Ὁ πάπας Φραγκίσκος λίγο πρίν τήν ἐπίσκεψή του στό Φανάρι, στίς 5 Νοεμβρίου, δήλωσε: «Δέν ὑπάρχει ὑγιής Ἐκκλησία, ὅταν οἱ πιστοί, οἱ κληρικοί καί οἱ διάκονοι δέν εἶναι ἑνωμένοι περί τόν Ἐπίσκοπό τους. Ἡ Ἐκκλησία ἡ ὁποία δέν εἶναι ἑνωμένη περί τόν Ἐπίσκοπο εἶναι μία ἄρρωστη Ἐκκλησία. Ὁ Ἰησοῦς θέλησε αὐτήν τήν ἕνωση ὅλων τῶν πιστῶν μέ τόν Ἐπίσκοπο. Τό ἴδιο καί τῶν ἱερέων καί τῶν διακόνων. Ὅλοι ὀφείλουν νά ἔχουν τή συνείδηση ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος καθιστᾶ ὁρατό τόν δεσμό τοῦ καθενός μέ τήν Ἐκκλησία, καί τῆς Ἐκκλησίας μέ τούς Ἀποστόλους καί μέ τίς ἄλλες κοινότητες, οἱ ὁποῖες ἐπίσης εἶναι ἑνωμένες μέ τούς Ἐπισκόπους καί μέ τόν Πάπα στή Μία, Μοναδική Ἐκκλησία, πού εἶναι ἡ δική μας, ἡ Ἱεραρχική Ἁγία Μητέρα Ἐκκλησία».
Ἀσφαλῶς οἱ τόσο βαρυσήμαντες δηλώσεις -πέραν τοῦ γεγονότος ὅτι λέχθηκαν λίγες ἡμέρες πρό τῆς ἐπισκέψεως τοῦ ποντίφηκα στό Φανάρι καί τῶν συμπροσευχῶν του μέ τούς Ὀρθοδόξους δημιουργοῦν πολλά ἐρωτήματα καί προσβάλλουν τήν ἀλήθεια τῆς ὀρθόδοξης πίστης μας. Παρά τό ἐπικοινωνιακό καί «προοδευτικό» του πρόσωπο ὁ ἰησουΐτης πάπας καθόλου δέν ἀφίσταται στά ἐκκλησιολογικά ζητήματα ἀπό τή γραμμή τοῦ προκατόχου του ὑπερσυντηρητικοῦ Βενεδίκτου οὔτε καί ἀπό τήν παπική ἐγκύκλιο «Ἵνα ἓν ὦσιν» τοῦ πάπα Ἰωάννου Παύλου Β΄ (1995). Ἐπιπλέον, ὑπερβαίνει τή Β΄ Βατικάνεια Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀναφέρει ὅτι «ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἐνυπάρχει στήν Καθολική Ἐκκλησία, πού διοικεῖται ἀπό τόν διάδοχo τοῦ Πέτρου καί ἀπό τούς Ἐπισκόπους σέ κοινωνία μαζί του». Ἐκείνη μάλιστα μιλᾶ μόνον γιά «ἐλλείψεις» τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Αἰνιγματική σημασία ἔχει καταρχάς ἡ φράση «ἱεραρχική Ἐκκλησία», μέ τήν ὁποία ὑπονοεῖται προφανῶς ἡ ἕνωση -ἤ εὐστοχότερα ἡ ὑποταγή τῶν πιστῶν καί τῶν κατώτερων κληρικῶν μέ τούς ἐπισκόπους καί αὐτῶν μέ τήν κορυφή, τήν κεφαλή, τόν Πάπα. Στά καθ᾽ ἡμᾶς ὅμως ἡ πληρότητα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἑνότητα πού ἡ ἴδια ἔχει στήν πίστη, στήν παράδοση καί στή ζωή μέ τήν ἁπανταχοῦ Ἐκκλησία. Τήν ἑνότητα αὐτή τήν ἐπιβεβαιώνει εἰδικά ὁ ἐπίσκοπος πού ἔχει ὡς ἀξίωμα καί λειτούργημά του νά διαφυλάττει καί νά διατηρεῖ σέ διαρκῆ ἑνότητα μέ τούς ἄλλους ἐπισκόπους τή συνέχεια καί τήν ταυτότητα τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Τό σημαντικό ἐπίσης εἶναι ὅτι, ἄν καί ἡ τοπική ἐκκλησία ἐξαρτᾶται ἀπό ὅλες τίς ἄλλες, δέν «ὑποτάσσεται» σέ καμία ἀπό αὐτές. Ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι εἶναι «ἴσοι κατὰ χάριν», ἐνῶ οἱ ὅποιες διακρίσεις ἀφοροῦν στήν «τάξη» καί ὄχι στήν «ὑποταγή». Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καρπός τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἑνότητα πίστεως καί ζωῆς, ἀδιάσπαστη συνέχεια τῆς Παράδοσης1.
Εὔστοχα ὁ ρῶσος θεολόγος π. Γ. Φλωρόφσκυ γράφει: «Οἱ Ὀρθόδοξοι εἶναι ὑποχρεωμένοι νά ὑποστηρίξουν ὅτι τό μόνον “εἰδικόν” ἤ “διακριτικόν” γνώρισμα, ὅσον ἀφορᾶ εἰς τήν θέσιν των» μέσα στόν διαιρεμένο χριστιανικό κόσμο, «εἶναι τό γεγονός ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ αὐτή μέ τήν Ἐκκλησίαν ὅλων τῶν ἐποχῶν καί μάλιστα μέ τήν “πρώτην Ἐκκλησίαν”2. Μέ ἄλλα λόγια δέν εἶναι μία Ἐκκλησία ἀπό τίς πολλές, «ἀλλά ἡ Ἐκκλησία». Ἐξάλλου στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ἔχουμε μόνον τήν ἀδιάκοπη ἱστορική συνέχεια ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Κυρίου καί τῶν Ἀποστόλων· κυρίως ἔχουμε τό ἴδιο πνεῦμα, τήν ἴδια πίστη, γιά τήν ὁποία διακηρύττουμε: «Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων».
Μέχρι τώρα οἱ θιασῶτες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μᾶς βομβάρδιζαν μέ τή θεωρία τῶν κλάδων, ὅτι δηλαδή καμία Ἐκκλησία ἀπό μόνη της δέν ἔχει ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια καί γιά νά βρεθεῖ ἡ ἀλήθεια θά πρέπει ὅλες νά ἑνωθοῦν. Τώρα, ὁ «ἀλάθητος» σπέρνει νέα μικρόβια.
Ὅ,τι καί νά ποῦν ὅμως, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ Κιβωτός καί Μητέρα καί Ἐλπίδα, τό Παιδευτήριον τῶν ψυχῶν, τό Σῶμα καί ἡ Νύμφη τοῦ Χριστοῦ κατέχει τήν ὑγιαίνουσα διδασκαλία (πρβλ. Α΄ Τι 1,10· Ττ 2,1) καί τήν εὐαγγελίζεται στόν κόσμο μέσα στούς αἰῶνες. Ὄχι μόνον δέν εἶναι ἀσθενής, ἀλλά ἡ ἴδια χαρίζει τήν ὑγεία, γιατί εἶναι ἡ μοναδική ταμιοῦχος τῆς χάριτος καί διαθέτει τά ἀποτελεσματικά καί αἰώνια «φάρμακα».
Ἔτσι, τονίζει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἰεροσολύμων, ἡ Ἐκκλησία «καθολικῶς ἰατρεύει καὶ θεραπεύει ἅπαν τὸ τῶν ἁμαρτιῶν εἶδος»3, πού διαπράττουν τά μέλη της εἴτε μέ τήν ψυχή εἴτε μέ τό σῶμα. Ἡ ἴδια ἔχει τή δύναμη νά καταρτίζει τούς ἁγίους, διότι εἶναι «ἰατρεῖον ψυχῶν». Γι’ αὐτό καί ὅλοι ἐμεῖς, ἰδιαίτερα μάλιστα κατά τήν κατανυκτική περίοδο πού διανύουμε, βρισκόμαστε μέσα στό σπίτι τοῦ πατέρα μας, στό πνευματικό ἰατρεῖο τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, ἐπιθυμώντας καί ἀγωνιζόμενοι μέ τή βοήθεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος νά καταστήσουμε «καθαρὰν τὴν εἰκόνα ἡμῶν».
Σέ ὅλους τούς ἐπίβουλους καί ἀμφισβητίες τῆς μοναδικότητας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας δέν ἔχουμε παρά νά ἀντιτάξουμε τή φωνή τοῦ ἱεροῦ Φωτίου, πού διασχίζοντας τούς αἰῶνες, ξεκάθαρα καί ἀπερίφραστα διακηρύττει: «Μία εἶναι ἡ καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι περισσότερες οὔτε δύο. Συναγωγές πονηρευομένων εἶναι οἱ ἐκτός αὐτῆς συγκεντρώσεις καί σύναξη παραβατῶν. Αὐτό τό φρόνημα ἔχουμε οἱ ἀληθινοί χριστιανοί, ἔτσι πιστεύουμε, ἔτσι κηρύττουμε»5.
Εὐδ. Αὐγουστίνου
1 Βλ. Ἀλ. Σμέμαν, Ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας στό σύγχρονο κόσμο, σ. 114ἑ.
2 Γ. Φλωρόφσκυ, Τό σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, σ. 105.
3 ΒΕΠΕΣ 39, σ. 241.
4 Γ. Φλωρόφσκυ, ἔ.ἀ., σ. 85.
5 Ἐπιστ. 284.