Τοῦ φρονίμου οἰκονόμου

- Ποῦ πᾶς πάλι, Τατιανή, μέ τόν τενεκέ; ρωτά­ει ὁ σύζυγος. 

- Νά πετάξω σκουπίδια.
- Ἔ, πόσα σκουπίδια ἔχουμε πιά σ᾽ αὐ­τό τό σπίτι καί πᾶς - ἔρχεσαι τόσες φορές;
Ὅμως «μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» καί γι᾽ αὐτό οὔτε ὁ σύζυ­γος δέν ἤξερε ὅτι στούς τενεκέδες πού πηγαινόφερνε ἡ Τατιανή κουβαλοῦσε μέσα ζάχαρη, καφέ, ψωμί, ὅλα τά χρειαζούμενα γιά τούς φτωχούς γέρους τῆς γειτονιᾶς.
Ἤξερε ἀπό φτώχια, ὅπως ἤξερε κι ἀπό πείνα κι ἀπό ὀρφάνια κι ἀπό προσφυγιά κι ἀπό κόπο κι ἀπό πένθος.
Γεννήθηκε στήν Τυφλίδα. Γερή καί ἁγία ρίζα. Ἕνας παππούς της ἦταν μοναχός. Οἱ γονεῖς της ἐπί τσάρου καί λίγο πρίν τή Ρωσική Ἐπανάσταση μαρτύρησαν, γιά νά μήν προδώσουν τήν πίστη τους. Πέθαναν μέ τό μαρτύριο τῆς πείνας. Ἡ μι­κρή Τατια­νή ἄκουγε μακριά κάποιον θόρυβο, ἔ­τρε­χε, περνοῦσε κάποιο φορτηγό, μάζευε στήν παλάμη της κανένα σποράκι πού ἔπεφτε κι ἔτσι ἔζησε.
Στά 1922, πέντε χρονῶν περίπου, μαζί μέ ἄλλα 40 ὀρφανά τήν ἔφερε μιά θεία της στήν Ἑλλάδα. Διηγοῦνταν ἀργότερα ὅτι ὅ­σους πέθαιναν στό ταξίδι τούς ἔριχναν στή μηχανή σάν καύσιμη ὕλη. Στά χωριά ἀπό τά ὁποῖα περνοῦσαν τούς ἔδιωχναν δυσαρεστημένοι: «Τί ἤρθατε καί σεῖς τώρα νά μᾶς φᾶτε τό ψωμί πού δέν φτάνει γιά μᾶς;». Ἕνα χωριό στήν Κοζάνη τούς δέχτηκε.
Πέντε - ἕξι χρονῶν μπαίνει στήν ὑπηρεσία ἑνός σπιτιοῦ. Ὅταν τήν εἶ­δαν πρῶτο βράδυ, ψιθύρισαν μεταξύ τους: «Πρέπει νά ἦταν ἀπό καλή οἰκογένεια αὐτό τό κορίτσι, γιατί ἔκανε μετάνοιες καί προσευχή πρίν κοιμηθεῖ». Στό σπίτι πού ξενοδούλευε ἔκανε ὅλες τίς δουλειές κι ὅταν ἔφτανε τό ἀπόγευ­μα, κατάκο­πη πιά, γιά νά ποτίσει τά λουλούδια, κουβαλοῦσε ἀπό μακριά σαράντα κουβάδες νερό. Ἐργατική καί συνε­τή σ᾽ ὅλη της τή ζωή.
Οἱ ἄλλοι τῆς ἔβαζαν ζιζάνια -ὅτι τήν κουράζουν πολύ σ᾽ αὐτήν τή δουλειά, ὅτι δέν τήν πληρώνουν καλά-, ἀλ­λά αὐτή ἀπαντοῦσε: «Φτάνει πού βρῆ­κα τήν ἠθική σ᾽ αὐ­τό τό σπίτι». Ἔ­μει­νε στή δούλεψή τους, μέ­χρις ὅτου παντρεύτηκε, 27 χρονῶν. Πάντο­τε τόνιζε δύο πράγματα: «Τήν τιμή καί τήν πί­στη».
Πῆγα νά τή γνωρίσω. Ἦταν τότε γύ­ρω στά ὀγδόντα. Μᾶς δέχτηκε στόν κῆπο τοῦ σπιτιοῦ της, μιά τεράστια ἀ­ποθήκη φορτωμένη μέ πράγματα γιά τούς φτωχούς. Δέν πετοῦσε τίποτα, ἤξερε ὅτι καί τό πιό ἄχρηστο καί τιποτένιο πράγμα θά πήγαινε σίγουρα σέ κάποιον πού τό εἶχε ἀνάγκη. Αὐτό πλέον δέν ἦταν δικό της, ἦταν τό χάρισμα πού τῆς δόθηκε γιά τόν τόσο κόπο τῆς ἀγάπης.
Ἔβλεπες πράγματι ὅτι ἔχεις μπροστά σου ἕναν σεμνό ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ κι ὄχι ἕναν αὐτάρεσκο ἀκτιβιστή.
Μείναμε περίπου μία ὥρα μαζί της. Ὅ­λη αὐτήν τήν ὥρα ἀκούγονταν σάν τραγού­δι τά λόγια της: «Ἐγώ ἀγαπῶ πολύ τήν τι­- μή καί τήν πίστη. Νά μήν ἀφήνετε τήν Ἐκ­κλησία. Νά ἀποφεύγετε τρία πράγμα­τα: τό ψέμα, τήν προστυχιά καί τήν τεμπελιά. Ὅ­ποιος σᾶς κάνει κακό νά τόν ἀγαπᾶτε πιό πολύ, γιατί ἔτσι μπορεῖ νά ἀλλάξει».
Στή ζωή της μόνο ἔδινε. Ὅταν γύριζαν τά κορίτσια της στό σπίτι, ἔβρισκαν τίς ντουλάπες ἄδειες· κάθε φορά μοίραζε τά ροῦχα τους. «Ἄς εἶστε γερές, καί θά φτιάξετε ἄλ­λα», ἦταν ἡ μόνη ἐξήγηση. Ὁ σύζυγός της ἔ­λεγε ὅτι στό σπίτι μας δύο πρά­­γματα δέν μποροῦν νά γίνουν: δέν μπορεῖς νά ἀρρωστήσεις χωρίς νά σέ πάρουν χαμπάρι, γιατί συνεχῶς μπαινοβγαίνουν ἄν­θρωποι, καί ἄν χάσεις κάτι, ἀποκλείεται νά τό ξαναβρεῖς· ἡ Τατιανή κάπου θά τό εἶχε δώσει. Χαιρόταν νά βλέπει τά συρτάρια τοῦ σπιτιοῦ της ἄ­δεια.
Μόνο ἔδινε. Ἔδινε αἷμα ὥς τά ἑξήντα της γιά κάθε σοβαρό περιστατικό πού ἄ­κου­γε. Παρευρισκόταν σέ κάθε τοκετό ὁ­ποιασ­δήποτε, ἔστω καί μακρινῆς γνωστῆς. Ξε­νυ­χτοῦ­σε καθέναν πού μάθαινε ἀπ᾽ τή νοση­λεύτρια κόρη της ὅτι εἶναι μόνος του στό νο­σοκο­μεῖο. Ἔλουζε στή γειτονιά ἀνή­μπο­- ­ρους, τούς καθάριζε τό σπίτι, τούς τάιζε καί μετά τούς κατηχοῦσε. Ὅταν ἄκουγε γιά κάποιο ἀντρόγυνο ὅτι πήγαιναν στά δικαστήρια νά χωρίσουν πήγαινε κι αὐτή, τούς ἕ­νωνε τά χέρια καί τούς ἔφερνε νά φᾶ­νε ἀπ᾽ τό ἴδιο πιάτο. Πήγαινε κι ἔστελνε καί τά κορίτσια της πολύ συχνά στίς φυλακές κι ἐνῶ μπορεῖ νά μήν εἶχαν τίποτα στό σπί­τι, πάντα θά ἐξασφάλιζε κάτι νά τούς στείλει.
Στήν Κατοχή ἔκανε πανδοχεῖο μέ πάμφθηνες τιμές, μόνο καί μόνο γιά νά ἐξυπηρετεῖ τούς ἀνθρώπους καί συγχρόνως, ὥσπου νά τελειώσει ὁ πόλεμος, φιλοξενοῦ­σε στό σπίτι της πενήντα ἄτομα. Νέους, γέρους, παιδιά· αὐτή τούς ἔβαζε σέ τάξη γιά νά χωρέσουν καί νά συμβιώσουν τόσα ἄτομα σ᾽ ἕναν περιορισμένο χῶρο. Μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς της, στήν Κατοχή πάλι, κάλεσε μόνη της κι ἔκρυψε στό σπίτι της δεκατέσσερις φαντάρους στό ὑπόγειο. Δανείστηκε κουρέλια ἀπ᾽ τή γειτονιά καί τούς ἔντυσε μ᾽ αὐτά, γιά νά παραπλανήσει, νά μήν τούς σκοτώσουν κι ἀφοῦ τούς φυγάδευσε ὅλους, ἔκαψε ὅλα τά χακί καί δέν κράτησε οὔτε ἕνα μπάλωμα νά μπαλώνει τά τρύπια ροῦχα τῶν δι­κῶν της.
Καθώς τήν ἀποχαιρετούσαμε, μᾶς σταύ­ρωνε συνεχῶς μέ τά ἴδια λόγια: «Ἐγώ ἀ­γα­πῶ πολύ τούς καλούς. Ἐγώ ἀγαπῶ πο­λύ τήν τιμή καί τήν πίστη». «Αὐτή εἶναι ἡ πραγματική ὀρθόδοξη θεολογία», σχολίασε ὁ θεολόγος πού ἦταν μαζί μας, «τό δόγμα καί τό ἦθος».
Στίς γεμάτες ἀποθῆκες τοῦ ἄφρονος πλουσίου ὑπάρχει μόνο αὐτή ἡ ἀπάντηση: οἱ ἄδειες ντουλάπες τῆς Τατιανῆς, ἡ ὁποία μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς της ἔλεγε συνεχῶς στούς δικούς της μέ βαθειά συναίσθηση: «Πῶς θά παρουσιαστοῦμε μπροστά στόν Θεό μέ ἄδεια χέρια, χωρίς καμιά καλοσύνη στή ζωή μας;».
Τό ἔργο της, χρόνια μετά τήν κοίμησή της, συνεχίζεται πολλαπλάσιο. Ἡ ἀποθήκη της ὑπάρχει ἀκόμα· συνεχῶς ἀδειάζει καί συνεχῶς πάλι γεμίζει θυμίζοντας ἐκεῖνον τόν χορτασμό τῶν πολλῶν μέ τούς πέντε ἄρ­τους.
Τά μεγάλα ἔργα δύσκολα σβήνουν.

Ζ. Γ.