Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τελειώνοντας τήν πρώτη του Ἐπιστολή πρός τούς Θεσσαλονικεῖς, γράφει σέ πρῶτο ἑνικό ἀριθμό, δίνοντας ἔτσι καί ἕναν προσωπικό τόνο καί μιά ἰδιαίτερη βαρύτητα στόν λόγο του: «῾Ορκίζω ὑμᾶς τὸν Κύριον ἀναγνωσθῆναι τὴν ἐπιστολὴν πᾶσι τοῖς ἁγίοις ἀδελφοῖς» (5,27).
Ἀπευθύνεται στούς προϊσταμένους τῆς ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι καί παρέλαβαν τήν Ἐπιστολή ἀπό τόν μεταφορέα τοῦ Παύλου. Ζητᾶ ὁπωσδήποτε νά τή διαβάσουν σέ ὅλα τά μέλη τῆς ἐκκλησίας. Δέν θά ἦταν ἀρκετό, παρατηρεῖ ὁ Ζιγαβηνός, νά μεταφέρουν οἱ προϊστάμενοι στούς πιστούς τό περιεχόμενο τῆς ᾿Επιστολῆς. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος ἤθελε νά τήν ἀκούσουν ὅλοι ὅπως ἀκριβῶς τήν ἔγραψε.
Μέ τήν παραγγελία του αὐτή ὁ ἀπόστολος τονίζει τή σπουδαιότητα τῆς ᾿Επιστολῆς -εἶναι ἕνα θεόπνευστο κείμενο- καί ἐκφράζει τή μεγάλη του ἐπιθυμία νά ἐπικοινωνήσει ὄχι μόνο μέ λίγους ἀλλά μέ ὅλους τούς χριστιανούς τῆς Θεσσαλονίκης. Γνώριζε τήν ἀγάπη τους γιά τό πρόσωπό του, τήν ἀγωνία τους, πόσο πολύ θά χαιρόντουσαν νά μάθουν νέα του. ῾Η ᾿Επιστολή ἦταν κατά κάποιον τρόπο μιά ἐπίσκεψή του στή Θεσσαλονίκη· κανείς δέν θά ἤθελε ἀσφαλῶς νά τή χάσει καί ὅλοι ἔπρεπε νά ὠφεληθοῦν ἀπ᾿ αὐτήν.
Ἐκτός αὐτοῦ τό αἴτημα αὐτό τοῦ Παύλου καθιερώνει τήν εὐλογημένη τακτική τῆς Ἐκκλησίας νά διαβάζονται τά κείμενα τῶν Ἀποστόλων -Εὐαγγέλια καί Ἐπιστολές- στίς συνάξεις τῶν πιστῶν, ὅπως διαβάζονταν καί τά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Πολύ γρήγορα τά ἀποστολικά κείμενα ἀπό τίς τοπικές ἐκκλησίες στίς ὁποῖες ἀπευθύνονταν διαδόθηκαν μέ ἀντίγραφα καί σέ ἄλλες ἐκκλησίες. Αὐτό τό σύστηναν καί οἱ ἴδιοι οἱ Ἀπόστολοι, ὅταν ὅριζαν ὡς παραλῆπτες πολλές ἐκκλησίες μιᾶς εὐρύτερης περιοχῆς. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος π.χ. ἀπευθύνεται στούς πιστούς «Πόντου, Γαλατίας, Καππαδοκίας, ᾿Ασίας καὶ Βιθυνίας» (Α΄ Πέ 1,1). Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναθέτει προσωπικά στούς ἡγέτες τῆς ἐκκλησίας τῶν Κολοσσῶν, Νυμφᾶ καί Ἄρχιππο, νά μεριμνήσουν ὥστε νά διαβαστεῖ ἡ Ἐπιστολή καί στήν ἐκκλησία τῆς Λαοδικείας, καθώς καί στή δική τους ἐκκλησία νά διαβαστεῖ ἡ πρός ᾿Εφεσίους (βλ. Κλ 4,16).
Ἔτσι μέ τή συνεχῆ ἀνάγνωση πολλοί τά μάθαιναν ἀπέξω καί ἄλλοι κρατοῦσαν ἀντίγραφο γιά κατ᾿ ἰδίαν μελέτη. Τό κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης γίνεται, μ’ αὐτόν τόν τρόπο, κανόνας καθημερινῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἕνας ζωντανός μάρτυρας, σέ ἀντίθεση μέ τούς βουβούς μάρτυρες πού εἶναι τά χειρόγραφα τῶν βιβλιοθηκῶν.
῾Η Καινή Διαθήκη διαφέρει ἀπό ὅλα τά ἄλλα φιλολογικά ἔργα. Δέν γράφτηκε γιά νά τοποθετηθεῖ στίς βιβλιοθῆκες, ἀλλά γιά νά τή χρησιμοποιοῦν καθημερινά ὅλοι οἱ πιστοί στή λατρεία, στήν κατήχηση καί στήν κατ᾿ ἰδίαν μελέτη. Σημαντική εἶναι ἡ πληροφορία τοῦ μάρτυρα καί ἀπολογητῆ ᾿Ιουστίνου, 2ου μ.Χ. αἰ., ὅτι κάθε Κυριακή ὅλοι ὅσοι μένουν στίς πόλεις καί στήν ὕπαιθρο συγκεντρώνονται στίς συνάξεις «καί τά ἀπομνημονεύματα τῶν ἀποστόλων (δηλ. τά Εὐαγγέλια καί οἱ ᾿Επιστολές) ἤ τά συγγράμματα τῶν προφητῶν (ἡ Παλαιά Διαθήκη) ἀναγινώσκονται μέχρις ἐγχωρεῖ».
῾Η ᾿Εκκλησία φρόντισε γιά τή διάδοση τοῦ ἱεροῦ κειμένου, παράλληλα ὅμως στάθηκε ἄγρυπνος φρουρός γιά νά διατηρηθεῖ ἀκέραιο καί ἀναλλοίωτο αὐτό τό θεόπνευστο κείμενο. Καί ὅπως ἀγωνίστηκε ἡ ᾿Εκκλησία νά φυλάξει ἀπαραχάρακτα τά δόγματά της, μέ τό ἴδιο ἐνδιαφέρον φρόντισε νά διασφαλίσει τήν πηγή τῶν δογμάτων της, τήν ἁγία Γραφή. ῎Ετσι μᾶς ἐγγυᾶται ὅτι τά 27 βιβλία πού κατέχει εἶναι τά μοναδικά γνήσια, κανονικά, ἀλλά καί θεόπνευστα καί ἀλάθητα βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης.
᾿Αποτελεῖ αὐθεντία μοναδική καί ἐγγύηση πολύτιμη τό γεγονός ὅτι ἡ ἁγία Γραφή παραδόθηκε στήν ᾿Εκκλησία καί παραλήφθηκε ἀπό αὐτήν ὄχι μόνη της, ἀλλά μαζί μέ τό Μυστήριο. ῾Η μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική ᾿Εκκλησία, πού ἔχει τήν ἀδιάκοπη διαδοχή καί ὑπάρχει ἀκατάπαυστα καί ἀδιάλειπτα ἀπό τήν Πεντηκοστή μέχρι σήμερα, εἶναι αὐτή πού παρέλαβε ἀπό τούς Ἀποστόλους τά ἱερά κείμενα καί τά παρέδωσε στίς κατά τόπους ἐκκλησίες. Εἶναι αὐτή πού πολλαπλασίασε, διακίνησε τά ἀντίγραφα τῶν πρωτοτύπων κειμένων καί ἐγγυᾶται γιά τήν ἀκρίβειά τους μέ τούς ἁγίους πατέρες. Οἱ θεοφόροι αὐτοί διδάσκαλοι ἀντέκρουσαν τίς κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν ἀντιτάσσοντας τήν ἀλήθεια τῶν ἁγίων Γραφῶν, πού εἶχε στή διάθεσή της ἡ ᾿Εκκλησία.
Στέργιος Ν. Σάκκος
"Ἀπολύτρωσις"
Τεῡχος Μαϊου 2024