Μιά φωτιά ἀσίγαστη εἶναι ὁ πόθος γιά τήν ἁγιότητα. Πυρακτώνει καρδιές στόν ὅποιο καιρό καί χρόνο. Γίνεται λαχτάρα γιά μαρτύριο, θυσία ζωντανή, ἀνταπόδομα στόν Ἐσταυρωμένο.
Στήν ἐπίκαιρη εἰδησεογραφία τοῦ Νοεμβρίου τοῦ 1918 -στίς 5 τοῦ μήνα- ἴσως σέ κάποια ὑποσημείωση νά γράφτηκε ὅτι τά πτώματα ἑνός δεσπότη καί ἑνός παπᾶ ρίχτηκαν μέσα στόν Βόλγα ποταμό. Στόν φάκελό τους δέν βρέθηκε κανένα ἐνοχοποιητικό στοιχεῖο. Ἦταν μόνο κληρικοί στήν ἐπαρχία Νίζεγκοροντ. Ὁ ἕνας, ὁ πατήρ Λαυρέντιος Κνιάζεφ, ἐπίσκοπος Μπαλάχνα καί βοηθός ἐπίσκοπος τῆς ἐπαρχίας, καί ὁ ἄλλος, ὁ πρωτοπρεσβύτερος πατήρ Ἀλέξιος Πορφύριεφ, προϊστάμενος τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ.
Ποιός νά ἀναγνωρίσει τούς ἡρωικούς λειτουργούς τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ; Ἦταν μόνο δύο βασανισμένα σώματα. Ταλαιπωρημένα ἀπό τήν πολύμηνη σκληρή φυλάκιση στή Βορομπίεφκα, κακουχημένα, δαρμένα ἀνελέητα, τουφεκισμένα. Ἀκόμα καί τήν ὥρα πού σέρνονταν νεκρά, τά ἀντίκριζαν μέ συγκίνηση καί θαυμασμό οἱ ρῶσοι στρατιῶτες.Εἶχαν κληθεῖ γιά τήν ἐκτέλεσή τους. Σάν εἶδαν ὅμως μπροστά τους ἀλλοιωμένες τίς μορφές τῶν μελλοθανάτων, ἤρεμες μέσα στήν προσευχή, ἀρνήθηκαν νά τηρήσουν τήν ἐντολή τῆς θανατικῆς ποινῆς. Τό σκληρό ἔργο τοῦ δημίου τό πραγματοποίησαν τελικά Λετονοί.
Παραδόθηκαν ἀπό τίς ἀρχές ὡς ἀντιστασιακοί κληρικοί στόν ἀνοιχτό διωγμό πού ἐξαπέλυσε τό κράτος ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας. Εἶχαν τό «θράσος» νά ἀντιταχθοῦν μέ κληρικολαϊκή συνέλευση στήν ἁρπαγή ναῶν καί μοναστηριῶν καί στή δήμευση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας ἀπό τό σοβιετικό κράτος. Μάλιστα κατηγορήθηκαν ὅτι ἐξέδωσαν ψήφισμα μέ κλήση γιά ἔνοπλη ἐξέγερση μέ τήν προτροπή: «Ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ». Αὐτοί ἦταν οἱ νεκροί κατάδικοι, πού ἔπρεπε νά θαφτοῦν μιά γιά πάντα στά παγωμένα νερά τοῦ Βόλγα.
Ὁ πιστός λαός ὅμως ἀποχαιρετοῦσε, μέ πόνο, τούς καταδικούς του ποιμένες. Στόν ἱεράρχη Λαυρέντιο εἶχαν ἀκουμπήσει τίς ἀγωνίες τους ὅλες. Ἐκεῖνος τίς μετέτρεπε σέ κόμπους στήν ἀδιάκοπη εὐχή στόν Ἰησοῦ Χριστό. Μέσα στή μονή τῶν Σπηλαίων, βαθιά φιλακόλουθος, ἀγκάλιαζε ὅλο τόν πόνο τοῦ λαοῦ πού τόσο ἀγάπησε στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τόν πατέρα Ἀλέξιο οἱ πιστοί εἶχαν ἀντλήσει τήν ἔμπνευση γιά θαρραλέα ὁμολογία. Ἡ δακρύβρεχτη προσευχή του μέσα στό σκοτεινό κελλί τῆς φυλακῆς εἶχε γίνει τό καταφύγιό τους. Ἡ «πάντων θλιβομένων χαρά» ἦταν -καί γιά τούς δύο- συνεχής παρρησία γιά τίς τόσες ἀνάγκες.
Ὁ πιστός λαός ξεπροβόδιζε, μέ καύχημα, τούς καταδικούς του φωτισμένους ποιμένες. Πόσοι δέν γνώρισαν τόν Χριστό ἀπό τή σοφή διδαχή τοῦ σοφοῦ ἐπισκόπου Λαυρεντίου! Ἀνάσταινε ψυχές μέ τόν θεῖο λόγο, πού ἀγάπησε ἀπό μικρός, ἀλλά καί σπούδασε στή Θεολογική Ἀκαδημία στήν Πετρούπολη. Καί πόσους ἄλλους δέν ἁλίευσε στήν ἄγρα τοῦ αἰώνιου Ψαρᾶ ὁ ζηλωτής ἱεραπόστολος πατήρ Ἀλέξιος!
Ὁ πιστός λαός ἀποχωριζόταν, μέ εὐγνωμοσύνη, τούς καταδικούς του ἅγιους ποιμένες. Νωπή μέσα τους ἡ γεύση τοῦ σαρκωμένου Λόγου πού εἶχαν κοινωνήσει στίς κατανυκτικές θεῖες Λειτουργίες. Ἀκόμη καί στό παρεκκλήσι τῆς φυλακῆς ὁ κακουχημένος, χλευασμένος ἐπίσκοπος Λαυρέντιος τελοῦσε τήν ἀναίμακτη θυσία. Ἦταν ἡ παρηγοριά του μέσα στή σκληρή φυλάκισή του. Ἦταν ἡ ἐνίσχυσή του μέσα στίς τόσες προσβολές καί τά πειράγματα τῶν συγκρατουμένων του ἐγκληματιῶν. Ὁ ζωντανός Κύριος πού ἔμπαινε μέσα του τοῦ χάριζε τήν πραότητα, τήν ἀνεξικακία, τήν ἀκτινοβόλα ἀρετή. Πῶς νά μείνουν ἀνεπηρέαστοι οἱ ἐχθροί; Ἡ χλεύη μετατρεπόταν σέ σιωπηλό σεβασμό καί ἐγκάρδιο θαυμασμό.
Ὁ πιστός λαός συνόδευε, μέ ἀγαλλίαση, τούς καταδικούς του ἁγίους ἀνθρώπους, πού τούς γνώριζε ἀπό τό πρῶτο ξεκίνημά τους. Χαριτωμένος ὁ νεαρός Εὐγένιος μία δίψα εἶχε: τό ὁλοκληρωτικό δόσιμο στόν Θεό. Νά γίνει καταδικός του ὁ Θεός. Τό 1902 -μόλις στά εἰκοσιτέσσερά του χρόνια- ἔγινε μοναχός Λαυρέντιος στή μονή Βαλαάμ. Ἔπειτα ἡγούμενος στή μονή Ἁγίας Τριάδος Βίλνα. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Τύχων ἔγινε ἡ ἔμπνευσή του στήν πραότητα καί στή διάκριση. Ἀπό τήν ἄλλη ὁ πατήρ Ἀλέξιος ἀσκημένος μέσα στή φτωχή πολυμελῆ οἰκογένειά του ρίχτηκε στήν περιπέτεια τῆς ἱερατικῆς του διακονίας.
Τό ἱερατικό καλιμαύχι -καί γιά τούς δύο- στεφάνι μαρτυρικό, πού πλέχτηκε μέ τήν αὐταπάρνηση, τήν ὁμολογία, τήν ἀκαταπόνητη ἄσκηση. Πολύμοχθοι λευίτες τοῦ Θεοῦ ὑπηρέτησαν λατρευτικά τόν Κύριο Ἰησοῦ μέ τήν ἱεροσύνη τους. Μέ τόν πόθο τῆς ἁγιότητας νά καίει μέσα τους τιμοῦνται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ὡς ἅγιοι κατάδικοι. Ὁ πιστός λαός -στόν ὅποιο χρόνο καί καιρό- τούς διακρίνει συνταγμένους στήν ἱερή φάλαγγα τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως. Εἶναι οἱ καταδικοί Του κατάδικοι.
Οὐρανοδρόμος
"Ἀπολύτρωσις", Νοεμβρ. 2021