Λίγους μῆνες πρίν ἀπό τό θεῖο Πάθος του ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός μαζί μέ τρεῖς μαθητές του, τόν Πέτρο, τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη, ἀνέβηκε στό ὄρος κι ἐκεῖ «μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν» (Μθ 17,1-9· Μρ 9,2-9· Λκ 9,28-36). Τό γεγονός προσεγγίζει μέ τόν δικό της λυρικό ἀλλά καί διδακτικό τρόπο ἡ Ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Τοποθετώντας τή Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος μέσα στό ὅλο σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας οἱ σχετικοί ὕμνοι ἐπισημαίνουν ὅτι αὐτή προτυπώνει τήν Ἀνάσταση: «Πρό τοῦ σταυροῦ... μετεμορφώθης... δεῖξαι βουλόμενος τῆς Ἀναστάσεως τήν λαμπρότητα», ψάλλει ὁ μοναχός Κοσμᾶς στό στιχηρό ἰδιόμελο τοῦ Ὄρθρου τῆς γιορτῆς. Ἐπιπλέον ἡ Μεταμόρφωση προϊδεάζει γιά τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου: Στή θ΄ ὠδή τοῦ Ὄρθρου ἀπευθυνόμενος στόν Κύριο ὁ ποιητής λέγει ὅτι ἔλαμψες μ᾿ ἕνα θαυμαστό καί ἀπερίγραπτο τρόπο «ἵνα σου δείξῃς ἐμφανῶς τήν ἀπόρρητον (=ἀνέκφραστη) δευτέραν συγκατάβασιν... Θεός ὀφθήσῃ (=θά ἐμφανισθεῖς) ἐστώς ἐν μέσῳ θεῶν».
Σκοπός τῆς Μεταμόρφωσης εἶναι ὁ στηριγμός τῶν μαθητῶν. Νά δοῦν καί νά μελετήσουν τά θαυμάσια τοῦ Κυρίου, γιά νά «μή δειλιάσωσι τά παθήματα». Γι᾿ αὐτό ὁ Κύριος μεταμορφώθηκε «πρό τοῦ Σταυροῦ» ἤ «πρό τοῦ τιμίου Σταυροῦ καί τοῦ Πάθους», ὅταν εἶχε ἐπιτελέσει «ἅπαντα τά τῆς φρικτῆς οἰκονομίας θεοπρεπῶς». Θά μείνουν ἀδείλιαστοι στό Πάθος οἱ μαθητές, ἐφόσον ἔχουν πεισθεῖ ὅτι ἑκούσια πάσχει ὁ Διδάσκαλος, ὅπως σημειώνει τό Κοντάκιο τῆς ἑορτῆς.
Ὁ τόπος ὅπου πραγματοποιήθηκε ἡ Μεταμόρφωση δηλώνεται μέ τή διατύπωση τοῦ εὐαγγελικοῦ στίχου «εἰς ὄρος ὑψηλόν» ἤ «εἰς ὄρος ἅγιον». Σέ ὁρισμένα τροπάρια, ὅπως στό Ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς, ἀναφέρεται ἀόριστα «ἐν τῷ ὄρει», ἐνῶ ἀλλοῦ προσδιορίζεται συγκεκριμένα ὡς «τό Θαβώρ». Τονίζεται μάλιστα ἡ ὑπεροχή τοῦ Θαβώρ ἔναντι τοῦ ὄρους Σινᾶ καί μακαρίζεται, διότι αὐτό ἀξιώθηκε «φωτός... οὐκ αἰσθητοῦ ἡλίου τῆς ἄνω δέ λαμπρότητος».
Οἱ τρεῖς μαθητές πού ἔγιναν «μάρτυρες» καί «κοινωνοί τῆς ὑπερκοσμίου δόξης» κατονομάζονται καί συχνότερα ἀναφέρονται γενικά ὡς «μαθηταί», «ἀπόστολοι», «τοῦ Λόγου ὑπηρέται» ἤ ἐγκωμιαστικά ὡς «τῶν ἀποστόλων οἱ πρόκριτοι», «κορυφαῖοι», «ἀκρότης», «ἡ ἐκλογή», «οἱ ἔξαρχοι», «τῆς χάριτος πρωτοστάται καί κήρυκες».
Μαζί μέ τούς μαθητές γίνονται «κοινωνοί τῆς εὐφροσύνης» τῆς Μεταμόρφωσης καί οἱ δύο προφῆτες Μωυσῆς καί Ἠλίας, οἱ σοφοί «πρωτοστάται καί κήρυκες», οἱ «ἀκραίμονες (=κορυφαῖοι) τῶν προφητῶν». Παρίστανται στό γεγονός μέ τρόμο ὡς «Θεοῦ θεράποντες» καί «οἰκέται» καί πιστοποιοῦν τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ ἀναβοώντας «ἰδού... Χριστός, ὅν πάλαι προηγγείλαμεν ὄντα Θεόν».
Γιατί ἀπό ὅλη τήν Παλαιά Διαθήκη ἐπιλέγονται αὐτά τά δύο πρόσωπα; Ἀπό τά τροπάρια συνάγονται οἱ ἑξῆς ἀπαντήσεις:
*Εἶχαν μία σχετική ἐμπειρία τῆς θεϊκῆς παρουσίας στήν Παλαιά Διαθήκη. Ὁ θεόπτης Μωυσῆς εἶχε δεῖ τόν Θεό «ἐν πυρός ἀτμίδι καί γνόφῳ», ἐνῶ ὁ Ἠλίας «ἐν λεπτοτάτῃ αὔρᾳ».
Ἡ Μεταμόρφωση ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων καί τῶν δύο προφητῶν ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Κύριος εἶναι «Θεός τοῦ νόμου καί τῆς χάριτος». Τονίζεται μάλιστα στήν Ὑμνογραφία ἡ ὑπεροχή τῆς δεύτερης ἔναντι τοῦ πρώτου: «Παρῆλθε ἡ σκιά τοῦ νόμου ἐξασθενήσασα, ἐλήλυθε δέ σαφῶς Χριστός ἡ ἀλήθεια». Ἡ σχετική θεοπτία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τώρα ὁλοκληρώνεται. Ὁ θεόπτης Μωυσῆς μετά τό θάνατό του ἔγινε αὐτόπτης, εἶδε τό φῶς τῆς θεότητος ἄμεσα καί «οὐ δι᾿ ἀμυδρῶν αἰνιγμάτων».
*Ἐκπροσωποῦν τά δύο μέρη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τό νόμο (Μωυσῆς) καί τούς προφῆτες (Ἠλίας). Οἱ δύο ἄνδρες μαρτυροῦν τόν Χριστό ὡς «νόμου καί προφητῶν πληρωτήν καί ποιητήν» καί ἀποδεικνύουν ὅτι «ὁ πάλαι διά νόμου καί προφητῶν λαλήσας ὑπῆρχε Θεός».
*Ἀντιπροσωπεύουν δύο κόσμους: τῶν ζώντων (Ἠλίας) καί τῶν νεκρῶν (Μωυσῆς) καί μαρτυροῦν ὅτι ὁ Κύριος «ζώντων καί νεκρῶν κυριεύει».
Ἀπό τίς ἄφθονες θεολογικές ἀλήθειες πού διατυπώνουν οἱ ὕμνοι τῆς Μεταμορφώσεως ἐπισημαίνω:
Τήν τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ, πού ἀποκαλύπτεται στόν κόσμο «μυστικῶς» ἀλλά καί «ἀναφανδόν», καθώς στό γεγονός παρουσιάζονται καί τά τρία πρόσωπα τῆς Τριάδος.
Τή θεανθρώπινη φύση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· «μυστήριον πρό αἰώνων κεκαλυμμένον», τό ὁποῖο «ἐπ᾿ ἐσχάτων ἐφανέρωσεν» ἡ Μεταμόρφωση.
Σοφία Καρακασίδου
Δρ. Θεολογίας
Λίγους μῆνες πρίν ἀπό τό θεῖο Πάθος του ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός μαζί μέ τρεῖς μαθητές του, τόν Πέτρο, τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη, ἀνέβηκε στό ὄρος κι ἐκεῖ «μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν» (Μθ 17,1-9· Μρ 9,2-9· Λκ 9,28-36). Τό γεγονός προσεγγίζει μέ τόν δικό της λυρικό ἀλλά καί διδακτικό τρόπο ἡ Ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Τοποθετώντας τή Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος μέσα στό ὅλο σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας οἱ σχετικοί ὕμνοι ἐπισημαίνουν ὅτι αὐτή προτυπώνει τήν Ἀνάσταση: «Πρό τοῦ σταυροῦ... μετεμορφώθης... δεῖξαι βουλόμενος τῆς Ἀναστάσεως τήν λαμπρότητα», ψάλλει ὁ μοναχός Κοσμᾶς στό στιχηρό ἰδιόμελο τοῦ Ὄρθρου τῆς γιορτῆς. Ἐπιπλέον ἡ Μεταμόρφωση προϊδεάζει γιά τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου: Στή θ΄ ὠδή τοῦ Ὄρθρου ἀπευθυνόμενος στόν Κύριο ὁ ποιητής λέγει ὅτι ἔλαμψες μ᾿ ἕνα θαυμαστό καί ἀπερίγραπτο τρόπο «ἵνα σου δείξῃς ἐμφανῶς τήν ἀπόρρητον (=ἀνέκφραστη) δευτέραν συγκατάβασιν... Θεός ὀφθήσῃ (=θά ἐμφανισθεῖς) ἐστώς ἐν μέσῳ θεῶν».
Σκοπός τῆς Mεταμόρφωσης εἶναι ὁ στηριγμός τῶν μαθητῶν. Nά δοῦν καί νά μελετήσουν τά θαυμάσια τοῦ Kυρίου, γιά νά «μή δειλιάσωσι τά παθήματα». Γι᾽αὐτό ὁ Kύριος μεταμορφώθηκε «πρό τοῦ Σταυροῦ» ἤ «πρό τοῦ τιμίου Σταυροῦ καί τοῦ Πάθους», ὅταν εἶχε ἐπιτελέσει «ἅπαντα τά τῆς φρικτῆς οἰκονομίας θεοπρεπῶς». Θά μείνουν ἀδείλιαστοι στό Πάθος οἱ μαθητές, ἐφόσον ἔχουν πεισθεῖ ὅτι ἑκούσια πάσχει ὁ Διδάσκαλος, ὅπως σημειώνει τό Κοντάκιο τῆς ἑορτῆς.
Ὁ τόπος ὅπου πραγματοποιήθηκε ἡ Μεταμόρφωση δηλώνεται μέ τή διατύπωση τοῦ εὐαγγελικοῦ στίχου «εἰς ὄρος ὑψηλόν» ἤ «εἰς ὄρος ἅγιον». Σέ ὁρισμένα τροπάρια, ὅπως στό Ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς, ἀναφέρεται ἀόριστα «ἐν τῷ ὄρει», ἐνῶ ἀλλοῦ προσδιορίζεται συγκεκριμένα ὡς «τό Θαβώρ». Τονίζεται μάλιστα ἡ ὑπεροχή τοῦ Θαβώρ ἔναντι τοῦ ὄρους Σινᾶ καί μακαρίζεται, διότι αὐτό ἀξιώθηκε «φωτός... οὐκ αἰσθητοῦ ἡλίου τῆς ἄνω δέ λαμπρότητος».
Οἱ τρεῖς μαθητές πού ἔγιναν «μάρτυρες» καί «κοινωνοί τῆς ὑπερκοσμίου δόξης» κατονομάζονται καί συχνότερα ἀναφέρονται γενικά ὡς «μαθηταί», «ἀπόστολοι», «τοῦ Λόγου ὑπηρέται» ἤ ἐγκωμιαστικά ὡς «τῶν ἀποστόλων οἱ πρόκριτοι», «κορυφαῖοι», «ἀκρότης», «ἡ ἐκλογή», «οἱ ἔξαρχοι», «τῆς χάριτος πρωτοστάται καί κήρυκες».
Μαζί μέ τούς μαθητές γίνονται «κοινωνοί τῆς εὐφροσύνης» τῆς Μεταμόρφωσης καί οἱ δύο προφῆτες Μωυσῆς καί Ἠλίας, οἱ σοφοί «πρωτοστάται καί κήρυκες», οἱ «ἀκραίμονες (=κορυφαῖοι) τῶν προφητῶν». Παρίστανται στό γεγονός μέ τρόμο ὡς «Θεοῦ θεράποντες» καί «οἰκέται» καί πιστοποιοῦν τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ ἀναβοώντας «ἰδού... Χριστός, ὅν πάλαι προηγγείλαμεν ὄντα Θεόν».
Γιατί ἀπό ὅλη τήν Παλαιά Διαθήκη ἐπιλέγονται αὐτά τά δύο πρόσωπα; Ἀπό τά τροπάρια συνάγονται οἱ ἑξῆς ἀπαντήσεις:
*Εἶχαν μία σχετική ἐμπειρία τῆς θεϊκῆς παρουσίας στήν Παλαιά Διαθήκη. Ὁ θεόπτης Μωυσῆς εἶχε δεῖ τόν Θεό «ἐν πυρός ἀτμίδι καί γνόφῳ», ἐνῶ ὁ Ἠλίας «ἐν λεπτοτάτῃ αὔρᾳ».
Ἡ Μεταμόρφωση ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων καί τῶν δύο προφητῶν ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Κύριος εἶναι «Θεός τοῦ νόμου καί τῆς χάριτος». Τονίζεται μάλιστα στήν Ὑμνογραφία ἡ ὑπεροχή τῆς δεύτερης ἔναντι τοῦ πρώτου: «Παρῆλθε ἡ σκιά τοῦ νόμου ἐξασθενήσασα, ἐλήλυθε δέ σαφῶς Χριστός ἡ ἀλήθεια». Ἡ σχετική θεοπτία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τώρα ὁλοκληρώνεται. Ὁ θεόπτης Μωυσῆς μετά τό θάνατό του ἔγινε αὐτόπτης, εἶδε τό φῶς τῆς θεότητος ἄμεσα καί «οὐ δι᾿ ἀμυδρῶν αἰνιγμάτων».
*Ἐκπροσωποῦν τά δύο μέρη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τό νόμο (Μωυσῆς) καί τούς προφῆτες (Ἠλίας). Οἱ δύο ἄνδρες μαρτυροῦν τόν Χριστό ὡς «νόμου καί προφητῶν πληρωτήν καί ποιητήν» καί ἀποδεικνύουν ὅτι «ὁ πάλαι διά νόμου καί προφητῶν λαλήσας ὑπῆρχε Θεός».
*Ἀντιπροσωπεύουν δύο κόσμους: τῶν ζώντων (Ἠλίας) καί τῶν νεκρῶν (Μωυσῆς) καί μαρτυροῦν ὅτι ὁ Κύριος «ζώντων καί νεκρῶν κυριεύει».
Ἀπό τίς ἄφθονες θεολογικές ἀλήθειες πού διατυπώνουν οἱ ὕμνοι τῆς Μεταμορφώσεως ἐπισημαίνω:
1. Τήν τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ, πού ἀποκαλύπτεται στόν κόσμο «μυστικῶς» ἀλλά καί «ἀναφανδόν», καθώς στό γεγονός παρουσιάζονται καί τά τρία πρόσωπα τῆς Τριάδος.
2. Τή θεανθρώπινη φύση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· «μυστήριον πρό αἰώνων κεκαλυμμένον», τό ὁποῖο «ἐπ᾿ ἐσχάτων ἐφανέρωσεν» ἡ Μεταμόρφωση.
Σοφία Καρακασίδου
Δρ. Θεολογίας