Τό πιό ἐκλεκτό θυμίαμα

Ἔκπληκτοι κοιτοῦν τόν σεβάσμιο λευΐτη οἱ στρατιῶτες. Γι᾿ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, λοιπόν, ξεσηκώθηκαν τόσοι ἱππεῖς κι ἔτρεχαν ὁπλισμένοι μέσα στή νύχτα μέ αὐστηρή τήν ἐντολή νά τόν βροῦν καί νά τόν συλλάβουν; Αὐτός τούς περίμενε χαμογελαστός, χαρούμενος. Τούς ἔστρωσε τό τραπέζι. Νά φᾶνε καλά, τούς εἶπε, καί νά στηριχθοῦν, γιατί κουράστηκαν πολύ μέχρι νά τόν ἀνακαλύψουν. Μήπως τά ᾿χε χαμένα ὁ γέροντας; Μήπως λάθεψε καί παρανόησε τό σκοπό τοῦ ἐρχομοῦ τους; Στά θηρία, στά βασανιστήρια θά τόν πήγαιναν, ὄχι στά ἀνάκτορα! Μά ὁ Πολύκαρπος ἤξερε πώς αὐτός εἶναι ὁ δρόμος γιά τό ἀνάκτορο τοῦ οὐρανοῦ. Πῶς νά μήν καλοδεχτεῖ αὐτούς πού θά τόν ὁδηγοῦσαν στόν βασιλέα του Χριστό;
 Τούς παρακάλεσε μόνο νά τοῦ δώσουν τήν ἄδεια, μέχρι αὐτοί νά ξαποστάσουν, ν᾿ ἀποσυρθεῖ γιά τελευταία φορά στό ἀγαπημένο του ἀνώγειο. Ἔμεινε ἐκεῖ δύο ὧρες. Μνημόνευσε, ὅπως μᾶς παραδίδει ἡ ἱστορία, ὅλους ὅσους συνάντησε στήν πορεία τῆς ζωῆς του, μικρούς καί μεγάλους, ἔνδοξους καί ἄσημους...
 Οἱ στρατιῶτες, φανερά λυπημένοι γιά τήν ἀποστολή πού εἶχαν ἀναλάβει, ἀνέβασαν τόν Πολύκαρπο πάνω σ᾿ ἕνα γαϊδουράκι καί τόν ἔφεραν στήν πόλη. Ἐκεῖ τόν περίμεναν ὁ εἰρήναρχος Ἡρώδης καί ὁ πατέρας του Νικήτης. Τόν πῆραν στήν ἅμαξά τους, κάθισαν δίπλα του καί προσπαθοῦσαν ἐπίμονα νά τόν πείσουν νά θυσιάσει στά εἴδωλα. Ἄκαρπες οἱ προσπάθειές τους.
 Ὁ Πολύκαρπος ὁδηγεῖται στό στάδιο. Μέ κραυγές γεμάτες ὀργή τόν ὑποδέχεται τό μανιασμένο πλῆθος:
 - Αὐτός εἶναι ὁ διδάσκαλος τῆς Ἀσίας!
 - Εἶναι ὁ πατέρας τῶν χριστιανῶν!
 - Ὁ καθαιρέτης τῶν θεῶν μας!
 - Αὐτός διδάσκει τά πλήθη νά μή θυσιάζουν καί νά μήν προσκυνοῦν τούς θεούς μας!
«Ἴσχυε, Πολύκαρπε, καί ἀνδρίζου· μετά σοῦ γάρ εἰμί», ἀντήχησε ἀπό τόν οὐρανό μία ἀλλιώτικη φωνή, πού τήν  ἄκουσαν μόνον οἱ χριστιανοί.
 Ὁ Πολύκαρπος τώρα στέκεται μπροστά στόν ἀνθύπατο.
 - Λυπήσου, γέροντα, τήν ἡλικία σου. Ὁρκίσου στήν τύχη τοῦ Καίσαρος. Πές «ἔξω οἱ ἄθεοι!».
 - Ἔξω οἱ ἄθεοι! εἶπε ὁ Πολύκαρπος ἀναστενάζοντας καί ὑψώνοντας τό βλέμμα του πρός τόν οὐρανό, ἀφοῦ πρῶτα ἔδειξε μέ τό χέρι του τό πλῆθος τῶν εἰδωλολατρῶν πού εἶχε ἀπέναντί του.
 - Νά καταρασθεῖς ἀμέσως τόν Χριστό! φώναξε ὀργισμένος ὁ ἀνθύπατος.
 - Ὀγδονταέξι χρόνια Τόν ὑπηρετῶ καί σέ τίποτε δέν μέ ἀδίκησε. Πῶς, λοιπόν, μπορῶ νά βλασφημήσω τόν βασιλέα καί σωτήρα μου;
 - Ἄν δέν μετανοήσεις, θά σέ ρίξω στά θηρία!
 - Κάλεσέ τα! Μετάνοια γιά μᾶς σημαίνει ἀπομάκρυνση ἀπό τό κακό καί στροφή πρός τή δικαιοσύνη. Εἶναι ἀδιανόητο νά μετανιώνει κανείς, γιά νά ξεπέσει ἀπ’ ὅ,τι καλύτερο σέ ὅ,τι χειρότερο.
 - Ἄν περιφρονεῖς, γέροντα, τά θηρία, θά διατάξω νά σέ καταφάει ἡ φωτιά.
 - Μέ ἀπειλεῖς μέ τή φωτιά πού καίει γιά λίγο κι ὕστερα σβήνει. Ἀγνοεῖς ὅμως τό πῦρ τῆς αἰωνίου κολάσεως, πού ἐπιφυλάσσεται γιά τούς ἀσεβεῖς.
 Σάστισε ὁ ἀνθύπατος μέ τό θάρρος τοῦ γέροντα, μέ τήν ἱλαρότητα τοῦ προσώπου του. Ὁ ὄχλος ὅμως ἔμενε ἀσυγκίνητος. Σύσσωμο σχεδόν τό στάδιο κραύγασε: «Νά καεῖ ζωντανός ὁ Πολύκαρπος!».
 Ἑτοιμάστηκε ἡ φωτιά μέ καταπληκτική ταχύτητα. Ἑτοιμάστηκε καί ὁ «εὐγενής κριός», διαλεγμένος ἀπό τό μεγάλο ποίμνιο τῆς ἐκκλησίας τῆς Σμύρνης, ὁλοκαύτωμα εὐπρόσδεκτο στόν Θεό.
Ἡ φωτιά ὅμως σεβάστηκε τόν πολιό γέροντα. Σχημάτισε καμάρα γύρω ἀπό τό ἅγιο σῶμα του καί δέν τολμοῦσε νά τό πειράξει. Μόνο εὐώδιασε ὁ τόπος, σάν νά καιγόταν στό λιβανωτό τό πιό ἐκλεκτό θυμίαμα.
Οἱ δήμιοι δέν ἄντεχαν ἄλλο τήν προσβολή καί τήν ἥττα τους. Μέ διαταγή τοῦ ἀνθυπάτου βυθίστηκε στό ἀνέγγιχτο ἀπό τή φωτιά σῶμα τό φονικό ξίφος. Ὁ ἅγιος διδάσκαλος καί ἐπίσκοπος Σμύρνης παρέδωσε γαλήνιος τό πνεῦμα του στόν βασιλέα του Χριστό.

Β. Ἀντωνίου

Πηγές:
1. Εὐσεβίου Καισαρείας, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 4,15· ΕΠΕ 2,43-61.
2. Τά μαρτύρια τῶν χριστιανῶν, ΕΠΕ 102-129.