Ἡ ἀγράμματη μάνα μέ τήν πολύτιμη γνώση

agramatimana «Γειά σου, γιαγιά!», εἶπε καί τεντώθηκε τό παιδικό προσωπάκι νά ἀκουμπήσει τό φιλί τῆς ἀγάπης στό γηρασμένο πρόσωπο. Ἀνταποκρίθηκε τό λευκό της κεφάλι κι ἔσκυψε νά ἀσπαστεῖ σάν εἰκόνισμα τήν ἀγαθή φυσιογνωμία τοῦ παιδιοῦ. Κι ἔτσι ὅπως βρέθηκε τόσο σιμά του, τοῦ ψιθύρισε μία στοργική συμβουλή - εὐχή τῆς καρδιᾶς της: «Χαρά μου, νά ᾿σαι κι ἡ χαρά τοῦ Χριστοῦ μας!».
 Ἡ ἐξώπορτα ἔκλεισε ἁπαλά πίσω του καί ἡ γιαγιά ἔμεινε νά κοιτᾶ ἀπ᾿ τό παράθυρο· κατευόδωσε τό παιδί μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί ψιθύρισε: «“ Ἡ μαρτυρία Κυρίου πιστή, σοφίζουσα νήπια”. Τί ἄλλο μπορῶ, μικρέ μου Ἀνέστη, νά σοῦ χαρίσω γιά τή ζωή πιό πολύτιμο καί πιό μεγάλο; Τό λόγο τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι πάνω ἀπ᾿ τή γνώση πού παίρνεις στό σχολεῖο σου· καί πάνω ἀπ᾿ τίς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων πού μαθαίνεις». Ἕνα χαμόγελο ἱκανοποίησης ζωγραφίστηκε στό πρόσωπό της: «Χαρά μου! Νά ᾿χεις χαρά σου τό Χριστό!».
 Αὐτή εἶναι ἡ γιαγιά μας, ἡ μάνα μου, ὁ πιό εὐτυχισμένος ἄνθρωπος μέσα στήν οἰκογένειά μας. Νιώθω νά τή ζηλεύω· ἔχει τή νιότη μέσα στά γηρατειά της· ἔχει τήν εἰρήνη μέσα στίς τόσες θλίψεις της· ἔχει ὁλόκληρη τή χαρά.
 Μιά μέρα μοῦ ἀποκάλυψε τό μυστικό της: «Θά σοῦ μιλήσω στή γλώσσα τῆς ἁγίας Γραφῆς, πού εἶναι γλυκιά σάν μέλι. “Τά δικαιώματα Κυρίου εὐθέα, εὐφραίνοντα καρδίαν”».
 Νά γιατί ἡ μάνα μᾶς φώναζε πάντα λέγοντας «Χαρά μου!». Γιατί τή χαρά τήν εἶχε μέσα της μόνιμη καί ἀναφαίρετη.
 Χρόνια καθηγήτρια καί νιώθω νά μαθητεύω κοντά στήν ἀγράμματη μάνα, πού ἔχει μία ἄλλου εἴδους γνώση.
 Ἕνα ἀπόγευμα ὁ Ἀνέστης, ὁ μικρός μου γιός, μέ ρώτησε:
 «Γιατί ἐσύ, μαμά, δέν μπορεῖς νά ἔχεις τό χαρούμενο πρόσωπο τῆς γιαγιᾶς, καί νά μᾶς μιλᾶς γλυκά ὅπως αὐτή; Ξέρεις κάτι; Μιά φορά, ἐκεῖ πάνω στό παλιό ντουλάπι, δίπλα στή μεγάλη πολυθρόνα, βρῆκα ἕνα μεγάλο βιβλίο. Εἶναι τό ἀγαπημένο τῆς γιαγιᾶς. Λές ἀπό κεῖ νά βρίσκει τίς ἱστορίες πού μοῦ διηγεῖται καί πού μ᾿ ἀρέσουν πολύ; Ὅμως στό γραφεῖο σου δέν εἶδα κανένα τέτοιο βιβλίο ἀνάμεσα στά τόσα πού ἔχεις! Γιά δές το! Θά σοῦ ἀρέσει!», κι ἔτρεξε νά μοῦ τό φέρει.
 Τό ἄνοιξα κι ἄρχισα νά μελετῶ ἐδῶ κι ἐκεῖ... «Νά, ἡ πολύτιμη γνώση τῆς ἀγράμματης μάνας μου!», μονολόγησα. «Ἡ ἁγία Γραφή!». Μιά περίεργη δύναμη μέ κράτησε γιά πολύ μπροστά στίς σελίδες τοῦ μεγάλου βιβλίου. Ἡ μάνα διακριτικά δέν ἀναζήτησε τό ἀγαπημένο της βιβλίο... καί κεῖνο τό βράδυ καί γιά πολλά ἀκόμη βράδια. Κι ἐγώ ἔβρισκα τήν εὐκαιρία νά καταφεύγω στήν καθοδήγησή του, νά ἀνακουφίζομαι ἀπό τίς συμβουλές του, νά ἀνακαλύπτω τά μυστικά κλειδιά τῆς εὐτυχίας τήν ὥρα τῆς μελέτης μου αὐτῆς... Πόσο εἶχε δίκιο, ἡ μητέρα μου! «Τά κρίματα Κυρίου ἀληθινά»... ἐπιθυμητά.
 Τό μεγάλο βιβλίο ἀπό τότε δέν ἐπέστρεψε στό παλιό ντουλάπι. Ὥσπου δέν ἄντεξε ἡ μάνα μου καί χαριτολογώντας μοῦ εἶπε: «Μοῦ ἔκλεψες τό βιβλίο, κυρία μου!». Κι ἔπειτα πρόσθεσε σοβαρά: «Ξέρεις τί λέω τώρα πιά μέ βεβαιότητα; “Ὁ νόμος Κυρίου ἐπιστρέφων ψυχάς”. Κι εἴμαστε κι ἐσύ κι ἐγώ οἱ εὐεργετημένοι, πού ἄλλαξε ἡ ζωή μας καί ἔγινε στ’ ἀλήθεια εὐτυχισμένη».
 Τήν κοίταξα μέ εὐχαριστία καί σκέφτηκα: «Εὐλογημένη νά ᾿σαι, ἀγράμματη μάνα μου, πού ἄφησες τήν αἰώνια γνώση σου πολύτιμη κληρονομιά μές στήν οἰκογένειά μου»!

Εὐγ. Χ. Χατζηιωαννίδου