Ἡ φράση αὐτή εἶναι ἡ ἀπάντηση πού ἔδωσαν πολλοί μάρτυρες καί νεομάρτυρες στίς ἐρωτήσεις τῶν δημίων τους γιά τήν ταυτότητά τους. Δέν ὅρισαν τόν ἑαυτό τους μέ ἄλλα χαρακτηριστικά ἤ ἰδιότητες, ἀλλά μέ τήν συνείδηση πού διαμόρφωσε μέσα τους τό ἅγιο Βάπτισμα: Πάνω ἀπ᾽ ὅλα καί πέρα ἀπ᾽ ὅλα εἶμαι Χριστιανός!
Οἱ Χριστιανοί, δηλαδή αὐτοί πού εἶναι τοῦ Χριστοῦ, πού ἀνήκουν στόν Χριστό, εἶναι τό γένος ἐκεῖνο τῶν ἀνθρώπων πού «δέν γεννήθηκαν ἀπό αἵματα οὔτε ἀπό σαρκική ἐπιθυμία οὔτε ἀπό τό θέλημα ἄνδρα, ἀλλά ἀπό τόν Θεό» (Ἰω 1,13). Εἶναι ἐκεῖνοι πού ἡ πίστη τους στόν Κύριο Ἰησοῦ καί ἡ μετοχή τους στό μυστήριο τῆς εὐσέβειας τούς ἀξίωσε νά γίνουν υἱοί τοῦ Θεοῦ καί νά δεχτοῦν στίς καρδιές τους τό Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ (Γα 4,6). Οἱ Χριστιανοί, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, εἶναι «καινούργια δημιουργία» (Β΄ Κο 5,17), καινούργια ὕπαρξη. Οἱ κοινοί ἄνθρωποι ἀνήκουν στόν παλιό κόσμο, στόν κόσμο τῆς φθορᾶς. Ἡ ζωή τους εἶναι ψευδής καί καταδικασμένη νά πεθάνει. Τί μπορεῖ νά ζήσει ἀπό τήν κτίση τήν παραδομένη στήν ἁμαρτία; Τίποτε. Ἔπρεπε γιά νά ζήσει ὁ ἄνθρωπος νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό, νά κοινωνήσει τήν ζωή Του ἐν ἐλευθερίᾳ καί νά νικήσει ἔτσι τελεσίδικα τόν θάνατο. Αὐτή ἡ χάρη -καί λέγεται χάρη διότι μᾶς χαρίστηκε ἀπό τόν οὐρανό, δέν εἶναι κατόρθωμά μας- μᾶς δόθηκε ἐν Χριστῷ. Ὁ Χριστός, ὁ νέος Ἀδάμ, εἶναι θεάνθρωπος, ἕνα ἐντελῶς νέο εἶδος ἀνθρώπου. Στήν ὕπαρξή του δέν ἰσχύουν οἱ νόμοι τῆς πτώσης ἀλλά τῆς ἀνάστασης. Συνεπῶς καί οἱ Χριστιανοί, αὐτοί δηλαδή πού ἐντάσσονται ὀργανικά στό σῶμα του, τήν Ἐκκλησία, ἀλλάζουν φύση, θεώνονται, κληρονομοῦν τήν ἀφθαρσία.
Αὐτό βέβαια δέν φαίνεται ἀκόμη. «Ὁ ἄνεμος πνέει ὅπου θέλει κι ἀκοῦς τόν ἦχο του ἀλλά δέν γνωρίζεις ἀπό ποῦ ἔρχεται καί ποῦ πηγαίνει. Ἔτσι εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος πού ἔχει γεννηθεῖ ἀπό τό Πνεῦμα» (Ἰω 3,8). Στόν κόσμο αὐτό δέν διακρίνεται ἡ ὑπαρξιακή ἀλλαγή πού συμβαίνει στούς Χριστιανούς ὅταν ἑνώνονται μέ τόν Χριστό. Θά φανεῖ ὅταν ἀνατείλει ἡ αἰωνιότητα. Ὡστόσο ἤδη ἀπό τώρα οἱ Χριστιανοί εὐωδιάζουν ζωή καί λύτρωση, εἶναι «Χριστοῦ εὐωδία». Κι ἀπό τούς ἔξω, ἄλλοι μέν ἑλκύονται ἀπ᾽ αὐτό τό ἄρωμα καί μπαίνουν κι αὐτοί στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἄλλοι πού ἔμαθαν γιά ἄρωμα τόν θάνατο, τό ἀποστρέφονται καί παραδίνονται στόν ὄλεθρο (Β΄ Κο 2,15-16). Τρία στοιχεῖα συνθέτουν κυρίως αὐτό τό καινούργιο, πανάκριβο μύρο: Εἶναι οἱ τρεῖς μείζονες ἀρετές: ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα καί ἡ ἀγάπη (Α΄ Κο 13,13).
Ὁ Χριστιανός εἶναι κατ᾽ ἀρχήν ἄνθρωπος πίστης. Μέσα σ᾽ ἕνα κόσμο πού κυριαρχεῖται ἀπό τόν ὀρθολογισμό, πού ἡ ἀλήθεια περιορίζεται στανικά στόν χῶρο τοῦ νοῦ καί τῶν αἰσθήσεων, ὁ Χριστιανός σπάει αὐτά τά δεσμά καί μέσῳ τῆς πίστης ἀντικρύζει τόν ἀόρατο καί ἄυλο Κύριο τοῦ σύμπαντος. Πιστεύω στόν Θεό θά πεῖ ὅτι ἀποδέχομαι ἀμετακίνητα τήν ὕπαρξή του. Κι ἄν ὅλοι καί ὅλα μέ διαβεβαιώνουν γιά τό ἀντίθετο, ἐγώ παραμένω ἀκλόνητος σ᾽ αὐτή τήν πεποίθησή μου. Καί ὄχι μόνον αὐτό. Θά πεῖ ἀκόμη ὅτι τόν ἐμπιστεύομαι, ὅτι καταθέτω στά χέρια του τήν ζωή μου. Οἱ ἄθεοι βέβαια καγχάζουν γι᾽ αὐτή τήν ἐπιλογή μου καί τήν θεωροῦν παραλογισμό, ὅμως ἐγώ ὡς Χριστιανός γνωρίζω καλά ὅτι τίποτε δέν εἶναι πιό ἀσφαλές ἀπό τήν δύναμη τοῦ Κυρίου. Μοῦ τό βεβαιώνουν αὐτό τά πλήθη τῶν μαρτύρων καί τῶν ἁγίων, οἱ ὁποῖοι μπορεῖ νά ἔχασαν τήν ζωή τους χάριν τοῦ Χριστοῦ, ὅμως γι᾽ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο τήν κέρδισαν γιά πάντα.
Ὁ Χριστιανός ἐπίσης κρατάει πολύτιμο θησαυρό του τήν ἐλπίδα. Ὁ κόσμος δέν ἐλπίζει. Δέν ἐννοῶ τίς κοινές ἐλπίδες τῆς καθημερινότητας. Ἐννοῶ ὅτι δέν προσβλέπει στόν λυτρωμό του, στήν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου. Ἀντίθετα ἔχει συμβιβαστεῖ μέ τόν θάνατο καί στοχεύει ἁπλῶς στό νά τόν διαχειριστεῖ ὅσο τό δυνατόν πιό ἀνώδυνα. Ἄς ρίξουμε γιά παράδειγμα μιά ματιά στήν τέχνη τῆς ἐποχῆς μας πού ὑποτίθεται ὅτι ἐκφράζει τήν ψυχή μας. Πουθενά φῶς, πουθενά ἡ γλυκύτητα τῆς ζωῆς καί τῆς ἀγάπης. Μονάχα κατακερματισμένες μορφές, ἀσυνάρτητοι ἦχοι καί ἀποθέωση τῆς ἀσχήμιας. Κι αὐτά τά λένε ἔργα ὑψηλῆς αἰσθητικῆς(!). Ἀντίθετα ὁ Χριστιανός ἐλπίζει. Κι ὅταν ἀκόμη ὑπομένει θλίψεις καί δοκιμασίες, κι ὅταν περνάει μέσα ἀπό τήν ἴδια τήν κοιλάδα τοῦ θανάτου, δέν ἀποθαρρύνεται. Ἐλπίζει στόν ζωντανό Θεό, σ᾽ αὐτόν πού «ἔγινε νεκρός καί ἰδού ζῆ στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων» (Ἀπ 1,18). Μάλιστα οἱ θλίψεις χαλυβδώνουν καί στερεώνουν τήν ἐλπίδα του ἀκόμη περισσότερο. Καί ἡ ἐλπίδα αὐτή δέν ντροπιάζει (Ρω 5,3-5).
Ὁ Χριστιανός, τέλος, ἀγαπᾶ. Ἀγαπᾶ τέλεια (Ἰω 13,1). Σύμφωνα μέ τήν Βίβλο «ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη» καί «ὅποιος ἀγαπᾶ, ἔχει γεννηθεῖ ἀπό τόν Θεό καί γνωρίζει τόν Θεό», ἐνῶ «ὅποιος δέν ἀγαπᾶ, δέν γνωρίζει τόν Θεό» (Α΄ Ἰω 4,7-8). Σέ τί συνίσταται αὐτή ἡ ἀγάπη; Στό ὅτι ὁ Κύριος μᾶς ἔφερε στήν ὕπαρξη ἐλεύθερα, χωρίς νά εἶναι ἀναγκασμένος, δημιούργησε γιά μᾶς αὐτόν τόν ὑπέροχο κόσμο, καί ἰδίως στό ὅτι γιά νά μᾶς σώσει παρέδωσε στόν θάνατο τόν μονογενῆ του Υἱό (Ἰω 3,16). Τό τελευταῖο εἶναι ἀσύλληπτο, ἀδιανόητο, σκανδαλῶδες. Ὁ Θεός πεθαίνει γιά τόν ἄνθρωπο μέ τόν πιό φριχτό καί ἐξευτελιστικό τρόπο. Ὁ δημιουργός σφαγιάζεται ἀπό τό πλάσμα του. Ἡ ἀπόλυτη ἀθωότητα θυσιάζεται γιά νά δικαιώσει τήν βρομιά καί τήν ἀθλιότητα. Ἡ ἀγάπη αὐτή βέβαια εἶναι γιά τόν ἀλαζόνα ἄνθρωπο, πού λατρεύει τήν δύναμη, ἀνοησία. Ὅμως οἱ Χριστιανοί τέτοια ἀγάπη ὀφείλουν νά δείχνουν, ἄν πραγματικά θέλουν νά εἶναι μαθητές καί ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Κύριος εἶπε ὅτι οἱ Χριστιανοί εἶναι τό ἁλάτι τῆς γῆς καί τό φῶς τοῦ κόσμου (Μθ 5,13-14). Χωρίς τούς Χριστιανούς, χωρίς δηλαδή τό εὐαγγέλιο πού κομίζουν, ὁ κόσμος σαπίζει καί σκοτεινιάζει. Ὅσοι λοιπόν ἀξιωθήκαμε τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, ἔχουμε χρέος νά φανοῦμε ἀντάξιοί του καί νά πάρουμε στά σοβαρά τήν ἀποστολή μας. Πρέπει κάποτε νά τό συνειδητοποιήσουμε: Οἱ γνήσιοι χριστιανοί εἶναι ἡ μοναδική ἐλπίδα τῆς ἀνθρωπότητας.
Εὐάγγελος Ἀ. Δάκας
"Ἀπολύτρωσις", Αὔγ.-Σεπτ. 2019