Τετάρτη, 25 Νοέμβριος 2015 20:02

Πλοῦτος καί τελειότης

  xr  Μέ τό ἄρθρο αὐτό θά ἀπαντήσουμε σέ νέα ἐρώτηση, πού μᾶς ὑπέβαλαν, γιά τό πῶς ἀποκτᾶ ὁ ἄνθρωπος τήν τελειότητα γενικά καί εἰδικότερα τί σχέση ἔχει ἡ ἐλεημοσύνη μέ τήν τελειότητα. Ὁ ἀναγνώστης πού μᾶς ρωτᾶ, μαθητής τῆς Β΄ Λυκείου, ἀναφέρεται συγκεκριμένα στή φράση τοῦ Ἰησοῦ πρός τόν πλούσιο νεανίσκο· «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε, πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα, καί δός πτωχοῖς, καί δεῦρο ἀκολούθει μοι». Εἶναι, λοιπόν, οἱ ὁρίζοντες τῆς τελειότητος τόσο στενοί, ὥστε νά περιορίζεται σέ μιά ἑκούσια πτώχευση χάριν τῶν ἄλλων; Καί ἄν ναί, δέν ἀποτελεῖ μιά ὑποτιμητική καί ἐξωπραγματική ἀντιμετώπιση τῆς κοινωνικῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου αὐτή ἡ ἐξάρτηση τῆς τελειότητος ἀπό τήν πτωχεία;
   Ἡ τελειότης γενικά στόν Χριστιανισμό δέν ἔχει καμία σχέση οὔτε μέ τόν πλατωνικό στοχασμό οὔτε μέ θρησκευτικές τελετουργίες, οὔτε μέ τή βουδιστική ἀπάθεια. Εἶναι ἔννοια βασικά θεολογική, ἐκκλησιολογική, θά λέγαμε καλύτερα, πού ἐξαρτᾶται ἄμεσα ἀπό τή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό μέσα στήν Ἐκκλησία του. Ὅπως μᾶς ἀποκαλύπτει ἡ Ἁγία Γραφή, ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε «δυνάμει» καί «ἐνεργείᾳ» τέλειος, «κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁμοίωσιν». Τό «κατ' εἰκόνα» εἶναι ὁ σπόρος πού ὅταν καλλιεργεῖται, πραγματοποιεῖ τό «καθ' ὁμοίωσιν» καί βλαστάνει τήν τελειότητα. Εἶναι ἡ λογική καί ἡ ἐλευθερία, πού καταξιώνονται, ὅταν γίνουν πίστη καί ὑποταγή.
   Ὁ δρόμος γιά τήν τελειότητα θά ἦταν πιό εὔκολος καί σύντομος, ἄν ἡ ἁμαρτία δέν ἐξόριζε τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν παράδεισο, ἀπό τήν κατάσταση δηλαδή τῆς ἀθωότητος καί τῆς εἰρήνης, πού ἦταν οἱ ἰδανικότερες καί ἀσφαλέστερες συνθῆκες γιά τή θέωση. Μέ τήν ἁμαρτία ὅμως διασαλεύτηκαν οἱ ἁρμονικές σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, τόν συνάνθρωπο καί τόν ἑαυτό του, καί ὁ ἴδιος βρέθηκε νά περιπλανιέται σέ ἀμφίβολα μονοπάτια ἀναζητώντας μάταια τή λύτρωση. Κάθε προσπάθειά του νά βρεῖ εἰρήνη ἀποδείχτηκε ἄκαρπη· οὔτε ἡ θρησκεία οὔτε ἡ φιλοσοφία οὔτε ὁ πολιτισμός δέν μπόρεσαν νά τοῦ χαρίσουν τή σωτηρία. Ἔπρεπε νά ἐνανθρωπήσει ὁ ἴδιος ὁ Θεός, γιά νά ἀνοίξει ξανά ὁ κλεισμένος δρόμος καί νά γίνει δυνατή ἡ ἐπιστροφή πρός τό χαμένο ἀγαθό.
   Μέσα στόν κόσμο τῆς καινῆς διαθήκης μπορεῖ πιά ὁ καθένας νά γίνει τέλειος χάρη στό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ· ἀρκεῖ νά πιστέψει καί νά μετανοήσει. Ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἀρχίζει νά ζῆ μία νέα ζωή, ζωή χάριτος, στήν ὁποία καλλιεργεῖται καί μονιμοποιεῖται ἡ ἐν Χριστῷ εἰρήνη. Ἀσκώντας ὁ ἄνθρωπος τίς τρεῖς ἀγάπες πού διδάσκει τό εὐαγγέλιο, πρός τόν ἑαυτό του, τόν συνάνθρωπό του καί τόν Θεό, ἀποκαθιστᾶ τίς σχέσεις του καί ἀποκτᾶ τήν τελειότητα, τήν αἰώνια ζωή -γιά νά χρησιμοποιήσουμε τήν ἔκφραση τοῦ πλουσίου νεανίσκου. Ἀλλά πῶς μπορεῖ νά ἀσκήσει αὐτές τίς τρεῖς ἀγάπες ὁ ἄνθρωπος πού διψᾶ γιά αἰωνιότητα; Μέ τόν πόθο τῆς σωτηρίας του θά δείξει τήν ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό του, μέ τήν ἐλεημοσύνη, τήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο, μέ τήν αὐταπάρνηση, τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό.
   Ὁ νέος πού πλησιάζει τόν Χριστό ἔχει τήν πρώτη ἀγάπη, πρός τόν ἑαυτό του· ποθεῖ καί ἀναζητᾶ τήν τελειότητα. Εἶναι νέος, πλούσιος, πετυχημένος στή ζωή, ἀλλά δέν ἱκανοποιεῖται· νιώθει κάτι βασικό νά τοῦ λείπει. Καί ὁ Κύριος ἐπισημαίνει τίς ἐλλείψεις του. Τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον· «Πώλησον τά ὑπάρχοντά σου καί δός πτωχοῖς». Θά μποροῦσε νά τοῦ πεῖ ἁπλῶς νά βοηθᾶ τούς πτωχούς μέ μιά συνεχῆ ἐλεημοσύνη. Τοῦ προτείνει ὅμως ἕναν τρόπο νά ἐξοφλήσει ἅπαξ διά παντός τήν ἀγάπη πού ὀφείλει στούς ἄλλους μέ τή διανομή ὅλης του τῆς περιουσίας· μετά θά τούς ἀγαπᾶ πιά μόνο μέ τήν καρδιά του. Ἡ ἀγάπη ὅμως πρός τόν Θεό εἶναι χρέος πού δέν ἐξοφλεῖται καί πού θά διαρκέσει σέ ὅλη του τή ζωή. Γι' αὐτό καί τοῦ λέει· «Δεῦρο ἀκολούθει μου». Φαίνεται ὁλοκάθαρα πώς ἡ τελειότης γιά τόν Χριστό εἶναι μιά ἔννοια πολύ ρεαλιστική, πού δέν παραβλέπει τήν πραγματικότητα χάριν τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀκριβῶς χάριν τοῦ Θεοῦ ἀναφέρεται στήν πραγματικότητα σάν κάτι πολύ καίριο καί ἀναγκαῖο.
   Εἰδικότερα, γιά νά ἀπαντήσουμε στή συγκεκριμένη ἀπορία τοῦ ἀναγνώστου μας πάνω στήν περικοπή τοῦ πλουσίου νεανίσκου στό Μθ 19,16-22 (Λκ 18,18-27), θά πρέπει νά μελετήσουμε τή σχετική συνάφεια, ὥστε νά κατανοήσουμε τό πνεῦμα της καί τό μήνυμά της. Ἄν, λοιπόν, διαβάσουμε μέ προσοχή τή διήγηση, θά καταλήξουμε στό συμπέρασμα ὅτι ἡ ἰδέα πού τή διαρθρώνει εἶναι ἡ ἀνάγκη τῆς ἱεραποστολῆς καί οἱ ἀπαιτήσεις της. Τό βάρος τῆς περικοπῆς πέφτει στό δεύτερο σκέλος τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ «ἀκολούθει μοι», πού ἀποτελεῖ καί τήν ἀπάντηση στή γεμάτη ἀγωνία ἀναζήτηση τοῦ νέου γιά τήν αἰώνια ζωή. Τό πρῶτο σκέλος «πώλησον τά ὑπάρχοντά σου καί δός πτωχοῖς», δέν εἶναι παρά ἡ προϋπόθεση καί ἡ προπαρασκευή γι' αὐτό στό ὁποῖο ὁ Χριστός καλεῖ τόν νέο. Κι ἐδῶ ἀκριβῶς γίνεται τό λάθος· οἱ περισσότεροι μένουν σ' αὐτή τή δευτερεύουσα πρόταση καί βλέπουν στήν περικοπή ἕνα κήρυγμα ἐλεημοσύνης καί ἔμπρακτης φιλανθρωπίας, ἤ ἀκόμη ἕνα κήρυγμα πατάξεως τοῦ πλούτου καί καταδίκης τῶν πλουσίων.
   Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ἄλλη. Αὐτό πού ζητᾶ ὁ Χριστός ἀπό τόν πλούσιο νέο εἶναι ἡ αὐταπάρνηση καί ἡ θυσία. Καί γνωρίζει ὡς παντογνώστης ὅτι γι' αὐτή τή συγκεκριμένη ψυχή πού ἔχει ἐκείνη τήν ὥρα μπροστά του, ἡ ἀπάρνηση τοῦ πλούτου εἶναι ἡ μεγαλύτερη θυσία πού μπορεῖ νά ἐπιτελέσει, ἡ φλογερότερη ἀπόδειξη τῆς ἐπιθυμίας του γιά τελειότητα. Γι' αὐτό καί τοῦ λέει· «Πήγαινε καί πούλησε τά ὑπάρχοντά σου». Ἴσως ἄν εἶχε μπροστά του κάποιον ἄλλο, ἡ προτροπή θά ἦταν διαφορετική· θά εἶχε ὅμως πάντα γνώρισμα τήν αὐταπάρνηση, τό σταύρωμα τῶν ἐγωϊστικῶν ἐπιθυμιῶν. Ἐξάλλου ὁ πλοῦτος αὐτός καθαυτόν εἶναι πάντοτε μία ἀπό τίς μεγάλες ἀδυναμίες τοῦ ἀνθρώπου· στόν καθένα θά στοίχιζε μιά ὁλοκληρωτική παραίτηση ἀπό τήν περιουσία του. Δέν χρειάζεται μάλιστα κἄν νά πρόκειται γιά περιουσία· στόν καθένα θά στοίχιζε μιά ὁλοκληρωτική παραίτηση ἀπ' αὐτά πού θεωρεῖ δικά του. Ὁ ἄνθρωπος δένεται μέ τά πράγματα, μέ τό περιβάλλον του, καί εἶναι πάντα πράξη θυσίας ἡ ὁποιαδήποτε ἀπάρνηση.
   Ὑπάρχει ὅμως καί ἕνας ἄλλος λόγος πού ὁ Χριστός ἔθεσε ὡς προϋπόθεση τό «πώλησον τά ὑπάρχοντά σου». Εἶναι ὅτι ἡ ἱεραποστολή ἀπαιτεῖ πλήρη ἀπόθεση κάθε βιοτικῆς μέριμνας ἀπό τόν ἱεραπόστολο. Αὐτός πού θά ἀγωνιστεῖ γιά τήν ἐξάπλωση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ θά πρέπει νά εἶναι ὁλόκληρος ἀφιερωμένος στό ἱερό αὐτό ἔργο, ἐλεύθερος ἀπό κάθε γήινη φροντίδα, ἔστω καί τήν πιό ἀνθρώπινη, ἄν αὐτή πρόκειται νά τοῦ γίνει βάρος στό δρόμο του. Θά ἦταν ἀπαράδεκτο καί ἀνέντιμο μπροστά στόν Θεό νά λέμε ὅτι ἐργαζόμαστε γιά τήν ὑπόθεσή του, ἐνῶ οἱ ὑποχρεώσεις μιᾶς περιουσίας θά κλέβουν τή φροντίδα καί τόν χρόνο μας.
   Μ' αὐτές τίς ἀναλύσεις καταλήγουμε στίς ἑξῆς διαπιστώσεις: Φυσικά ἡ τελειότης δέν περιορίζεται στά στενά πλαίσια τῆς ἐλεημοσύνης. Βρίσκεται ὅμως στό «ἀκολούθει μοι», στή γεμάτη ὑποταγή μίμηση τοῦ Σωτῆρος. Ἡ φιλανθρωπία εἶναι μία ἀπό τίς συνέπειες τῆς θυσίας, πού προϋποθέτει αὐτή ἡ μίμηση, καί πού εἶναι πολύ εὐκολότερη ἀπό αὐτήν. Ἄν δέν ἔχεις τή διάθεση νά πτωχεύσεις ἑκούσια, οὐδέποτε θά βρεῖς τόν δρόμο νά ἀκολουθήσεις τόν Χριστό. Καί ἡ ἄλλη πλευρά τοῦ θέματος· ἡ τελειότης δέν μετρᾶται μέ τό μέγεθος τῆς ἀνέχειας καί τῆς κακοπάθειας, ἀλλά μέ τήν ποιότητα καί τό ὕψος τῆς θυσίας. Ὅταν τό ζενίθ τῆς αὐταπαρνήσεώς σου βρίσκεται στήν ἀπάρνηση τοῦ πλούτου σου, τότε ἡ θυσία τοῦ πλούτου εἶναι αὐτή πού θά σέ φέρει πιό κοντά στήν τελειότητα.

Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 33 (1978) 59-61

Τρίτη, 22 Οκτώβριος 2024 03:00

Κυρ. ΙΓ΄ Λουκᾶ Λκ 18,18-27

Ὁ διάλογος τοῦ Ἰησοῦ μέ τόν πλούσιο νέο

  plousios neos  Ὁ διάλογος τοῦ Ἰησοῦ μέ τόν πλούσιο νέο κατατάσσεται καί ἀπό τούς τρεῖς συνοπτικούς εὐαγγελιστές (πρβλ. Μθ 19,16-30· Μρ 10,17-31) στήν ἴδια χρονική συνάφεια, ἀμέσως πρίν ἀπό τήν συνάφεια τοῦ πάθους. Ἄν καί δέν σημαίνεται ὁ τόπος στόν ὁποῖο ὁ πλούσιος νέος πλησίασε καί ρώτησε τόν Ἰησοῦ, πιθανόν εἶναι ἡ περιοχή τῆς Ἰουδαίας, καθώς ὁ Ἰησοῦς πορεύεται πρός τά Ἰεροσόλυμα. Στήν τελευταία αὐτή περιοδεία του ὁ Kύριος μέ τά σημεῖα καί μέ τό κήρυγμά του τονίζει συνεχῶς ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι πλέον πολύ κοντά, σχεδόν ἔχει φθάσει.
     Ἡ περικοπή 18,18-30 ἔχει θέμα τήν ἀνάγκη τῆς ἱεραποστολῆς καί τίς ἀπαιτήσεις της. Διακρίνονται σ’ αὐτήν τρία ἐπί μέρους θέματα: α) ὁ διάλογος μέ τόν πλούσιο νέο γιά τήν αἰώνια ζωή, β) ἡ διδασκαλία γιά τόν κίνδυνο τοῦ πλούτου, γ) ἡ αὐταπάρνηση τῶν μαθητῶν. Tά δύο πρῶτα θέματα (στ. 18-27) ἀποτελοῦν τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς ΙΓ΄ Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ. Ἡ Ἐκκλησία ὅρισε τήν ἀνάγνωση τῆς περικοπῆς αὐτῆς στήν ἀρχή τοῦ χειμώνα, τότε πού οἱ ἀνάγκες τῶν πτωχῶν αὐξάνουν, μέ σκοπό νά προβάλει τήν σπουδαιότητα τῆς ἐλεημοσύνης.

 18,18. Καὶ ἐπηρώτησέ τις αὐτὸν ἄρχων λέγων· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;
    Ὁ ἄνθρωπος πού ἀπηύθυνε τήν ἐρώτηση στόν Ἰησοῦ χαρακτηρίζεται ἄρχων. Κατεῖχε προφανῶς ὑψηλή κοινωνική θέση καί ἀξιόλογη περιουσία. Oἱ Ἰσραηλῖτες ἀποκαλοῦσαν ἄρχοντες ἐκείνους πού εἶχαν κάποιο ἀξίωμα στήν Συναγωγή ἤ στό Μεγάλο Συνέδριο. Ἄρχοντας π.χ. χαρακτηρίζεται ὁ Ἰάειρος (βλ. Mθ 9,18) πού ἦταν ἀρχισυνάγωγος (βλ. Μρ 5,22· Λκ 8,41).
    Kατά τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο ὁ ἄνθρωπος πού πλησίασε τόν Ἰησοῦ ἦταν «νεανίσκος» (Mθ 19,20.22)· αὐτό δέν ἀντίκειται στήν ἰδιότητα τοῦ ἄρχοντα, διότι στούς χρόνους τῆς Καινῆς Διαθήκης «νεανίσκος» θεωροῦνταν γιά τούς Ἰουδαίους κάθε ἄνδρας κάτω τῶν 40 ἐτῶν. Δημόσια δράση μποροῦσε νά ἀναλάβει καθένας πού συμπλήρωνε τό τριακοστό ἔτος τῆς ἡλικίας του. Ἑπομένως, ὁ νεανίσκος ἄρχων τῆς περικοπῆς πιθανόν νά ἦταν περίπου 30 ἐτῶν.
    Τά ἀξιοζήλευτα προσόντα -νεότητα, πλοῦτος, ἀξίωμα- φαίνεται ὅτι δέν ἀρκοῦσαν γιά νά ἱκανοποιήσουν τήν ψυχή τοῦ νεαροῦ πλούσιου ἄρχοντα. Αὐτό φανερώνει ἡ ἐρώτηση τήν ὁποία ὑποβάλλει στόν Ἰησοῦ· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; Ζητᾶ μία συνταγή γιά τήν ἀπόκτηση τῆς αἰώνιας ζωῆς. Tό ἴδιο ἐρώτημα εἶχε ὑποβάλει στόν Kύριο καί κάποιος νομικός (βλ. 10,25). Ἐκεῖνος ὅμως εἶχε κακή πρόθεση, ἤθελε νά ἐκπειράσει τόν Ἰησοῦ. Ὁ νεαρός ἄρχοντας πού τώρα τόν πλησιάζει εἶναι ἕνας εἰλικρινής ἀναζητητής τῆς αἰωνίου ζωῆς, γι’ αὐτό καί ὁ Kύριος τοῦ ἀπαντᾶ ἀμέσως, σαφῶς καί εὐθέως. Eἶναι μάλιστα τόσο ἔντονη ἡ ἀναζήτηση τῆς αἰωνίου ζωῆς στόν νέο ἄρχοντα, ὥστε τρέχοντας πλησιάζει τόν Διδάσκαλο καί γονατιστός ἐκφράζει τήν βαθειά ἐπιθυμία του (βλ. Μρ 10,17).
    Ὁ πλούσιος νεανίσκος βλέπει τόν Ἰησοῦ ὡς συνηθισμένο διδάσκαλο, ἕναν ἀπό τούς τόσους ραββίνους τῆς ἐποχῆς του, ἕναν ἁπλό ἄνθρωπο. Δέν ὑποπτεύεται ὅτι αὐτός ὁ διδάσκαλος εἶναι ὁ Θεός. Κι ὅμως τόν ὀνομάζει «ἀγαθόν», ἐπίθετο μέ τό ὁποῖο χαρακτήριζαν μόνο τόν Θεό. Πουθενά στό Ταλμούδ καί στήν παράδοση τῶν ἰουδαίων δέν χρησιμοποιεῖται αὐτή ἡ προσφώνηση γιά τούς ραββίνους, οὔτε καί γιά τούς πιό διακεκριμένους, διότι ἀκουγόταν σάν ἐξεζητημένη κολακεία.
    Οἱ ἰουδαῖοι πίστευαν στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, ἀλλά δέν εἶχαν ξεκαθαρισμένη τήν ἔννοια τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἡ φράση «αἰώνιος ζωή» ὡς ἀντίθετη τῆς «αἰωνίου αἰσχύνης» χρησιμοποιεῖται γιά πρώτη φορά στό βιβλίο τοῦ Δανιήλ (12,2). Ἡ αἰώνια ζωή τήν ὁποία ἀναζητᾶ ὁ νεανίσκος ἦταν γενική ἀναζήτηση τῆς ἐποχῆς, ἰδίως ἀνάμεσα στούς ραββίνους, ὅπως φαίνεται καί ἀπό τήν νυκτερινή συζήτηση τοῦ Νικοδήμου μέ τόν Ἰησοῦ (βλ. Ἰω 3,1-21). Στά ραββινικά κείμενα ἡ αἰώνια ζωή ὁρίζεται ὡς «ζωή τοῦ μέλλοντος κόσμου» ἤ ἁπλῶς «αἰώνιος ζωή» ὁπότε ἀντιδιαστέλλεται ἀπό τήν «ζωήν τῆς ὥρας ταύτης» ἤ «τήν πρόσκαιρον ζωήν». Ἀσφαλῶς ὁ νεανίσκος ἐννοεῖ τήν αἰώνια ζωή σύμφωνα μέ τήν ραββινική ἀντίληψη, δηλαδή ὡς ζωή συνεχῆ καί εὐφρόσυνη μετά τόν θάνατο.
    Στήν καρδιά τοῦ κάθε ἀνθρώπου ὑπάρχει ἄσβεστος ὁ πόθος γιά μία ζωή χρονικά ἀτέλειωτη καί ποιοτικά τέλεια, ὅπως ἀκριβῶς χαρίζει στούς δικούς του τήν αἰωνιότητα ὁ πανάγαθος Θεός. Aὐτός ὁ πόθος εἶναι κυριαρχικός σέ κάθε κοινωνία καί κάθε ἐποχή.

18,19. Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός.
    Ὅπως εὔστοχα τό ἔχει ἐπισημάνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ὁ Ἰησοῦς συχνά μιλᾶ «πρὸς τὴν ὑπόνοιαν τῶν ἀκροωμένων», σύμφωνα μέ τήν σκέψη καί τήν γνώμη τῶν ἀκροατῶν. Ἔτσι καί στήν προκειμένη περίπτωση, ἐπειδή ὁ νεαρός ἄρχοντας τόν θεωροῦσε ἁπλό ἄνθρωπο καί ὁ Κύριος «ὡς ἄνθρωπος αὐτῷ διαλέγεται». Tόν ρωτᾶ· τί με λέγεις ἀγαθόν, ἀφοῦ δέν εἶναι ἀγαθός κανείς ἄνθρωπος; Kαί τοῦ ὑπενθυμίζει αὐτό πού ἤδη γνώριζε, ὅτι οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. Tό εἷς, ἑξηγεῖ ὁ Mέγας Bασίλειος, ἐδῶ σημαίνει «ὁ μοναδικός».
    Ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος ἀποδίδει ὡς ἑξῆς τήν ἀπάντηση τοῦ Kυρίου: «Ὥστε, ἄν θέλεις νά μέ ὀνομάζεις ἀγαθό, λέγε με ἀγαθό ὡς Θεό, ἀλλά μή μέ πλησιάζεις σάν ἁπλό ἄνθρωπο». Kαί ἐμβαθύνει στά λόγια τοῦ Kυρίου ὁ ἅγιος διδάσκαλος: «Πράγματι ἀγαθός καί πηγή τῆς ἀγαθότητος καί ἀρχή τῆς αὐτοαγαθότητος εἶναι ὁ Θεός. Oἱ ἄνθρωποι κι ἄν εἴμαστε ἀγαθοί, δέν εἴμαστε κυριολεκτικά, ἀλλά κατά συμμετοχή (στήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ). Ἔχει ἐπιμειξίες ἡ ἀγαθότητά μας καί μεταβάλλεται».
 

18,20. Τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου.
    Προϋπόθεση γιά τήν ἀπόκτηση τῆς αἰώνιας ζωῆς, ὅπως ὑποδεικνύει στόν νεαρό ἄρχοντα ὁ Ἰησοῦς, εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Νόμου. Στήν Παλαιά Διαθήκη ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν συνδέεται μέ τήν μακροημέρευση καί τήν εὐδαιμονία (βλ. Δε 6,2· Ἠσ 1,19-20), ἀλλά καί μέ τήν αἰώνια ζωή, ὅπως φαίνεται ἀπό τόν λόγο τοῦ Ἰησοῦ πρός τούς γραμματεῖς· «ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς, ὅτι ὑμεῖς δοκεῖτε ἐν αὐταῖς ζωὴν αἰώνιον ἔχειν» (Ἰω 5,39).
    Οἱ ἐντολές τίς ὁποῖες ἀπαριθμεῖ ὁ Ἰησοῦς -μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου- ἰσχύουν βεβαίως διαχρονικά καί ἡ τήρησή τους ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο γνώρισμα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς σέ κάθε ἐποχή. Ἦταν χαραγμένες στήν δεύτερη πλάκα τοῦ Νόμου, πού ρύθμιζε τίς διαπροσωπικές σχέσεις (βλ. Ἔξ 20,12-17). Ἡ τήρηση αὐτῶν τῶν ἐντολῶν ἀποτελοῦσε ἐγγύηση γιά τήν ἐφαρμογή καί τῶν ἐντολῶν τῆς πρώτης πλάκας, ἡ ὁποία ἀναφερόταν στήν σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι τελευταία παρατίθεται ἡ ἐντολή πού στήν πλάκα τοῦ Νόμου τίθεται πρώτη· πιθανόν, γιά νά τονισθεῖ ἰδιαίτερα. Ὁ Ἰησοῦς ἄσκησε αὐστηρό ἔλεγχο ἐναντίον ἐκείνων πού ἐσκεμμένα τήν παρερμήνευαν καί τήν καταπατοῦσαν (βλ. Μρ 7,9-13). Ἐξάλλου, τά προηγούμενα εἶναι παραβάσεις στίς ὁποῖες συχνότερα πέφτουν οἱ ἄνθρωποι, ἐνῶ τήν τιμή πρός τούς γονεῖς λίγοι εἶναι τόσο «θηριώδεις» ὥστε νά τήν ἀθετοῦν.
    Kατά τήν διήγηση τοῦ εὐαγγελιστοῦ Μάρκου ἀνάμεσα στίς ἐντολές πού ἀναφέρει ὁ Ἰησοῦς προστίθεται καί τό· «μὴ ἀποστερήσῃς» (10,19). Δέν εἶναι κάποια συγκεκριμένη ἐντολή τοῦ Νόμου, ἀλλά ἐκφράζει τό γενικό νόημα πολλῶν ἐντολῶν καί εἰδικώτερα ἴσως τῆς δεκάτης· «οὐκ ἐπιθυμήσεις ὅσα τῷ πλησίον σού ἐστι» (Ἔξ 20,17). Εἶναι μία εἰδική σύσταση πρός τόν πλούσιο νέο, τόν ὁποῖο ἡ σφοδρή ἐπιθυμία τοῦ πλούτου θά μποροῦσε νά παρασύρει, ὥστε νά κατακρατεῖ ἀγαθά πού δέν τοῦ ἀνήκουν στερώντας τα ἀπό τόν πλησίον του. Ἐξάλλου, στά ραββινικά κεί- μενα τό «οὐ κλέψεις» ἑρμηνεύεται ὡς κλοπή ἀνθρώπου, ὡς ἀνδραποδισμός (πρβλ. Ἔξ 21,17· Δε 24,7), ὁπότε ἡ προσθήκη «μὴ ἀποστερήσῃς» ἔρχεται νά διευκρινίσει ὅτι ἀπαγορεύεται καί ἡ ἀποστέρηση τῶν ἀγαθῶν.
    Στό κατά Ματθαῖον Eὐαγγέλιο στήν θέση τοῦ «μὴ ἀποστερήσῃς» τίθεται ἡ ἐντολή πού πάντα τόνιζε ὁ Ἰησοῦς «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (19,19). Aὐτή συνοψίζει ὅλες τίς ἐντολές τίς σχετικές μέ τίς ἀνθρώπινες σχέσεις καί δείχνει στόν πλούσιο νέο τόν δρόμο γιά τήν τέλεια ἀγάπη καί τήν ὁλοκληρωτική ἀποδέσμευση ἀπό τόν πλοῦτο.

 18,21. Ὁ δὲ εἶπε· ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου.
    Ὁ νέος καταθέτει· ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην. Ὄχι μόνο γιά τούς πατριάρχες καί τούς προφῆτες ἀλλά καί γιά πολλούς ραββίνους ἀναφέρεται ὅτι «ἐτήρησαν τὰς ἐντολὰς τοῦ νόμου ἀπό τοῦ Ἄλεφ μέχρι τοῦ Ταῦ» ἤ ὅπως θά λέγαμε στά Ἑλληνικά ἀπό τό Α μέχρι τό Ω. Καί ὁ νεανίσκος λέγει τό ἴδιο, καί μάλιστα ὅτι φύλαξε τόν νόμο ἐκ νεότητος, καθόσον οἱ ραββῖνοι θεωροῦσαν τήν ἡλικία τῶν 5 ἐτῶν κατάλληλη νά διδαχθεῖ τό παιδί τά πρῶτα στοιχεῖα τοῦ Νόμου καί τήν ἡλικία τῶν 12 ἐτῶν ἱκανή γιά τήν ὁλοκλήρωση τῶν ἱερῶν σπουδῶν καί τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν. Δέν ψεύδεται, οὔτε καυχιέται. Μᾶλλον ἐκφράζει ἔκπληξη, ἴσως καί κάποια ἀπογοήτευση, διότι ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου δέν ἦταν αὐτή πού περίμενε. Ὁ Ἰησοῦς τοῦ ὑποδεικνύει τόν ἴδιο δρόμο πού ἐδῶ καί χρόνια βάδιζε κι ὄχι κάτι εἰδικό καί ἀνώτερο.
    Ἡ διαβεβαίωση τοῦ νέου ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην δέν μποροῦσε νά ἔχει ἀπόλυτη ἰσχύ. Φαίνεται, ὡστόσο, ὅτι ἡ πρόθεσή του ἦταν ἄδολη. Ἡ συνείδησή του τίποτε δέν τοῦ καταμαρτυροῦσε. Ἐνσυνείδητα τουλάχιστον δέν ἔβλαψε ποτέ κανένα συνάνθρωπό του. Παρά ταῦτα διατηροῦσε μέσα του κάποιες ἐπιφυλάξεις. Προβληματιζόταν ἄν αὐτό ἦταν ἀρκετό γιά νά κερδίσει τήν αἰώνια ζωή. Αὐτό ἐκφράζει καί τό ἐρώτημά του· «τί ἔτι ὑστερῶ;» (Μθ 19,20). Ὅλη ἡ στάση του καί ἡ ἀγαθή του διάθεση ἀπέσπασαν ἀπό τόν Ἰησοῦ ἕνα βλέμμα γεμάτο συμπάθεια, σύμφωνα μέ τήν πληροφορία τοῦ εὐαγγελιστοῦ Μάρκου· «ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτόν» (10,21). Ὁ Ἰησοῦς ἐκτίμησε τά καλά του στοιχεῖα καί τόν ἔκρινε ἄξιο νά γίνει ἀπόστολός του.

 18,22. Ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι.
     Ὁ καρδιογνώστης Κύριος ἀκούσας ταῦτα, ἀφοῦ ἄκουσε τήν ὁμολογία καί τό ἐρώτημα τοῦ νέου, ἔκανε τήν διάγνωση· ἔτι ἕν σοι λείπει. Ἦταν δικαιολογημένη ἡ ἀνησυχία του, ὑστεροῦσε σέ κάτι. Τοῦ ἔλειπε ἡ αὐταπάρνηση, τό φρόνημα τῆς θυσίας. Κυριαρχοῦσε μέσα του ἡ φιλαυτία. Αὐτό δήλωνε ἡ ὑπερβολική προσκόλληση στά ὑπάρχοντά του. Ὁ Ἰησοῦς ἐντόπισε τήν ἀχίλλειο πτέρνα του, τό εὐαίσθητο σημεῖο του, πού μποροῦσε νά τοῦ στερήσει τήν αἰωνιότητα. Προσάρμοσε, λοιπόν, τήν ἀπάντησή του ἀνάλογα πρός τό κυριαρχικό αὐτό πάθος, διότι αὐτό κρατοῦσε τόν νέο δεμένο μέ τόν κόσμο καί θά τόν ἐμπόδιζε νά εἰσέλθει στήν αἰώνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
     Ὡς τέλειος γιατρός, μετά τήν διάγνωση, προτείνει τό πιό δραστικό φάρμακο μέ δύο προτροπές. Ἡ πρώτη, πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, ἔχει κοινωνική χροιά καί πρέπει νά τήν ἐφαρμόσει διά μιᾶς ὁ νέος. Ἡ δεύτερη προτροπή, δεῦρο ἀκολούθει μοι, συνδέεται μέ τήν ἱεραποστολή καί ἀπαιτεῖ τήν διά βίου ἀφοσίωσή του στόν Ἰησοῦ Xριστό. Mέ τήν πρώτη προτροπή ὁ Ἰησοῦς συνιστᾶ στόν νέο νά ἀπαλλαχθεῖ ἀπό ὅλα ἐκεῖνα πού εἶχαν γίνει τό βάρος τῆς ψυχῆς του· νά πουλήσει τήν περιουσία του καί νά μοιράσει τό ἀντίτιμο σέ ἐκείνους πού ἔχουν ἀνάγκη. Ἡ ἀγάπη καί ἡ φροντίδα γιά τούς φτωχούς, βέβαια, ἀποτελεῖ καθῆκον γιά τόν καθένα πού κατέχει μία περιουσία (πρβλ. Λκ 16,9). Γιά τόν νεαρό ἄρχοντα ὅμως ἡ προτροπή τοῦ Ἰησοῦ εἶχε ἰδιαίτερη σημασία. Θά τοῦ ἐξασφάλιζε τήν ἐσωτερική του ἀπελευθέρωση, τό ἄνοιγμα τοῦ δρόμου πρός τήν τελειότητα. Γι’ αὐτό ὁ Kύριος τοῦ δείχνει τήν κορυφή, τήν ἀπόλυτη ἀκτημοσύνη, τοῦ λέει νά ἀπαρνηθεῖ ὅλα τά ὑπάρχοντά του. Kαί κάτι ἐλάχιστο ἄν κρατήσει, αὐτό θά τόν ἐμποδίζει νά ἀφοσιωθεῖ ἀπόλυτα στόν Θεό, θά τόν καταστήσει δοῦλο καί ὑποχείριο τῆς περιουσίας. Kατά κάποιο τρόπο ὁ νεαρός ἄρχοντας καλεῖται νά μιμηθεῖ τόν πατριάρχη Ἀβραάμ, πού εἶχε ὑπακούσει στήν προσταγή τοῦ Kυρίου· «ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου καὶ δεῦρο εἰς τὴν γῆν, ἣν ἄν σοι δείξω» (Γέ 12,1).
    Σύμφωνα μέ τά ραββινικά κείμενα ἡ περιουσία ἦταν ἀναγκαία, προκειμένου νά ἐπιτελεῖται τό ἔργο τῆς ἐλεημοσύνης. Δέν ἦταν ἄγνωστο βέβαια καί τό φαινόμενο νά τήν ξεπουλᾶ κανείς γιά χάρη τῆς μελέτης τοῦ Νόμου. Ἀναφέρεται συγκεκριμένα ὅτι ὁ ραββῖνος Johanan πούλησε ὅλη τήν περιουσία του γιά νά ἐπιδοθεῖ ἀνενόχλητος στήν μελέτη τῆς Τορά (=Νόμος). Τότε κάποιος φίλος του τοῦ εἶπε μέ θλίψη: «Ἀλίμονο, δέν ἄφησες τίποτε γιά τά γεράματά σου!». Καί ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: «Θεωρεῖς ζημία τό ὅτι πούλησα αὐτό πού δημιουργήθηκε σέ ἕξι μέρες, γιά νά ἀπολαύσω αὐτό πού δόθηκε σέ σαράντα μέρες καί σαράντα νύχτες;». Δέν σημειώνεται, βέβαια, τί ἔκανε τά χρήματα ἀπό τήν πώληση τῆς περιουσίας του. Ὁ Κύριος ὅμως ἐδῶ ζητάει ἀπό τόν πλούσιο ἄρχοντα τήν ἄμεση ἀπαλλαγή ἀπό τήν περιουσία του καί τήν ἐξ ὁλοκλήρου διανομή της στούς φτωχούς· προβάλλει, δηλαδή, τό πνεῦμα τῆς αὐτοθυσίας καί εὐσπλαγχνίας.
    Θέλοντας νά ἐνισχύσει τόν συμπαθῆ νέο, πού ἔνιωθε πολύ ἀδύναμος γιά τήν ἡρωική πράξη τῆς θυσίας, ὁ Ἰησοῦς τοῦ ὑπόσχεται μία μεγάλη ἀμοιβή· καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ. Τόν βεβαιώνει ὅτι ἄν ἀπαρνηθεῖ τά πλούτη του δέν θά ζημιωθεῖ. Ἀν- τίθετα, θά κερδίσει θησαυρό ἀσύγκριτα πολυτιμότερο, οὐράνιο ἀντί τοῦ ἐπιγείου, αἰώνιο ἀντί τοῦ προσωρινοῦ. Xαρακτηρίζοντας ὡς θησαυρὸν τά πνευματικά ἀγαθά ὁ Kύριος δηλώνει ὅτι αὐτά εἶναι πλούσια, μόνιμα καί ἀσφαλῆ.
  Ἡ ἀποδέσμευση ἀπό τόν πλοῦτο, ἄλλωστε, ἀποτελοῦσε βασική προϋπόθεση καί προπαρασκευή, προκειμένου νά μπορέσει ὁ νέος νά ἀνταποκριθεῖ στό τιμητικό κάλεσμα· καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. Mέ τόν λόγο αὐτόν ὁ Κύριος ἀντικαθιστᾶ τήν Τορά μέ τό πρόσωπό του. Οἱ ραββῖνοι δίδασκαν ὅτι ἀξίζει νά πουλήσει κανείς τά ὑπάρχοντά του, γιά νά μελετᾶ ἀπερίσπαστα τήν Τορά. Ὁ Xριστός λέγει ὅτι ἀξίζει νά τά πουλήσει γιά νά ἀκολουθήσει Ἐκεῖνον. Ἡ καταφρόνηση τῶν χρημάτων καί ἡ προσφορά στούς ἐνδεεῖς δέν ἔχουν κανένα νόημα, τονίζει καί ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, χωρίς τό «ἀκολουθεῖν τῷ Χριστῷ· τουτέστι, πάντα τὰ παρ’ αὐτοῦ κελευόμενα ποιεῖν». Ἀκολουθία τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή, σημαίνει πλήρη ὑπακοή σ’ Αὐτόν, ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν του.
    Ὁ Ἰησοῦς οὐσιαστικά προσκαλεῖ τόν νέο νά ἐνταχθεῖ στήν ὁμάδα τῶν μαθητῶν του. Ἴσως διέκρινε στά βάθη τῆς ὑπάρξεώς του τίς δυνατότητες νά γίνει καί αὐτός ἀπόστολος, ἕνας Βαρνάβας, γιατί ὄχι καί Παῦλος. Δέν τοῦ ζητᾶ, λοιπόν, νά ἀπαλλαγεῖ ἁπλῶς ἀπό τά ὑπάρχοντά του δίνοντάς τα ἐλεημοσύνη, ἀλλά τόν προσκαλεῖ στήν ἀπόλυτη θυσία. Δέν θέλει τίποτε ἀπό τά δικά του, θέλει ὅμως τόν ἴδιο ἀδέσμευτο κοντά του. Αὐτή εἶναι, στήν πραγματικότητα, ἡ αἰώνια ζωή τήν ὁποία ἀναζητοῦσε ὁ νέος. Ὁ ὁρισμός της παραδίδεται στό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο· «αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν» (17,3).

 18,23. Ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα.
    Ἀκούγοντας ὁ νεαρός ἄρχοντας ποιός εἶναι ὁ δρόμος γιά τήν αἰωνιότητα, περίλυπος ἐγένετο, λυπήθηκε κατάκαρδα. Aὐτός πού διψοῦσε γιά τό αἰώνιο καί ἔφθασε τόσο κοντά στήν ἴδια τήν πηγή τῆς αἰωνιότητος, στόν Ἰησοῦ Xριστό, ἀπομακρύνθηκε σκυθρωπός (βλ. Μρ 10,22). Kαί οἱ φαρισαῖοι ἀπομακρύνονταν ἀπό τόν Ἰησοῦ, ἀλλά ἐκεῖνοι ἔφευγαν μᾶλλον ἐξαγριωμένοι ἀπό τό κήρυγμά του καί ὄχι λυπημένοι. Ἡ μεγάλη λύπη τοῦ πλούσιου νέου φανερώνει τήν εἰλικρινῆ ἐπιθυμία μέ τήν ὁποία εἶχε πλησιάσει τόν Ἰησοῦ. Ἡ κατάστασή του προκαλεῖ τήν συμπάθεια, ἀλλά ἀποκαλύπτει καί τήν ἀδυναμία του. Ἦταν δέσμιος τῆς φιλαυτίας καί τῆς φιλαργυρίας. Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἐξηγεῖ· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα. Ὅσο περισσότερα εἶναι τά πλούτη, τόσο πιό ἀσφυκτικά δεσμά χαλκεύουν γιά τόν κάτοχό τους· «τυραννικώτερος γὰρ τότε ὁ ἔρως γίνεται», διαπιστώνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
    Δέν γνωρίζουμε πῶς ἐξελίχθηκε ἡ συνέχεια τῆς ἱστορίας αὐτοῦ τοῦ νέου. Ἡ εὐαγγελική διήγηση ἀφήνει μόνο νά φανεῖ ὅτι ἀπέρριψε τήν πρόσκληση καί ἔχασε τήν εὐκαιρία νά γίνει ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ. Θά μποροῦσε νά σκεφθεῖ κανείς ὅτι ἄν ὁ Κύριος ἦταν πιό συγκαταβατικός μέ τόν νέο, τόν ὁποῖο μάλιστα εἶχε ἤδη συμπαθήσει γιά τήν εὐσέβεια καί τίς ὑψηλές ἐπιθυμίες του, θά τόν κρατοῦσε κοντά του καί θά κέρδιζε ἔτσι ἕναν ἐνθουσιώδη μαθητή. Ἀλλά ἡ ἱστορία μαρτυρεῖ ὅτι ὅσοι δέν δέχθηκαν νά ὑπακούσουν στούς ὅρους μαθητείας πού ἔθεσε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί ἔθεσαν τούς δικούς τους ὅρους, γρήγορα ἐγκατέλειψαν τήν μαθητεία καί κατάντησαν προδότες.

 18,24. Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπε· πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ!
    Ἡ μεγάλη λύπη τοῦ πλούσιου νέου δίνει ἀφορμή στόν Ἰησοῦ νά ἀποκαλύψει μία ἀλήθεια· πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ! Τό πῶς εἶναι «βεβαιωτικό» καί τίθεται «ἀντὶ τοῦ ἀληθῶς». Xρήματα ὀνομάζονται αὐτά πού προορίζονται γιά χρήση· γι’ αὐτό ὀφείλουμε νά τά χρησιμοποιοῦμε ὅπως πρέπει καί νά μήν τά κατακρατοῦμε. Oἱ τὰ χρήματα ἔχοντες, λοιπόν, εἶναι ὄχι ὅσοι ἔχουν καί χρησιμοποιοῦν σωστά τά χρήματα, ἀλλά ὅσοι ἀχόρταγα τά συγκεντρώνουν στά ταμεῖα τους.
    Εἶναι, πράγματι, δύσκολο νά ἀποσπασθεῖ ἀπό τήν προσκόλληση στά ὑπάρχοντά του ὁ φιλοχρήματος. Kολλᾶ πάνω σ’ αὐτά σάν σέ «ἰξό» (=παρασιτικό φυτό πού ἐκρύει κολλώδη οὐσία), κατά τόν χαρακτηρισμό τοῦ Θεοφυλάκτου. Ἡ ἀγάπη τοῦ ἐπίγειου πλούτου ἀντίκειται στήν ἀγάπη τοῦ οὐράνιου (πρβλ. Ἰα 4,4· Α´ Ἰω 2,15), καί συνήθως στήν ζυγαριά τῆς καρδιᾶς τῶν πλουσίων ὁ χρυσός βαραίνει περισσότερο ἀπό τόν Χριστό. Γι’ αὐτόν τόν λόγο δέν εἶναι εὔκολο νά εἰσέλθουν στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι, ὡστόσο, ἀδύνατη ἡ εἴσοδος. Στήν ἁγία Γραφή ἀλλά καί στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρονται πολλά παραδείγματα πλουσίων πού εὐαρέστησαν τόν Θεό καί ἔγιναν δεκτοί στήν βασιλεία του.
 

18,25. Εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ῥαφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν.
   Tήν ἀλήθεια πού διατύπωσε προηγουμένως ὁ Ἰησοῦς τήν ἐπιβεβαιώνει μέ μία παροιμία γνωστή καί συνηθισμένη στούς ἀκροατές του. Τό πρῶτο σκέλος τῆς παροιμίας, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν, διατηροῦνταν πάντα σταθερό· στό δεύτερο μέρος της μποροῦσε νά προσθέσει καθένας ὅ,τι ἤθελε νά ἐμφανίσει ὡς πολύ δύσκολο, ὡς ἀδύνατο. Tό νόημα τῆς παροιμίας εἶναι ἀντίστοιχο μέ τήν ἔκφραση πού χρησιμοποιοῦμε σήμερα γιά νά χαρακτηρίσουμε κάτι τό ἀδύνατο· «θά συμβεῖ, ὅταν ἀνατείλει ὁ ἥλιος ἀπό τήν δύση», δηλαδή ποτέ.
    Ἡ εἰκόνα τῆς καμήλας ἦταν οἰκεία στούς παλαιστίνιους Ἰουδαίους. Ἦταν ἕνα ἀπό τά πιό μεγαλόσωμα ζῶα πού γνώριζαν, τό ὁποῖο κουβαλοῦσε πάντοτε, ἀκόμη καί ὅταν κοιμόταν, τό φορτίο του, τήν καμπούρα του. Ἡ τρυμαλιὰ τῆς ραφίδος ἦταν ἡ τρύπα τῆς βελόνας. Στό βαβυλωνιακό Ταλμούδ καί στούς Ἄραβες συναντᾶται ἡ ἴδια παροιμία μέ μία μικρή παραλλαγή: «ἐλέφαντα διὰ τρυπήματος βελόνης διελθεῖν».
   Προσθέτοντας ὡς δεύτερο μέρος τῆς παροιμίας ὁ Ἰησοῦς τό ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν ὑπογραμμίζει ὅτι εἶναι ἀσύμβατη ἡ προσκόλληση στόν πλοῦτο μέ τήν εἴσοδο στήν οὐράνια βασιλεία. Οἱ πλούσιοι πού εἰσῆλθαν στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔγιναν πρῶτα ἀκτήμονες ἤ τουλάχιστον σωστοί διαχειριστές τῆς περιουσίας πού ὁ Θεός τούς ἀνέθεσε. Ὁ Ἰησοῦς δίδαξε ὅτι εἶναι ἀδύνατο νά ὑπηρετεῖ ὁ ἄνθρωπος ταυτόχρονα τόν Θεό καί τόν μαμωνᾶ (βλ. Μθ 6,24· πρβλ. Λκ 16,13).

 18,26-27. Εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες· καὶ τίς δύναται σωθῆναι; ὁ δὲ εἶπε· τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν.
    Oἱ ἀκροατές τοῦ Κυρίου θορυβήθηκαν ἀπό τά τελευταῖα λόγια του. Σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁ πλοῦτος εἶναι δεῖγμα τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ. Πῶς, λοιπόν, οἱ πλούσιοι, οἱ εὐλογημένοι, δέν θά εἰσέλθουν στήν οὐράνια βασιλεία; Ἐπιπλέον, ἀπό τήν πεῖρα τους ἦταν βεβαιωμένοι πώς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἑλκύονται ἀπό τά ἀγαθά αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ποιός θά μποροῦσε νά ἀπαλλαγεῖ ὁλοκληρωτικά ἀπό αὐτά; Tήν ἀπορία τους ἐκφράζουν μέ τό ἐρώτημα· καὶ τίς δύναται σωθῆναι;
    Ἡ ἀπάντηση τοῦ Διδασκάλου τούς καθησυχάζει· τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν. Ὅ,τι δέν μπορεῖ νά κατορθώσει ὁ ἄνθρωπος μόνος του, τό ἐπιτυγχάνει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἀλλοιώνει ἐπιθυμίες, θεραπεύει ἀδυναμίες, ἐνισχύει τήν θέληση κάθε καλοπροαίρετου ἀνθρώπου, διότι, ὅπως ἐπιγραμματικά σημειώνει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, «ἡμῶν μὲν γάρ ἐστι τὸ θελῆσαι τὸ ἀγαθόν, Θεοῦ δὲ τὸ τελειῶσαι». Ἐνῶ λοιπόν, ἡ διαπίστωση τῶν ἀνθρώπων εἶναι ὅτι «φύσιν μεταβαλεῖν ἀδύνατον», ὁ Θεός χαρίζει στήν Ἐκκλησία του τήν ἐμπειρία ὅτι «ὅπου Θεός βούλεται νικᾶται φύσεως τάξις».


Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Γ΄, σελ. 66-76