Μητέρες του κόσμου

Κάθισα βιαστικά στή μόνη θέση τοῦ λεωφορείου πού ἀπόμενε ἀδειανή, κρατώντας προστατευτικά τ᾿ ὁλόφρεσκο μπουκέτο τριαντάφυλλα· θά τ᾿ ἄφηνα στά χέρια αὐτῆς πού ἀπό μικρό παιδί μ᾿ ἀκούμπησε στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Μές στ᾿ ἀνοιγμένα ροδοπέταλα μετροῦσε ἡ μνήμη τίς στιγμές πού ἔσκυψε ἡ εὐλογημένη κατηχήτρια πάνω ἀπ᾿ τή διψασμένη μου ψυχή, γιά νά ζωντανέψει μαραμένα τριαντάφυλλα. Πάνω στή χρυσαφένια δέση τοῦ μπουκέτου μου ἔμενε ἀκόμα ἄγραφη ἡ εὐχετήρια κάρτα τῆς γιορτῆς κι ὅλες οἱ λέξεις φάνταξαν λειψές...
 «Ὑπάρχει καί ἡ γλώσσα τῆς καρδιᾶς», σκέφτηκα μ᾿ ἀνακούφιση· κι ἔσκυψα νά συγκεντρωθῶ στούς στίχους ἀπ᾿ τήν τραγωδία τοῦ Εὐριπίδη, πού ἔμενε ἀνώφελα ἀνοιχτή πάνω στά γόνατα. Αὔριο παρουσίαζα τήν ἐργασία μου, πρωτοετής φοιτήτρια τῆς φιλοσοφικῆς... «φιλότεκνόν πως πᾶν γυναικεῖον γένος» (Εὐριπίδη, Φοίνισσαι, στ. 356)
  Ἔρριξα μιά ματιά στίς σημειώσεις τῆς μετάφρασης: «Φιλότεκνη πάντα ἡ ψυχή τῆς γυναίκας» (μτφ. Ν. Ποριώτη)... Πίσω ἀπ᾿ τίς λέξεις ἡ Ἰοκάστη μέ τά μαλλιά λυτά πάνω ἀπ᾿ τά ἑτοιμοθάνατα παιδιά της, ἀφανισμένη ἀπ᾿ τήν ἀκούσια ἁμαρτία της, παγιδευμένη μές στά δίχτυα τῶν θεῶν, πού ὁ μεγάλος τραγικός πάσχιζε ἀπελπισμένα νά τρυπήσει, κατά πώς τό ᾿πε ὁ Σεφέρης μας. Πίσω ἀπ᾿ τίς λέξεις ἡ Ἰοκάστη, μορφή βγαλμένη ἀπό τό θρύλο τόν πανάρχαιο...
 Τούς συνειρμούς μου ἔκοψε ἀπότομα μία χαρούμενη καί θριαμβευτική φωνή παιδιοῦ:
 - Πρῶτος! ἀλάφιαζε λαχανιασμένα ὁ μπόμπιρας, καί πίσω του ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα προσωπάκια ξαναμμένα καί ἀνάστατα.
  - Δέν ἤσουν πρῶτος! Μ᾿ ἔσπρωξες! Μοῦ πῆρες τή σειρά! φώναξε μέ θυμό ἕνα ἀγοράκι κοκκινόμαλλο πού ἄσθμαινε πίσω ἀπό τό λιλιπούτειο νικητή.
  - Ἄχ, Κωνσταντίνε, Ἄγγελε! ἀκούστηκε ξοπίσω τους γλυκειά μαζί καί αὐστηρή ἡ μητρική φωνή. Πάλι τά ἴδια! Πῶς θά στεναχωριοῦνται τώρα τ᾿ ἀγγελούδια σας!
 - Μαμά, διψάω, κλαψούρισε γκρινιάρικα ἕνα μικρό γαλανομάτικο, κρυμμένο στό φουστάνι της.
 - Κι ἐγώ, μαμά! Νερό! πετάχτηκε μιά ἀκόμη πιό λεπτή φωνούλα κοριτσιοῦ. Ξεφύτρωναν σάν μανιτάρια δίπλα της, ἔτσι κοντά καί τοσοδούλικα μέσα στόν κόσμο πού τά κύκλωνε.
 Βόλεψε τίς μικρές στά γόνατα εὐχαριστώντας γιά τίς θέσεις πού τῆς δώσαμε.
 - Μά... πόσα ἔχετε; ρώτησε ἔκπληκτα ὁ συνεπιβάτης μου, βλέποντας παιδικά κορμάκια νά στρυμώχνονται στό πλάι της.
 - Ἕξι, ἀπάντησε, καί βάθυναν περίεργα τά δυό μεγάλα σκοῦρα μάτια της. Πάνω στό στῆθος της εἶχαν ἀποκαρώσει τά μικρά· καί κεῖ ὅπου χτύπαγε ἡ καρδιά σμίγαν ἀπ᾿ τά γερμένα κεφαλάκια τους μπουκλίτσες μαῦρες καί ξανθές, τόσο πού δύσκολα θά τό ᾿λεγες πώς ἦταν ἀδελφές, ἄν καί τά δυό δέν τή φωνάζανε «μαμά». Ἔμεινα νά κοιτῶ τοῦτο τ᾿ ἀγαπημένο σύμπλεγμα: τή μάνα τή σκυμμένη στοργικά πάνω ἀπ᾿ τίς δύο παρθενικές εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, πού ζύμωσαν οἱ ὠδίνες τοῦ κορμιοῦ της... «Φιλότεκνη πάντα ἡ ψυχή τῆς γυναίκας»· σάλευαν μέσα μου οἱ λέξεις τοῦ Εὐριπίδη.
 Ξάφνου:
 - Φτάσαμε! ξεφώνισε ὁ Ἄγγελος κολλώντας τό μουτράκι του στό τζάμι τοῦ παράθυρου. Νά, περιμένει τ᾿ αὐτοκίνητο!
 Γύρισα αὐθόρμητα γιά νά κοιτάξω τόν πατέρα τους. Ἀπέναντι στήν ἄκρη τῆς στροφῆς εἶδα ἕνα μικρό λεωφορειάκι, ἄσπρο καί μικρό· πάνω στή μισανοιγμένη πόρτα του τρία παιδιά ζωγραφιστά κάτω ἀπό μιά κυρτή χρωματιστή γραμμή· δίπλα ἡ γνώριμη λεζάντα τῆς εἰκόνας: Ἑλληνικό Παιδικό Χωριό... Ὥστε...
 - Ἄχ, τά πουλάκια μου· ἀπό τό Παιδικό Χωριό, ἔκανε συμπονετικά μία μεσόκοπη κυρία... -
  Δέν ἤτανε δικά της τά παιδιά;
 - Ὄχι! Αὐτά εἶναι ὀρφανά, ἐγκαταλελειμμένα...
 - Τί λές! Κι αὐτή;
 - Αὐτή ἁπλά τά μεγαλώνει.
 - Καί τή φωνάζανε «μαμά»! Μιά σκεφτική σιγή ἁπλώθηκε στίς λέξεις μας. Ἔσκυψα πάλι στίς σελίδες μου: «Φιλότεκνόν πως πᾶν γυναικεῖον γένος». Ἡ Ἰοκάστη -μορφή βγαλμένη ἀπό τό θρύλο τόν πανάρχαιο· ἀπό τόν πόνο τόν ἀσώπαστο, πού ἔγινε θρύλος γιά ν᾿ ἀντέξουμε τό βάρος του- μέ τά μαλλιά λυτά πάνω ἀπ᾿ τά ἑτοιμοθάνατα παιδιά, πού πλήρωναν τ᾿ ἀκούσιο λάθος της...
 Κι εἶδα πίσω ἀπ᾿ τίς λέξεις τίς πανάρχαιες μιά μητρική μορφή μέ τήν καρδιά λυτή πάνω ἀπ᾿ τῆς Ἰοκάστης τά παιδιά· τό στῆθος της μιά ἀγκαλιά, γιά νά θηλάσουν τή ζωή, ὅπως ἐκείνου τοῦ πουλιοῦ πού τρέφει τά μικρά του μέ τό αἷμα του...
 Κι εἶδα πίσω ἀπ᾿ τίς λέξεις τίς πανάρχαιες ἄλικα τριαντάφυλλα κι ἕνα συγκινημένο δάκρυο, στά μάτια ἐκείνης πού τά δέχτηκε, ζεστό καί τρυφερό, ὅπως τό δάκρυο τῆς προσευχῆς της πού τά πότισε μέσα σέ μιά ἀτιθάσευτη νεανική ψυχή.
 Κι εἶδα νά ἀνταμώνουνε μές στή δεκαοκτάχρονη ψυχή μου οἱ δύο μορφές, ἡ ἄγνωστη «μητέρα» ἀπό τό Παιδικό χωριό κι ἡ ἀγαπημένη κατηχήτρια, νά σμίγουν μυστικά τά χέρια τους κάτω ἀπ᾿ τό βλέμμα τοῦ Σταυροῦ καί νά σκορπίζονται, γιά νά ἀγκαλιάσουνε τά ἑτοιμοθάνατα παιδιά μιᾶς Ἰοκάστης· νά τ᾿ ἀναστήσουν μέ τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν ἔγνοια τους... μάνες αὐτές τοῦ ὀρφανεμένου κόσμου μας.
 Ἔμενε ἀκόμη ἄγραφη ἡ εὐχετήρια κάρτα τῆς γιορτῆς, μά τώρα οἱ λέξεις σκίρταγαν στούς κτύπους τῆς καρδιᾶς:
 Μητέρες τοῦ κόσμου,
 πού βάλατε τόν ἄγγελο νά σκέπει τά ὀρφανά μας βήματα καί νά ζεσταίνει στίς φτεροῦγες του τίς πληγωμένες μας καρδιές, ἔτσι πού νά μή νιώθεται τό βάθος τῆς πληγῆς!
 Μητέρες τοῦ κόσμου,
 πού μᾶς κυοφορήσατε μέ τίς ὠδίνες τῆς καρδιᾶς, γιά νά μορφώσετε μέ μόχθο μές στά σπλάχνα μας τή λατρευτή μορφή Ἐκείνου πού μᾶς λύτρωσε!
 Μητέρες τοῦ κόσμου,
 πού ἀνοίξατε τά χέρια σας, δυό χοῦφτες τῆς στοργῆς, γιά νά κουρνιάσουνε πουλάκια ὀρφανά, νά βροῦν μιά ἄνοιξη στίς χειμωνιές τοῦ κόσμου μας, μία γωνιά μέ τριαντάφυλλα στίς γειτονιές τοῦ αὔριο...
 Μητέρες τοῦ κόσμου,
 σάν θά ἀνοίξουμε φτερά μέσ᾿ ἀπ᾿ τά χέρια σας, γιά νά μαζέψουμε χάδια ἀπό φῶς στά χρυσοφόρα πλάτια τοῦ οὐρανοῦ, θά ᾿ρθοῦμε φέρνοντας μιά ἀγκαλίδα τριαντάφυλλα ἀπό τήν ἄνοιξη πού ἐσεῖς μᾶς δώσατε·θά τ᾿ ἀποθέσουμε στά χέρια σας μετρώντας τό συγκινημένο δάκρυ σας, ξεχύνοντας τά μύρα μας ἀπάνω στ᾿ ἀνοιχτά τους ροδοπέταλα, πού θά ψελλίσουνε βουβά στή γλώσσα τῆς καρδιᾶς:
 «Μητέρες τοῦ κόσμου,
 εὐχαριστοῦμε!».

Ζηναΐδα