι τοὺς ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν» (Α´ Τι 6,8-9).
    Τό εἰς Θεὸν πλουτῶν δέν σημαίνει νά μαζεύει ὁ ἄνθρωπος πλούτη γιά τόν Θεό, ὁ ὁποῖος ὡς ἀνενδεής ποτέ δέν πρόκειται νά τά χρειασθεῖ. Σημαίνει νά συγκεντρώνει πλούτη πού ἀρέσουν στόν Θεό. «Κατὰ Θεὸν δὲ πλοῦτος, ἡ κτῆσις τῶν ἀρετῶν», γράφει συνοπτικά ὁ Ζιγαβηνός. ῎Αν ὁ ἄνθρωπος ἀκολουθήσει τήν συμβουλή τοῦ Ψαλμωδοῦ, «πλοῦτος ἐὰν ρέῃ, μὴ προστίθεσθε καρδίαν» (61,11), καί δέν στηρίξει τήν πεποίθησή του στά πλούτη του ἀλλά μόνο στόν Θεό, τότε, πράγματι, θεωρεῖ ὡς μέγιστο πλουτισμό του τήν κοινωνία μαζί του καί τήν ἐκτέλεση τοῦ θείου θελήματος. ῾Ο ἅγιος Θεοφύλακτος ἑρμηνεύει· «ταμεῖον γάρ μοι τῶν ἀγαθῶν ἐστιν ὁ Θεός· ἀνοίγω καὶ αἴρω τὰ χρειώδη». ῾Ως ἀσφαλέστερο ταμεῖο του διαλέγει τόν ἴδιο τόν Θεό, ἀπό τόν ὁποῖο μπορεῖ νά λαμβάνει πάντοτε ὅ,τι τοῦ εἶναι ἀναγκαῖο.


Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. B΄, σελ. 206-214