Κείμενο νεοφώτιστου, τουρκικῆς καταγωγῆς, ὁ ὁποῖος προσπαθεῖ νά βοηθήσει ὅσους συμπατριῶτες του ψάχνουν...
Ὄντας ἕνα ἄτομο πού ἀποφάσισε νά προσχωρήσει στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὑπῆρχαν κάποιοι μικροί σταυροί πού μέ περίμεναν. Ἕναν ἀπό αὐτούς θά μοιραστῶ σήμερα μαζί σας (...) Ἀγαπητέ μου ἀδελφέ: ὁ δρόμος εἶναι μακρύς καί στενός, τό νά κουβαλήσεις τόν σταυρό σου ὧρες-ὧρες γίνεται δύσκολο. Εἰδικά ἐσύ ἔρχεσαι ἀπό ἕναν μακρύ δρόμο. Πάρε μιά ἀνάσα καί μήν ξεχνᾶς ὅτι δέν εἶσαι μόνος (...) Μήν ξεχνᾶς, ὁ Θεός δέν ἐπιτρέπει νά ὑπερβοῦμε τίς δυνάμεις μας καί ὁ στόχος κάθε δυσκολίας εἶναι νά μᾶς ριζώσει στήν πίστη.
Ἄν καί ἤξερα στό τέλος τῶν ἐρευνῶν μου ὅτι ἡ ἀπόφασή μου νά γίνω ὀρθόδοξος ἦταν σωστή, ἀνησυχοῦσα μήπως δέν βρῶ ἀποδοχή στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (...) Ἀγαποῦσα πολύ τούς ἀνθρώπους τοῦ περιβάλλοντός μου καί οἱ φιλίες τους γιά μένα ἦταν πολύτιμες, ἀλλά μέ τήν πρόοδο τῶν ἐρευνῶν μου ἤμουν πλέον σίγουρος ὅτι ὁ δρόμος πού ἔπρεπε νά ἀκολουθήσω ἦταν ἡ Ὀρθοδοξία. Ἀλλά τό νά «φύγω» ἀπό τό περιβάλλον μου ταυτόχρονα σήμαινε ὅτι ἔπρεπε νά ἀποχωριστῶ τήν εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ μου πού εἶχα διαμορφώσει.
Μετά ἀπό τήν ἀπόφαση νά διαφοροποιηθῶ, ἄρχισα νά συμμετέχω στήν ὀρθόδοξη λατρεία, κουβαλώντας στήν καρδιά μου ἕναν πόνο καί μιά μοναξιά. Στήν Τουρκία μπορεῖτε νά βρεῖτε πολλές προτεσταντικές κοινότητες πού μιλοῦν καί προσεύχονται στά τουρκικά, ἀλλά τί γίνεται μέ τούς Ὀρθοδόξους; Συμφωνῶ μέ τή ρήση τῆς ἁγίας Γραφῆς ὅτι «κάθε γλώσσα ἐξυψώνει», μά ἡ πιό κοντινή ὀρθόδοξη κοινότητα ἦταν οἱ Ἑλληνορθόδοξοι καί τό ὅτι δέν καταλάβαινα τή γλώσσα τους ἦταν ἕνα πρόβλημα πού μέ ἔκανε νά νιώθω ἀνήσυχος. Ἀνάκατες σκέψεις πού δέν μποροῦσα νά διώξω γεννιόνταν στό μυαλό μου, ὅπως «αὐτή εἶναι Ἐκκλησία μόνο τῶν Ἑλλήνων». Στή συναναστροφή μου μαζί τους μοῦ φέρονταν μέ πολλή εὐγένεια, ἀλλά μετά ἀπό κάθε Λειτουργία ἡ αἴσθηση πού βίωνα ἦταν ὅτι ἔμενα ξένος σέ μιά κοινότητα στήν ὁποία ἤμουν ξένος καί σέ μιά γλώσσα πού δέν καταλάβαινα. Ἄν καί ἡ καρδιά μου ἔλεγε ὅτι ὁ δρόμος ἦταν ὁ σωστός, δέν ἤξερα πῶς νά λύσω τό πρόβλημα τῆς γλώσσας καί τοῦ «ἀνήκειν». Ἕνας Τοῦρκος πῶς μπορεῖ νά γίνει Ὀρθόδοξος; Πῶς θά μποροῦσα νά ἀ- παλλαγῶ ἀπό αὐτά, ὅταν μέ ὅλη τήν ψυχή μου θά ἔπρεπε νά προσεύχομαι καί νά λατρεύω τόν Θεό;
Τότε γνώρισα μιά γυναίκα πού ἀγαποῦσε πολύ τόν Θεό καί πίστευε μέ τήν καρδιά της. Χάρη σ᾽ αὐτήν ἀπέκτησα μεταφράσεις στά τουρκικά κάποιων ὀρθόδοξων πηγῶν καί τῆς θείας Λειτουργίας. Στή συνέχεια, στό ταξίδι πού ἔκανα μέ προσευχή, ὁ δρόμος μου συναντήθηκε μέ ἕναν ἱερέα πού ἤξερε ἀγγλικά καί μπόρεσα νά γίνω κατηχούμενος. Γιά νά τόν βρῶ, ἐπισκέφθηκα μιά μικρή πόλη στήν Ἑλλάδα. Δέν μπορῶ νά ξεχάσω τήν πρώτη συνάντηση μαζί του. Ὁ Ἑσπερινός κόντευε νά τελειώσει. Οἱ ἄνθρωποι ἔβγαιναν ἀπό τήν ἐκκλησία καί ὁ παπάς, πού στεκόταν στό μέσο τῆς ἐκκλησίας, μέ φώναξε μέ τό ὄνομά μου (...) Δείχνοντάς μου μιά-μιά τίς εἰκόνες στόν τοῖχο, ἄρχισε νά μέ ρωτᾶ ἄν ἤξερα ποιοί εἶναι. Ἔπειτα ἀπό κάθε φορά πού ἔλεγα ὅτι δέν ξέρω, μοῦ ἔδινε ἀπαντήσεις, ὅπως: «Αὐτός ἦταν Ρῶσος. Αὐτός ὁ Ἅγιος ἦταν Γεωργιανός, αὐτός ἦταν Σύριος...». Περπατήσαμε μέχρι τό τέλος τοῦ τοίχου. Ὅταν φτάσαμε στήν τελευταία εἰκόνα, χαμογέλασε καί εἶπε: «Λοιπόν, ποιός εἶναι αὐτός;» Ὁ Ἅγιος στήν τοιχογραφία εἶχε στό κεφάλι του σαρίκι. Μιᾶς καί ἤξερα λίγο τά ἑλληνικά γράμματα, μπόρεσα νά διαβάσω τήν ἐπιγραφή. Κατάλαβα ὅτι ἦταν Τοῦρκος καί γυρνώντας στόν ἱερέα ρώτησα «ἅγιος Ἀχμέτ, κύριε;». «Ναί, παιδί μου, εἶναι ἕνας τοῦρκος Ἅγιος», εἶπε συνεχίζοντας νά χαμογελᾶ. Ὕστερα, τραβήξαμε ἀπό μιά καρέκλα καί καθίσαμε στό μέσο τῆς ἐκκλησίας.
Μοῦ εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι ἕνας ἀξιοθρήνητος παπάς, ὁ Θεός ὅμως εἶναι ἄπειρος. Μακάρι νά μποροῦσα νά σοῦ διδάξω πολλά, ἀλλά θά σοῦ πῶ λίγα σημαντικά πού χρειάζεται νά ξέρεις. Κοίτα, παιδί μου, ἐσύ τώρα γίνεσαι ὀρθόδοξος. Δέν θά γίνεις Ἕλληνας ἤ Ρῶσος. Τώρα, σάν Τοῦρκος, εἶναι καιρός νά προσευχηθεῖς πολύ γιά κάθε ἔθνος πού βρίσκεται στόν κόσμο καί ἰδιαίτερα γιά τό δικό σου ἔθνος. Αὐτή ἡ ἐκκλησία δέν εἶναι οὔτε τῶν Ἑλλήνων οὔτε τῶν Ρώσων οὔτε τῶν Σέρβων. Αὐτή ἡ ἐκκλησία εἶναι τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Αὐτοί στόν τοῖχο εἶναι μάρτυρες τῆς πίστης. Ὅλοι εἴμαστε παιδιά τοῦ Θεοῦ».
Ἐκείνη τή στιγμή δέν μποροῦσα νά περιγράψω τά συναισθήματά μου. Σάν νά διαλύθηκε τό σφίξιμο καί τό ἄγχος πού ὁ σατανᾶς μέ εἶχε φορτώσει. Τά λόγια τοῦ ἱερέα ἐξαφάνισαν κάθε αἴσθημα ἀποξένωσης καί μοναξιᾶς πού αἰσθανόμουν ὥς ἐκείνη τή στιγμή. Στό διάστημα πού πέρασα στήν Ἑλλάδα βρῆκα τήν εὐκαιρία νά γνωρίσω ἀπό κοντά αὐτή τήν ἀρχαία ἐκκλησία μέ ἐπισκέψεις σέ ναούς καί μοναστήρια. Μέ τήν ἐπιστροφή μου στήν Τουρκία τό αἴσθημα ἀποξένωσης μέσα στόν ναό εἶχε περάσει. Πλέον εἶχα ἐπίγνωση ὅτι ἦταν τό σπίτι τοῦ Θεοῦ. Ἄν καί ἐξακολουθοῦσα νά μήν καταλαβαίνω τίς προσευχές στά ἑλληνικά, εἶχα τίς τουρκικές μεταφράσεις καί μποροῦσα νά παρακολουθήσω.
Ἴσως κι ἐσύ ὧρες-ὧρες νά νιώθεις ξένος. Εἶναι δύσκολο νά βρεῖς γύρω σου ἄτομα πού νά μοιράζονται τήν ἴδια πίστη μέ σένα ἤ μπαίνοντας στήν ἐκκλησία δέν μπορεῖς νά ἐπικοινωνήσεις εὔκολα μέ τούς ἀνθρώπους. Ἀλλά μήν ξεχνᾶς! Πέρα ἀπ᾽ ὅλα, ἐκεῖ εἶσαι στό σπίτι τοῦ Θεοῦ καί εἶσαι στόν σωστό δρόμο. Ἀκόμα κι ἄν κάποιες παλιές συνήθειες καί αὐταπάτες πού ἔρχονται ἀπό τόν σατανᾶ προσπαθοῦν νά αὐξήσουν τό αἴσθημα ἀποξένωσης, μή γυρίσεις πίσω! Θά σοῦ ἔρθει ἡ δύναμη πού χρειάζεται, ἐφόσον προσεύχεσαι στόν Θεό καί ἀνοίγεις τήν καρδιά σου. Δέν πρέπει νά ξεχνᾶς: Πάνω ἀπ᾽ ὅλους ὁ πιό στενός σου φίλος εἶναι ὁ Θεός. Μελέτησε τόν λόγο του. Ἐντρύφησε στή ζωή τῶν ἁγίων, κατάφυγε στή μεσιτεία τῆς Παναγίας μας καί ἀφοσιώσου στήν προσευχή. Ὁ Θεός ξέρει καλύτερα τίς ἀνάγκες μας. Τά ὑπόλοιπα θά ἔρθουν μόνα τους.
Ἕνας τοῦρκος χριστιανός ὀρθόδοξος