Ἀπολάμβανα μυστικά τά ὑπέροχα βυζαντινά μελωδήματα στήν ὀρθρινή ἀκολουθία τῆς 3ης τοῦ Γενάρη. Ἐκεῖ, κάπου ἀνάμεσα στούς ὕμνους, πού συνεπαίρνουν τήν ψυχή, μνημόνευσε καί πάλι ἡ Ἐκκλησία τά ὀνόματα ἐκείνων πού τώρα ὑμνοῦν τόν Θεό μαζί μέ τούς ἀγγέλους του στή συντροφιά τοῦ παραδείσου: «Τῇ τρίτῃ τοῦ αὐτοῦ μηνός μνήμη τῶν ἁγίων...». Μέσα στά τόσα ἀτίμητα ὀνόματα ὁσίων, προφητῶν, μαρτύρων σκάλωσε ἡ προσοχή μου στήν περίεργη φράση πού ἔκλεινε τό συναξάρι τῆς μέρας: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ οἱ ἅγιοι μάρτυρες, Μήτηρ καί δύο τέκνα, πυρί τελειοῦνται».
Στάλαξαν μιά-μιά στήν ψυχή μου οἱ λέξεις,τόσο ἱερές μέσα στ᾿ ἁπλό τους νόημα. Ἄγνωστη ἡ καταγωγή, ἡ ἡλικία, ἡ κοινωνική θέση τῆς μάρτυρος· ἄγνωστο κάθε ἐπεισόδιο τῆς ζωῆς της πέρα ἀπ᾿ τό «πυρί τελειοῦνται». Ἀτίμητο δικό της ὄνομα μονάχα ἡ λέξη πού τή λέν κομματιαστά στά πρῶτα τους ψελλίσματα τ᾿ ἀθῶα νήπια καί πού τήν κράζουνε σάν τά παιδιά οἱ μεγάλοι μές στόν πόνο τους· ἡ λέξη πού τήν τραγουδοῦν τά χείλη τῶν ἀνθρώπων, αἶνο μαζί καί προσευχή, στή Δέσποινα τοῦ κόσμου: Μητέρα. Ἔτσι τήν ξέρει ἡ Ἐκκλησία τήν ἄγνωστη μάρτυρα μές στούς ἁγίους της· ἔτσι ζητᾶ καί τίς ἀσίγαστες πρεσβεῖες της στόν Οὐρανό...
...Τή βλέπω ἐκεῖ ν᾿ ἀποθέτει ἀντίδωρο στά χέρια τοῦ Θεοῦ ὅ,τι πιό ἀκριβό τῆς εἶχε Αὐτός δωρήσει: τά παιδιά της· αὐτά πού ὕφαναν τά σπλάχνα της, πού λίκνισαν τά χέρια της καί βάσταξαν, βάρος γλυκό, τά γόνατά της· αὐτά πού τῆς ματῶσαν τή θηλή καί τήν καρδιά της.
Τά φέρνει καμένα στή φωτιά τοῦ μαρτυρίου τους μπροστά στό θρόνο τοῦ Θεοῦ «θυσίαν ὁλοκαυτώματος», λιβάνι ἀτίμητο πού καίει ἀπό τό θυμιατήρι τῆς ψυχῆς της ὡς «ὀσμή εὐωδίας». Τοῦ τά προσφέρει ταπεινά, γιά νά τά στέψει ἁγίους, νά χαίρονται αἰώνια τήν παιδική μακαριότητα μέσα στήν ἀγκαλιά της στήν ἄρρητη εὐφροσύνη τοῦ παραδείσου.
Ἐκεῖ ἀνταμώνει ἡ Μητέρα μάρτυς κι ὅλες τίς ἀδελφές της, ἐπώνυμες κι ἀνώνυμες, πού ἔφθασαν στόν Θεό φέρνοντας δῶρο τόν ἀκριβό βλαστό τους: τή Μόνικα, πού τά πληγωμένα γόνατά της Τοῦ ἔφεραν πίσω γονατιστό τόν Αὐγουστίνο της, γιά νά τόν κάνει πατέρα καί διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας· τήν Ἀνθούσα, πού ἡ ὑπομονή μές στή χηρεία της Τοῦ ἀνέθρεψε τόν Ἰωάννη της, γιά νά τόν κάνει χρυσορρήμονα Ἱεράρχη· τήν Εὐνίκη, πού ἡ ἀνυπόκριτη πίστη της Τοῦ παρέδωσε τόν Τιμόθεο, γιά νά τόν ἀναδείξει ἀπόστολο· τήν Ἰουλίττα, πού ἡ ἀγάπη της Τοῦ χάρισε τόν τρίχρονό της Κήρυκο, γιά νά τόν στεφανώσει παιδομάρτυρα· τίς τόσες ἄλλες πού δέν λατρέψαν τά παιδιά τους ματαιόδοξα σάν ἄλλα εἴδωλα, μά τά προσφέρανε λατρεία ἀγάπης στόν Θεό νά τά δοξάσει αἰώνια. Καί συνευφραίνονται τώρα ὅλες μαζί αἰώνια στήν ἀτέρμονη γιορτή τοῦ παραδείσου πλάι στή Μητέρα τοῦ Θεοῦ, πού ὁδήγησε τό θεῖο της Παιδί κι αὐτή σάν κάθε ἁπλή μητέρα στό ναό μέσα στήν ἀγκαλιά της, τάμα στόν Οὐράνιο Πατέρα καί τήν εὐλόγησε ὁ πρεσβύτης Συμεών...
Μήνυμα ζωντανό ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί κατόπιν ἡ Μόνικα, ἡ Ἀνθούσα, ἡ μάρτυς τῆς 3ης τοῦ Γενάρη σ᾿ ὅλες τίς μάνες τῶν καιρῶν μας: ν᾿ ἀκουμπήσουν τά παιδιά πού κλείνουν οἱ μητρικές τους ἀγκαλιές στήν ἀγκάλη τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Σήμερα δέν τ᾿ ἀπειλεῖ τά παιδιά μήτε τό ξίφος τῶν διωγμῶν μήτε ἡ φωτιά τοῦ μαρτυρίου. Τά ζώνει τό καμίνι τοῦ πειρασμοῦ, πού ὁρμᾶ ἀπειλητικά νά μαραζώσει τήν ψυχή τους. Τά δέρνει ἡ καταιγίδα τοῦ κακοῦ μέ τά χίλια ὀνόματα: οἰνόπνευμα, ναρκωτικά, ΑΙDS, διαφθορά... Κι ἀνοίγει σήμερα ὁ Θεός καταφυγή γιά τά παιδιά τήν ἀγκαλιά του, ὅπως καί τότε πού τά εὐλόγησε. Καλεῖ τίς μητέρες τους μέ τά ἴδια ἐκεῖνα λόγια: «Ἄφετε τά παιδία ἐλθεῖν πρός με»· «Ἀφῆστε, μητέρες, τά παιδιά σας στή στοργική καί παντοδύναμη ἀγκαλιά μου, πού λέγεται “Ἐκκλησία”, στήν ἁγιοπλάστρα Κιβωτό πού θά φυλάξει ἀπ᾿ τόν κατακλυσμό τόσου κακοῦ τό μητρικό σας ὄνειρο, νά ᾿ναι ἡ ζωή τῶν νιόβγαλτων ἀνθῶν σας τραγούδι παιδικῆς χαρᾶς, σήμερα, αὔριο, αἰώνια...».
Ζηναίδα