Στραμμένος στόν ἥλιο Χριστό

 iliodoros cΣκεπάζει μέ θαλπωρή τήν πεζή καθημερινότητά μας ἡ προσμονή τῆς αἰ­ώνιας ζωῆς. Δίνει νόημα στόν ἀγώνα τῆς πίστε­ως αὐτή ἡ στέρεη ἐλπίδα μας. Βραβεύει τόν πιστό γιά κάθε θυσία του μέ τήν προκαταβολή τῆς χαρᾶς καί τῆς εἰρήνης. Μοιάζει αὐτή ἡ γλυκειά προσδοκία μέ τόν ἥλιο πού ἀνακουφιστικά μᾶς ζεσταίνει καί σωτήρια μᾶς ζωογονεῖ. Τό φῶς του διαλύ­ει τό σκοτάδι καί ἡ ἕλξη του ἀποκλείει τόν ἐκτροχιασμό.
 Μέ τό βλέμμα στραμμένο στήν αἰώ­νια πραγματικότητα ζοῦσε ὁ μακάριος Ἡλιόδωρος «βλέπων Χριστὸν Ἥλιον». Στή Μαγιδώ τῆς Παμφυλίας -κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως Αὐρηλιανοῦ-μεσουράνησε ὁ Ἅγιος σάν λαμπρό ἀστέρι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Τό 272 μ.Χ. κλήθηκε νά σφραγίσει τή μαρτυρία του ὅτι εἶναι χριστιανός μέ τό μαρτύριο. Μέ τήν κατηγορία ὅτι κηρύττει μέ παρρησία τόν Χριστό ὁδηγήθηκε στόν ἡγεμόνα. Ποιές κολακεῖες καί ποιά δελεάσματα μποροῦσαν νά ἐπηρεάσουν τόν γενναῖο ὁμολογητή τοῦ Χριστοῦ γιά νά θυσιάσει στά εἴδω­λα; Στραμμένος ὁλό­κλη­ρος στόν ὁλόλαμπρο Ἥλιο τῆς Δικαι­οσύνης ἀν­τλοῦ­σε χάρη καί δύναμη. Τόν κρέμασαν, τοῦ ἔγδαραν τό νεανικό κορ­μί, τοῦ ἔκαιγαν μέ λαμπάδες τίς νωπές πληγές… ὁ πό­νος ἀφόρητος. «Κύριε Ἰη­σοῦ Χριστέ, βοήθει μοι!», καυτή ἡ ἱκεσία τῆς καρδιᾶς του. Ἡ ἴδια ἡ προσευχή του -μυστι­κή καί ἀκατάπαυστη- ἁπαλά φώτιζε τήν ὕπαρξή του, τόν καθιστοῦσε «ἀνώτερο βασάνων σκότους». Ὁ Κύριος τοῦ οὐ­ρανοῦ ἔστει­λε θαυμαστή τήν ἀπάντη­σή του. Ἀντιλάλησε παντοῦ: «Μή φοβᾶ­σαι! Ἐγώ εἶμαι πάν­τοτε μαζί σου». Ἄγγελοι ὑπερασπίστηκαν τόν εὐλογημένο, πι­στό δοῦλο τοῦ Θεοῦ. Ἔσβησαν οἱ λαμπάδες τῆς καταδίκης. Ἄ­ναψε ἡ φωτιά τῆς πίστε­ως μέσα στίς ψυχές τῶν δημίων. Ὁμολόγησαν τόν Χριστό μπροστά στόν ἡγεμόνα καί ἔλαβαν τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου «ριφθέντες εἰς τὴν θά­λασ­σαν». Ἀξιώθηκαν νά ἀντικρίσουν τόν φωτοδότη Κύριο.
 Δοξαστική ἀντήχησε αὐτή τή φορά ἡ προσευχή τοῦ μάρτυρα. Ἔψαλλε καί μέ­σα στόν πυρακτωμένο «χάλκινον βοῦν», ὅπου τόν ἔριξαν. Δροσοβόλος ἡ δοξολογία του μέσα στό καμίνι. Ἀμετάθετη ἡ πίστη του. «Οὗτοι ἐν ἅρμασι καὶ οὗτοι ἐν ἵπποις, ἡμεῖς δὲ ἐν ὀνόμα­τι Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησόμεθα» (Ψα 19,8). Κρυφά βρέθηκε στό Πάνθεον, στό ναό τῶν εἰδώλων. Κυρί­αρχος στάθηκε καί πάλι μέ τήν προσ­­ευχή. Προκάλεσε σεισμό καί συνέτρι- ψε ὅλα τά εἴδωλα.
 Νικημένος ὁ ἡγεμόνας ἀπό τόν χαριτωμένο Ἡλιόδωρο ἀνταπέδωσε μέ θυ­μό δριμύτερα μαρτύρια. Νά τόν κρε­­μάσουν, πρόσταξε, καί μέ καρφιά πυρωμένα νά τοῦ τρυπήσουν τό κεφά­λι. Κραυγή ἔγινε ἡ προσευχή του. Ἡ ἄκα­μπτη πίστη του φωταγωγός. Ὁ «ἥ­λιος τῆς δικαιοσύνης» Χριστός ὅ­πλισε μέ καρτερία τόν ἀθλητή του. Βασανισμένο τόν ἔσυραν μέ βαρειές ἁλυσίδες στήν πόλη τῶν Ἀτταλέων. Ἔ­μοια­­ζε μέ θριαμβευτική λαμπαδηφορία ἡ μαρτυρική του περιοδεία. «Οὕτω λαμ­ψά­τω τὸ φῶς ἡμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀν­θρώ­πων…» (Μθ 5,16). Ζων­­τανή ὁ­μολογία τοῦ ἀλη­θι­νοῦ Θε­οῦ.
Νά ἀκινητοποιήσουν, σκέφτηκαν, χέ­ρια καί πόδια στό βασανιστικό ξύλο. Ἡ καρδιά τοῦ μάρτυρα ὅμως ἐλεύθερη ὑ­ψωνόταν στό Φῶς τοῦ κόσμου. Γονάτιζε ταπεινά γιά νά πάρει τό Φῶς τῆς ζωῆς.  Λάτρευε τόν Θεό της ἀκόμη καί μέσα στό πυρωμέ­νο τηγάνι. Λύχνος λαμπρός ἀναδείχθηκε ὁ Ἅγιος, πού τέθηκε «ἐπὶ τὴν λυχνίαν» (Μθ 5, 15). Πάνω στή φω­τιά ἄβλαβος ἔ­με­νε. Μέ τήν καθαρή συνεχῆ προσευχή δόξαζε τόν Θεό του. Ὅσοι δοκίμαζαν νά βρεθοῦν μαζί του μέσα στό τηγάνι ἀ­νασκιρτοῦσαν ἔκ­θαμβοι: «Ἀλη­θῶς μέ­γας εἶναι ὁ Θεός τῶν χρι­στια­νῶν!».
 Ἀγριεμένος ὁ ἡγεμόνας Ἀέτιος ἔ­σπευ­­δε νά κρύψει τόν λύχνον «ὑπὸ τὸν μόδιον» (Μθ 5,15). Τόν ἔστειλε πίσω στή Μαγιδώ. Στόν δρόμο ἔψαλλε εὐ­εργετημένος ὁ Ἅγιος τόν Σωτήρα του. Τοῦ ξερίζωσαν τή γλῶσσα καί τόν ἔσυραν σκληρά ἔξω ἀπό τήν πό­λη, γιά νά τόν θανατώσουν. Κανείς νά μήν τόν ἀκούει καί νά μήν τόν βλέπει. Μέ ἕνα του νεῦμα μία χάρη ζήτησε ὁ ἅγι­ος τοῦ Θεοῦ Ἡλιόδωρος: νά προσευχηθεῖ. Καί παρέδωσε τό πνεῦμα του. Ἦ­ταν 19 Νοεμβρίου τοῦ 272 μ.Χ..
 Νά ἀφουγκραστοῦμε θέλουμε, ὁ­λόφωτε μάρτυς, αὐτή τήν τελευταία προσευχή πρίν τόν ἀποκεφαλισμό σου. Νά μάθουμε κοντά σου νά συλλαβίζουμε «ἐν Πνεύματι ἁγίῳ». Μέ τήν ἐπίμονη προσ­ευχή νά καῖμε τούς δαίμονες πού ἔχουν πληθύνει. Μέσα στήν ἀπερίσπαστη προσευχή νά ὑποδεχτοῦμε τήν «Ἀ­νατολή τῶν Ἀνατο­λῶν». Ἱκετεύουμε ἐ­μεῖς, οἱ «ἐν σκό­τει καὶ σκιᾷ» (βλ. Ἠσ 9,2), μέ τήν πρεσβεία σου, ἅγιε Ἡλιόδωρε, δώρισέ μας τόν Ἥλιο Χριστό. Νά βρεῖ κατάλυ­μα στή ρυπαρή σπηλιά τῆς καρδιᾶς μας. Νά τή λαμπρύνει, νά τή φωτίσει, νά τήν ἁ­γιάσει.
Στούς ὁλοσκότεινους καιρούς μας «μές στίς ψυχές μας τό Φῶς Του σάν θά δεῖ, ἴσως κινήσει νά ’ρθει κάποιος νά Τόν βρεῖ»· καί ἔχει ὁ Ἐμμανουήλ γιά ὅλους Φῶς.

Οὐρανοδρόμος