Ἡ μνήμη τοῦ σημειοφόρου Γέροντος Ἰακώβου, τοῦ Ἁγίου τῆς Βίτσας Ζαγορίου, μᾶς ἐνθυμίζει κάθε χρόνο στὶς 15 Φεβρουαρίου τὸ μεγάλο ἀσκητή, γέροντα καὶ ἱεραπόστολο τῆς Ἠπείρου μας. Ἄλλωστε ὁ Γέροντας Ἰάκωβος ἔχει τὴ χάρη νὰ πρεσβεύει στὸν Κύριο γιὰ ἐξεύρεση ἐργασίας στοὺς ἀνέργους μὲ πολλοὺς εὐεργετηθέντες νὰ καταθέτουν τὴ μαρτυρία τους.
Ὁ Γέροντας Ἰάκωβος, τὸν ὁποῖο πρῶτος ἀνέδειξε ὁ μακαριστὸς π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, ὁ ἀγωνιστὴς ἱδρυτὴς τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου», μὲ τὸ βιβλίο του «Ἕνας σύγχρονος Ἅγιος», εἶναι ὁ πνευματικὸς ἀλείπτης τοῦ Ὁσίου Παϊσίου, ὅταν ἐκεῖνος ἦταν νεαρὸς στὴν Κόνιτσα καὶ ἔχει πολλὰ νὰ μᾶς διδάξει μὲ τὴν ἱεραποστολική του δράση, μὲ τὸ ταπεινό του φρόνημα, μὲ τὴν ἁπλότητα τοῦ χαρακτῆρος του καὶ μὲ τὸ πλῆθος τῶν θαυμασίων του. Στὰ αὐτιά μας ἀντηχοῦν τὰ λόγια τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Σπυρίδωνος, ὅταν τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ Γέροντας Ἰακωβος στὴν Ἀρχιεπισκοπή:
-Καλῶς τὸν πατέρα Ἰάκωβο ποὺ πάτησε τὴ νάρκη καὶ δὲν ἔπαθε τίποτα.
Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ μὲ τὴ νάρκη παραθέτουμε γιὰ νὰ τονίσουμε τὸ πνευματικὸ ἀνάστημα τοῦ Γέροντος Ἰακώβου Βαλαδήμου, ποὺ κοιμήθηκε τὸ 1960, καὶ ἔχει νὰ μᾶς δείξει ἄπειρα θαυμαστὰ στοιχεῖα ἁγιότητος.
Μιὰ ἡμέρα κατὰ τὴν περίοδο τοῦ ἐμφυλίου, στὶς 23 Ἰανουαρίου τοῦ 1948, ὁ πατὴρ Ἰάκωβος ἐπέστρεφε στὸ Μοναστήρι του στὴ Βίτσα τοῦ Ζαγορίου τῆς Ἠπείρου ἀπὸ τὸ χωριὸ Σουδενά, ὅπου εἶχε πάει νὰ λειτουργήσει. Ἡ πεζοπορία διαρκοῦσε περίπου δύο ὧρες. Ἐν τῷ μεταξὺ ἄνδρες τοῦ στρατοῦ εἶχαν τοποθετήσει παγιδευμένες χειροβομβίδες στὸ δρόμο καὶ περίμεναν στὰ γύρω ὑψώματα. Ξαφνικά ἐμφανίσθηκε ἀπὸ μακριὰ ὁ πατὴρ Ἰάκωβος νὰ ἔρχεται, προσευχόμενος ὅπως πάντοτε, ἀφοῦ ἐφάρμοζε τὸ «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθαι» (Α΄ Θεσ. ε΄ 17). Γιὰ τὸν Γέροντα χρόνος ποὺ δὲν ἦταν ἀφιερωμένος στὸ Θεό μας ἦταν χαμένος χρόνος ζωῆς, γιὰ τὸν ὁποῖο κάποτε θὰ λογοδοτήσουμε ἐνώπιόν Του, ἀφοῦ ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας εἶναι πολὺ σύντομος καὶ ἡ σπατάλη του βλαβερὴ καὶ ἐπικίνδυνη. Ἄρχισαν νὰ φωνάζουν οἱ στρατιῶτες, μὰ ὁ πατὴρ Ἰάκωβος δὲν τοὺς ἄκουγε εὑρισκόμενος σὲ ὑψηλὲς θεωρίες καὶ ἀπορροφημένος ἀπὸ τὴ γλυκύτητα τῆς διαπροσωπικῆς του συναντήσεως μὲ τὸν Κύριο τῆς δόξης. Ἔτσι προχωρώντας, ἔπεσε ἐπάνω σὲ τέσσερις παγιδευμένες χειροβομβίδες τύπου ‘Μίλς’, οἱ ὁποῖες καὶ ἐξερράγησαν. «Πάει ὁ παπᾶς», εἶπαν ὅλοι καὶ περίμεναν νὰ φύγουν οἱ καπνοὶ καὶ οἱ σκόνες καὶ νὰ δοῦν τὸ ἀνατριχιαστικὸ θέαμα τοῦ διαμελισμοῦ του. Ἔκπληκτοι, ὅμως, ἀντίκρυσαν τὸν Γέροντα Ἰάκωβο κάτασπρο ἀπὸ τὶς σκόνες, νὰ τινάζει τὰ ράσα του, χωρὶς νὰ ἔχει πάθει τὴν παραμικρὴ ἀμυχή. Τὸ θαῦμα ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ γίνει, γιὰ νὰ κερδηθοῦν ψυχές, ἀφοῦ βλέποντας αὐτὸ πολλοὶ στρατιῶτες ζήτησαν νὰ ἐξομολογηθοῦν κοντά του καὶ τὸν πλησίασαν μὲ δέος καὶ θαυμασμὸ λέγοντας:
-Παπούλη, δὲν ἔπαθες τίποτα;
-Πῶς νὰ πάθω παιδιά μου, ἀφοῦ ἔλεγα τὴν προσευχή μου καὶ «προωρόμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν μου διὰ παντός» (Πράξ. β΄ 25)! Καὶ ἐσᾶς δὲν θὰ σᾶς ἀφήσει ὁ Θεὸς νὰ πάθετε τίποτα, καὶ ὅταν τὸν φωνάζετε, θὰ τὸν βλέπετε νὰ στέκεται ἄγρυπνος πάντοτε δίπλα σας, νὰ σᾶς προστατεύει. Αὐτὸς θὰ σᾶς φυλάξει, ὥστε σῶοι νὰ γυρίσετε στὰ σπιτικά σας. Μονάχα νὰ βαδίζετε στὸ δρόμο Του. Νὰ καθήσω, παιδιά μου, νὰ σᾶς ἐξομολογήσω καὶ νὰ σᾶς λειτουργήσω, γιὰ νὰ μεταλάβετε;
-Ναί, Παπούλη, ἀπάντησαν ὅλοι συνεπαρμένοι ἀπὸ τὸ ἐξαίσιο θαῦμα.
Τὴ μοναδικὴ αὐτὴ εὐκαιρία δὲν τὴν ἄφησε νὰ πάει χαμένη ὁ ἱεραπόστολος Γέροντας. Ἡ διαρκὴς μέριμνά του ἦταν ἡ σωτηρία τῶν ψυχῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ πάντοτε εἶχε μαζί του ἕνα παληὸ πετραχήλι. Τὸ ἔβγαλε ἀπὸ τὸ ντουρβὰ ποὺ εἶχε κρεμασμένο στὸν ὦμο του μαζὶ μὲ τὰ λειτουργικά του βιβλία, κάθησε σὲ μία πέτρα κάτω ἀπὸ ἕνα δένδρο καὶ παρὰ τὸ κρύο τοῦ χειμῶνος ἐξομολογοῦσε ἕνα-ἕνα τοὺς στρατιῶτες.
Ὁ πονηρὸς, ὅμως, θέλησε νὰ ταράξει τὴν ὄμορφη, κατανυκτική, γεμάτη ἀπὸ εὐλάβεια αὐτὴ στιγμή. Ἕνας λοχίας, ποὺ ἦταν δάσκαλος στὴν πολιτική του ζωή, προσπαθοῦσε νὰ ἐμποδίσει τοὺς στρατιῶτες νὰ ἐξομολογηθοῦν. Ὁ πατὴρ Ἰάκωβος ποὺ τὸν ἄκουσε, τὸν προέτρεψε νὰ ἐξομολογηθεῖ καὶ αὐτός, μὰ ὁ λοχίας ἦταν τελείως ἀρνητικός. Καὶ ὄχι μόνο δὲν δέχθηκε τὴν πρόταση τοῦ Γέροντος, ἀλλὰ καὶ παίρνοντας ἐπιδεικτικὰ μερικοὺς ἄνδρες, πῆγε πιὸ πέρα στὸ δάσος, νὰ μαζέψει ξύλα. Ἐκεῖ, ὅμως, αὐτὸς ποὺ δὲν πίστεψε στὴ σωτηρία τοῦ Γέροντος ἀπὸ τὴ νάρκη πάτησε κατὰ λάθος ἄλλη νάρκη καὶ ὁ δυστυχὴς σκοτώθηκε. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ τραγικὸ συμβὰν δὲν ἔμεινε στρατιώτης ἀνεξομολόγητος. Ὁ Γέροντας, ὅμως, καὶ γι’ αὐτοῦ τὴν ψυχὴ προσευχήθηκε μὲ συντριβὴ καὶ μάλιστα ὁ ἴδιος ἔψαλε καὶ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία του παρακαλώντας τὸν Κύριο τῆς συγχωρητικότητος, ὅπως παλαιότερα ὁ Πρωτομάρτυρας Στέφανος λέγοντας: «Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτῷ τὴν ἁμαρτίαν ταύτην» (Πράξ. ζ΄ 60).
Ὁ τάφος τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος βρίσκεται στὸ ἡμιερειπωμένο Μοναστήρι τοῦ Προφήτη Ἠλία στὴ Βίτσα τοῦ Ζαγορίου καὶ τὰ χαριτόβρυτα λείψανά του στὸν Ναὸ τῆς Παναγία μας στὴ Βίτσα.
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας