- Αὐτοί οἱ πολύτεκνοι! Θά πάρουν ὅλες τίς δουλειές μ’ αὐτό τό μέτρο τοῦ διορισμοῦ τους στό δημόσιο.
Κοίταξα ξαφνιασμένη τή συνάδελφο πού πρόφερε τούτη τήν πρόταση.
- Ἔχουν τόσες ἀνάγκες οἱ πολύτεκνοι. Τό ξεχνᾶς, τῆς εἶπα εὐγενικά.
- Θέλουν καί τίς ἔχουν, πετάχτηκε ὁ μαθηματικός μέ δηκτικότητα. Ποιός τούς εἶπε νά ἀραδιάζουν παιδιά;
- Ἔχουν τόσο κόπο γιά νά μεγαλώσουν τοῦτα τά παιδιά, ἀπάντησα προσπαθώντας νά τούς κάνω ἔστω γιά λίγο νά σκεφθοῦν ἀλλιώτικα.
- Τί ἀνοησία! σχολίασε μιά νεαρή, ἀνύπαντρη ἀκόμα συναδέλφισσα. Εἰδικά γιά τίς γυναῖκες· σάν κουνέλες... Ἀντί νά χαροῦν τή ζωή τους...
Ἔφυγα λυπημένη ἀπ᾿ τό γραφεῖο· τό ἀπόγευμα θά ἐπισκεπτόμουν μία φίλη μου καί ἐν Χριστῷ ἀδελφή μου, πολύτεκνη...
Παιδιάτικες φωνές μέ προϋπάντησαν· ὅλο τό σπίτι ἕνα πανηγύρι τῆς χαρᾶς. Πλησίαζαν Χριστούγεννα καί ἡ μητέρα ἔφτιαχνε φτερά, γιά νά ντυθοῦνε ἀγγελούδια μπρός στή φάτνη τοῦ Θεοῦ. Εἶδα τή φίλη μου χλωμή· κύκλοι ἀγρύπνιας γλείφανε τά μάτια της.
- Ὅλη τή νύχτα ὁ Βασιλάκης ἔκλαιγε, μοῦ εἶπε, κι ἔχω νά πλύνω καί νά σιδερώσω σήμερα.
Τήν κοίταξα μ᾿ ἀγάπη καί μέ θαυμασμό κρυφό. Γυρίσανε στή σκέψη μου, σάν βλασφημίες, οἱ φωνές τῶν συναδέλφων μου. Φωνές ἀπό ἕναν κόσμο αὐτάρεσκο, δοσμένο στήν εὐδαιμονία του, πού ξέρει μόνο νά ἐμπαίζει τήν ἱερή μωρία καί τή δόξα τοῦ σταυροῦ, πού ἔβλεπα ἀθόρυβα ζωγραφισμένη στό κουρασμένο πρόσωπο τῆς φίλης μου...
Πολύτεκνη μητέρα, ἀδελφή μου, μέσα σ’ αὐτόν τόν κόσμο σέ θωρῶ μιά ἡρωίδα τοῦ σταυροῦ. Τήν ὥρα πού ὅλοι γύρω σου ἀποδύονται μικρόψυχα καί ἐγωιστικά τό ἔνδυμα τῆς κακοπάθειας, βλέπω ἐσένα νά ὑποτάσσεσαι ἑκούσια στό «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν»· στήν ἅγια προσταγή τῆς αὐταπάρνησης πού ὅρισε ὁ Θεός· ἐκεῖνος ὁ Θεός πού ὁ κόσμος μας τόν θέλησε ἀκίνδυνο, ἀνώδυνο θεραπευτή τῆς εὔκολης βολῆς του καί τῆς χρείας του.
Βλέπω ἐσένα νά Τόν ἀγαπᾶς, νά παραδίνεις τό γυναικεῖο σου κορμί, πού ὁ κόσμος μας τό λάτρεψε ἕνα εἴδωλο κομψότητας, στά χέρια τά πανάγια, γιά νά καρπίσεις δίχως τούς ἰδιοτελεῖς καί εὐτελεῖς μας ὑπολογισμούς τό δῶρο τῆς ζωῆς.
Ἀδελφή μου πολύτεκνη,
Βλέπω ἐσένα νά πορεύεσαι στήν ἱερή ἀνηφοριά τοῦ Γολγοθᾶ τῆς οἰκογένειας· τῆς οἰκογένειας πού σέ καλεῖ νά μετασχηματίζεσαι, νά γίνεσαι «τά πάντα τοῖς πᾶσι», ὅπως ὁ τίμιος ἀπόστολος, γιά νά διακονήσεις τήν πολύπλευρη ἀνάγκη της· πάντοτε ἄγρυπνη πάνω ἀπό τά τρυφερά βλαστάρια σου· παιδί, μέ τήν ἀγγελική τους παιδικότητα· ἄγγελος, στά στενά τῆς ἐφηβείας τους· στήριγμα, γιά τήν πρώτη τους νεότητα. «Ἔχω ὅλες τίς γενιές», μοῦ εἶπες μία μέρα μέ χαμόγελο.
Ἀδελφή μου πολύτεκνη,
Βλέπω νά άρεις τό σταυρό χαρούμενα· ὄχι μονάχα ἐκεῖνον τῆς διακονίας σου, πού σοῦ τόν κάμει ἀνάλαφρο τό νάμα τῆς ἀγάπης σου, ἀλλά κι ἐκεῖνον τόν βαρύτερο· αὐτόν τῆς χλεύης τῶν πολλῶν, τῶν βολεμένων «χριστιανῶν» τοῦ σήμερα· ἐσύ ἡ μακάρια ἀπ᾿ τά εὐλογημένα χείλη τοῦ Κυρίου σου, γιατί ὀνειδίζεσαι γιά τό δικό του ὄνομα· ἐσύ ἡ τίμια, ὅπου μέ καύχημα σεμνό μπορεῖς νά λές μαζί μέ τόν εὐλογημένο ἀπόστολο· «οὐκ ἐπαισχύνομαι τό εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ».
Ἀδελφή μου πολύτεκνη,
Μέσα στόν κόσμο σέ θωρῶ εὐαγγελίστρια· μάρτυρα τοῦ σταυροῦ καί τῆς Ἀνάστασης· καί στέκομαι στό δρόμο σου, ἁπλά καί ἀγαπητικά, ἐγώ ἡ ἐλάχιστη· δίνω τά χέρια μου νά σοῦ κρατήσω Κυρηναία τήν ἀνάγκη σου· τά δένω προσευχή. Ἔτσι ὅπως σήμερα σέ βλέπω νά ντύνεις τά παιδιά σου ἀγγέλους μπρός στή φάτνη τοῦ Θεοῦ, ἔτσι προσεύχομαι νά τά χαρεῖς ἀγγέλους μές στό αὔριο, ἀνέγγιχτα ἀπό τοῦ κόσμου τή φθορά, ἀλώβητα στόν κίνδυνο· ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ νά ὁδοιποροῦν μέσα στόν κόσμο δρόμους ἁγιότητας, γιατί αὐτό εἶναι πού ποθεῖ ἡ χριστιανή καρδιά σου, ἡ χαρισμένη στή μητρότητα· νά προσκομίσεις τούς βλαστούς σου ἅγιους, σάν ἄλλη Νόννα καί Ἐμμέλεια, μέσα στά χέρια τοῦ Θεοῦ.
Ἀδελφή μου πολύτεκνη,
Καθώς σέ βλέπω κυκλωμένη ἀπ᾿ τούς ἀγγέλους σου, ἄμπελο εὐθηνοῦσα καί πολύκλωνο, ὅπως σέ τραγουδᾶ ὁ ψαλμωδός, θέλω νά σοῦ πῶ μ᾿ αὐτές τίς λίγες μου φτωχές γραμμές ἐκεῖνο πού ἡ καρδιά ἀρθρώνει σιωπηλά, κάθε φορά πού σέ κοιτῶ: Σέ χαίρομαι, σέ ἀγαπῶ, σέ θαυμάζω, ἀδελφή μου! Συνέχισε νά ἀγωνίζεσαι... Πορεύου ἀνυποχώρητη στόν τίμιο σταυρό τοῦ Γολγοθᾶ· ἐκεῖ, στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, σέ περιμένει ἡ ἀνάσταση.
Μ. Σωτηρίου