Σεβαστή μου μητέρα, σίγουρα θά ἀπορήσεις πού σοῦ γράφω. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι, ἀπό τότε πού ἤρθαμε στή μακρινή Στοκχόλμη, γράμμα δικό μου δέν πῆρες. Τούτη τή στιγμή ὅμως νιώθω ἐπιτακτική τήν ἀνάγκη νά σοῦ γράψω. Σύντομα θά καταλάβεις τόν λόγο. Ἔξω ἡ φύση εἶναι πανέμορφη, ντυμένη στά λευκά. Δέν χορταίνεις νά φωτογραφίζεις ἑλκυστικά, μαγευτικά τοπία.
Σήμερα, 2 Φεβρουαρίου, γιορτή τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου, ἐκκλησιαστήκαμε οἰκογενειακῶς. Ὁ σεμνός ἱερέας κήρυξε γιά τή μεγάλη αὐτή δεσποτική καί θεομητορική γιορτή. Στό τέλος τόνισε πώς σήμερα κανονικά γιορτάζουν μαζί μέ τήν Παναγία-μητέρα κι ὅλες οἱ χριστιανές μάνες. «Εἶναι», εἶπε, «ἡρωίδες αὐτές οἱ μητέρες, γιατί προσπαθοῦν, σ᾽ αὐτή τήν ἀπνευμάτιστη κι ἀντίθεη ἐποχή μας, ν᾽ ἀναθρέψουν τά βλαστάρια τους μέ ἀγωγή χριστιανική καί νά κάνουν τό σπιτικό τους πραγματικά σπίτι Χριστοῦ».
Ὕστερα μᾶς κάλεσαν στή διπλανή αἴθουσα. Τί νά σοῦ πῶ τί ζήσαμε! Ἔξω παγωνιά, ἀλλά κεῖ μέσα ζεστάθηκαν οἱ καρδιές μας. Τά παιδιά τοῦ Κατηχητικοῦ Σχολείου μᾶς ἔκαναν μιά ἁπλή μά συγκινητική γιορτή. Στό τέλος, ἀγοράκια καί κοριτσάκια ξεχύθηκαν σέ διάφορες κατευθύνσεις νά δώσουν στίς μανοῦλες τους μπουκετάκια λουλούδια μέ κάρτες. Τούτη ἡ σκηνή, δέν σοῦ τό κρύβω, μοῦ ἔφερε δάκρυα στά μάτια.
Ξαφνικά καθώς τά παιδιά ἔτρεχαν νά προσφέρουν στίς μαμάδες τους τά δωράκια, ἡ σκέψη μου πέταξε σέ σένα, μητέρα. Ἡ μορφή σου πρόβαλε ζωντανή μπροστά μου. Αὐθόρμητα ἤθελα κι ἐγώ κάτι νά σοῦ δώσω, ἕνα «εὐχαριστῶ» νά σοῦ ψιθυρίσω. Πόσα δέν σοῦ χρωστῶ! Τώρα πού ἔχω μεγαλώσει κι ἔχω κάνει τή δική μου οἰκογένεια, ἀξιολογῶ τήν ἀγάπη σου, ἐκτιμῶ πιότερο τήν προσφορά σου στή ζωή μου. Μέ τήν ὑπομονή σου, τό γλυκύτατο χαμόγελό σου πού λύγιζε τίς δικές μου δυστροπίες, μέ τίς χρυσές συμβουλές σου μέ βοήθησες νά δαμάσω τόν ἀτίθασο χαρακτήρα μου.
Σ᾽ εὐχαριστῶ πού μ᾽ ἔσπρωξες στά γράμματα. Σ᾽ εὐχαριστῶ πού ἐπέμενες νά σπουδάσω καί νά γίνω ἕνας σωστός καί ὑπεύθυνος ἐπιστήμονας. Προπάντων ὅμως σήμερα θέλω νά σ᾽ εὐχαριστήσω, γιατί μέ τά λόγια σου καί τό παράδειγμά σου μέσα στό σπίτι μοῦ ἔδειχνες τόν Θεό. Κι ὅλο σου τό μέλημα ἦταν νά μέ συνδέεις μ᾽ αὐτόν τόν Θεό τῆς ἀγάπης καί τῆς θυσίας. Χωρίς νά γίνεσαι κουραστική, ἐκμεταλλευόσουν κάθε εὐκαιρία νά μοῦ μιλᾶς γι᾽ Αὐτόν.
Εἶναι χαραγμένη μέσα μου μιά εἰκόνα ἀνεξίτηλη, πού ἰδιαίτερα μέ συγκλονίζει. Κάθε φορά πού τή φέρνω στό μυαλό μου, δέν ὑπάρχει περίπτωση νά μήν ὑγρανθοῦν τά μάτια μου, νά μήν καμαρώσω γιά σένα, νά μή σέ νοσταλγήσω, μάνα. Ἦταν, τότε, πρίν κάμποσα χρόνια, πού θά ἔφευγα πρώτη φορά στό ἐξωτερικό γιά διδακτορικές σπουδές. Εἶχα ἑτοιμάσει τίς δυό μου βαλίτσες κι ἤμουν ἕτοιμος νά σᾶς ἀποχαιρετήσω. Ἐγώ βιαζόμουνα κι ἐσύ μέ ρωτᾶς:
- Πῆρες τήν τρίτη βαλίτσα;
- Δύο βαλίτσες ἔχω, σοῦ ἀπαντῶ. Ἐσύ ὅμως ἐπέμενες.
- Τήν τρίτη βαλίτσα;
Καί τότε μοῦ ἀφιέρωσες ἕνα ὡραιότατο ποίημα*, πού στό τέλος ἐξηγοῦσε ποιά εἶναι ἡ τρίτη βαλίτσα. Καί μ᾽ αὐτά τά λόγια περίπου μέ κατευόδωσες:
«Ἀγόρι μου, ἐκεῖ πού θά πᾶς, πάρε μαζί σου τήν τρίτη βαλίτσα. Κράτα την σφιχτά. Εἶναι ἡ ψυχή σου. Ἔχει μέσα τόν πατέρα σου, τή μάνα καί τ᾽ ἀδέλφια σου. Μά πιότερο, τόν Θεό τοῦ σπιτιοῦ μας, τήν Παναγία καί τούς ἁγίους, τή Βίβλο, τό καντήλι καί τό θυμιατό. Ὅπου καί νά πᾶς, μήν ξεχνᾶς νά τήν κουβαλᾶς πάντα μαζί σου. Πρόσεξε νά μήν τήν παρατήσεις σέ κανένα δρόμο ἤ σταθμό».
Πῶς, λοιπόν, νά σέ ξεχάσω, μάνα μου; Δέξου, τέτοια μέρα πού γιορτάζεις, τό φτωχό ἀνταπόδομα τῆς καρδιᾶς μου.
Μέ εὐγνωμοσύνη ἀπέραντη φιλῶ νοερά τό χέρι σου.
Τό παιδί σου
Γ.Μ.
• Τό ποίημα «Ἡ τρίτη βαλίτσα» εἶναι τῆς Ναυσικᾶς Ἰεσσαί - Κασιμάτη.