Μία ἀπό τίς πιό μεγάλες εὐλογίες τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο εἶναι καί τό δῶρο τῆς προσευχῆς. Τό ὅτι δηλαδή ἐνῶ εἴμαστε χωμάτινοι καί ἐλάχιστοι μπροστά του, ἔχουμε τή δυνατότητα νά ἐπικοινωνοῦμε ἄμεσα μαζί του, νά τοῦ μιλᾶμε καί νά ἀπολαμβάνουμε τή χαρά τῆς παρουσίας του.
Πόσο ἀναγκαία εἶναι ἡ προσευχή τό γνωρίζουμε καλά ὅλοι οἱ Χριστιανοί. Εἶναι τόσο ἀναγκαία, ὅσο ἀναγκαῖος εἶναι ὁ ἥλιος, ἡ τροφή, τό νερό, καί πολύ περισσότερο ἀκόμη. Χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἐραστής τῆς προσευχῆς, λέει ὅτι εἶναι ἀναγκαιότερη καί ἀπ’ αὐτή τήν ἀναπνοή: «Μνημονευτέον γὰρ Θεοῦ μᾶλλον ἢ ἀναπνευστέον», «εἶναι προτιμότερο νά θυμᾶσαι τόν Θεό παρά νά ἀναπνέεις». Κι αὐτό βέβαια ὄχι γιά ἄλλον λόγο ἀλλά διότι μέ τήν ἀναπνοή κοινωνεῖς τόν κόσμο αὐτόν τόν φθαρτό καί μάταιο, ἐνῶ μέ τήν προσευχή ἀναπνέεις Οὐρανό καί ἀνάσταση. Καί πόσο ἐκπληκτικό εἶναι πού ὁ Κύριος τοῦ σύμπαντος συγκαταβαίνει καί μᾶς ἀκούει καί μᾶς συναναστρέφεται! Δέν εἶναι μόνο πού εἴμαστε τόσο φτωχοί μπροστά στό ἄπειρο τῆς μεγαλοσύνης του. Εἶναι καί τό ὅτι εἴμαστε ταλαίπωροι καί βυθισμένοι μέσα στήν ἀθλιότητα τῶν ἁμαρτιῶν μας. Πραγματικά εἶναι νά ἀπορεῖ κανείς πῶς ὁ ἅγιος Θεός ὄχι μόνο μᾶς ἀνέχεται νά τοῦ ἀπευθυνόμαστε ἀλλά καί μᾶς ἀγκαλιάζει μέ ἀγάπη ἀσύλληπτη, ἄν καί ἀντάρτες καί ὑβριστές του! Ὄντως φοβερό μυστήριο ἡ προσευχή, ἄν καί δέν ἀναλογιζόμαστε συχνά αὐτή τήν ἀλήθεια. Πολλοί ἀπό μᾶς βουλιάζουμε μέσα στόν βάλτο τῆς συνήθειας καί τῆς ρηχότητας καί προσευχόμαστε χωρίς τήν παραμικρή συνείδηση τοῦ μεγαλείου αὐτῆς τῆς ὥρας...
Ἡ προσευχή εἶναι παντοδύναμη. Ἀναφέρω δύο μόνο παραδείγματα ἀπό τά πολλά πού μνημονεύει ἡ ἁγία Γραφή: Ὁ προφήτης Ἠλίας, τό πιό φοβερό ἀπό τά «τσομπανόσκυλα» τοῦ Θεοῦ πού προστάτευσε τόν Ἰσραήλ ἀπό τούς λύκους τῆς εἰδωλολατρίας, κατέβασε μέ τήν προσευχή του φωτιά ἀπό τόν οὐρανό καί ἀπέδειξε ἔτσι στούς ἀποστάτες ποιός εἶναι ὁ ἀληθινός Κύριος (βλ. Γ´ Βα 18,17-40). Καί ἐπίσης, ἡ «ἐκτενής» προσευχή τῆς ἐκκλησίας τῶν Ἰεροσολύμων ἐλευθέρωσε τόν φυλακισμένο ἀπόστολο Πέτρο ἀπό τά δεσμά του καί τοῦ ἄνοιξε ἀνεμπόδιστα τίς πύλες τῆς φυλακῆς γιά νά σωθεῖ (βλ. Πρξ 12,3-11).
Ἡ προσευχή διασχίζει τόν ἄβατο οὐρανό, καί φτάνει μέχρι τόν θρόνο τοῦ Θεοῦ. Καί μπορεῖ αὐτός πού προσεύχεται νά εἶναι ἕνας ταπεινός βοσκός, καί μάλιστα βραδύγλωσσος, ὅπως ὁ Μωυσῆς, ὡστόσο ἡ προσευχή του νά ἔχει τή δύναμη νά προκαλέσει τόν Κύριο καί νά ἀποσπάσει τήν προσοχή του «ἐκβιαστικά». Βέβαια τόσο ὁ Μωυσῆς, ὅσο καί ὁ Ἠλίας καί ἡ ἐκκλησιαστική κοινότητα πού στήριξε τόν ἀπόστολο Πέτρο καί ἀναφέραμε πιό πάνω, εἶχαν δύο κοινά χαρακτηριστικά, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν προϋπόθεση γιά νά εἰσακουστεῖ μιά προσευχή: τήν πίστη στόν Θεό καί τήν ἀγάπη. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἶναι κατηγορηματικός: Ἄν ἔχουμε πίστη «ὡς κόκκον σινάπεως», τότε ἡ προσευχή μας μπορεῖ νά μετακινήσει ἀκόμη καί βουνά (Μθ 17,20). Ἡ ἀναφορά του αὐτή στόν κόκκο τοῦ σιναπιοῦ, πού εἶναι ὁ πιό μικρός ἀπό ὅλους τούς σπόρους κι ὅμως βλαστάνει ἀπ’ αὐτόν ὁλόκληρο δέντρο, δέν σημαίνει τή λίγη πίστη. Δέν ἐννοεῖ δηλαδή ὁ Χριστός ὅτι ἀρκεῖ νά ἔχουμε ἔστω καί λίγη πίστη. Σημαίνει ἀντίθετα ὅτι ἄν ὑπάρχει στόν ἀδύναμο καί μικρό ἄνθρωπο τόσο δυνατή πίστη, ὅσο δυνατή εἶναι ἡ ἀναπαραγωγική ἱκανότητα στόν μικρότατο σιναπόσπορο, τότε ἡ προσευχή του μπορεῖ νά κατορθώσει τό ἀδιανόητο. Τότε μπορεῖ ὁ πιστός νά ἀκινητοποιεῖ τόν ἥλιο, μπορεῖ νά συναναστρέφεται λιοντάρια καί νά μή θίγεται οὔτε τρίχα του, μπορεῖ νά βαδίζει πάνω στή θάλασσα σάν σέ στεριά, μπορεῖ νά θεραπεύει ἐκ γενετῆς χωλούς, μπορεῖ ἀκόμη καί νά ἀνασταίνει νεκρούς!
Βέβαια χρειάζεται, ὅπως εἶπα, καί ἡ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη στόν Θεό καί ἡ ἀγάπη στόν συνάνθρωπο. Ἄν δέν ὑπάρχουν αὐτές οἱ δύο ἀγάπες, εἶναι ἀδύνατον νά ὑψωθεῖ ἡ προσευχή μας στόν οὐρανό. Οἱ ἀγάπες αὐτές εἶναι τά ἀετήσια φτερά της καί χρειάζονται ὁπωσδήποτε ἀμφότερες. Ἄν λείπει ἡ μία, ἡ ἄλλη ἀκυρώνεται, καταρρέει. Διότι ἀγαπῶ τόν Κύριο σημαίνει πολύ ἁπλά τηρῶ τίς ἐντολές του, καί ἡ κορυφαία, ἡ «καινή» ἐντολή του εἶναι νά ἀγαπῶ τόν συνάνθρωπό μου, ὅπως ἀγάπησε ἐμᾶς Ἐκεῖνος. Ἄλλωστε, ὅπως λέει ξεκάθαρα ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης του εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ὅποιος λοιπόν δέν ἀγαπᾶ τόν συνάνθρωπό του, δέν γνωρίζει τόν Θεό καί συνεπῶς ἡ προσευχή του ἀπευθύνεται στό κενό, στό τίποτε. Γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος ἀκούει μέν κάθε προσευχή, ἀλλά αὐτή πού τόν εὐαρεστεῖ ἰδιαίτερα καί δέν ὑπάρχει περίπτωση νά μήν ἀνταποκριθεῖ θετικά στό αἴτημά της, εἶναι ἡ προσευχή τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τῆς ἐν ἀγάπῃ σύναξης τῶν πιστῶν στό ὄνομά του. Στή θεία Λειτουργία τό ψωμί καί τό κρασί πάντοτε μεταβάλλονται σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ· πάντοτε μᾶς προσφέρεται ἡ σωτηρία. Αὐτό κυρίως ἐννοεῖ ὁ Ἰησοῦς ὅταν λέει: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐὰν δύο ὑμῶν συμφωνήσωσιν ἐπὶ τῆς γῆς περὶ παντὸς πράγματος οὗ ἐὰν αἰτήσωνται, γενήσεται αὐτοῖς παρὰ τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Μθ 18,19). Καί ἄν ἡ σωτηρία εἶναι ἡ ἀπόλυτη προτεραιότητά μας, τότε θά μᾶς χαριστεῖ ὁπωσδήποτε καί ὅ,τι ἄλλο ἔχουμε ἀνάγκη (βλ. Μθ 6,33).
Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας
Δρ Θεολογίας-Φιλόλογος
"Ἀπολύτρωσις", Νοεμβρ. 2021