Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής καί ἡ ὁλότητα χώρου καί χρόνου
Σέ προηγούμενο τεῦχος (Φεβρουάριος 2023) εἴδαμε ὅτι χρειάστηκε νά φτάσουμε στόν 20ό αἰώνα, γιά νά ἀντιληφθεῖ ἡ ἀνθρώπινη ἐπιστήμη ὅτι χῶρος καί χρόνος ἀποτελοῦν μία ὁλότητα, τήν ὁποία ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἔχοντας τήν ἐνόραση τοῦ Θείου, εἶχε ἀ- ντιληφθεῖ 1.300 χρόνια πρίν, βασιζόμενος ἀποκλειστικά καί μόνο σέ θεολογικές θεωρήσεις. Ἡ Θεωρία Σχετικότητας τοῦ Einstein, βασιζόμενη σέ αὐτή τήν ὁλότητα, δείχνει ὅτι μπορεῖ νά ὑπάρχουν πολλά παράδοξα φαινόμενα, τά ὁποῖα θεωροῦνται ὡς «παράλογα», ἐπειδή δέν συνάδουν μέ τή λογική τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου, δηλαδή τή λογική πού ἀναπτύσσεται στή βάση τῶν ἐμπειριῶν μας ἀπό τόν αἰσθητό κόσμο.
Τά παράδοξα τῆς ὁλότητας χώρου καί χρόνου
Ἐνῶ ὁ χῶρος καί ὁ χρόνος ἀποτελοῦν μία ὁλότητα ἀπό τήν ἀρχή τῆς Δημιουργίας, ἡ λογική τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου μᾶς ἐπιβάλλει νά τά ἀντιλαμβανόμαστε ὡς διακριτά καί διαχωριζόμενα μεγέθη. Σύμφωνα μέ αὐτή τή λογική, ὁ χῶρος εἶναι εὐκλείδειος, δηλαδή τρισδιάστατος -ἔχει μῆκος, πλάτος, ὕψος- καί ὁ χρόνος εἶναι ἕνα μέγεθος πού ἐξελίσσεται γραμμικά, μεταβαλλόμενος μέ σταθερές ποσότητες, τίς ὁποῖες μετροῦν τά ρολόγια καί τά ἡμερολόγιά μας. Ὁ χρόνος, ὅπως τόν ἀντιλαμβανόμαστε μέ τίς αἰσθήσεις μας, ρέει σταθερά σέ ὁποιοδήποτε σημεῖο τῆς ὑφηλίου σταθοῦμε. Ἐπίσης, δέν ἐπηρεάζεται ἀπό τή βαρύτητα οὔτε ἀπό τήν ταχύτητα. Δέν μπορεῖ οὔτε νά διασταλεῖ οὔτε νά συσταλεῖ. Ἀλλά ὅμως οἱ ἐξισώσεις τῆς Εἰδικῆς Θεωρίας Σχετικότητας δείχνουν ὅτι μέσα στό τετραδιάστατο χωροχρονικό συνεχές μπορεῖ ἡ ταχύτητα νά ἐπηρεάζει τή ροή τοῦ χρόνου καί τό μῆκος τῶν ὑλικῶν ἀντικειμένων. Παραδείγματος χάριν μέ τήν αὔξηση τῆς ταχύτητας μπορεῖ νά ἔχουμε διαστολή τοῦ χρόνου καί συστολή τοῦ μήκους.
Διαστολή τοῦ χρόνου
Ἐπειδή ἡ διαστολή τοῦ χρόνου δέν συνάδει μέ τή λογική τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου, πού βασίζεται στίς καθημερινές ἐμπειρίες μας, ὁ Einstein, γιά νά ἐξηγήσει τή θεωρία του στό εὐρύ κοινό, ἔδωσε τό γνωστό νοητικό παράδειγμα τῶν δύο «δίδυμων ἀδελφῶν»: Ἔστω ὅτι μέ τή γέννηση δύο δίδυμων ἀδελφῶν, ὁ ἕνας ἐπι- βιβάζεται σέ διαστημόπλοιο, πού μπορεῖ νά ἐπιταχύνεται σέ μεγάλες ταχύτητες, καί περιφέρεται στό διάστημα γιά πολλά χρόνια. Ὅταν ἐπιστρέψει, θά εἶναι βιολογικά νεότερος ἀπό ἐκεῖνον πού παρέμεινε στή γῆ, λόγῳ τῆς διαστολῆς τοῦ χρόνου. Ὁ χρόνος κυλάει πιό ἀργά γιά τόν ταχύτερο.
Ἡ Γενική Θεωρία τῆς Σχετικότητας ἀποδεικνύει κι ἕνα ἄλλο παράδοξο, ὅτι ἡ βαρύτητα ἐπηρεάζει τόν χρόνο: Αὔξηση ἤ ἐλάττωση τῆς βαρύτητας μπορεῖ νά προκαλέσει διαστολή ἤ συστολή τοῦ χρόνου, ἀντίστοιχα! Ὁ χρόνος ρέει πιό ἀργά, δηλαδή διαστέλλεται, γιά ἕνα ἄτομο, ὅταν ἡ δύναμη τῆς βαρύτητας πού δέχεται εἶναι μεγαλύτερη, π.χ. ὅταν βρίσκεται στό ἰσόγειο ἑνός οὐρανοξύστη, σέ σχέση μέ ἕνα ἄλλο ἄτομο πού βρίσκεται στήν κορυφή. Ἄν καί αὐτή ἡ διαφορά εἶναι πολύ μικρή, καί δέν μπορεῖ νά γίνει αἰσθητή ἀπό τίς ἀνθρώπινες αἰσθήσεις, εἶναι ὅμως ὑπαρκτή. Ἐπίσης, ἐάν πλησιάζαμε μία μελανή ὀπή (ἡ ὁποία παρουσιάζει τεράστιες βαρυτικές δυνάμεις), ὁ χρόνος θά διαστελλόταν ὅλο καί περισσότερο καί θά ἔτεινε νά σταματήσει στά «ὅρια» τῆς ὀπῆς.
Ἡ Θεωρία τῆς Σχετικότητας, τῆς ὁποίας ἡ ὀρθότητα ἔχει ἐπιβεβαιωθεῖ καί πειραματικά, δέν εἶναι σέ ἀντίθεση μέ τίς Γραφές. Σαφέστατα ὑπογραμμίζει τή σχετικότητα τοῦ χρόνου ὁ ἀπόστολος Πέτρος: «Ἓν δὲ τοῦτο μὴ λανθανέτω ὑμᾶς, ἀγαπητοί, ὅτι μία ἡμέρα παρὰ Κυρίῳ ὡς χίλια ἔτη, καὶ χίλια ἔτη ὡς ἡμέρα μία» (Β΄ Πέ 3,8). Ἐπίσης, βασιζόμενοι στόν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὅτι ὁ Θεός προεγνώριζε ἀνθρώπους (βλ. Ρω 8,29), μποροῦμε νά συμπεράνουμε ὅτι ὁ Θεός μᾶς γνώριζε (ὡς «λόγους τῶν ὄντων») πρίν ἀκόμα τή Μεγάλη Δημιουργία, καί κατά συνέπεια τό κατ᾽ ἀνθρώ- πους «παρελθόν» καί «παρόν» εἶναι ἑνιαῖο γιά τόν Θεό, δηλαδή εἶναι ἄχρονος (ἀθάνατος). Μέ τή γλώσσα τῆς ἐπιστήμης, καί λαμβάνοντας ὑπ᾽ ὄψιν ὅτι ὁ Θεός εἶναι «πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν», ἤτοι εἶναι ἄπειρος, ἡ διαστολή τοῦ χρόνου μπορεῖ νά εἶναι ἄπειρη, δηλαδή ὁ κτιστός χρόνος δέν ρέει γιά τόν Θεό.
Συστολή τοῦ μήκους
Ἐάν πλησιάζαμε ἕνα μακρινό ἀστερισμό μέ ταχύτητα αὐξανόμενη πρός τήν ταχύτητα τοῦ φωτός (λόγῳ τῶν τεράστιων ἀστρονομικῶν ἀποστάσεων), ὁ ἀστερισμός θά μίκραινε γιά ἐμᾶς σάν νά ἀπομακρυνόταν. Κατά συνέπεια, ἡ ἀντίληψή μας γιά τόν ἀστερισμό θά ἦταν ἐσφαλμένη, καί στήν πράξη δέν θά μπορούσαμε νά φτάσουμε ποτέ σ’ αὐτόν τόν ἀστερισμό, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἐπιτάχυνσή μας.
Διαστολή τοῦ χώρου τοῦ σύμπαντος
Ἔχει ἐπιβεβαιωθεῖ πειραματικά ὅτι τό σύμπαν διαστέλλεται. Αὐτή ἡ διαστολή περιγράφεται μέ τήν παγκόσμια κοσμολογική σταθερά (Λ) τοῦ Einstein. Στά τέλη τοῦ 20οῦ αἰώνα βρέθηκε ὅτι ἡ διαστολή εἶναι ἐπιταχυνόμενη· τό σύμπαν εἶναι πληθωριστικό, ὅπως ἐξάλλου ἦταν τίς πρῶτες περιόδους μετά τή Μεγάλη Ἔκρηξη. Αὐτό ὁδήγησε τούς ἐπιστήμονες σέ ἀκόμα μεγαλύτερα παράδοξα, τά ὁποῖα δέν συνάδουν μέ τή λογική τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου: Ὑπάρχει στό σύμπαν ἕνα εἶδος ἐνέργειας τόσο μυστηριῶδες, πού οἱ εἰδικοί τό ὀνόμασαν «Σκοτεινή Ἐνέργεια». Ἐπιπλέον, τό ἀκόμα πιό παράδοξο εἶναι ὅτι αὐτή ἡ ἐνέργεια ἀποτελεῖ τή μεγάλη πλειοψηφία (~73%) τῆς συνολικῆς ὑλοενέργειας τοῦ σύμπαντος, ἐνῶ ἡ γνωστή μας ὑλοενέργεια, πού περιλαμβάνει τή γῆ καί ὅλα τά ἀστρικά σώματα ὅλων τῶν ὑπαρχόντων γαλαξιῶν, εἶναι μόλις τό ~4% (ἤ ~5%) τοῦ σύμπαντος!
Βέβαια, τά προαναφερθέντα παράδοξα δέν ἀναφέρονται στίς Γραφές, ὄχι μόνον ἐπειδή ὁ σκοπός τῶν Γραφῶν εἶναι θεολογικός, ἤτοι νά ἀποκαλύψουν καί νά γνωρίσουν τόν Θεό στούς ἀνθρώπους, ἀλλά, ἐπίσης, ἐπειδή «...(ὁ Θεός) πολλά ἀποσιώπησε..., γιά νά προκαλέσει καί νά γυμνάσει τόν νοῦ μας νά ψάξει νά τά βρεῖ, ἀρχίζοντας ἀπό λιγοστές ἀφορμές»*, κατά τόν Μέγαν Βασίλειο.
Ἡ ἀναθεώρηση ἐπιστημονικῶν δοξασιῶν
Μέ τή Θεωρία τῆς Σχετικότητας διαπιστώθηκε ὅτι ὁ διαχωρισμός τοῦ χρόνου καί τοῦ χώρου, τόν ὁποῖο προϋποθέτει ἡ Μηχανική τοῦ Νεύτωνα, εἶναι ἐσφαλμένος. Ἐξάλλου, ἡ Μηχανική αὐτή ἀποδείχθηκε ἀνεπαρκής γιά τά μόρια καί τά ἄτομα, καί ἀντικαταστάθηκε στόν 20ό αἰώνα ἀπό τήν Κβαντική Μηχανική, ἡ ὁποία ἔχει ἄλλου εἴδους παράδοξα καί «παράλογα». Ἐπίσης, ἡ γεωμετρία τοῦ Εὐκλείδη δέν ἀρκεῖ, καί ἀντικαταστάθηκε ἀπό πολυδιάστατη γεωμετρία (Riemann), εἴτε ἀπό τή γεωμετρία Minkowski (ἤ Poincare-Minkowski), πού εἶναι μία ψευδο-εὐκλείδεια γεωμετρία κατάλληλη γιά τόν τετραδιάστατο φυσικό χῶρο τῆς γῆς μας. Ὁ Εὐκλείδης καί ὁ Νεύτωνας ἐκφράστηκαν χρησιμοποιώντας τή λογική πού βασίζεται σέ ἐμπειρίες ἀπό τόν αἰσθητό κόσμο, τίς ὁποῖες μπορεῖ νά ἔχει ὁ καθένας μας. Γενικά, ἡ ἀναθεώρηση πολλῶν ἐπιστημονικῶν δοξασιῶν στόν 20ό αἰώνα δείχνει ὅτι μέσα στή φύση, στό ἐργαστήριο τοῦ Θεοῦ, ἐνυπάρχουν πολλά παράδοξα, τά ὁποῖα δέν συνάδουν μέ τή λογική μας, καί κατά συνέπεια θεωροῦνται «παράλογα» ἀπό ἐμᾶς. Σέ ἑπόμενο τεῦχος θά δοῦμε πόσο εὔκολα αὐτή ἡ λογική τοῦ αἰσθητοῦ μπορεῖ νά μᾶς ὁδηγεῖ σέ ψευδαισθήσεις.
Παντελεήμων Καραφίλογλου
(ἀφ.) Καθ. Κβαντικῆς Χημείας Α.Π.Θ.
*Εἰς τὴν Ἑξαήμερον, PG 29,33Β.