Τό τέταρτο ἔτος τῆς Φαρμακευτικῆς διανύει. Ἄριστος φοιτητής. Στά γράμματα καί στό ἦθος. Συνειδητά ἀγωνιζόμενο παιδί τῆς Ἐκκλησίας. Ἀνελλιπής μαθητεία στή χριστιανική του συντροφιά καί μάλιστα μέ ζῆλο. Παρών στήν κατασκήνωση σέ κάθε διακονία.
Πρῶτος καί σέ κάθε συλλαλητήριο γιά τή Μακεδονία μας. Ἡ φλόγα τῆς καρδιᾶς του, ἀλλά καί ἡ μακεδονική του καταγωγή ἀπό τό ἡρωϊκό Σκρᾶ, δέν τοῦ ἐπιτρέπουν νά ἀπέχει! Μά καί τοῦ ἐπιβάλλουν νά μελετᾶ τήν ἱστορία, νά ἐρευνᾶ καί νά μαθαίνει γιά τόν ἀγαπημένο τόπο...
Στή Βοτανολογία, τίς προάλλες, ὁ καθηγητής παρουσίαζε τά ἀρωματικά φυτά τῆς Ἑλλάδας. Εἰκόνες, περιγραφές, πληροφορίες... Τόν συνεπῆρε ὁ καθηγητής μέ τόν λόγο του! Ὥσπου, ἔφθασε καί στό εὐωδιαστό θυμάρι. Ἐπιστημονική παρουσίαση τοῦ βοτάνου, μά... καί ἀναμνήσεις, πού ξυπνοῦν μέσα του καθώς ἀκούει τή λέξη «θυμάρι».
Ἀνέμελο παιδάκι ἔτρεχε στήν πλαγιά κυνηγώντας τά κατσικάκια τοῦ παπποῦ. Καί τρέχοντας ἄγγιζαν τά ποδαράκια του τίς φοῦντες θυμάρι. Γέμιζε ὁ ἀέρας μέ τήν εὐωδιά. Γέμιζε καί ἡ καρδιά του εὐτυχία. Εὐτυχία πού μποροῦσε ἐλεύθερος νά τρέχει στίς πλαγιές τῆς ποτισμένης μέ ἡρώων αἷμα ἐλεύθερης Μακεδονίας μας. Ἡ γιαγιά δέν ἔχανε εὐκαιρία νά τοῦ τό θυμίζει:
- Γιά νά ᾽σαι ἐσύ, ἀγόρι μου, ἐλεύθερος, σκοτώθηκε ὁ προπάππος σου! Κι ἄφησε τή γιαγιά ἑξάχρονο κοριτσάκι, ὀρφανό. Γιά νά μπορεῖς νά ἀναπνέεις ἐλεύθερα τό ἀγέρι τῆς Μακεδονίας μας. Τό ἀρωματισμένο μέ θυμάρι καί λιβάνι. Γιατί αὐτά εἶναι, ἀγόρι μου, τά ἀρώματα τῆς Ὀρθόδοξης Ἑλλάδας μας, θυμάρι καί λιβάνι!». Στά μάτια του τό θυμάρι εἶχε ἄλλη διάσταση, ἦταν τό σύμβολο τῆς Ὀρθόδοξης Ἑλλάδας.
Σάν μαχαίρι, τά λόγια τοῦ καθηγητῆ ἔκοψαν τόν συνειρμό του:
- ... τό θυμάρι, πού φύεται καί στή Βόρεια Μακεδονία, ἐπίσης...
Τί; Ἄκουσε καλά; Ἡ καρδιά του χτυπάει γρήγορα! Κρῦος ἱδρώτας τόν ἔλουσε! Τί ἐννοεῖ ὁ καθηγητής; Ἡ Μακεδονία μας εἶναι στενόμακρη· ἀναφερόμαστε σ᾽ αὐτήν μόνο μέ τούς ὅρους Ἀνατολική, Κεντρική καί Δυτική.
Ὁ καθηγητής, σάν νά κατάλαβε τόν προβληματισμό του, ἐπαναλαμβάνει στή ροή τοῦ λόγου:
- ... καί ὅπως προανέφερα, τό θυμάρι φύεται καί στή γείτονα χώρα, τή Βόρεια Μακεδονία...
Θόλωσε ἡ σκέψη του. Θύμωσε, μά συγκρατήθηκε. Περίμενε νά τελειώσει ἡ ὥρα.
Στόν διάδρομο πρόλαβε τόν καθηγητή του. Τόν πλησίασε.
- Μέ συγχωρεῖτε, κ. καθηγητά! Μπορῶ νά σᾶς ἀπασχολήσω;
Ὁ ἄριστος φοιτητής ἦταν γνωστός στόν καθηγητή του, ὄχι μόνο ἀπό τά ἄψογα γραπτά του, ἀλλά καί ἀπό τίς ἐνδιαφέρουσες ἐρωτήσεις, πού πάντα ἀνέβαζαν τό ἐπίπεδο τοῦ μαθήματος.
- Ναί, παιδί μου, ἤ καλύτερα νά πῶ, συνάδελφε! Ὁρίστε! Πῶς μπορῶ νά βοηθήσω;
- Πολύ ἐνδιαφέρον σήμερα τό μάθημά σας, κ. καθηγητά. Αὐτή ὅμως ἡ ἀναφορά σας στή γείτονα χώρα μέ τό ὄνομα «Βόρεια Μακεδονία» μέ πλήγωσε βαθιά!
- Μά γιατί, παιδί μου; Ἔχει ὑπογραφεῖ συμφωνία.
- Ναί, κ. καθηγητά. Ἔχει ὑπογραφεῖ. Μά μόνον ἀπό ἕναν ὑπουργό Ἐξωτερικῶν. Ὁ ἑλληνικός λαός διαφωνεῖ καί δέν ἔχει ὑπογράψει τίποτα!
- Καί τί νομίζεις, παιδί μου; Θά ἔρθουμε σέ ἀντίθεση μέ τόν ὑπουργό;
- Μάλιστα, κ. καθηγητά! Νά ἔρθουμε σέ ἀντίθεση! Νά διαφωνήσουμε! Νά ὑπερασπιστοῦμε τήν ἀ- λήθεια. Ἡ Μακεδονία εἶναι Ἑλλάδα! Οἱ γείτονές μας εἶναι Σλάβοι. Δέν δικαιοῦνται νά ὀνομάζονται Μακεδόνες, δηλαδή Ἕλληνες. Ἦρθαν 600 χρόνια μετά τόν Χριστό στά Βαλκάνια. Οἱ Ἕλληνες κατοικοῦμε σ᾽ αὐτό τόν χῶρο ἀπό χιλιάδες χρόνια πρό Χριστοῦ. Δέν ὑπάρχει Βόρεια Μακεδονία, κ. καθηγητά. Μόνο Ἀνατολική, Κεντρική καί Δυτική. Ἀπό τά Βορεινά μέρη τῆς Μακεδονίας κατάγομαι ἐγώ. Ἀπό τό ἡρωικό Σκρᾶ καί στίς φλέβες μου ρέει μακεδονικό-ἑλληνικό αἷμα! Γιά τό σπίτι μου διαμαρτύρομαι, κ. καθηγητά! Δέν ἐπιτρέπω σέ κανέναν νά μοῦ τό πάρει! Εἶναι κληρονομιά τῶν ἑλλήνων προγόνων μου! Δέν εἶμαι ρατσιστής. Οὔτε ἐθνικιστής. Τό σπίτι μου ὑπερασπίζομαι! Τήν ἱστορία μου, τή γενιά μου, τή ρίζα μου!
Κούνησε τό κεφάλι ὁ καθηγητής. Χαιρέτησε μέ νεῦμα τό παλληκάρι, κι ἀπομακρύνθηκε σκεπτικός καί ἀμίλητος.
Τήν ἑπόμενη ἑβδομάδα, στή Βοτανολογία, συνεχίστηκε ἡ ἀναφορά στό θυμάρι.
- ... πού φύεται καί στά Σκόπια, τή γειτονική μας χώρα. Καλά τά λέω, Παπαθανασίου; ρώτησε ὁ καθηγητής τό παλληκάρι, μέ- σα στό γεμάτο ἀμφιθέατρο τῆς Φαρμακευτικῆς.
Ὁ νεαρός μας ἁπλά ἔγνεψε...
«Μόνο, καλά, κ. καθηγητά;», σκέφτηκε. «Ἄριστα!».
Χ. Μ. - Δ.