Ὁ φόβος ἦταν πλέον συνοδοιπόρος μας. Μᾶς ἀκολουθοῦσε παντοῦ καί πάντοτε σάν τή σκιά μας. Χωρίς φόβο εἴχαμε ζήσει πολύ λίγο, μόνο τότε στήν ἀρχή, στήν αὐγή τῆς ἱστορίας μας μέσα στήν ὀμορφιά τοῦ κήπου τοῦ Παραδείσου. Πῶς νά ἦταν ἄραγε; Κράτησε λίγο. Ὕστερα ἀκούσαμε τά βήματά Του, βήματα πού περιμέναμε καθημερινά μέ λαχτάρα, ἐκείνη τή φορά ὅμως ὄχι. Γιά πρώτη φορά νιώσαμε τί εἶναι φόβος. Τά βήματα ἦταν τά ἴδια τά ἀγαπημένα, ἐμεῖς δέν ἤμασταν ἴδιοι.
Εἶχε ξεκινήσει ἡ ἐποχή τοῦ φόβου πού ξεκάθαρα εἶχε τίς ρίζες του στήν ἐνοχή καί στόν θάνατο πού τήν ἀκολούθησε.
Ἔκτοτε ὁ φόβος μᾶς κυνηγοῦσε. Ἔγινε μέσα μας ἀνυποχώρητο αἴσθημα, συναίσθημα, αἴσθηση, παραίσθηση, ἀγωνία, φοβία, παράκρουση, παράνοια, παραφροσύνη. Κάναμε τά πάντα γιά νά τόν ξεπεράσουμε. Κάναμε παράτολμες πράξεις, παίξαμε μαζί του, ἀδιαφορήσαμε, κάναμε πώς γελούσαμε γιά νά τόν ξεγελάσουμε, κάναμε παραμύθια για νά τόν ξορκίσουμε, κάναμε ἀνάλυση καί ψυχανάλυση, κάναμε μιά ὁλόκληρη βιομηχανία τοῦ τρόμου γιά νά τόν ἐκμεταλλευτοῦμε καί νά τόν ἀπομυθοποιήσουμε.
Φεῦ! «Φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνο-χοι ἦσαν δουλείας» (Ἑβ 2,15).
Ἡ σκιά μᾶς ἀκολουθοῦσε παντοῦ ἀπειλητικά καί πολλές φορές αὐτοεκπληρούμενα. Παθαίναμε αὐτό πού φοβόμασταν. Βιαζόμασταν νά κάνουμε πρῶτοι στούς ἄλλους αὐτό πού φοβόμασταν ὅτι θά μᾶς κάνουν. Ἀναπαράγουμε τούς φόβους μας, τούς πολλαπλασιάζουμε, ἀνοίγουμε νέους κύκλους. Μισοῦμε αὐτούς πού φοβόμαστε. Ὁ φόβος δέν γεννήθηκε ἁπλῶς ἀπ᾽ τό κακό. Γεννάει πλέον τό κακό. Μέσα στόν ἐφιάλτη τοῦ φόβου, μέσα στή θηλειά πού τόν πνίγει, ὁ ἄνθρωπος γίνεται λύκος.
Εἰρήνη ὑμῖν! Τά βήματά Του δέν ἀκούστηκαν αὐτή τή φορά. Μπῆκε ἀθόρυβα μέσα στό σπίτι ἀπ᾽ τίς κλειστές πόρτες καί ξαναβρῆκε αὐτούς πού ἔχασε τότε. Τούς βρῆκε καί πάλι στήν κατάσταση πού τούς εἶχε ἀφήσει. Μέσα στόν φόβο. Στόν φόβο γιά τούς Ἰουδαίους, στόν φόβο γιά τούς ἀγγέλους, στόν φόβο γιά τό ἄδειο μνῆμα, στόν φόβο γιά τό φάντασμα πού μᾶλλον ἔβλεπαν μπροστά τους.
«Μὴ φοβεῖσθε!» Δέν ἦταν μιά τυπική παραίνεση, ἦταν μιά νικητήρια ἰαχή. Ὁ φόβος χτυπήθηκε στή ρίζα του, στήν ἐνοχή. Ἀπό δῶ καί πέρα ἔχετε τήν ἐξουσία πάνω σ᾽ αὐτήν. «Ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας ἀφίενται αὐτοῖς, ἂν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (Ἰω 20,23). Ἐκείνη ἦταν ἡ ὥρα πού ὁ φόβος ἔλειωσε σάν τό κερί, ἔσκασε σάν σαπουνόφουσκα πού παίζουν τά παιδιά, ἔπεσε ἡ μαύρη κουκούλα ἀπ᾽ τόν δήμιο κι ἀπό κάτω εἴδαμε ... τίποτα. Ὁ ψυχικός θάνατος εἶχε μόλις νικηθεῖ.
Θά ἀκολουθοῦσε ἡ νίκη πάνω στόν βιολογικό μας θάνατο. «Ψηλαφῆστε με καί δέστε ὅτι τό φάντασμα δέν ἔχει σάρκα καί ὀστᾶ». Ἔτσι κι ἐμεῖς• «ὥσπερ γὰρ ἐν τῷ Ἀδὰμ πάντες ἀποθνήσκουσιν, οὕτω καὶ ἐν τῷ Χριστῷ πάντες ζωοποιηθήσονται... ἀπαρχὴ Χριστός» (Α´ Κο 15,22.23).
Μή φοβεῖσθε! Ἡ σκιά διαλύθηκε σάν ὄνειρο. Συνοδοιπόρος μας πλέον παντοῦ καί γιά πάντα Αὐτός. Εἶχε τελειώσει ἐκείνη τή μέρα μιά περιπέτεια αἰώνων καί γιά μᾶς καί γιά τόν Ἀναστάντα. Μιά περιπέτεια πού γιά νά μᾶς ξαναβάλει μέσα στόν κῆπο τοῦ Παραδείσου εἶχε περάσει ὀδυνηρά μέσα ἀπ᾽ τόν κῆπο τοῦ μνημείου. Ἀνάμεσα στά δύο μεσολαβεῖ πλέον γιά μᾶς τό ταπεινό ἐξομολογητήρι.
Ζ.Γ.