Ναός Ἁγίων Πάντων

  churchcΕἴπαμε νά μετρήσουμε στόν χάρτη μας πόσους ἁγίους γέννησε ἡ πατρίδα μας καί γέμισε ὁ χάρτης φωτοστέφανα, τόσα πού πιά νά μήν ξεκρίνουμε μήτε τό πράσινο τῶν κάμπων μας μήτε τό γκρίζο τῶν βουνῶν μήτε τό γαλανό τῆς θά­λασ­σας, γιατί εἶχαν ὅλα σκεπαστεῖ μέ φῶς.
  Καί εἴπαμε: Τούτη ἡ πατρίδα εἶναι να­ός. Nαός Ἁγίων Πάντων ἡ Ἑλλάδα μας. Τό τέμπλο της θεμελιωμένο στά βουνά καί τό ἀναλόγι της στά κύματα πού τρα­γουδοῦν τά «Ἀλληλούια» καί τό Ἱερό της στίς ὀπές τῆς γῆς πού ἀνα­βλύ­ζουν κόκ­καλα ἁγίων πού σφαγιάστηκαν, κρυμμένα στίς ἅγιες Τράπεζες ὅπου σφαγιάζεται ὁ Ἀμνός.
  Ἀντιλαλοῦν ἀπ᾽ ἄκρη σ᾽ ἄκρη κάθε ὄρθρο τά καμπαναριά, θαρρεῖς νά τε­λει­ώσουνε μιά θεία Λειτουργία πού ἔμεινε δίχως «δι᾽ εὐχῶν» κείνη τή δακρυσμένη μέ­ρα στήν Ἁγια-Σοφιά. Κι ἀπ᾽ ἄκρη σ᾽  ἄ­κρη ἀκούγεται πρώτη κι ἀκροτελεύτια εὐ­χή: «Δι᾽ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡ­μῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός, ἐ­λέ­ησον ἡ­μᾶς...».
«Δι᾽ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡ­μῶν...». Ἔρχονται τότε στό Ἱερό οἱ ἅγιοι πατέρες μας, ἄγνωστοι καί γνωστοί, αὐτοί πού ξεριζώθηκαν ἀπό τή Μι­κρα­σία καί τόν Πόντο καί τήν Κύπρο μέ μπροστάρηδες τόν Γρηγόριο τῆς Κων­σταντινούπολης καί τόν Χρυσόστομο τῆς Σμύρνης καί τόν Πλάτωνα τῆς Χίου καί τόν Γερμανό τῆς Καστοριᾶς καί ὑ­ψώνουνε τά χέρια τους στό ἀρχιερατικό συλλείτουργο παρα­κα­λώντας γιά τόν τό­πο τους:
«Κύριε, Κύριε, ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἴδε καὶ ἐπίσκεψαι τὴν ἄμπελον ταύ­την καὶ κατάρτισαι αὐτήν... Κύριε, Κύριε...».
  Λυγίζει ἀπό τόν τροῦλο ὁ Παντο­κρά­τορας, ἐπικαμπτόμενος στίς ἱκεσίες τῶν ἁγίων του καί γονατίζει Σαμαρείτης πάνω ἀπ᾽ τήν ἑλληνίδα γῆ νά δέσει συγ­χω­ρη­τι­κά τά τραύματα καί τίς πληγές πού ἀνοί­γει στό κορμί της ἡ ἀφροσύνη μας.
  Κι ἡ Λειτουργία συνεχίζεται ἀέναα σέ πόλεις καί χωριά, σέ ξωκκλήσια καί περι­καλλεῖς ναούς, στούς κόμπους τοῦ σχοι­νιοῦ τῆς προσευχῆς τοῦ Ἄθωνα πού ἀγρυ­­­πνεῖ, ὅ­σο ἐμεῖς ἀνέγνωρα κοιμό­μα­στε τά πρω­ι­νά τῆς Κυριακῆς.
  Κι εἶναι αὐτή ἡ μόνη ἐλπίδα, γιά μᾶς τούς νήπιους συντρόφους τοῦ Ὀ­δυσσέα πού ἀγρυπνοῦσε νά γυρί­σει στήν πατρίδα του, γιά μᾶς πού μᾶς μαγέψανε τῆς λήθης οἱ λωτοί, ὅπως τήν Εὔα ὁ καρ­πός.
Εἶναι αὐτή ἡ μόνη ἐλπίδα μας... πώς δέν θά κλάψουμε ἄλλα χαμένα χώματα, πώς θά ἀντέξουμε νά ὑπάρχουμε πά­νω σ᾽ αὐτή τή γῆ. Γιατί ἐδῶ τελεῖται ἀέναα μιά θεία Λει­τουρ­γία σέ οὐρανό καί γῆ καί γί­νεται τό τέμπλο της ὅλο καί πιό μακρύ ζωγραφισμένο μέ τούς συγ­και­ρι­νούς ἁγί­ους τοῦ Θεοῦ, πα­τέ­ρες καί μητέ­ρες καί νεο­μάρ­τυ­ρες... Παΐσιο καί Πορ­φύ­ριο, Ἑ­λένη τῆς Σινώ­πης καί Σοφία καί Γερά­σιμο..., γιατί εἶναι τά χαρίσματα κι ἡ κλήση τοῦ Θεοῦ ἀμεταμέ­λη­τα, αὐτοῦ, τοῦ αἰ­ώ­νιου Ἀρ­χιε­ρέα, τοῦ Ἀμνοῦ πού ἔγρα­ψε τό Α στήν ἀρ­χή τῆς ἱστο­ρίας μας καί περι­μένει νά τε­λειώσει μία θεία Λειτουργία στήν Ἁ­για-Σοφιά, σφραγί­ζο­ντας τόν χρό­­­νο μέ τό Ω τῶν Δοξαστι­κῶν.
  Ὤ, τοῦ παραδόξου θαύ­μα­τος... Ὤ, τῆς ἀφράστου Σου ἀνο­χῆς, ὦ Δέ­σποτα. Ὦ βάθος πλούτου καί σοφίας καί συ­νέσεως καί γνώσεως Θε­οῦ, πού περιμένει νά τε­λει­ώσει ἡ ἀ­φρο­σύ­νη μας στό δά­κρυ τῆς μετά­νοιας!
  Ὦ Κύριε, ἡμάρτομεν, ἠ­δι­κή­σα­μεν, ἠνομήσαμεν. Ἀλλά μή πα­ραδώῃς ἡμᾶς εἰς τέλος, Κύριε, διά τό ὄνομά Σου τό ἅγιον καί διά Ἑλένην Σινω­πίτιδα, τήν ἠγαπη­μέ­νην ὑπό Σοῦ, καί διά Παΐσιον τόν δοῦ­λόν Σου καί Χρυσόστομον τόν ἅγιόν Σου. Ἀμήν!

Μ. Παστουρματζῆ

"Ἀπολύτρωσις",

Τεῡχος "Αὐγούστου-Σεπτεμβρίου", 2024