Μέ μύρια περιστατικά καί παραδείγματα ἡ ἱστορία ἐπιβεβαίωσε κι ἐξακολουθεῖ νά ἐπιβεβαιώνει ὥς τίς μέρες μας τήν προφητεία τοῦ γέροντα Συμεών, πού κρατώντας στήν ἀγκαλιά τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς «βρέφος τεσσαρακονθήμερον» τόν ὀνομάζει «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λκ 2,34).
Ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού ἄνοιξε τά μάτια του σ᾿ αὐτό τόν κόσμο ὁ Θεάνθρωπος Κύριος εἵλκυσε τή λατρευτική ἀγάπη ἀλλά καί τήν ἀσίγαστη ἐχθρότητα, ἀκόμη καί τό μίσος τῶν ἀνθρώπων, πού μάλιστα φάνηκε νά θριαμβεύει, ἀφοῦ τόν ὕψωσε στό σταυρό τοῦ Γολγοθᾶ. Πρίν ὅμως σηκώσει στούς ἀχράντους ὤμους του ἐκεῖνον τό σταυρό, ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὑπέμεινε καί δύο ἄλλους: τό σταυρό τῆς ἀντιλογίας καί ἀντίρρησης καί τό σταυρό τῆς καταφρόνιας καί ἀποδοκιμασίας. Τόν καταφρόνησαν καί τόν ἀποδοκίμασαν οἱ συντοπίτες του Ναζαρηνοί, πού μέ δυσπιστία ἀναρωτιοῦνταν: «Δέν εἶναι αὐτός ὁ γιός τῆς Μαρίας καί τοῦ Ἰωσήφ; Ποῦ τή βρῆκε τόση σοφία;» (βλ. Μθ 13,54-55). Ἀλλά τόν ἀποδοκίμασαν σκληρά καί οἱ φαρισαῖοι, οἱ πρωτοκλασάτοι τῆς πνευματικῆς κοινωνίας καί οἱ σαδδουκαῖοι, οἱ κορυφαῖοι τοῦ θρησκευτικοῦ κατεστημένου. Ὅλοι αὐτοί εἶναι, θά λέγαμε, οἱ πρόδρομοι τῶν ἀντιθέων καί ἀντιχρίστων ἀνά τούς αἰῶνες· τῶν ποικιλώνυμων πού ἐπίμονα καί μανιακά ἐπιστράτευσαν κάθε δύναμη καί χρησιμοποίησαν κάθε μέσον γιά νά πολεμήσουν τόν Ἰησοῦ Χριστό.
Ἀλλά καί οἱ ἐγγύς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ δέν κατενόησαν καί δέν ἐνστερνίσθηκαν ὅλοι τους τή διδασκαλία του οὔτε δέχθηκαν ἀνεπιφύλακτα τό σχέδιό του. Ἡ ἀντιλογία εἰσχώρησε καί σ᾿ αὐτή τή συντροφιά τῶν δώδεκα. Πρίν ἀκόμη ἐκδηλωθεῖ ἡ προδοσία τοῦ Ἰούδα, ὁ πρωτοκορυφαῖος Πέτρος ἐκδήλωσε τή συνειδητή ἀντίστασή του στό σχέδιο τοῦ Διδασκάλου καί γι᾿ αὐτό χαρακτηρίσθηκε «σατανᾶς», πού θά πεῖ ἀντιρρησίας, πνεῦμα ἀντιλογίας.
Ἐπί εἴκοσι αἰῶνες τώρα δέν ἔπαυσαν νά ἐμφανίζονται στή σκηνή τῆς ἱστορίας οἱ ψυχές πού σαγηνευμένες ἀπό τή μορφή τοῦ γλυκυτάτου Ναζωραίου τά θυσίασαν ὅλα γιά τήν ἀγάπη του καί ἀδιαμαρτύρητα τόν ἀκολούθησαν ἀκόμη καί στό θάνατο. Ἀλλά δέν ἔπαυσαν νά παρουσιάζονται ἐπίσης τόσο οἱ καταφρονητές, πού ἀναφανδόν ἀποδοκιμάζουν τόν Ἰησοῦ Χριστό καί τήν Ἐκκλησία του, ὅσο καί οἱ ἀντιρρησίες, πού ἀντιλέγουν καί ἀντιστέκονται στό θέλημά του. Ὑπάρχουν οἱ χριστιανοί καί οἱ ἀντίχριστοι, οἱ τοῦ Χριστοῦ καί οἱ ἀντιλέγοντες.
Τό ἄρθρο αὐτό θέλει νά ἑστιάσει σέ μία εἰδική μερίδα ἀντιλεγόντων. Βρίσκονται πλησιέστερα στόν Χριστό καί εἶναι οἱ πιό ἐπικίνδυνοι. Αὐτοί δέν ἀπέρριψαν, ἀλλά δέχθηκαν τόν Χριστό καί ὡς χριστιανούς τούς ξέρει ὁ κόσμος. Δέν τούς ἀποδεικνύει ὅμως τέτοιους ἡ ζωή τους. Δέν ἔχουν τά διαπιστευτήρια τοῦ πιστοῦ στήν καθημερινή τους πράξη. Καί τοῦτο ὄχι ἀπό συγγνωστή ἀδυναμία, ἀλλά ἀπό προσωπική τους ἐπιλογή καί φιλοσοφία. Γιά παράδειγμα, κριτήριο τῆς ἀγάπης στό πρόσωπό του ὅρισε ὁ Κύριος τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν του· καί οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἐπαναλαμβάνοντας τό ἀποστολικό κήρυγμα, προτρέπουν· «Εἰ ἀνεδέξω (ἄν δέχθηκες) τό εἶναι χριστιανός, ἐπείχθητι (σπεῦσε) γενέσθαι ὅμοιος Θεῷ, ἔνδυσαι Χριστόν» (Μ. Βασίλειος). Οἱ ἀντιλέγοντες «χριστιανοί» ὅμως, πού ἔχουν τόν χριστιανισμό ὡς ὄνομα καί ὄχι ὡς τρόπο ζωῆς, δέν θέλουν νά μοιάσουν στόν Χριστό. Ὁδηγό τους δέν δέχονται τό θέλημα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τή δική τους λογική. Σέ κάθε λόγο τοῦ Εὐαγγελίου προβάλλουν τόν δικό τους ἀντίλογο. Ὅλα τά κρίνουν, ὅλα τά ἀμφισβητοῦν καί τά ὑπονομεύουν. Σοφίζονται μύριους τρόπους νά ἀποφύγουν τίς θεϊκές ἐντολές. Σαρκάζουν μάλιστα ὡς «εὐσεβισμό» τήν τήρηση αὐτῶν τῶν ἐντολῶν.
Φυσικά, αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ «χριστιανοί» στεροῦνται τήν εὐλογία τῆς θείας χάριτος. Δέν νιώθουν τήν πληρότητα τῆς ἀναστροφῆς μέ τόν Θεό. Ἀλλά καί στό περιβάλλον τους γίνονται ἀνασταλτικοί καί συχνά ἀποτρεπτικοί καί ἀνατρεπτικοί. Τό ὀλέθριο ἔργο αὐτῶν τῶν ἀντιλεγόντων «χριστιανῶν» τό ἐπισημαίνει ἡ χρυσόφθογγη γλώσσα τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, πού μέ πόνο ἀποκαλύπτει: «Ἐμεῖς εἴμαστε αἰτία, ἐμεῖς, πού μένουν στήν πλάνη τόσοι ἄνθρωποι. Ὅταν σέ βλέπουν ἐσένα, τόν λεγόμενο χριστιανό, νά ἐκδηλώνεις πλεονεξία, νά ἁρπάζεις, νά ἀντιμετωπίζεις τούς ἄλλους ἀνθρώπους σάν θηρία, ἐσύ πού ἔχεις τήν ἐντολή νά ἀγαπᾶς καί τούς ἐχθρούς, (μέ τό δίκιο τους) λένε ὅτι εἶναι ἀνυπόστατα λόγια τό Εὐαγγέλιο».
Γιορτάζοντας καί φέτος τήν Ὑπαπαντή τοῦ Κυρίου (2/2), ἄς σκεφθοῦμε μήπως ἡ ἀντιλογία, γιά τήν ὁποία μίλησε ὁ Συμεών, δέν βρίσκεται μακριά μας. Μήπως κάποιες φορές βρίσκει τόπο καί στή δική μας ψυχή. Λέω, μήπως...
Στέργιος Ν. Σάκκος