Νά πῶς μετράει

kyrio3cΝύχτα θαυμαστή, ἀσύλληπτη! Ὁ Θεός, ὁ αἰώνιος Κύριος, ὁ δημιουργός τοῦ παντός, αὐτός πού δέν τόν χωροῦν οἱ οὐρανοί, γεννιέται βρέφος καί κοιμᾶται τυλιγμένος μέ φασκιές σέ μιά φάτνη, σ’ ἕνα παχνί!
Πῶς νά ψηλαφίσει ὁ νοῦς τό μυστήριο! Πῶς νά τό χωρέσει! Σάν νά ἄδειασε μέσα στή χουφτίτσα αὐτοῦ τοῦ νεογέννητου ἡ θάλασσα, οἱ ἀπέραντοι ὠκεανοί! Καί πάλι τίποτα δέν λέμε!...
Καί πλησιάζει νά Τόν προσκυνήσει τελευταῖος ἀπ’ ὅλη τήν κτίση ὁ ἄνθρωπος. Τί συνάντηση, στ’ ἀλήθεια! Ὁ πλάστης, ἀδύναμο «παιδίον» πού κλαίει κι ἀναζητᾶ τροφή καί προστασία, ἐνῶ τό πλάσμα του φορτωμένο μέ τή δόξα καί τά παράσημα τῶν ἐπιτευγμάτων του: πολιτισμοί, ἀνακαλύψεις, γνώση, καί τόσα ἄλλα, λαμπερά...
Ἡ τελευταία φορά πού συναντήθηκαν πρόσωπο μέ πρόσωπο ἦταν στήν Ἐδέμ ἐκεῖνο τό τραγικό δειλινό. Τότε πού ὁ οὐράνιος Πατέρας τόν ἀναζητοῦσε μέ πόνο, κι ἐκεῖνος, ἀντάρτης καί προδότης ἀπέναντι στήν ἀγάπη του, προσπαθοῦσε νά τοῦ κρυφτεῖ καί νά τοῦ ξεφύγει. Κι ὅταν ἡ πύλη τοῦ παραδείσου ἔκλεισε βαριά πίσω ἀπό τούς παραβάτες, τούς ντυμένους μέ τά δέρματα τῆς ντροπῆς, τό ἐγωιστικό πεῖσμα καί ὁ παραλογισμός τους ἀντί νά λουφάξουν θέριεψαν, ἐνῶ ἡ ἐνοχή μα­στίγωνε πλέον ἄγρια τίς ψυχές τους.
Ἔτσι, ὁ Κύριος καί οἱ ἐντολές του, ἀγκάθια πού μάτωναν τά πονηρά τους «θέλω», τούς ἔγιναν ἀπεχθῆ καί τά μίσησαν κρυφά ἤ καί ὁλοφάνερα. Νά πῶς ἀποδίδει ὁ ἐμπνευσμένος ποιητής Γ. Βερίτης τήν ἀντίδραση τοῦ πεσμένου ἀνθρώπου ἀπέναντι στόν ἅγιο Θεό:
«Δέ θά σέ ποῦμε πιά Πατέρα,
δέ θά σέ ποῦμε Πλάστη πιά·
ποθοῦμε λευτεριᾶς ἀγέρα,
κοντά σέ σένα εἶν’ ἡ σκλαβιά.
Θεέ, τραβήξου ἀπό μπροστά μας,
σκιάχτρο τοῦ νοῦ καί τῆς ψυχῆς.
…………………………………...
Φύγε, Θεέ! ποιός τὄπε; πλάνη
πώς κυβερνᾶς τόν κόσμο ἐσύ·
ὕλη καί δύναμη μᾶς φτάνει
γιά μιά ζωή γλυκιά, χρυσή»1.
 Ὅμως μετά ἀπό τόσες καί τόσες παρόμοιες καί ἐπίσημες διακηρύξεις, γιατί τώρα αὐτός ὁ ἐπίδοξος… «Θεός» πλησιάζει ὄχι ἁπλῶς σεβαστικά ἀλλά συντε­τριμ­μένος τό θεῖο βρέφος;
 Εἶναι διότι κάτω ἀπό τά φανταχτερά του ἐνδύματα κρύβεται ἕνα σῶμα ὅλο κακοφορμισμένες πληγές καί ἕλκη, μιά ὕπαρξη πού καταρρέει καί φτιασιδώνεται γιά νά καλύψει τόν θάνατο πού τήν κατατρώει ἀνελέητα. Πραγματικά, μένει κανείς ἄναυδος: Ὁ ἄνθρωπος, «διαφωτισμένος», δήλωσε πανηγυρικά urbi et orbi ὅτι «ὁ Θεός δέν μᾶς χρειάζεται πιά!»· ὅτι ἡ περίφημη λογική του μποροῦσε νά ἀπαντήσει σέ ὅλα καί νά τόν ὁδηγήσει στήν εὐτυχία. Ὅμως πόσο κράτησε αὐτή ἡ εὐφορία; Οὔτε διακόσια χρόνια. Πάνω στήν πρώτη της κορύφωση, στόν 20ό αἰ., σάρωσαν τόν κόσμο οἱ δύο πρῶτοι στήν ἱστορία παγκόσμιοι πόλεμοι μέ ἑκατομμύρια θύματα, πού τούς ὀργάνωσαν καί τούς κατηύθυναν τά πιό ἀναγνωρισμένα μυαλά, ἐργαστήρια καί μέθοδοι. Καί μή βιάζεστε! Τά χειρότερα μᾶς περιμένουν μόλις παρακάτω· ἀκούγονται κιόλας τά πρῶτα τους ἀνατριχιαστικά κροταλίσματα…
 Ὁ ταλαίπωρος λοιπόν ψευδεπίγραφος, μετέωρος, αὐτοκαταστροφικός «Θεός», ὁδηγεῖ τά βήματά του στή φάτνη τῆς Βηθλεέμ, ἱκετεύοντας μέ δάκρυα καυτά τόν ἀληθινό Θεό, ὁ ὁποῖος σαρκώνεται ἀπό τή λαχτάρα Του νά τόν βοηθήσει, γιά μετάγγιση καί νόημα ζωῆς.
Θά μοῦ πεῖς βέβαια: Καί ποῦ βλέπεις τόν ἄνθρωπο νά ἔρχεται μετανιωμένος προσκυνητής καί ἱκέτης στή φάτνη τοῦ Χριστοῦ; Σήμερα ἡ ἀποστασία ἀπό τήν πίστη σέ παγκόσμια κλίμακα εἶναι πιά καθεστώς. Συνωστισμός στήν «πλατεῖαν πύλην»· ποιοί παίρνουν τόν δρόμο τοῦ Σταυροῦ; Ποιοί ἐνδιαφέρονται;…
 Ὅμως ὄχι, μή σκέφτεσαι ἔτσι. Δέν μετράει ἔτσι ὁ Θεός. Θές νά μάθεις πῶς στ’ ἀλήθεια μετράει;
«Νά κάνεις ἀκούραστα τό καλό. Ἄν θυμηθεῖς τή νύχτα, ὅταν πέφτεις νά κοιμηθεῖς, πώς “δέν ἔκανα ἐκεῖνο πού ’πρεπε”, τότε νά σηκωθεῖς ἀμέσως καί νά τό κά­νεις. Ἄν γύρω σου οἱ ἄνθρωποι εἶναι κακοί κι ἀναίσθητοι καί δέ θελήσουν νά σ᾽ ἀκούσουν, τότε νά πέσεις μπροστά τους στά γόνατα καί νά τούς ζητήσεις συγγνώμη, γιατί, μά τήν ἀλήθεια, φταῖς καί σύ πού δέ θέλουν νά σ’ ἀκούσουν. Κι ἄν ἐξα­γρι­ωθοῦν τόσο πολύ πού νά σοῦ εἶναι ἀδύνατο νά τούς μιλήσεις, τότε νά τούς βοηθᾶς σιωπηλά καί ταπεινά, χωρίς νά χάνεις ποτέ σου τήν ἐλπίδα. Κι ἄν σέ παρατήσουν ὅλοι καί σέ διώξουν μέ τή βία, τότε, ὅταν θά μείνεις μόνος, πέσε στό χῶμα καί φίλη­σέ το, βρέξε το μέ τά δά­κρυά σου, καί ἡ γῆ θά δώ­σει καρ­πούς, ἔστω κι ἄν δέ σέ δεῖ καί δέ σ’ ἀκούσει κανένας στήν ἀ­πο­μόνωσή σου. Νά πιστεύεις ὥς τό τέλος, ἔστω κι ἄν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῆς γῆς χά­να­νε τήν πίστη τους κι ἔμε­νες μονάχα ἐσύ πι­στός: Πρό­σφερε τή θυ­σία σου καί τότε καί ὕ­μνησε τόν Θεό ἐσύ, ὁ μόνος πού ἔμεινες.
 Κι ἄν συ­να­ντή­σεις ἄλ­­­λον ἕναν σάν καί σέ­να, νά ἀ­μέσως ἀ­μέ­σως ἕ­νας ὁ­­­λά­κερος κό­σμος, ἕνας κό­­­σμος ζώ­σης ἀ­γά­­πης. Ἀ­γκαλιασ­τεῖ­τε τό­­­­τε καί ὑ­μνῆ­στε τόν Κύριο: για­τί ἡ ἀ­λή­θεια Του ἐκ­πληρώ­θη­κε ἔ­­στω καί μέ σᾶς τούς δυό μο­νά­χα...»2.
Κατάλαβες, ἀδελφέ μου;
Εὐλογημένα Χριστούγεννα!

Εὐ. Ἀλ. Δάκας


1. Γ. Βερίτη, Ἅπαντα ποι­ή­μα­τα (ἀπό τό ποίημα Τρεῖς φωνές), Ἀθῆναι 51982, σ. 72.
2. Φ. Ντο­στο­γιέβσκη, Ἀ­δελφοί Κα­­ραμαζόβ, τ. 2, μτφρ. Ἀ. Ἀλεξάνδρου, Ἀ­θή­να 1990, σσ. 256-257.