Τί σημαίνει ἀπόστολος;

  paulΚαθώς φέτος στίς 23 καί 24 Ἰουνίου τιμοῦμε ἀντίστοιχα τό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς καί τό πρόσωπο τοῦ Παρακλήτου, ἐνῶ σχεδόν μαζί ἑορτάζουμε καί τή μνήμη τῶν ἁγίων ἀποστόλων, ὁ συνειρμός εἶναι πολύ ἰσχυρός: Οἱ μαθητές τοῦ Κυρίου, οἱ ὁποῖοι ἀποτέλεσαν γιά τόν χριστιανικό κόσμο τούς κορυφαίους διδασκάλους του, ἀναδείχθηκαν τέτοιοι ὄχι ἀπό τά ἕδρανα πανεπιστημιακῶν σχολῶν, ἀλλά μέσα ἀπό τή δημιουργική καί ἁγιαστική φωτιά τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
  Ἀλλά τί σημαίνει «ἀπόστολος»; Ἐπειδή στόν περιορισμένο αὐτόν χῶρο εἶναι ἀδύνατον ἔστω νά ψαύσουμε τήν ἔννοια τοῦ ἀποστόλου τοῦ Χριστοῦ, ἄς ὑπογραμμίσουμε τουλάχιστον ὅτι κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο τό πρῶτο χρέος ἑνός ἀποστόλου, ἡ πρώτη εὐθύνη πού ἀναλαμβάνει, εἶναι νά κηρύττει τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ «οὐ καθ’ ὑπεροχὴν λόγου ἢ σοφίας» (Α´ Κο 2,1). Τί θά πεῖ αὐτό; Θά πεῖ ὅτι τό ἀποστολικό κήρυγμα δέν πρέπει νά στηρίζεται σέ τίποτε τό ἀνθρώπινο· οὔτε στήν εὐφράδεια τοῦ κήρυκα οὔτε στήν εὐφυΐα του οὔτε στήν τελειότητα τῶν γνώσεών του. Τό ἀποστολικό κήρυγμα πρέπει νά στηρίζεται, ὀφείλει νά στηρίζεται, στό νά καταγ­γέλ­λει ἀποκλειστικά «Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον» (Α´ Κο 2,2). Πάνω στό θέμα αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶναι ἀπόλυτος: «Ἐκτός ἀπό τόν ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ Χριστό», γράφει στούς κορίνθιους μαθητές του, «"οὐ γὰρ ἔκρινα τοῦ εἰ­δέναι τι ἐν ὑμῖν", δέν θεώρησα σκόπιμο νά μάθετε κάτι ἄλλο». Καί πράγματι, τί ἄλλο νά μάθουν; Αὐτός πού, ὅπως λέει ρητῶς καί τό ἔδειξε μέ τή ζωή του, θεωρεῖ τά πά­ντα σκουπίδια μπροστά στόν Χριστό, αὐτός πού ζεῖ καί πεθαίνει γιά τόν Χριστό, τί ἄλλο νά διδάξει ἐκτός τοῦ Χριστοῦ; Καί ἐξάλλου, τί ἄλλο ὑπάρχει ἀντικειμενικά πού νά μπορεῖ νά συγκριθεῖ μέ τόν Χριστό;
*Μήπως ὁ κόσμος; Παρέρχεται, ὅπως παρέρχεται καί ἡ ἐπιθυμία του. Σύμφωνα μέ τή θεόπνευστη βιβλική διδασκαλία, πού σήμερα υἱοθετεῖ πλήρως καί ἡ ἐπιστήμη, κάποτε ὁ κόσμος μας -τόν ὁποῖο, σημειωτέον, ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ ἀρχαῖοι ἐξωβιβλικοί θεωροῦσαν θεό ἤ αἰώνιο- θά καταλυθεῖ, θά σβήσει.  
*Ὁ ἄνθρωπος; Μά καί ὁ ἄνθρωπος ἀκόμη ἔχει ἡμερομηνία λήξης. Καί τό ἐ­ρώτημα πού ἀνακύπτει ἐδῶ εἶναι ἀκόμη πιό τραγικό, διότι μᾶς ἀφορᾶ ἄμεσα: Ποιός ἀπό μᾶς, πού πήγαμε στ’ ἀστέρια κτλ., κτλ., μπορεῖ νά στηρίξει τή φτωχή ἀνθρώπινη ὕπαρξη, τήν ὥρα πού καταρρέει μπροστά στόν τάφο; Ἤ ποιός ἔστω μπορεῖ νά δώσει νόημα στίς μέρες καί στίς νύχτες μας καί νά μᾶς πεῖ ΓΙΑΤΙ ΖΟΥΜΕ; Ὑπάρ­χει κανείς; Κανείς...
*Ὁ Θεός; Ὁ Θεός, ὑπό τήν ἔννοια τῆς ἀπρόσωπης θεότητας ἤ τῆς ἀνώτε­ρης δύναμης ἤ ὁ Θεός τῶν θρησκειῶν εἶναι κάτι σκοτεινό, κάτι πού δέν ἀντέχει ἀπέναντι στό φῶς καί στή δόξα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅπως πολύ χαρακτηρι­- στικά ἔγραψε ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, «Ἡ ἀλήθεια, ἐάν δέν εἶναι ὁ Χριστός, δέν μοῦ χρειάζεται, εἶναι μόνο μία κόλασις. Τό ἴδιον εἶναι κόλασις καί ἡ δικαιοσύνη καί ἡ ἀγάπη καί τό ἀγαθόν καί ἡ εὐτυχία. Καί αὐτός ὁ Θεός, ἐάν δέν εἶναι ὁ Χρι­στός, εἶναι κόλασις. Δέν θέλω οὔτε τήν ἀλήθειαν ἄνευ τοῦ Χριστοῦ, οὔτε τήν δικαιοσύνην ἄνευ τοῦ Χριστοῦ, οὔτε τήν ἀγάπην ἄνευ τοῦ Χριστοῦ, οὔτε τόν Θεόν ἄνευ τοῦ Χριστοῦ!...».
  Ἀρκεῖ ὅμως νά εἶναι τό κήρυγμα λόγος περί τοῦ Χριστοῦ γιά νά εἶναι ἀποστολικό; Ὄχι, δέν ἀρκεῖ. Πολλές φορές κηρύττουμε μέν γιά τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ὁ λόγος μας, ὁ πλούσιος ἴσως λόγος μας, δέν μπορεῖ νά ἐπιδράσει στούς ἀκροατές, εἶναι ἀνενεργής, δέν ἔχει καμία δύναμη. Σήμερα τά κηρύγματα, τά βιβλία, οἱ διαλέξεις, οἱ ὁμιλίες γιά τόν Χριστό περισσεύουν στόν κόσμο τῆς πληροφορίας. Πόσα ὅμως ἀπ’ αὐτά συγκλονίζουν ἤ ἔστω ἀφήνουν κάτι εὐλογημένο στίς ψυχές;
  Γιά νά ἐπανέλθουμε στήν ἀρχή αὐτῶν τῶν σκέψεων, ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει ὅτι ὁ ἀπόστολος δέν καταφεύγει στήν ἀνθρώπινη σοφία γιά νά πείσει, ἀλλά στή δύναμη τοῦ ἁγίου Πνεύματος: Καί ὁ λόγος μου καί τό κήρυγμά μου «οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ’ ἐν ἀποδείξει πνεύματος καὶ δυνάμεως» (Α´ Κο 2,4). Ἡ φράση «ἐν ἀποδείξει πνεύματος καὶ δυνάμεως» ἀφορᾶ βέβαια στά ση­μεῖα πού ἐπιτελοῦσαν οἱ ἀπόστολοι, ἀλλά ὄχι μόνο σ᾽ αὐτά οὔτε κυρίως σ᾽ αὐτά. Ἄλλωστε, ἡ χάρη αὐτή τῶν σημείων δόθηκε πλούσια ἀπό τόν Κύριο στήν Ἐκκλησία στά πρῶτα της βήματα, ὥστε νά θεμελιωθεῖ καί νά στερεωθεῖ. Δέν ἐπρόκειτο νά διαρκέσει, καί στή συνέχεια πράγματι περιορίστηκε αἰσθητά. Τό Πνεῦμα τό ἅγιο χαριτώνει τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου καί τότε καί τώρα καί πάντοτε, ὥστε νά ἀνακαινίζει συνειδήσεις, νά ἀνασταίνει ψυχές. Αὐτό εἶναι τό μέγιστο θαῦμα, τό θαῦμα τῶν θαυμάτων. Καί πότε συμβαίνει; Ὅταν ὁ κήρυκας ἀφήνει τόν ἑαυτό του στά χέρια τοῦ Κυρίου ἄδειο ἀπό «θέλω» καί «ἐγώ», γιά νά τόν γεμίσει Ἐκεῖνος μέ τά δικά του. Τότε ἀκριβῶς, ὅταν ὁ κήρυκας φτάνει στό σημεῖο, ὅπως ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν, «νά μή λογαριάζει καθόλου τόν ἑαυτό του οὔτε νά θεωρεῖ πολύτιμη τή ζωή του» (Πρξ 20,24) μπροστά στό ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ, ὅταν δέν ζεῖ ὁ ἴδιος ἀλλά ζεῖ μέσα ἀπ’ αὐτόν ὁ Χριστός (βλ. Γα 2,20), τότε γίνεται ἀληθινός ἀπόστολός του. Καί τότε, ἀκόμη καί ἕνας νά εἶναι, μπορεῖ νά ὁδηγήσει στόν Κύριο ὁλόκληρες πόλεις καί λαούς.

Εὐ. Ἀλ. Δάκας 

"Ἀπολύτρωσις"

Τεῡχος Ἰουνίου-'Ιουλίου