Ἡ εὐεργετημένη

 samaritan Δέν πέρασαν σαράντα χρόνια ἀπό τά γεγονότα τοῦ Γολγοθᾶ καί τῆς ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ. Οἱ μεγάλοι ἀπόστολοι Πέτρος καί Παῦλος εἶχαν παραδώσει πιά τήν «παρακαταθήκην» μέ τή μαρτυρία τους καί τό μαρτύριο. Τήν παρέλαβαν μέ ἱερότητα οἱ πιστοί. «Πάντες οἱ θέλοντες εὐ­σεβῶς ζῆν διωχθήσονται».
  Βρισκόμαστε στά 66 μ.Χ. Σκλη­ροί οἱ διωγμοί τοῦ Νέρωνα. Δέν δείλιασαν οἱ χρι­στιανοί. Μέ παρρησία ὁμολογοῦσαν Θεό τους τόν Ἰησοῦ Χριστό. Ποῦ νά φανταζόταν ὁ ἀμείλικτος αὐτοκράτορας ὅτι θά συναντοῦσε τόση γενναιό­τη­τα, τό­ση ἀντίσταση; Ταράχτηκε σάν εἶδε τή Ρώ­μη νά σείεται ἀπό πλῆθος ἀνθρώπων πού δήλωναν ὅτι εἶναι χριστιανοί. Πῶς τόλμησαν; Ποιός κινοῦσε ὅλα αὐτά τά πλήθη; Μέ ποιό θράσος εἰ­σόρμησαν μέσα στό παλάτι του; Ἀπόρησε!
-Ἀπό ποῦ καταφθάσατε ὅλοι ἐσεῖς; Μπροστά του μία γυναίκα, μέ ἁπλότητα, ἀλλά καί σταθερότητα τοῦ ἀπάντησε:
-Ἀπό τήν Καρθαγένη τῆς Ἀφρικῆς.
-Ποιά εἶ­σαι καί τί ζητᾶς ἐδῶ;
-Λέγομαι Φωτει­νή. Εἶμαι ἀπό τή Συ­χάρ τῆς Σαμάρειας.
-Βλέ­πω ἔχεις πλάι σου τόν ἀρχιστράτηγό μου τόν Βίκτωρα, πού ἀνέδειξε νικητή τόν ρωμαϊκό στρατό ἐ­ναντίον τῶν Ἀράβων.
-Εἶναι γιός μου, Βασιλιά.
-Καί εἶ­στε ὅλοι ἐσεῖς χριστιανοί; ἀναφώνησε μέ θυμό.
-Κι ἐσύ, Δού­κα Σεβαστιανέ;
-Μάλιστα, Σεβαστέ μου. Ἔζη­σα θαυμαστά πράγματα κοντά τους. Μακάρι νά ἀξιωνόσουν κι ἐσύ!
-Τό γνωρίζετε ὅτι κινδυνεύει ἡ ζωή σας; Γιατί ἤρθατε ἐ­δῶ;
- Γιά νά σοῦ διδάξου­με τόν Χριστό. Ὅλη ἡ Καρθαγένη ἔχει δεχτεῖ τή διδασκαλία Του, ἀπάντησε τολμηρά ἡ Φω­τεινή.
  Μαζί της -ἕτοιμοι γιά κάθε θυ­σία- οἱ δύο γιοί της καί οἱ πέντε ἀδελφές της· ὅ­λοι μέ ὀνόματα χριστιανικά, φωτεινά. Φωτεινός -ὁ πρώ­ην Βίκτωρ- καί Ἰωσῆς καί Ἀνατολή, Φω­τώ, Φωτίς, Παρασκευή καί Κυριακή. Ὅλοι μπῆκαν μέ χαρά στήν περιπέτεια τοῦ μαρτυρίου. Σκληρά τά βασανιστήρια. Δόθηκε ἐντολή νά τούς συντρί­- ψουν τά δάχτυλα μέ σφυριά. Νά τούς κόψουν τά χέρια στόν ἄκμονα. Νά τούς ποτίσουν μέ ἕνα μαγικό φαρμάκι. Νά τούς βγάλουν τά μάτια. Νά τούς ρίξουν σέ φαρμακερά φίδια. Ἀπό ὅλα ἔμεναν ἀ­βλα­βεῖς. Ἡ φυλακή τους εὐωδίαζε. Κο­ντά τους ἡ γλυκιά παρουσία τοῦ Κυρίου· τούς ἐνίσχυε, τούς χάριζε τή θεραπεία, τούς ἀνανέωνε. Τόσο πού ὅλοι θαύ­μαζαν καί πολλοί γίνονταν χριστιανοί.
  Ἀγανακτισμένος ὁ Νέρωνας ἔβαλε ἄλλο δαιμονικό σχέδιο στόν νοῦ του. Ἔ­δωσε ἐντολή νά προσφέρουν χρυσούς θρόνους καί κλίνες καί στολίδια χρυσά καί ζῶνες καί φορέματα πολύτιμα καί χρήματα πολλά στίς πιστές γυναῖκες. Ἔ­στει­λε ἔμπιστες γυναῖκες τῆς αὐλῆς του νά τίς καλοπιάσουν, νά τίς δελεάσουν. Ἡ θαυμαστή Φωτεινή ὅμως εἶχε Θησαυρό γιά νά διαλέξει. Στίς εἰδωλο­λά­τρισσες γυναῖκες διέκρινε τό γόνιμο κομμάτι γῆς, πού ἦταν ἕτοιμο νά δεχτεῖ τόν πολύτιμο αἰώνιο σπόρο.
Ἔτσι ἁπλά, ἥσυχα καί μέ ἀγάπη ξεδίπλωσε μπροστά τους τήν ὑπέροχη συνά­ντησή της μέ τόν Χριστό. Πῶς νά βρεῖ λέξεις νά τούς μιλήσει γιά τό σκοτάδι της, τήν ἁμαρτία της, τήν προηγούμενη ζωή της τήν τόσο χωμάτινη; Πῶς νά τούς συστήσει Ἐκεῖνον πού τόσο διακριτικά τήν πλησίασε στό πηγάδι τοῦ Ἰα­κώβ μέσα στό καταμεσήμερο; Ἁπλοϊκή ἡ σκέψη της... λίγο νερό νά ξεδιψάσει ζήτησε! Κι ὁ Χριστός εἶχε νά τῆς δώσει «πηγὴ ὕδατος ἁλ­λομένου εἰς ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον». Τή θερά­πευ- σε! Τήν εὐεργέτησε! Πῶς νά τό κρύψει; Διεισδυτικά τῆς ξεσκέπασε κρίματα, ἐνοχές, πράξεις, ὅλη τήν ἁμαρτωλή προσωπική της ζωή, κα­θώς πέντε ἄνδρες εἶ­χε... Αἰφνιδιάστηκε. Μέσα στίς στάχτες τῆς βρό­μικης ζωῆς της -κάπου βαθιά- ἀ­να­στήθηκε μία μι­κρή φλογίτσα: ὁ πόθος γιά τόν Θεό, ἡ ἀναζήτηση γιά τόν τόπο τῆς λατρείας Του, γιά τόν τρόπο τῆς προ­­σευχῆς.
  Οἱ γυναῖκες τήν παρακολουθοῦσαν ἔκ­θαμβες. «Ξέρω ὅτι θά ἔρθει ὁ Μεσσί­ας», τοῦ εἶπα, «δηλα­δή ὁ Χριστός καί θά μᾶς τά ἐξηγήσει ὅλα». Ἡ ἀπάντησή Του ἀπο­καλυ- ­­πτι­κή: «Ἐ­γώ εἰμι ὁ λα­λῶν σοι». Τή συ­γκλό­­νισε! Μιά γεύση ἐ­λευθερίας, χα­ρᾶς, λύτρωσης τήν πλημμύρισε. Μιά ἀ­πό­φαση γιά μετάνοια καί ἀλ­λαγή. Καί μιά ὁρμή νά μάθουν ὅ­λοι οἱ συγ­χωριανοί της τό μεγά­λο μυστι­κό της. Νά σπεύσουν νά συναντήσουν τόν Σωτήρα Χριστό.
  Ἀλλοιωμένες πιά οἱ γυναῖκες ἀπό τή φωτεινή ἱστορία τῆς Ἁγίας ζήτησαν νά βαπτιστοῦν μέ τό ὅποιο κόστος.Ὀργισμένος ὁ Νέρων, γεμάτος μίσος, θέλησε νά μετατρέψει σέ στάχτη ὅλους τούς «ἐ­νο­χλητικούς» χριστιανούς μέσα σέ μία πυ­ρακτωμένη κάμινο. Μαζί τους ὅμως εἶχαν οἱ τρισόλβιοι τόν Παντοδύναμο Κύ­ριο, πού τούς εὐλογοῦσε: «Ἀνδρίζεσθε! Ἐγώ εἶμαι μαζί σας!». Ἄθικτους τούς ἄ­φησε ἡ φω­τιά.
Ἀκολούθησαν μέ ἀγριότητα ἀκρωτηριασμοί, φρικτές ἐκδορές, ὅλο καί πιό σκληρά βασανιστήρια. Καρτερικά καί μέ χαρά παρέδωσαν τήν ἁγία τους ψυχή μέ ἀποκεφαλισμό. Στίς 26 Φεβρουαρίου -τε­­λευταία ἀπό ὅλους- ἡ ἁγία Φωτεινή ἡ Σαμαρείτιδα εἶχε τό εὐφρόσυνο συναπά­- ντημα μέ τόν Εὐερ­γέτη της στοῦ Παραδείσου τίς αὐ­λές. Μέ­χρι τέλους Τόν δόξαζε πού ἦρθε στή ζωή της.
  Στῆς ζωῆς μας τό «φρέαρ» καρτερικά στέκεται ὁ Ἰησοῦς. Νά Τόν δοῦμε εὐχήσου, Ἁγία μας. Νά καθαρίσουμε ταπεινά τό «ἄ­ντλημα» τῆς ψυχῆς μας ὅ­πως ἐσύ, γιά νά ὑποδεχτεῖ «τήν πηγή» τῶν αἰω­νίων ἀγα­θῶν. Κι ὅσο θά μᾶς κα­ταδι­ώκει τῆς ἀγάπης Του ἡ πα­­- ρουσία, νά σοῦ καταθέ­του­με: «Οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πι­στεύ­ομεν· αὐτοὶ γὰρ ἀ­κη­κό­α­μεν καὶ οἴδαμεν ὅτι οὗ­τός ἐστιν ἀλη­θῶς» ὁ δικός μας Σωτήρας.

Οὐρανοδρόμος

"'Απολύτρωσις", Φεβρ. 2024