Παρασκευή, 08 Νοέμβριος 2024 03:00

Κυρ. Η΄ Λουκᾶ Λκ 10,25-37

῾Ο διάλογος τοῦ ᾿Ιησοῦ μέ τόν νομικό καί ἡ παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη


 kalos samaritis   Στήν ἁπλῆ καί σύντομη παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη ἀποτυπώνεται μέ τρόπο ἐπαγωγικό ἡ ἄριστη νομοθεσία γιά τίς διαπροσωπικές σχέσεις, ὅπως ὑπαγορεύεται ἀπό τήν ἄπειρη ἀγάπη πού ἔδειξε σέ μᾶς ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ὁ Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστός. Παρ᾿ ὅλο πού κατά κύριο λόγο ἡ διήγηση τῆς παραβολῆς ἀποβλέπει στό νά δείξει ποιός εἶναι ὁ πλησίον, συγχρόνως φανερώνει μέ καταπληκτική συντομία «τὴν φιλάνθρωπον οἰκονομίαν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν». ῾
    Ο κοινωνικός χαρακτήρας τῆς παραβολῆς δικαιολογεῖ ἄριστα τήν καταγραφή της στό κατά Λουκᾶν, τό Εὐαγγέλιο τῆς εὐσπλαγχνίας. ᾿Αφορμή γιά τήν διήγηση τῆς παραβολῆς στάθηκαν δύο ἐρωτήσεις ἑνός «νομικοῦ», ἑνός θεολόγου δηλαδή, πού γνώριζε πολύ καλά τόν νόμο, τόν μελετοῦσε, τόν ἑρμήνευε καί τόν δίδασκε στόν λαό. Οἱ νομικοί ἤ γραμματεῖς προέρχονταν κυρίως ἀπό τήν τάξη τῶν φαρισαίων66 . ῾Ο λαός τούς εἶχε σέ ὑπόληψη καί τούς ἀποκαλοῦσε τιμητικά «ραββί», πού σημαίνει «διδάσκαλε».
    ῾Ο ᾿Ιησοῦς, ὅπως γνωρίζουμε, δέν ἀπέφευγε νά πλησιάζει καί τούς φαρισαίους, νά ἀπευθύνει καί σ᾿ αὐτούς τό κήρυγμά του. ῎Ετσι κατά τήν διάρκεια τῆς δημόσιας δράσεώς του συζήτησε πολλές φορές μέ νομικούς (βλ. Μθ 22,34-40· Μρ 12,28-34). ῾Ο συγκεκριμένος διάλογος καταγράφεται μόνον ἀπό τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ, χωρίς νά προσδιορίζεται συγκεκριμένα ὁ τόπος στόν ὁποῖο πραγματοποιήθηκε.

 10,25. Καὶ ἰδοὺ νομικός τις ἀνέστη ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;
   ῾Ο ᾿Ιησοῦς μαζί μέ τούς μαθητές του πιθανόν νά βρισκόταν σέ μία συναγωγή ἤ σέ κάποιο σπίτι ὅπου δίδασκε καί ὅλοι καθισμένοι τόν ἄκουγαν. Καὶ ἰδού, ξαφνικά, νομικός τις ἀνέστη, σηκώθηκε ὄρθιος γιά νά θέσει μία ἐρώτηση στόν Κύριο. ῏Ηταν φανερό ὅτι ἤθελε νά πειράξει τόν ᾿Ιησοῦ καί μάλιστα νά τόν ἐξευτελίσει, ὅπως δηλώνει ἡ μετοχή ἐκπειράζων· ἡ πρόθεση «ἐκ» ἐπιτείνει τήν ἔννοια τοῦ «πειράζω». Κινούμενος ἴσως ἀπό ὑπεροπτική διάθεση ἤ φθόνο αὐτός ὁ διδάσκαλος καί ἑρμηνευτής τοῦ νόμου θέλησε μέ τήν ἐρώτησή του νά στήσει παγίδα στόν ᾿Ιησοῦ. Νά τόν δοκιμάσει ἄν μποροῦσε νά ἀπαντήσει ἤ νά τόν φέρει σέ δύσκολη θέση ἀποκαλύπτοντας, ὅπως ἐκεῖνος νόμιζε, ἀσυμφωνία μεταξύ τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου καί τοῦ νόμου. Προσπαθώντας, βέβαια, νά ἀποκρύψει τήν πονηρή του πρόθεση ὁ νομικός προσφωνεῖ τόν ᾿Ιησοῦ διδάσκαλε, προσποιούμενος ὅτι τόν σέβεται καί τόν τιμᾶ. ῾Ο ἅγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας ἀπευθύνεται στόν νομικό μέ τά ἑξῆς· «Τόν ἀποκαλεῖς διδάσκαλο, ἐνῶ δέν ἀνέχεσαι νά μαθητεύεις. ῾Υποκρίνεσαι ὅτι τόν τιμᾶς, ἐνῶ περιμένεις νά τόν ἐξαπατήσεις».
   Τό ἐρώτημα τοῦ νομικοῦ τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον (πρβλ. Δα 12,2) κληρονομήσω; ἀφοροῦσε σέ ἕνα σοβαρό θέμα, ἐξαιρετικά ἐνδιαφέρον γιά τόν ἄνθρωπο ὄχι μόνο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης (πρβλ. τό ἐρώτημα τοῦ πλουσίου νεανίσκου, Μθ 19,16· Μρ 10, 17· Λκ 18,18)69 , ἀλλά καί κάθε ἐποχῆς. Στήν Παλαιά Διαθήκη μέ τό ρῆμα «κληρονομῶ» οἱ ῾Εβδομήκοντα δηλώνουν τήν κατάκτηση τῆς Χαναάν ἀπό τούς ᾿Ισραηλίτες (᾿Αρ 18,20· Δε 4,22. 26· ᾿Ιη 1, 15 κ.ἄ.), ἀλλά καί τήν κατάκτηση τῶν ἀγαθῶν τῆς βασιλείας τοῦ Μεσσία (Ψα 24,13· 36,9. 11. 34· ᾿Ησ 54,17· 60,21 κ.ἀ.). Καί οἱ δύο χρήσεις τῆς λέξεως βασίζονται στήν ἀρχική ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ πρός τόν ᾿Αβραάμ (βλ. Γέ 15,7· 22,17), τήν ὁποία παρελάμβαναν οἱ ἀπόγονοί του διά μέσου τῶν αἰώνων.

10,26. ῾Ο δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; Πῶς ἀναγινώσκεις;
   Στό πονηρό ἐρώτημα τοῦ νομικοῦ δέν ἀπαντᾶ εὐθέως ὁ Κύριος. Θέτει καί αὐτός μία ἐρώτηση κατά τήν συνήθειά του (πρβλ. Μθ 22,15-22· Μρ 12,13-17), μεταθέτοντας τόν ἐπίδοξο νομικό ἀπό τήν θέση τοῦ διδασκάλου πού ἐξετάζει στήν θέση τοῦ μαθητῆ πού ἐξετάζεται. Τόν παραπέμπει στό ἀντικείμενο τῆς σπουδῆς του, μήπως καί διαπιστώσει τήν ἀνεπάρκειά του. Παρ᾿ ὅτι ὡς καρδιογνώστης γνωρίζει τήν δολιότητα τοῦ νομικοῦ, προσπαθεῖ μέ ἠπιότητα καί καλωσύνη νά τόν ὁδηγήσει στήν αὐτογνωσία καί τήν ταπείνωση. Τόν ρωτᾶ· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; Πῶς ἀναγινώσκεις; Τί γράφει στόν νόμο καί πῶς τό καταλαβαίνεις; Εἶναι σάν νά τοῦ λέγει· «ἐσύ ὡς νομικός πρέπει νά γνωρίζεις ὅτι γιά τό ἐρώτημα αὐτό ὑπάρχει σαφής ἀπάντηση στόν νόμο τόν ὁποῖο μελετᾶς καί διδάσκεις». ῾Ο ἴδιος ὁ νόμος τόν ὁποῖο ὁ νομικός ἤθελε δῆθεν νά ὑπερασπίσει, αὐτός θά τόν καταδικάσει.

10,27. ῾Ο δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν.
   ῾Η ἀπάντηση τοῦ νομικοῦ περιέχει δύο ἐντολές. ῾Η πρώτη παραγγέλλει τήν ὁλόψυχη ἀγάπη πρός τόν Θεό· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου. Στήν βιβλική ἀνθρωπολογία ἡ «καρδία» συνήθως ταυτίζεται μέ τόν νοῦ. ᾿Εδῶ ὅμως σημαίνει τόν ὅλο ἐσωτερικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου. ῾Η ἀγάπη ἐξ ὅλης τῆς καρδίας ἀναλύεται στά τρία ἑπόμενα· ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, μέ ὅλο τό συναίσθημα, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος, μέ ὅλη τήν βούληση, καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, καί μέ ὅλη τήν διάνοια (βλ. Δε 6,5).
   Μιά τέτοια ἀγάπη ἔχει τήν δύναμη, ὅπως καταθέτει ὁ ἅγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας, νά ἐκδιώκει ἀπό τήν καρδιά τήν ἀγάπη γιά ὁτιδήποτε ἄλλο, χρῆμα, ἡδονή, δόξα καί νά τήν ἑνώνει μέ τόν Χριστό. Αὐτή τήν ἐντολή τήν ἐπαναλάμβαναν καθημερινά οἱ ᾿Ιουδαῖοι καθώς δύο φορές τήν ἡμέρα, πρωί καί βράδυ, ἀπήγγελλαν τήν προσευχή-ὁμολογία πίστεως, πού ὀνομαζόταν «Σιέμα», δηλαδή «ἄκουε» ἀπό τήν πρώτη λέξη τῆς περικοπῆς.
   ῾Η δεύτερη ἐντολή πού ἀναφέρει ὁ νομικός παραγγέλλει τήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο (βλ. Λε 19,18). Οἱ δύο αὐτές ἐντολές ἀντιστοιχοῦν στίς δύο πλάκες τοῦ νόμου, καί συνοψίζουν ὅλα τά παραγγέλματα πού ἀναφέρονται στίς σχέσεις μέ τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο (πρβλ. Ρω 13,10· Γα 5,14). Οἱ ᾿Ιουδαῖοι τίς εἶχαν γραμμένες στά φυλακτήρια, εἰδικά κουτάκια ἀπό δέρμα (μικρά πουγκιά), πού τά ἔδεναν μέ ταινίες στό μέτωπο καί στό ἀριστερό χέρι τους.

10,28. Εἶπε δὲ αὐτῷ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ.
   ῾Ο ᾿Ιησοῦς ἐπιδοκιμάζει τήν ἀπάντηση τοῦ νομικοῦ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης, σωστά ἀπάντησες, τοῦ λέει, καί τόν παροτρύνει νά τηρεῖ τίς ἐντολές αὐτές συνεχῶς· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ, αὐτό νά κάνεις καί θά ζήσεις, θά κληρονομήσεις τήν αἰώνια ζωή. ᾿Αξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ Κύριος δέν χρησιμοποιεῖ ἀόριστο χρόνο, ὅπως ὁ νομικός, δέν λέει «ποιήσας» (στ. 25). Λέει ποίει, χρησιμοποιεῖ δηλαδή ἐνεστώτα, πού δηλώνει διάρκεια.
   Παρά τίς πιθανόν ἀντίθετες προσδοκίες τοῦ νομικοῦ, ὁ Κύριος ὡς καλός ᾿Ιουδαῖος συμφώνησε ὅτι οἱ ὅροι γιά τήν κατάκτηση τῆς αἰωνιότητος ἐμπεριέχονται στόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί, ἐπιπλέον, ἐπισήμανε τό χρέος τοῦ πιστοῦ νά ἐφαρμόζει ὅσα ὁ νόμος λέει. ᾿Ενῶ ἀπαντᾶ στόν νομικό δείχνει σέ ὅλους τήν τέλεια πορεία τῆς οὐράνιας ζωῆς, πού συνδυάζει γνώση καί πράξη.

10,29. ῾Ο δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον;
   ῾Ο δέ, ὁ νομικός, παγιδεύτηκε στήν παγίδα πού εἶχε στήσει. ῎Εδωσε μόνος του τήν ἀπάντηση στό ἐρώτημα πού εἶχε θέσει. ᾿Απέδειξε ὅτι αὐτή ἦταν πολύ ἁπλῆ καί ὁ ἴδιος γνώριζε πολύ καλά τί πρέπει νά κάνει γιά νά κληρονομήσει τήν αἰώνια ζωή, ἑπομένως δέν ἦταν δικαιολογημένο οὔτε καλοπροαίρετο τό ἐρώτημά του. Θέλων, λοιπόν, δικαιοῦν ἑαυτόν, θέλοντας νά δικαιώσει τόν ἑαυτό του, νά περισώσει τήν ἐξευτελισμένη ἀπό τόν ἴδιο ἀξιοπρέπειά του, κάνει μία πρόσθετη ἐρώτηση· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον; Προσποιεῖται ὅτι σκοπός του ἦταν νά μάθει τήν ἀκριβέστερη ἑρμηνεία τῶν χωρίων πού προανέφερε.
   Τό ζήτημα αὐτό ἀπασχολοῦσε τότε σοβαρά τούς ᾿Ιουδαίους, πού εἶχαν διασπαρεῖ ἀνάμεσα στά ἔθνη ἀλλά καί στήν ἴδια τήν πατρίδα τους συμβίωναν ἀναγκαστικά μέ τούς εἰδωλολάτρες κατακτητές. Εἶχαν δημιουργηθεῖ προβλήματα σχετικά μέ τήν ἑρμηνεία καί τήν ἐφαρμογή τοῦ νόμου στά νέα κοινωνικά καί πολιτισμικά δεδομένα (πρβλ. Μθ 5,43). ῾Η ἔννοια τοῦ πλησίον εἶχε διαστρεβλωθεῖ. Οἱ ραββῖνοι δίδασκαν ὅτι στούς πλησίον περιλαμβάνονται μόνον οἱ ὁμοεθνεῖς καί ὁμόθρησκοι. Κάθε μή ᾿Ιουδαῖος δέν ἦταν πλησίον. ῎Ετσι, ἄν π.χ. ἕνας ᾿Ισραηλίτης σκότωνε ἐθνικό, δέν ἔπρεπε νά καταδικασθεῖ σέ θάνατο. ᾿Επιπλέον οἱ φαρισαῖοι δέν θεωροῦσαν πλησίον οὔτε τόν φτωχό καί ἀγράμματο λαό, πού περιφρονητικά τόν ἀποκαλοῦσαν «ἄμ χαάρετς», λαό τῆς γῆς.

10,30. ῾Υπολαβὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ ᾿Ιερουσαλὴμ εἰς ᾿Ιεριχώ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα.
   Πῆρε τόν λόγο ὁ ᾿Ιησοῦς καί ἀπάντησε στήν δεύτερη ἐρώτηση τοῦ νομικοῦ μέ μία παραβολή. Δέν ἀναπτύσσει ἐπιχειρήματα ὁ Κύριος. Μέ τό παράδειγμα πού διηγεῖται βοηθᾶ τόν συνομιλητή του νά φθάσει μόνος του στό σωστό συμπέρασμα, ὥστε νά μήν μπορεῖ νά τό ἀμφισβητήσει στήν συνέχεια. ῾Η ἀπάντηση στό μεγάλο νομικοθεολογικό ζήτημα πού ἔθεσε ὁ νομικός εἶναι γραμμένη σέ κάθε ἁπλῆ καρδιά, ἀρκεῖ νά ἔχει κανείς τήν καλή διάθεση νά τήν δεχθεῖ.
   ῞Οποιος πράγματι ἀγαπᾶ τόν Θεό ὀφείλει νά ἀγκαλιάζει μέ τήν ἀγάπη του ὅλους ἀνεξαιρέτως καί ἀδιακρίτως. Γι᾿ αὐτό ὡς πρωταγωνιστής τῆς παραβολῆς ἀναφέρεται ἄνθρωπός τις. ῎Αν καί οἱ ἀκροατές δύσκολα θά ἀπεύφευγαν τήν σκέψη ὅτι πρόκειται γιά κάποιον ᾿Ιουδαῖο, δέν προσδιορίζεται ἄν πρόκειται γιά ᾿Ιουδαῖο, Σαμαρείτη ἤ ἐθνικό, δίκαιο ἤ ἄδικο. Αὐτό πού ἔχει σημασία γιά τήν διήγηση εἶναι ὅτι πρόκειται γιά κάποιον ἄνθρωπο, τόν ὁποιοδήποτε. ῾Ο ἄνθρωπος κατέβαινεν ἀπὸ ᾿Ιερουσαλὴμ εἰς ᾿Ιεριχώ. ῾Η πόλη ᾿Ιεριχώ ὑπάρχει καί σήμερα βορειοανατολικά τῆς ᾿Ιερουσαλήμ, ἀπό τήν ὁποία ἀπέχει 150 περίπου στάδια, σχεδόν 30 χιλιόμετρα. Τό ὑψόμετρό της εἶναι περίπου 1.000 μέτρα χαμηλότερα ἀπό τήν ᾿Ιερουσαλήμ78 , γι᾿ αὐτό χρησιμοποιεῖται τό ρῆμα «καταβαίνειν» γιά τήν μετάβαση ἀπό τήν ᾿Ιερουσαλήμ στήν ᾿Ιεριχώ καί γιά τήν ἀντίστροφη πορεία τό «ἀναβαίνειν» (βλ. Μθ 20,17· Μρ 10,32. 33· Λκ 18,31).
   ῾Ο δρόμος μεταξύ τῶν δύο πόλεων σέ μῆκος ἀρκετῶν χιλιομέτρων ἦταν ἔρημος, δύσβατος καί γι᾿ αὐτό ἐπικίνδυνος. ᾿Εκεῖ ἔβρισκαν κρησφύγετο πολλοί ληστές. ῾Υπάρχουν ἱστορικές μαρτυρίες ὅτι κατά τόν 1ο αἰ. μ.Χ. ὁ δρόμος αὐτός ἦταν ἔρημος καί πετρώδης, ἐνῶ κατά τόν 4ο αἰ. μ.Χ., κατέκλυζαν τήν περιοχή Βεδουΐνοι καί ληστές. ᾿Αλλά καί στά νεώτερα χρόνια μαρτυρεῖται δράση τῶν ληστῶν στήν περιοχή μεταξύ ᾿Ιερουσαλήμ καί ᾿Ιεριχώ81 . Εἶναι πιθανόν ὅτι ὁ Κύριος βρισκόταν στόν δρόμο αὐτό, ὅταν διηγήθηκε τήν παραβολή, διότι ἀμέσως μετά ἐξιστορεῖται ἡ ἐπίσκεψή του στήν Βηθανία (βλ. στ. 38-42), ἡ ὁποία τοποθετεῖται πάνω σ᾿ αὐτόν τόν δρόμο.
   ῾Ο ἄνθρωπος πού πήγαινε ἀπό τήν ᾿Ιερουσαλήμ στήν ᾿Ιεριχώ λῃσταῖς περιέπεσεν, περικυκλώθηκε ἀπό ληστές πού εἶχαν στήσει ἐκεῖ καρτέρι. Αὐτοί ἐκδύσαντες αὐτόν, στήν προσπάθειά τους νά τόν ληστέψουν τόν ἔγδυσαν, καί ἐπειδή προφανῶς ἐκεῖνος ἀντιστεκόταν πληγὰς ἐπιθέντες, τόν τραυμάτισαν. Κατόπιν ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα, ἔφυγαν ἐγκαταλείποντάς τον μισοπεθαμένο.

10,31. Κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν.
   Κατά σύμπτωση, κατὰ συγκυρίαν, περνοῦσε ἀπό τό σημεῖο ἐκεῖνο τοῦ δρόμου ἱερεύς τις, ὁ ὁποῖος ἐρχόταν ἀπό τήν ᾿Ιερουσαλήμ, ὅπου πιθανόν εἶχε τελέσει τά ἱερατικά του καθήκοντα, καί ἐπέστρεφε στόν τόπο τῆς κατοικίας του. ῾Ως ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ ἦταν γνώστης τοῦ νόμου. Γνώριζε ἀσφαλῶς ὅτι εἶχε καθῆκον νά μή προσπεράσει ἀδιάφορος οὔτε τό ταλαιπωρούμενο ὑποζύγιο τοῦ ἐχθροῦ του (βλ. ῎Εξ 23,5), πολύ περισσότερο νά εἶναι εὔσπλαγχνος πρός ἕναν ἐμπερίστατο ἄνθρωπο. ῾
   Ὡστόσο ὁ ἱερέας εἶδε τόν τραυματισμένο ὁδοιπόρο καί ἀντιπαρῆλθεν, τόν προσπέρασε καί κατευθύνθηκε στήν ἀπέναντι πλευρά τοῦ δρόμου.

10,32. ῾Ομοίως δὲ καὶ λευΐτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε.

  ῞Ομοια συμπεριφορά ἔδειξε καί κάποιος λευΐτης, ἀπόγονος τοῦ Λευΐ, ὁ ὁποῖος πέρασε ἀπό τόν ἴδιο τόπο. Τούς λευΐτες εἶχε ἐπιλέξει ὁ Θεός γιά νά τόν ὑπηρετοῦν ἀντί τῶν πρωτοτόκων υἱῶν τοῦ ᾿Ισραήλ (βλ. ᾿Αρ 3,12). ᾿Από αὐτούς ἡ γενιά τοῦ ᾿Ααρών ἀποτέλεσε τήν ἱερατική τάξη, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι βοηθοῦσαν τούς ἱερεῖς στά ἔργα τους. Οἱ λευΐτες ἦταν οἱ πυλωροί, ψαλμωδοί καί γραφεῖς τοῦ ναοῦ. ῾Η φυλή τοῦ Λευΐ δέν πῆρε δικό της μερίδιο κατά τήν ἐγκατάσταση τῶν ᾿Ισραηλιτῶν στήν Παλαιστίνη. ῎Ετσι οἱ λευΐτες κατοικοῦσαν ἀνάμεσα στίς ἄλλες φυλές κατάσπαρτοι σέ διάφορες πόλεις (βλ. ᾿Ιη 21,3). ᾿Από τίς πόλεις αὐτές μετέβαιναν στόν ναό τοῦ Σολομῶντος γιά νά ἐπιτελέσουν τήν ὑπηρεσία τους κατά τό καθιερωμένο πρόγραμμα.
   ῾Ο ἱερέας εἶχε δεῖ ἀπό μακριά τόν πληγωμένο καί ἔφυγε. ῾Ο λευΐτης ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε, πλησίασε, εἶδε ἀπό κοντά τήν ἄθλια κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, καί ὡστόσο τόν προσπέρασε ἀδιάφορα.
   ᾿Επείγονταν, ἄραγε, οἱ δύο αὐτοί ἄνδρες γιά τήν ἐκτέλεση κάποιου θρησκευτικοῦ καθήκοντος; Φαίνεται ἀπίθανο, διότι ἐπέστρεφαν ἀπό τά ᾿Ιεροσόλυμα, ὅπου θά εἶχαν ἐπιτελέσει τά καθήκοντά τους. ῾Υπέθεσαν ὅτι εἶχαν μπροστά τους ἕναν νεκρό καί ἔπρεπε νά τηρήσουν τήν διάταξη τοῦ Λευϊτικοῦ πού ἀπαγόρευε στούς ἱερεῖς τήν ἐπαφή μέ νεκρό (βλ. Λε 21,1); Αὐτό, βέβαια, δέν ἀφοροῦσε στόν λευΐτη, ἐφόσον ἀπό κοντά διαπίστωσε τήν κατάσταση τοῦ δύστυχου ἄνδρα.
   Τό πιθανότερο εἶναι ὅτι φοβήθηκαν μήπως ὑποστοῦν τήν ἴδια μ᾿ ἐκεῖνον συμφορά, μήπως ἐπιτεθοῦν καί σ᾿ αὐτούς οἱ ληστές ἤ ἐνοχοποιηθοῦν οἱ ἴδιοι. ᾿Εξάλλου, ἡ ἔλλειψη θεατῶν στήν ἐρημιά, ὅπου βρισκόταν ὁ πληγωμένος ἄνθρωπος ἦταν ἀνασταλτικός παράγοντας γιά τούς δύο περαστικούς. Γιατί νά ταλαιπωρηθοῦν κάνοντας μία ἀγαθοεργία, ἀφοῦ δέν θά τούς ἔβλεπε κανείς, ὥστε νά τούς ἐπαινέσει;
   Φαίνεται ὅτι ὁ ἱερέας ἀπομακρύνθηκε ἀμέσως ὑπακούοντας αὐθόρμητα στήν κυριαρχική ἐπιταγή τῆς φιλαυτίας καί ἰδιοτέλειάς του, ἐνῶ ὁ λευΐτης πρόλαβε νά κάνει κάποιους συλλογισμούς· ὑπολόγισε ὅτι ἦταν ἀκριβό τό τίμημα τῆς ἀγάπης σ᾿ ἐκείνη τήν περίσταση καί βιάστηκε νά φύγει, ὅπως τοῦ ὑπαγόρευε ἡ φυγοπονία του. ῾Η ἀδιαφορία τῶν δύο περαστικῶν ὄχι μόνο παρέτεινε χρονικά τήν ὀδύνη τοῦ δύστυχου ταξιδιώτη, ἀλλά καί ποιοτικά τήν ὄξυνε, καθώς τοῦ πρόσθεσε τόν πόνο τῆς ἐγκατάλειψης καί τῆς ἀπελπισίας.
   Αὐτοί πού θεωροῦνταν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ἀποδείχθηκαν ἀσυγκίνητοι στόν ἀνθρώπινο πόνο, ἀπάνθρωποι. Προφανῶς φρόντιζαν μόνο γιά τήν ἐξωτερική τους ἱεροπρέπεια καί τήν τυπική τήρηση τῶν θρησκευτικῶν τους καθηκόντων, ἐνῶ ἀδιαφοροῦσαν γιά τήν ἐσωτερική εὐσέβεια, γιά τήν εὐσπλαγχνία πού εὐαρεστοῦσε τόν Θεό, ἀλλά ἀπαιτοῦσε τήν θυσία τῆς φιλαυτίας τους.
   Δέν εἶναι, λοιπόν, καθόλου ἀπίθανο ὅτι κανείς ἀπό τούς δύο δέν θά ἔνιωσε ἴχνος ἐνοχῆς γιά τήν σκληρή συμπεριφορά του. Δέν εἶχαν κάνει κανένα κακό, δέν παρέβησαν κάποια ἐντολή, ἀφοῦ δέν κακοποίησαν αὐτοί τόν ἄνθρωπο· ἁπλῶς δέν μπόρεσαν νά τόν βοηθήσουν. ᾿Εξάλλου εἶχαν κάθε δικαίωμα νά διασφαλίσουν τήν ζωή καί τήν περιουσία τους.

10,33. Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη.
   ῾Ωστόσο, κάποιος Σαμαρείτης, ἀδυσώπητος ἐχθρός τῶν ᾿Ιουδαίων (βλ. σχόλια στό 9,53), συγκινήθηκε ἀπό τό δράμα τοῦ κακοποιημένου ἀνθρώπου. ῾Οδεύων, ὁδοιπόρος καί αὐτός -δέν φαίνεται νά «κατέβαινε» ἀπό τήν ᾿Ιερουσαλήμ-, ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, ἔφθασε κοντά στόν τραυματισμένο καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη. ῾Ο Σαμαρείτης δέν ἔμεινε ἀδιάφορος, συμπόνεσε τόν πονεμένο. ῾Η αὐθόρμητη καί ἄμεση ἀνταπόκρισή του καθιστᾶ πιό σαφῆ καί ἔντονη τήν ἀσπλαγχνία τῶν προηγουμένων.
 

10,34-35. καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ. Καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι.
   Δέν ἀρκέσθηκε σέ μία ἐπιπόλαια, θεωρητική συμπόνια ὁ Σαμαρείτης, ἀλλά προχώρησε στήν πράξη· ἀπό τήν εὐσπλαγχνία πέρασε στήν φιλανθρωπία. Προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ, πλησίασε καί σχίζοντας ἴσως ἕνα μέρος ἀπό τά ροῦχα του, τό ἔκανε ἐπιδέσμους, μέ τούς ὁποίους ἔδεσε τά τραύματα τοῦ πληγωμένου, ἀφοῦ πρῶτα ἔχυσε πάνω στίς πληγές ἔλαιον καὶ οἶνον. Λάδι καί κρασί καθώς καί ψωμί, τά βασικά εἴδη διατροφῆς, κουβαλοῦσε συνήθως μαζί του κάθε ταξιδιώτης.
   ῞Οπως μᾶς πληροφοροῦν μαρτυρίες ἀρχαίων συγγραφέων, ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων οἱ ἄνθρωποι χρησιμοποιοῦσαν γιά τήν θεραπεία τῶν πληγῶν τό λάδι ὡς μαλακτικό καί τό κρασί ὡς ἀντισηπτικό. Γιά μία ἀκόμη φορά θαυμάζουμε τήν ἐπιμονή τοῦ γιατροῦ Λουκᾶ στήν καταγραφή τῶν ἰατρικῶν λεπτομερειῶν.
   ῎Επειτα ὁ Σαμαρείτης ἐπιβιβάσας αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος, καταβάλλοντας ἀσφαλῶς ἰδιαίτερο κόπο, ἀνέβασε τόν συνάνθρωπο στό ζῶο πού μετέφερε τόν ἴδιο. Θυσίασε ὄχι μόνο τόν χρόνο ἀλλά καί τήν προσωπική του ἄνεση. Πεζοπορώντας αὐτός καί ὑποβαστάζοντας τόν τραυματισμένο, ἔφθασαν εἰς πανδοχεῖον, σ᾿ ἕνα ἀπό τά χάνια τῆς ἐποχῆς, ὅπου μποροῦσαν νά διανυκτερεύουν οἱ ταξιδιῶτες. Διέκοψε τό ταξίδι γιά νά διανυκτερεύσει καί ὁ ἴδιος στό πανδοχεῖο, ὅπου ἐπεμελήθη αὐτοῦ, τοῦ πρόσφερε τίς ἀναγκαῖες περιποιήσεις καί φροντίδες.
   Κατά τήν ἀναχώρησή του ἐπὶ τὴν αὔριον, τήν ἑπόμενη ἡμέρα, ἔβγαλε ἀπό τό βαλλάντιό του καί ἔδωσε στόν πανδοχέα δύο δηνάρια, ποσό ἴσο μέ δύο ἡμερομίσθια ἑνός ἀνειδίκευτου ἐργάτη (πρβλ. Μθ 20,2). Τόν παρακάλεσε νά φροντίσει τόν ταλαιπωρημένο ἄνθρωπο καί τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά ἐπιστρέψει καί θά τοῦ πληρώσει κάθε ἐπιπλέον δαπάνη.
   ῾Η εὐγένεια καί ἡ διακριτικότητα, ἡ ἀνιδιοτελής καί στοργική ἀγάπη, ἡ γενναιοδωρία σέ ἕναν ἄνθρωπο ἄγνωστο, ἀλλοεθνῆ καί μάλιστα ἐχθρό, ἀναμφίβολα, ἀνεβάζει τήν εὐεργεσία τοῦ Σαμαρείτη σέ πολύ ὑψηλό ἐπίπεδο.

10,36. Τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς;
   Μετά ἀπό τήν διήγηση τῆς παραβολῆς θά περίμενε κανείς νά ρωτήσει ὁ Κύριος τόν νομικό «ποιός, λοιπόν, εἶναι ὁ πλησίον;», γιά νά πάρει τήν ἀπάντηση «ὁ ἄνθρωπος πού ἔπεσε στήν ἐνέδρα τῶν ληστῶν». ῾Ο Κύριος ὅμως ἀντιστρέφοντας τήν ἐρώτηση τοῦ νομικοῦ δέν ἐνδιαφέρεται γιά τό ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης (ποιός πρέπει νά θεωρεῖται πλησίον) ἀλλά γιά τό ὑποκείμενό της· ρωτᾶ ποιός ἀπέδειξε τόν ἑαυτό του «πλησίον» τοῦ κακοποιημένου ἀνθρώπου, τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς. ᾿Απαιτεῖ μάλιστα νά γίνει ἡ διάκριση μεταξύ τούτων τῶν τριῶν, ἀνάμεσα στά τρία πρόσωπα στά ὁποῖα δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά ἀσκήσουν τό καθῆκον τους ὡς «πλησίον».

10,37. ῾Ο δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. Εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.
   ῾Ο νομικός δέν ἔχει περιθώρια ἐπιλογῆς· ἡ ἀπάντηση σαφέστατη βγαίνει ἀβίαστα ἀπό τήν διήγηση. Εἶναι ἀναγκασμένος νά ὁμολογήσει ὅτι ὁ ἀνεπιθύμητος καί μισητός γι᾿ αὐτόν Σαμαρείτης ξεπέρασε τούς δύο ᾿Ιουδαίους, ἱερέα καί λευΐτη, ἀποδείχθηκε πλησίον, εὐαρέστησε τόν Θεό. Προκειμένου ὅμως νά ἀποφύγει τό ἀπεχθές γι᾿ αὐτόν ὄνομα τοῦ Σαμαρείτη, τό ἀντικαθιστᾶ μέ τήν πράξη του. Περιορίζεται νά πεῖ· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. ῾Η ἔκφραση αὐτή ἀποτελεῖ ἑβραϊσμό καί σημαίνει «αὐτός πού ἔκανε πράξη τήν εὐσπλαγχνία».
   ῾Ο ὑπερόπτης καί δοκησίσοφος νομικός ταπεινώνεται. Σάν νά ἦταν ἕνας ἄπειρος μαθητής ἀκούει τήν προτροπή μέ τήν ὁποία κλείνει τήν συζήτηση ὁ Κύριος· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως. Προβάλλει τό παράδειγμα τοῦ σπλαγχνικοῦ εὐεργέτη ὡς πηγή ἐμπνεύσεως καί πρότυπο πρός μίμηση. ῎Εναντι τῆς ἁρπακτικῆς ἰδιοτέλειας τῶν ληστῶν, πού ἀδίστακτα λήστεψαν καί κακοποίησαν τόν συνάνθρωπό τους, ἀλλά καί ἔναντι τῆς ἀπάνθρωπης ἀδιαφορίας τῶν δύο ἀνδρῶν, πού τόν ἄφησαν ἀβοήθητο, ἡ αὐτοθυσία τοῦ Σαμαρείτη προβάλλει τήν στάση ζωῆς ἡ ὁποία διέπεται ἀπό τήν ἔμπρακτη ἀγάπη. Εἶναι ἡ οὐσιαστική ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο (πρβλ. ᾿Ια 2,15-16· Α´ ᾿Ιω 3,18), ἡ ὁποία ἐπιβεβαιώνει καί ἐγγυᾶται τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό (πρβλ. Α´ ᾿Ιω 4,12.16).
   ᾿Αξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ Κύριος δέν λέει «ποίησον», ἀλλά ποίει ὁμοίως. ῾Η πράξη τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη ἀποτελεῖ πρότυπο γιά συνεχῆ καί ἀδιάκοπη, ἰσόβια μίμηση. Δέν ἐπαναλαμβάνει ἐπίσης τό «καὶ ζήσῃ» τοῦ στ. 28, διότι προϋπόθεση τῆς αἰώνιας ζωῆς εἶναι ἡ ἀγάπη ὄχι μόνο πρός τόν συνάνθρωπο, ἀλλά καί πρός τόν Θεό καί ἡ παραβολή ἀναφέρθηκε μόνο στήν πρώτη. Στό ἐρώτημα «τίς ἔστι μου πλησίον» δόθηκε σαφέστατα ἡ ἀπάντηση ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ πλησίον δέν καθορίζεται ἀπό τήν συγγένεια γένους, ἐθνότητος, φιλίας· πλησίον εἶναι κάθε ἄνθρωπος πού ἐνεργεῖ ὡς πλησίον· εἶναι καί ὁ ἐχθρός Σαμαρείτης.


* * *

    Μέσα ἀπό τίς εἰκόνες καί τίς σκηνές τῆς περιπέτειας τοῦ «περιπεσόντος εἰς τούς ληστάς» ἡ παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη περιγράφει ἀνάγλυφα ὅλο τό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, τήν περιπέτεια τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου καί τήν σωτηρία πού τοῦ ἐξασφάλισε ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Γιά τόν ἄνθρωπο πού ἔπεσε στήν παγίδα τῶν δαιμόνων «πλησίον» ἀποδείχθηκε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ. ῏Ηλθε πολύ κοντά μας, παίρνοντας τήν ἀνθρώπινη φύση, καί ἔχυσε τό ἴδιο του τό αἷμα πάνω στίς πληγές τῆς ἁμαρτίας μας. Μέ τήν λυτρωτική θυσία καί τήν ἀνάστασή του ἐλευθέρωσε τήν ἀνθρωπότητα ἀπό τήν σατανική κυριαρχία, κατέλυσε τά ἔργα τοῦ διαβόλου καί ἀσφάλισε τό ἀπολυτρωτικό ἔργο στήν ᾿Εκκλησία του, ἡ ὁποία καί τό συνεχίζει. ῾Η ᾿Εκκλησία εἶναι τό μεγάλο πανδοχεῖο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεανθρώπου. Οἱ ποιμένες καί διδάσκαλοί της ὡς πανδοχεῖς ἐπιμελοῦνται τήν θεραπεία καί καλλιέργεια τῶν ψυχῶν. Γιά τό ἔργο τους θά ἀμειφθοῦν πλουσιοπάροχα ἀπό τόν Κύριο κατά τήν Δευτέρα Παρουσία του. Μέ τήν θεώρηση αὐτή δικαιώνεται ἡ τυπολογική-ἀναγωγική ἑρμηνεία τῆς παραβολῆς, τήν ὁποία ἀκολουθοῦν καί ὁρισμένοι ἀπό τούς πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας, χωρίς νά παραβιάζεται ἡ ἱστορική ἑρμηνεία καί νά καταντᾶ ἀλληγορία.
    Κατακλείοντας τήν παραβολή ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, ὁ καλός Σαμαρείτης πού ἐξέφρασε τήν ἀγάπη του ὡς ὁ ἰδεώδης πλησίον τοῦ πεσμένου ἀνθρώπου, προτρέπει «πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως»· προτείνει ἔτσι τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του ὡς πρότυπο «ποιήσαντος καί διδάξαντος».

Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Β΄, σελ. 122-136