Ἡ προκοπή τῶν πιστῶν τῆς νεοσύστατης ἐκκλησίας τῆς Θεσσαλονίκης πλημμυρίζει τήν καρδιά τοῦ Παύλου μέ εὐχαριστία. Γράφοντας «εὐχαριστοῦμεν τῷ Θεῷ πάντοτε περὶ πάντων ὑμῶν μνείαν ὑμῶν ποιούμενοι ἐπὶ τῶν προσευχῶν ἡμῶν» (1,2), ἀφήνει νά ξεχυθεῖ ὅλη ἡ ἀγάπη πού ἔτρεφε γιά τίς ψυχές πού ἐν Χριστῷ ἀναγέννησε.
Ὅταν ἕνας πατέρας ἀκούει ὅτι τά παιδιά του, πού βρίσκονται μακριά του, γλύτωσαν ἀπό ἕναν μεγάλο κίνδυνο καί προκόβουν στή ζωή τους, χαίρεται καί εὐχαριστεῖ τόν Θεό. ῎Ετσι καί ὁ Παῦλος, ὅταν πληροφορεῖται ἀπό τόν Τιμόθεο ὅτι οἱ Θεσσαλονικεῖς μέσα στόν διωγμό καί τούς κινδύνους ἔμειναν σταθεροί στήν πίστη καί προοδεύουν πνευματικά, εὐχαριστεῖ τόν Θεό.
᾿Εκτός ἀπό τήν ἐσωτερική ἀνάγκη πού αἰσθάνεται ὁ Παῦλος, ἡ εὐχαριστία του πρός τόν Θεό ἐξυπηρετεῖ καί παιδαγωγικούς σκοπούς: α) Οἱ πιστοί, ἀκούγοντας ὅτι ἡ προκοπή τους γίνεται ἀφορμή εὐχαριστίας, ἐνθαρρύνονται. β) Δέν καλλιεργεῖται μέσα τους ἡ ὑπερηφάνεια, διότι ἀποδίδεται κάθε τους κατόρθωμα στόν Θεό. ῾Ο ἀπόστολος «σέ εὐχαριστία μετασχηματίζει τόν ἔπαινο», σχολιάζει ὁ Θεοδώρητος καί ὁ ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ ὅτι ὁ ἀπόστολος προτιμᾶ, ἀντί νά ἐπαινέσει τούς ἴδιους τούς χριστιανούς, νά εὐχαριστεῖ γι᾿ αὐτούς τόν Θεό. Μέ τόν τρόπο αὐτό τούς διδάσκει νά μένουν στίς ἐπιτυχίες τους ταπεινοί, ἔχοντας τό φρόνημα ὅτι ὅλα ἐπιτυγχάνονται μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ· «τῆς τοῦ Θεοῦ δυνάμεώς ἐστι τὸ πᾶν». γ) ᾿Επιπλέον, οἱ πιστοί ἐνισχύονται στίς κακοπάθειές τους. Ἔμμεσα ὁ Παῦλος τούς διδάσκει ὅτι οἱ διωγμοί καί οἱ θλίψεις τους δέν πρέπει νά εἶναι αἰτία στενοχώριας ἀλλά εὐχαριστίας πρός τόν Θεό· εἶναι μιά τιμή πού τούς κάνει ὁ Θεός (βλ. Φι 1,29). Φανερώνει ὅτι δέν τούς ἐγκατέλειψε, ἀλλά ὅτι τούς παρακολουθεῖ καί τούς κατευθύνει.
Ἡ ἀπέραντη ἀγάπη του κάνει ἀδιάλειπτη τήν προσευχή του γι᾿ αὐτούς. Μνημόνευε τούς μαθητές του ὅλους μαζί καί ἕναν-ἕναν ξεχωριστά. ῾Η ἱεραποστολική του καρδιά ἔβρισκε ἀνάπαυση σ᾿ αὐτήν τήν προσευχή, διότι ἦταν ἕνας τρόπος νά συνεχίζει κι ἀπό μακριά τό ἔργο του, νά συνδέει τούς πιστούς μέ τόν Θεό πού τούς δίδαξε. Εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικό ὅτι στό πρῶτο κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης ὑποδεικνύεται αὐτή ἡ μορφή τῆς προσευχῆς, ἡ μνημόνευση ὀνομάτων. Φαίνεται ἁπλή, εἶναι ὅμως πολύ οὐσιαστική καί ἀναγκαία. Σ᾿ αὐτή τήν προσευχή μᾶς καλεῖ ἡ ᾿Εκκλησία κατά τή Θ. Λειτουργία, μνημονεύοντας «καὶ ὧν ἕκαστος κατὰ διάνοιαν ἔχει».
Τή χαρά τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί τήν ἀγωνία του ἔνιωθαν καί συμμερίζονταν καί οἱ δύο ὁμόψυχοι συνεργάτες του Σίλας καί Τιμόθεος. Καί ἡ δική τους προσευχή ἦταν μία ἀδιάλειπτη εὐχαριστία γιά τήν προκοπή τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου καί μία ἀναφορά μπροστά στόν Θεό ὅλων τῶν πιστῶν, τούς ὁποίους ἐξάλλου προσωπικά εἶχαν γνωρίσει.
Εἶναι μεγάλο πράγμα νά μάθουμε νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό. ῾Η εὐχαριστία εἶναι ἔκφραση τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς τοῦ πιστοῦ πού ζεῖ τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ καί ἀναπνέει συνεχῶς τή θεία χάρη. Εἶναι μιά ἐσωτερική παρόρμηση τῆς ψυχῆς, πού ἀναγνωρίζει τίς ἀναρίθμητες εὐεργεσίες Του στή ζωή. Δυστυχῶς, συνηθίσαμε νά θυμόμαστε τόν Θεό μόνο στίς ἀνάγκες καί στίς θλίψεις πού συναντοῦμε. Στίς προσευχές μας συνήθως τόν παρακαλοῦμε γιά τίς τόσες ἀνάγκες μας καί ζητᾶμε τή βοήθειά του· λίγες φορές θυμόμαστε νά τόν εὐχαριστήσουμε.
Καί βέβαια δέν εἶναι κακό νά ζητᾶμε ἀπό τόν οὐράνιο Πατέρα μας. ῎Ισα-ἴσα ὁ ἴδιος μᾶς τό συνιστᾶ: «Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν» (Μθ 7,7). «Πάντα ὅσα ἐὰν αἰτήσητε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες, λήψεσθε» (Μθ 21,22), μᾶς βεβαιώνει. Εἶναι ὅμως πολύ ὡραῖο νά μάθουμε νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό. ῞Οταν συνεχῶς μόνο ζητᾶμε στήν προσευχή, δείχνουμε πόσο φτωχοί καί μικρόψυχοι εἴμαστε. ῞Οταν εὐχαριστοῦμε, δείχνουμε πώς ἔχουμε πλούσια καρδιά. Τό παράδειγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου μᾶς διδάσκει ὅτι ὅλοι ὅσοι νιώθουν τίς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ στή ζωή τους ἔχουν εὐαίσθητη κι εὐγνώμονη καρδιά καί συνεχῶς εὐχαριστοῦν τόν Θεό.
῞Οσες εὐχαριστίες καί ἄν προσφέρουμε, βέβαια, στόν Θεό, δέν εἶναι ἀρκετές μπροστά στίς μεγάλες εὐλογίες καί δωρεές του. Θυμηθεῖτε αὐτό πού λέμε στήν ᾿Ακολουθία τοῦ ᾿Ακαθίστου ῞Υμνου: «Ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ᾠδὰς ἂν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε, οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον ὧν δέδωκας ἡμῖν» (Δ´ Στάσις). ῎Εχουμε πολλούς λόγους νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό. «Χρωστοῦμε στόν Θεό», λέγει ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, «ἕναν ἄνθρωπο καί ἕναν Θεό». ᾿Αφῆστε τή σκέψη σας νά τό μελετήσει αὐτό... ᾿Από τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς μας μέχρι τά νύχια τῶν ποδιῶν ἀνήκουμε στόν Θεό. Αὐτός μᾶς ἔπλασε. Χρωστοῦμε στόν Θεό ἕναν ἄνθρωπο. ᾿Αλλά τοῦ χρωστοῦμε καί ἕναν Θεό, γιατί ἕνας Θεός, ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, θυσιάσθηκε γιά μᾶς, γιά νά μᾶς ἀναδημιουργήσει, νά μᾶς ἀναπλάσει, γιά νά μᾶς χαρίσει τή σωτηρία. ῾Ως δεῖγμα τῆς εὐγνωμοσύνης μας νά δώσουμε τόν ἑαυτό μας στόν Θεό. Νά τόν θυμόμαστε πάντα καί νά τόν εὐχαριστοῦμε ἀκατάπαυστα. Νά τόν εὐχαριστοῦμε γιά ὅ,τι καλό δίνει σέ μᾶς ἀλλά καί σέ ὅλους τούς ἀγαπητούς μας, ὅπως κάνει ἐδῶ ὁ Παῦλος πού εὐχαριστεῖ τόν Θεό γιά τήν προκοπή τῶν Θεσσαλονικέων.
Στέργιος Ν. Σάκκος
"Ἀπολύτρωσις", Μάρ. 2024