Τά παραλειπόμενα ἑνός συλλαλητηρίου


( Ὅ,τι δέν «ἔπιασε» ὁ φακός!)

Γιά τή Μακεδονία διαμαρτυρήθη­κα πρώτη φορά τό 1992. Τότε ἤ­μουν φοιτήτρια.
Σήμερα ἐπανέρχεται τό ζήτημα στό προσκήνιο, 26 χρόνια μετά. Μά, πῶς νά ἁλλάξει ἡ ἱστορία σου, Μακεδονία μου; Μόνο, ἐγώ ἄλλαξα! Ἐσύ, Μακεδονία μου, ὄχι! Παραμένεις ἡ ἑλληνική δική μου γῆ.
Κι ἔτσι, νά ᾽μαι! Πάλι διαμαρτύρομαι!
Α. Θάλασσα τό πλῆθος τῶν ἀν­θρώπων! Μέ στριμώχνουν, μέ πιέζουν, ἀλλά κρα­τά­ω τό χέρι τῆς δωδεκάχρονης θυ­γα­­τέρας μου κι ἀπ᾽ τήν ἄλλη τόν σύζυγο. Μαζί μας καί τό ἑξάχρονο νήπιό μας. Σκαρφαλωμένο στήν πατρική ἀγκαλιά, κοιτοῦσε θαμπωμένο τό παιδί. Γαλανό­λευκες παντοῦ νά ἀνεμίζουν, δυνατή πατριωτική μουσική καί τραγούδια νά δονοῦν τόν ἀέρα. Ἄν­θρωποι γύρω μας ἀναρίθμητοι νά μᾶς συμπιέζουν! Κατάπληκτα τά μικρά ματάκια κατέγραφαν τίς εἰκόνες!
Μακεδονία μου! Γιά τήν τιμή σου καί τή χάρη σου βγήκαμε ὅλοι σήμε­ρα στόν δρόμο! Νά σέ ὑπερασπιστοῦ­με θέλουμε μέ κάθε τρόπο!
Οἱ ὁμιλίες ἄρχισαν! Χαιρετισμοί καί βροχή τά χειροκροτήματα. Ἡ ἔν­ταση στή διαπασῶν, συνθήματα καί δυνατές φωνές παντοῦ. Καί τό μικρό παιδί, παρά τήν «κοσμοχαλασιά», ἔ­νιωθε ἀσφάλεια! Σκαρφαλωμένο στόν αὐχένα τοῦ πατέρα, ἀγ­κάλιασε τό πατρικό κεφάλι καί εἰρηνικό... ἀποκοιμήθηκε! Ἦταν ἀπόλυτη ἡ ἐμπι­στοσύνη του: «Ὁ μπαμπάς μέ κρατά­ει!».
Ἄς ἦταν ἔτσι καί ἡ δική μου ἐμπιστοσύνη στά θεϊκά πατρικά χέρια! Ἄς ἔνιωθα κι ἐγώ τέτοια εἰρήνη μέσα στήν κοσμοχαλασιά τῶν καιρῶν μας, ἀφοῦ ξέρω ὅτι ὁ Πατέρας μου μέ κρατάει στήν ἀγκαλιά Του!
Ἀλλά καί στήν ἀγωνία τῆς Μακεδονίας, ἀνάλαβε Ἐσύ, Κύριε, τήν πατρίδα μας καί δῶσε λύση μέ τή δική σου ἐπέμβαση!

syl1
Β. Μέσα στόν συνωστισμό ἔχασα τούς φίλους καί τά ἀδέλφια μου. Μαζί ξεκινήσαμε γιά νά φθάσουμε ἀπό τόν Ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου στόν Λευ­κό Πύργο! Μόνο τήν οἰκογένειά μου εἶχα γύρω μου. Ὅλοι οἱ ἄλλοι, ἄγνωστοι. Κι ἐγώ μιά ἄγνωστη ἀνάμεσά τους.
Μαζί τους φώναζα: «Κάτω τά χέ­ρια ἀπ᾽ τή Μακεδονία!». Μαζί μέ τήν ἄγνωστη γιαγιά πού στηριζόταν πάνω μου, μαζί μέ τά τρία παλληκάρια -φοιτητές τοῦ Πολυτεχνείου, μοῦ εἶπαν- μέ τήν τεράστια γαλανόλευκη στά χέρια καί τόν τέταρτο φίλο τους πού ἦρθε ἀπό τήν Τρίπολη, μαζί μέ τόν κα­λον­τυμένο νεα­ρό ἀπό τόν Πολιτιστικό Σύλλογο τοῦ χωριοῦ «Ἄγρας» πού κρατοῦσε τό λάβαρο τοῦ συλλόγου τους στά χέρια, μέ τόν κύριο μέ τά μακριά μαλλιά καί τό τσιγάρο στό στόμα, μέ τήν ἔντονα βαμμένη κυρία καί τήν ἐκνευριστικά φλύ­αρη φίλη της, μέ..., μέ..., μέ...
Δίπλα μου ἕνας ψηλός 60άρης πάνω-κάτω. Κοιτοῦσε τή σημαιούλα μου ἀλλά καί φώναζε τά συνθή­μα­τα μέ παλμό!
- Θέλετε νά τήν κρατήσετε; τοῦ πρότεινα. Εἶστε πιό ψηλός ἀπό μένα καί θά φαίνεται καλύτερα.
- Εὐχαριστῶ! Εὐχαριστῶ πολύ! μοῦ ἀπάντησε μέ σπασμένα ἑλληνικά. Ἦρθα ἀπό τή Γερμανία, ξέρε­τε, ἀποκλειστικά γιά τό συλλαλητήριο! Δέν φαντάζεσθε πόσο συγκινημένος εἶμαι! Τή σημαιούλα σας δέν θά τήν ἀποχωριστῶ ποτέ! Θά τήν πάρω μαζί μου στή Γερμανία! Καί σκύβει καί τή φιλά­ει! Καί τότε πρόσεξα τά κατακόκκινα μάτια του καί τά μουσκεμένα μάγουλά του!
«Θεέ μου, τί ζοῦμε σήμερα!», ἀναρωτήθηκα. Ὅλοι γύρω μου τόσο διαφορετικοί. Τίποτα δέν μᾶς συνδέει. Τίποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό τόν κοινό μας πόνο: Μήν πειράζετε, ξένοι, τόν τόπο μας!
Τίποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό τόν κοινό μας πόθο:
Μήν παραχαράζετε τήν ἱστορία!
Ἡ Μακεδονία εἶναι ἑλληνική.
«Ἄκουσε, Κύριε, τόν πόνο τῶν παιδιῶν σου, τήν κραυγή τῶν Ἑλλήνων!».
Γ. Ἀργά, τό βραδάκι ἐπιστρέψαμε στό σπίτι μας. Κατάκοποι, διψασμένοι, πεινασμένοι. Πιάστηκε ἡ μέση, πάγωσαν τά πόδια, βράχνιασε ἡ φωνή, μούδιασε ὁ αὐχένας τοῦ μπαμπᾶ, ἀλλά σέ ὅλα τά πρόσωπα ἡ ἱκανοποίηση ἦταν ἔντονα ζωγραφισμένη. Ἐπιτελέσθη­κε τό καθῆκον!
Τό τρίτο μου παιδί ὅλες τίς ὧρες κρατοῦσε τό μεσαῖο κοντάρι ἑνός χειρο­ποί­ητου πανώ. «Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ», ἔγραφε.
- Παιδάκι μου, σέ θαύμασα! Τόσες ὧρες δέν κουράστηκες νά τό κρα­τᾶς;
- Τί λές, μαμά; Γιά τή Μακεδονία μας; Χαλάλι ὁ κόπος!
Τρεῖς μέρες πονοῦσαν τά χέρια του!
«Μακεδονία μας, θά κά­νω τά πάντα γιά νά σέ φυ­λά­ξω!».
Δ. Τακτο­ποιή­σα­με τά παιδιά μέ φαγητό, πλυσίματα κτλ. καί τη­λεφώνη­σα στήν ἡλικιωμένη μητέρα μου. Ἡ καρδιά της χτυπάει σάν 18χρονης κοπελίτσας, ἀλ­λά τά 80 χρο­­­να ποδαράκια της δέν τῆς ἐπέτρεψαν νά πα­ρευρεθεῖ στό συλλαλητήριο.
- Τά εἴδαμε ὅλα, παιδάκι μου, ἀπό τήν τηλεόραση! Καθίσαμε μαζί μέ τόν πατέρα σου καί πα­ρα­κο­λουθήσα­με κά­θε λεπτό. Τά τραγούδια, τούς χαιρετισμούς, τίς ὁμιλίες! Πέρασα, ὅ­μως, παιδάκι μου, μεγάλη ἀγωνία: «Μή βρέξει, Παναγιά μου, ὁ οὐρανός!». Μιά πήγαι­να στήν ὀθόνη καί μιά ἔτρεχα στά εἰ­κονίσματα. «Κράτα, Παναγία μου, τόν οὐρανό! Μήν ρίξεις, Χριστέ μου, βρο­χή! Νά τελειώσουν πρῶτα, σέ παρακα­λῶ!». Ἄνα­ψα τό καντηλάκι μου ἀπό πρωί-πρωί, καί θυμιάτιζα συνέχεια.
- Γλυκειά μου μάνα! Αὐτά τά μετόπισθεν ἔφεραν τέτοιο ἀποτέλεσμα. Αὐ­τά τά μετόπισθεν κρατᾶνε τούς ἀ­γῶνες! Νά μοῦ ζήσεις, μάνα!
Μικρές θυσίες ἤ μεγαλύτερες καί τέτοια μετὀπισθεν, δέν μπορεῖ, Κύ­ριε, θά μᾶς ἀκούσεις!
Φύλαξε τή γῆ τῆς Μακεδονίας μας!

syl1

Χ.Δ.