Στίς 21 Ἰανουαρίου τιμοῦμε τή μνήμη τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀπό τούς σημαντικότερους πατέρες τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Μέ τήν πολύ πλούσια θεολογία του ἀναφέρεται ἐκτός τῶν ἄλλων καί στόν φυσικό χῶρο καί χρόνο: «Εἶναι ἀδύνατο νά γίνει ἀντιληπτή ἡ ἔννοια τοῦ χώρου («ποῦ»), χωρίς τήν ἔννοια τοῦ χρόνου («πότε»), καί ἀντιστρόφως δέν μπορεῖ νά γίνει ἀντιληπτή ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου χωρίς νά συγκατανοηθεῖ μέ τήν ἔννοια τοῦ χώρου»1. Χρησιμοποιώντας ἀποκλειστικά καί μόνο θεολογικά ἐπιχειρήματα καί βασιζόμενος στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐκεῖνος ὡς θεόπτης βλέπει τόν φυσικό κόσμο, κατέληξε στό συμπέρασμα ὅτι ὁ χῶρος καί ὁ χρόνος ἀποτελοῦν στήν οὐσία μία ὁλότητα. Ἀναφέρεται ἐπίσης καί στή θεμελιώδη σημασία πού ἔχουν ὁ χῶρος καί ὁ χρόνος γιά τήν ὕπαρξη τῶν ὄντων: «Καί οἱ δύο περιλαμβάνουν τήν ἀναγκαία συνθήκη γιά νά ὑπάρξουν ὅλα τά ὄντα πού ἐπιδέχονται περιγραφή. Ὅλα τά ὄντα ἀλλά καί τά "γεγονότα", δηλαδή τά δημιουργήματα πού ὑπόκεινται σέ περιγραφική ὁριοθέτηση, χρειάζονται τόν χῶρο καί τόν χρόνο ὡς ἀπόλυτους ὅρους γιά τήν ὕπαρξη καί τήν περιγραφή τους»2.
Πολλούς αἰῶνες ἀργότερα (στόν 20ό αἰώνα) ἡ ἀνθρώπινη ἐπιστήμη μέ τή Θεωρία τῆς Σχετικότητας (ΘΣ) τοῦ Einstein, χρησιμοποιώντας μεθοδολογία καί ἐργαλεῖα τῶν Φυσικῶν Ἐπιστημῶν, ἀποδεικνύει μέ ἐπιστημονικά ἐπιχειρήματα ὅτι πράγματι ὁ χῶρος καί ὁ χρόνος ἀποτελοῦν μία ὁλότητα, σέ ἀντίθεση μέ τίς μέχρι τότε δοξασίες, καί εἰσάγει τήν ἔννοια τοῦ λεγόμενου χωροχρονικοῦ συνεχοῦς. Μέσα στό χωροχρονικό συνεχές μπορεῖ νά συμβαίνουν πολλά καί παράδοξα φαινόμενα ἀσύλληπτα γιά τήν κοινή λογική.
Προφανῶς, ὁ σκοπός τοῦ Einstein καί τῶν ἄλλων ἐπιστημόνων δέν ἦταν νά ἐπιβεβαιώσουν τόν ἅγιο Μάξιμο (τόν ὁποῖο μᾶλλον ἀγνοοῦσαν). Αὐτό ἔχει ἰδιαίτερη σημασία, ἐπειδή τά συμπεράσματά του γιά τή δομή τοῦ κτιστοῦ κόσμου ἐπιβεβαιώνονται στήν ἐποχή μας καί ἀπό τήν «ἀπέναντι ὄχθη», ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἐπιστήμη πού εἶναι ἐκ θεμελίων ἀγνωστική, καί γενικά ἀπό τόν ἐπιστημονικό χῶρο στόν ὁποῖο ὑπάρχουν ἀρκετοί ἀγνωστικιστές.
Χῶρος καί χρόνος: Μία ἀδιαχώριστη ὁλότητα στόν τετραδιάστατο φυσικό χῶρο
Ἐπειδή τόσο θεολογικά ὅσο καί ἐπιστημονικά ὁ χρόνος ἀποτελεῖ μία ὁλότητα μέ τόν χῶρο, δέν ταυτίζεται μέ τόν χρόνο πού χρησιμοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος στίς διάφορες δραστηριότητές του. Ὁ κτιστός χρόνος, πού μετροῦν τά ρολόγια μας καί τά ἡμερολόγιά μας, εἶναι ἀνεξάρτητος ἀπό τόν τρισδιάστατο εὐκλείδειο χῶρο (ἤτοι μῆκος, πλάτος, ὕψος). Ἡ ἀντίληψη αὐτή ὑπαγορεύεται ἀπό τίς ἀνθρώπινες αἰσθήσεις καί τίς ἐμπειρίες μας ἀπό τήν καθημερινή ζωή, ἀλλά εἶναι βασικά λανθασμένη καί ἀντίκειται στό χωροχρονικό συνεχές.
Γιά νά ἀντιληφθοῦμε τό μέγεθος τῶν ἐσφαλμένων ἀντιλήψεων πού προκύπτουν ἀπό τόν διαχωρισμό τῶν συστατικῶν τοῦ χωροχρονικοῦ συνεχοῦς, μποροῦμε νά ἀναφερθοῦμε μεταφορικά στά συστατικά τοῦ δυναμίτη (τρινιτρογλυκερίνη), πού ἀποτελεῖται ἀπό γλυκερίνη (καλλυντικό) καί νιτρικά (πού χρησιμοποιοῦνται στά λιπάσματα), ἤ τοῦ βρώσιμου ἅλατος, πού ἀποτελεῖται ἀπό χλώριο (πολεμικό ἀέριο) καί νάτριο (ἔντονα καυστικό). Ὅπως τά ἐπιμέρους συστατικά τους εἶναι τελείως διαφορετικά ἀπό τήν ὁλότητα «δυναμίτης» ἤ «ἅλας» ἀντίστοιχα, ἔτσι καί ὁ χρόνος καί ὁ χῶρος πού διαχωρίζουμε αὐθαίρετα (ὑπακούοντας στίς αἰσθήσεις τοῦ πεπερασμένου ἀνθρώπου), εἶναι διαφορετικά ἀπό τά ἀντίστοιχα μεγέθη μέσα στήν ὁλότητα τοῦ χωροχρονικοῦ συνεχοῦς. Τήν ὕπαρξη αὐτῆς τῆς ὁλότητας, τήν ὁποία ἀντιλήφθηκε πρῶτος ὁ ἅγιος Μάξιμος, μόνον ὁ Θεός μπορεῖ νά γνωρίζει πῶς εἶναι καί πῶς λειτουργεῖ ἐπακριβῶς.
Ἐνῶ γιά τή λογική τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου ὁ χρόνος εἶναι ἁπλά καί μόνο μία γραμμική παράμετρος, πού μᾶς χρησιμεύει στήν κατηγοριοποίηση καί ταξινόμηση διάφορων γεγονότων, στή ΘΣ συμμετέχει στό γίγνεσθαι. Ἡ ΘΣ δέν ἀναφέρεται πλέον στόν εὐκλείδειο χῶρο ἀλλά σέ τετραδιάστατο χωροχρόνο. Ἀλλά ἡ βιολογία καί φυσιολογία τοῦ πεπερασμένου ἀνθρώπου ἐπιβάλλουν στίς αἰσθήσεις μας νά θεωροῦν ὅτι ὁ φυσικός χῶρος εἶναι τρισδιάστατος. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἀντιλαμβανόμαστε μόνο μία προβολή τοῦ τετραδιάστατου3 σύμπαντος στόν τρισδιάστατο εὐκλείδειο χῶρο τῶν αἰσθήσεών μας. Κατά συνέπεια, ἐμεῖς ὡς πεπερασμένα ὄντα ἀντιλαμβανόμαστε μόνο μία σκιά4 τῆς φυσικῆς τετραδιάστατης πραγματικότητας, τήν ὁποία μόνον ἐκεῖνος πού εἶναι ὑπεράνω τοῦ κτιστοῦ χρόνου (δηλ. εἶναι ἀθάνατος) καί τοῦ χώρου καί τῆς ὕλης (δηλ. ὁ Θεός) μπορεῖ νά γνωρίζει. Αὐτό πού ἐμεῖς μποροῦμε νά ἀντιληφθοῦμε εἶναι μόνο τήν ὕπαρξη τῆς τέταρτης διάστασης, ἡ ὁποία ὅμως δέν ταυτίζεται μέ τόν χρόνο τῶν ρολογιῶν μας. Αὐτή ἡ διάσταση συνεπάγεται τήν ὕπαρξη ἐπιπλέον βαθμῶν ἐλευθερίας μέσα στόν κτιστό κόσμο (πέραν τῶν τριῶν διαστάσεων), προσδίδοντας περισσότερες δυνατότητες δημιουργίας5 στόν Δημιουργό. Εἶναι ἕνα μέσο γιά αὐξημένη καινοτομία, πού τοῦ ἐπιτρέπει νά δημιουργήσει τή μεγαλειώδη πολυποικιλότητα τῆς φύσεως.
1. Βλ. PG 91,1180ΒC, μετάφρ. π. Μαξίμου Λαυριώτη, Ἠλία Πετροπούλου, Θεολογία τῆς Φύσεως Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Ἐκδ. Ἁρμός 2018 (σσ. 72.73).
2. Ἔ.ἀ.
3. Ἡ πλέον σύγχρονη Θεωρία τῶν «χορδῶν» καί «ὑπερχορδῶν» δείχνει ὅτι ὑπάρχουν ἀκόμη 6 ἤ 7 ἐπιπλέον διαστάσεις. Ἐπειδή ὅμως δέν ἔχει γίνει ἀκόμα ἡ πειραματική ἐπιβεβαίωσή τους, δέν θά ἀναφερθοῦμε σέ αὐτές.
4. Γιά νά κατανοήσουμε πόσο ἐσφαλμένη πληροφόρηση ἔχουμε ἀφαιρώντας αὐθαίρετα μία διάσταση, ἀρκεῖ νά σκεφτοῦμε ὅτι: Ἡ προβολή ἑνός τρισδιάστατου ἀντικειμένου σέ δισδιάστατο χῶρο (δηλαδή σέ ἐπίπεδη ἐπιφάνεια) εἶναι ἡ σκιά του.
5. Γιά νά κατανοήσουμε αὐτό, μποροῦμε νά συγκρίνουμε τόν γνωστό μας δισδιάστατο (ἐπίπεδο) καί τρισδιάστατο χῶρο: Ὅπως ἐμεῖς στόν τρισδιάστατο χῶρο ἔχουμε περισσότερες δυνατότητες δημιουργίας ἀπό ὅ,τι στόν δισδιάστατο, ἔτσι καί ὁ Θεός, δημιουργώντας μέσα σέ πολυδιάστατους χώρους (4 ἤ 113 διαστάσεων), ἔχει πολύ πιό αὐξημένες δυνατότητες δημιουργίας καί καινοτομίας.
Παντελεήμων Καραφίλογλου
(ἀφ.) Καθηγητής Κβαντικῆς Χημείας Α.Π.Θ.