Ἐκ τῆς φθορᾶς μου ἀπόλυσον

 Μιά ζωή ἔκκλησης μυστικῆς. Ἡμέρες προσδοκίας, «καθ᾽ ἡμέραν προστιθείς τῇ θέρμῃ τήν θέρμην, τῷ πόθῳ τόν πόθον μέχρι τῆς αὐτοῦ ἐξόδου». Τόσο ταιριαστά μποροῦμε νά ἀποδώσουμε τά λόγια τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος στόν πρεσβύτη Συμεών.
 Τά μέτρα τοῦ καιροῦ του δέν ἦταν καί δικά του μέτρα. Δέν εἶναι μέτρο ὁ χρόνος πού φεύγει. Μέτρο του ὁ Αναμενόμενος. Οὔτε οἱ ἀτελεύτητες μέριμνες πού εἶναι τά δικά μας μέτρα, σέ μιά προσπάθεια νά προλάβουμε (τί;) καί νά καλύψουμε τούς φόβους μας. Γιατί ἐμεῖς ζοῦμε σ᾽ ἕναν αἰώνα γεμάτο φόβους. Κι ἀπ᾽ ὅλα πιό πολύ μᾶς διακατέχει ὁ φόβος τοῦ θανάτου· ἤ μᾶλλον ὄχι: ἡ πίστη στό θάνατο. Ἡ πίστη αὐτή εἶναι ἡ πιό ἰσχυρή κι ἡ πιό διαδεδομένη στίς ἡμέρες μας. Ὁ θάνατος ὁ τελειωτικός. Κι εἶναι αὐτή πού φέρνει τήν άγωνία και ὁδηγεῖ στά ἀδιέξοδα.
 Ἀλλ´ ὁ Συμεών ἔμαθε στή συνείδησή του νά ἀγρυπνεῖ καί νά περιμένει. Μέσα σιωπή ἀποκαλυπτική, διότι συμπορεύεται μέ μιά ψυχή πού δέν μένει βουβή. «Λέγε, Συμεών, τίνι κράζεις καί βοᾶς;». Ὁ κόσμος γύρω του γερνάει· ὁ Συμεών ὡριμάζει γιά τήν αἰωνιότητα. Γνωρίζει τί σημαίνει ἀθανασία. Ἡ ἀναμονή του δέν εἶναι στατική· εἶναι βαθιά πνευματική. Ὅταν ἡ ζωή βιώνεται ἀπνευμάτιστα, ὁ θάνατος εἶναι σκληρός. Στή ζωή ὅμως πού γίνεται βίωμα πίστεως, ὁ ἄνθρωπος κρέμεται ἀπό τόν οὐρανό.
 Κι ἔτσι μιά μέρα, ξαφνικά, ἀνάβουν φῶτα ἀπροσδόκητα. Βρίσκεται «κατενώπιον Θεοῦ». Δέχεται τή δωρεά νά Τόν δεῖ καί νά Τόν ἀγγίξει. Κι ἡ ἀναμονή του δικαιώνεται. Τώρα, βιώνει τήν ἀθανασία. Ἡ ἔκκληση του γίνεται ἐπίκληση. «Ἀπόλυσον με ἐκ τῆς φθορᾶς, ὅτι εἶδον σε σήμερον». Αὐτός πού βλέπει ὁ Συμεών ἀνατρέπει τά φυσικά· γιατί εἶναι ἡ Ζωή. «Φέρων οὗτος» στά χέρια του «τήν Ζωήν, τῆς ζωῆς ἠτεῖτο λύσιν». Ὁ θάνατος δέν εἶναι πλέον θάνατος· κι ἡ ζωή τοῦ κόσμου εἶναι φθορά. Συντελεῖται μιά θαυμαστή ὑπέρβαση κι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ζῆ μιά μεταγωγή στόν Παράδεισο. «Ἀνοιγέσθω ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ σήμερον», ψάλλουμε στόν Ἑσπερινό τῆς Ὑπαπαντῆς.
 Τοῦ Κυρίου ἡ Ὑπαπαντή μᾶς προσφέρει διέξοδο. Ὁ Κύριος προσφέρεται σ᾽ ἀνθρώπινα χέρια, γιά νά γίνουν αὐτοί -οἱ ἄνθρωποι- προσφορά στόν Θεό. Κι ἔτσι, «θά πεθάνουμε μέ χαρά», ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ. Κι ὁ πρεσβύτης Συμεών ὑποδεικνύει τήν ὑπέρβαση τοῦ φόβου τοῦ θανάτου, ἀφοῦ ὁ θάνατος εἶναι ἡ ἀναίρεση τῆς ζωῆς. Μά, ὅταν βρίσκεσαι στή θεωρία τῆς Ζωῆς; Ὅταν ἀγγίζεις τή Ζωή καί τρέφεσαι μ᾽ αὐτήν ἐν μυστηρίῳ; Τότε, ἡ ζωή παίρνει ἄλλο νόημα. Γίνεται μυστική ἀναμονή. Γίνεται ζωή ἐσωτερική, μέσα στή σιωπή καί κοπιαστική πορεία. «Δεῦτε καί ἡμεῖς Χριστῷ συναντηθῶμεν καί δεξώμεθα Αὐτόν». Ὑπάρχει ὅμως πάντοτε ἡ προϋπόθεση νά δοῦν «οἱ ὀφθαλμοί» μας «τό σωτήριον» τοῦ Θεοῦ καί τό «φῶς» του ἀπό αὐτήν ἐδῶ τή ζωή. Εἶναι γι᾽ αὐτό ἀναπότρεπτη ἡ ἀνάγκη, μέτρα μας νά μήν εἶναι τά μέτρα τῶν καιρῶν μας· καί νά προσθέτουμε τόν «καθ᾽ ἡμέραν πόθον πόθῳ» στόν Κύριό μας «μέχρι τῆς ἐξόδου» μας.

Κύριλλος