Πρός οὐδετεροθρησκειοποίηση τῆς Ἑλλάδας;

VouliKtirio p c Ὁδεύοντας πρός τό τέλος τῆς θητείας της ἡ παροῦσα κυβέρνηση ἀποφάσισε νά ὁλοκληρώσει τήν «ἐκσυγχρονιστι­κή» της πολιτική, βάλλοντας κατά τῆς Ἐκκλησίας. Ἐνοχλεῖ προφανῶς τούς κρατοῦντες τό γεγονός ὅτι στή συντριπτική τους πλειο­ψηφία οἱ Ἕλληνες δηλώνουν Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί.
 Προτείνει, λοιπόν, ἡ κυβέρνηση τήν ἀναθεώρηση τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος, τήν ἀντισυνταγματική διαγραφή τῶν κληρικῶν ἀπό τό Δημόσιο καί τήν ἀξιοποίηση ἤ εὐστοχότερα τήν ὑφαρπα­γή τῆς ἐκ­κλησιαστικῆς περιουσίας, τῆς ἐλάχιστης πού ἀπέμεινε, μέ πλάγιο καί εὔσχημο τρό­πο. Μάλιστα θεωρεῖ «ἀ­ναγ­καία» τήν ἀ­ναθεώρηση, γιά νά παύσει -ἰσχυρίζεται-     ὁ «ἐναγκαλισμός Ἐκκλησί­ας - Πολιτείας» καί νά ἐπιτευχθεῖ ὁ «χωρισμός» μεταξύ τῶν δύο θεσμῶν, ὁ ὁποῖος θά εἶναι ἐπωφελής καί γιά τίς δύο πλευρές. Ἔτσι θά «γίνουν διακριτοί οἱ ρόλοι Κράτους καί Ἐκ­κλησί­ας σέ ἕνα σύγχρονο κράτος δικαίου».
Μέχρι τώρα τό ἄρθρο 3 τοῦ Συντά­γμα­­τος προέβλεπε: «Ἐπικρατοῦσα θρησκεία στήν Ἑλλάδα εἶναι ἡ θρησκεία τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ».
 Στό προ­σχέδιο Συμφωνίας (ὄχι Νό­μου), οἱ σημερινοί κυβερνῶν­τες διατηροῦν στό προοίμιο τήν ἐπίκληση τῆς ἁ­­γίας Τρι­άδος, ὅμως στό ἄρθρο 3 προτάσσουν μέ τήν τροποποίησή τους τή φρά­ση «ἡ ἑλληνική πολιτεία εἶναι θρησκευ­τικά οὐδέτερη» μέ «ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται, κανονιστικά καί πρακτικά». Παράλληλα προστίθεται ἡ ἑρμηνευτική δήλωση: «Ὁ ὅρος ἐπικρατοῦ­σα θρησκεία δέν ἀποτελεῖ ἀναγνώριση ἐπίσημης κρατικῆς θρησκείας καί δέν ἐπιφέ­ρει καμία δυσμενῆ συνέπεια σέ βάρος ἄλ­λων θρη­σκευ­μάτων καί γενικότερα στήν ἀπόλαυση τοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐ­λευθερίας».
 Κατ᾽ ἀρχάς τί ὀξύμωρο εἶναι αὐτό: Ἐνῶ τό Σύνταγμα ξεκινᾶ μέ τήν ἐπίκλη­ση στήν ἁγία Τριάδα, στό ἄρθρο 3 καθι­ε­ρώ­νει τή διαφημιζόμενη «θρησκευτική οὐδετερότητα»; Μήπως παίζουμε «ἐν οὐ παι­κτοῖς»;
Ἀναντίρρητα, ἡ τροποποίηση αὐτή ἐγ­κυμονεῖ πολλούς κινδύνους. Ἡ ἔκφραση «θρησκευτική οὐδετερότητα» δέν σημαίνει τήν ἀνεξιθρησκία, ὥστε νά δικαιολογηθοῦν οἱ ἐπίδοξοι ἀναθεωρητές ὅτι τήν ἐπινόησαν γιά λόγους σεβασμοῦ πρός τούς ἑτεροθρήσκους. Ἐξάλ­λου οἱ θρησκευτικές ἐλευθερίες τῶν ἑτεροδόξων προστατεύονται ἀπό τό ἄρθρο 13 τοῦ Συντά­γματος. Ὁ καθένας εἶναι ἐ­λεύθερος νά πιστεύει ὅ,τι θέλει. Ἡ ἔκ­φρα­ση «θρησκευτική οὐδετερό­τητα» σα­φέστατα καταδεικνύει ὅτι θέλουν νά ὁδηγήσουν τήν Ἑλλάδα στήν ἀ­θεΐα. Καί αὐτό πού παραμένει στό ἄρθρο 3 «ἐ­πικρατοῦσα θρησκεία στήν Ἑλλάδα εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη πίστη» (χωρίς τό «Χριστοῦ») θά ἑρμηνεύεται -σύμφωνα μέ τούς εἰδικούς- ὅτι ἐπικρατοῦσα θρησκεία στήν Ἑλλάδα ἦταν κάποτε ἡ Ὀρθόδοξη πίστη• ἤ ὅτι, ἄν καί ἐπικρατοῦσα θρησκεία στήν Ἑλλάδα φαίνεται νά εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία, ὅμως στήν πραγματικότητα ἔχουμε «θρησκευτική οὐδετερότητα»!
 Τί σημαίνει «θρησκευτική οὐδετερότη­τα» θά ἀντιληφθοῦμε σύντομα ἀπό αὐ­τά πού θά συμβοῦν. Ἐάν ἐφαρμοσθεῖ στήν πατρίδα μας ἡ «θρησκευτική οὐδετερότη­τα», θά καταργηθοῦν ὅλα ὅσα σχετίζονται μέ τήν πίστη μας. Ὅπως ἔ­χουν ἐπιση­μά­νει ἔγκριτοι νομικοί καί συνταγματολόγοι, μέ τήν προτεινόμενη ἀναθεώρηση θά παρέχεται ἡ δυνατότητα στήν πολιτεία καί στίς ἑκάστοτε κυβερνήσεις νά ἐξοβελίσουν τή θεσμική παρουσία τῆς Ἐκκλησίας ἀπό ὅ­λες τίς ἐκφάνσεις τοῦ πολιτικοῦ καί κοινωνικοῦ βίου τῆς χώρας ἤ νά θεσπίσουν τήν ἴση συμμετοχή ὅλων τῶν θρησκειῶν, παρά τό γεγονός ὅτι κάτι τέτοιο δέν ἔχει ἱστο­ρικό, λαϊκό ἤ πρακτικό ἔρεισμα. Θά καταργηθοῦν λ.χ. οἱ θρησκευτικές ἀργίες, ἡ προσ­ευχή στά σχολεῖα, ὁ ἐκκλησιασμός, οἱ εἰκόνες στίς δημόσιες Ὑπηρεσί­ες, οἱ ἱε­ροί Ναοί σέ δημόσια Νοσοκομεῖα, ἡ παρουσία τῆς Ἐκκλησίας στίς Ἔνοπλες Δυ­νάμεις καί στά Σώματα Ἀ­σφαλείας, θά καθιερωθεῖ ὡς ὑποχρεωτικός ὁ πολιτικός γάμος κ.ἄ.
 Μιά ματιά, ὅμως, στήν ὑπερτρισχιλιόχρονη ἱστορία μας ἀποδεικνύει ὅτι τό Ἔθνος μας ἀπό τήν ὁμηρική ἐποχή καί μέχρι σήμερα εἶναι θρησκευόμενο. Ἀλλά καί οἱ μαρτυρίες τῶν πρωτεργατῶν καί τῶν βασικῶν συντελεστῶν τῆς Ἐπανάστασης (Ρήγας, Φιλικοί, Κολοκοτρώνης, Μακρυγιάννης κ.ἄ.), ἡ ἐπίκληση στόν τρια­δικό Θεό στά ἐπαναστατικά Συντάγματα, ἡ ἀναφορά στήν Ὀρθοδοξία στά συντα­γματικά κείμενα φανερώνουν τήν ἔγνοια τῶν ἱδρυτῶν τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους νά νοηματοδοτήσουν τήν ἐθνική ἰδιοπροσωπία, νά οἰκοδομήσουν τήν ἑνότητα καί συν­οχή τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ σύμφωνα μέ τόν εὐαγγελικό λόγο καί τήν ὀρθόδοξη  παράδοση• νά προσδώσουν ἱερότητα σέ ὅλες τίς πτυχές τοῦ συλλογικοῦ βίου καί νά διαπαιδαγωγήσουν τίς ἑπόμενες γενιές μέ τό χριστιανικό ἦθος τῆς ἀγάπης καί τῆς φιλαλληλίας. Πρώτη φορά μία τέτοια ἀσέβεια καί βλασφημία θά συμπεριληφθεῖ στό Ἑλληνικό Σύνταγμα.
 Ἐπίσης, εἶναι ἀσαφές τό νόημα τῆς φράσης: «μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται κανονιστικά καί πρακτικά». Ὅλοι οἱ μετέπειτα νόμοι θά στηρίζονται σέ αὐτήν• ἡ Ἐκκλησία θά πάψει νά εἶναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου καί θά μεταβληθεῖ σέ ἰδιωτικό σωματεῖο.
 Ἐπιπλέον, τό ἰσχῦον Σύνταγμα καθορίζει σαφέστατα τούς διακριτούς ρόλους Ἐκκλησίας καί Πολιτείας. «Αὐτό πού λέμε “χωρισμός Ἐκκλησίας - Πολιτεί­ας”, εἶναι λυμένο μέ τόν νόμο 590/1977. Εἶναι διακριτοί οἱ ρόλοι, συνταγ­μα­τικά κατοχυρωμένοι. Γιατί ὁ νόμος αὐ­τός εἶ­ναι ἀπόρροια τοῦ Συντάγματος τοῦ 1975», παρατηρεῖ ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός. Γιατί τέτοια σπουδή γιά ἀλλα­γή;
 Ἄν μία θορυβώδης μειοψηφία ἀθέων ἐπιδιώκει νά θέσει στό περιθώριο τήν Ἐκ­κλησία, εἶναι λογικό καί δημοκρατικό ἕνας θρησκευόμενος λαός, ὅπως ὁ ἑλληνικός, νά ἀπεμπολήσει τήν παράδοση αἰ­ώνων καί νά ἀλλάξει ταυτότητα καί ρό­τα; Πῶς εἶναι δυνατό ἡ πατρίδα μας, γεμάτη ναούς, μοναστήρια, προσκυνητάρια, εἰκόνες, ἱερεῖς, ἀδελφότητες μοναστικές καί ἱεραποστολικές, πού ἡ ἱστορία της συνυ­φαί­νεται μέ τίς ἑορτές καί τά γεγονότα τῆς Ἐκκλησίας, νά ἀλλάξει φρόνημα καί προσανατολισμό; Ποιοί εἶναι αὐτοί πού θά τῆς ἐπιβάλουν νά παραμορφώσει τήν ψυχή της; Ποιοί καί πῶς θά ἐπιχειρήσουν νά μεταλλάξουν τό DNA τῆς κληρονομικῆς πίστεώς μας; Ἡ καθιέρωση τοῦ «οὐδετερόθρησκου κράτους» ὑπῆρξε τό γνωστό ἔμβλημα τοῦ ἄθεου Εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ καί τῶν στόχων τῆς Γαλλικῆς Ἐ­πανάστασης. Μέ μᾶς, τούς Ἕλληνες, τί σχέση ἔ­χει;
 Ἄς μήν αὐταπατῶνται. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκ­κλησία προϋπῆρχε τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους. Ἡ Ἑλλάδα ἔχει ἀνάγκη τήν Ἐκκλησία καί ὄχι ἡ Ἐκκλησία τήν Ἑλλάδα. Ἡ Ἑλλάδα χωρίς τήν Ἐκκλησία θά διαλυθεῖ. Ἄς προσέξουμε ὅλοι• ἄς μή συντελέσουμε στόν θρησκευτικό ἀπο­χρω­ματισμό τῆς ἔνδοξης πατρίδος μας. «Ἄγ­γλος ἤ Γερμανός ἤ Γάλλος δύναται νά εἶναι κοσμοπολίτης ἤ ἀναρχικός ἤ ἄθεος ἤ ὁτιδήπο­τε. Ἔκαμε τό πατριωτικόν χρέος του, ἔκτι­σε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νά ἐπαγγέλλεται χάριν πολυτελείας τήν ἀπιστίαν καί τήν ἀπαισιοδοξίαν. Ἀλλά ὁ Γραικύλος τῆς σήμερον, ὅστις θέλει νά κάμη δημοσίᾳ τόν ἄ­θεον ἤ τόν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μέ νάνον ἀνορθούμενον ἐπ᾽ ἄκρων ὀνύχων καί τανυόμενον νά φθάση εἰς ὕψος καί φανῆ καί αὐτός γί­γας...», ἔγραφε προ­φητικά ὁ ἅγιος τῶν Γραμ­μάτων μας Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης.  

Εὐδοξία Αὐγουστίνου