Σάν κρύσταλλο

  goulacΠῆρε τόν δρόμο βιαστικά γιά τά μέ­ρη τῆς ὀρεινῆς, γιά τήν πόλη Ἰούδα καί τόν οἶκο Ζαχαρίου. Βιαζόταν, γιατί εἶχε ἕνα ἀσήκωτο μυστικό νά πεῖ στή συγγε­νῆ της. Δέν πρόλαβε ὅμως νά τῆς τό πεῖ, γιατί τό εἶπε πρώτη ἐκείνη, ἀλλά καί σ᾽ ἐκείνη εἶχε προλάβει νά τῆς τό πεῖ τό σκίρτημα τοῦ βρέφους μέσα της.
  «Πῶς γίνεται νά ἦρθε στό σπίτι μου ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου μου!». Κανείς πά­νω στή γῆ δέν μποροῦσε νά διανοηθεῖ τί εἶχε ἀρχίσει νά ἑτοιμάζεται ἀθόρυβα μέ­σα σ᾽ αὐτό τό ταπεινό σπίτι. Σ᾽ αὐτήν τή συγ­γε­νική ἐπίσκεψη πού κράτησε περίπου τρεῖς μῆνες, ἔζησαν μαζί ἥσυ­χα, καθημερινά οἱ δύο ἐξαδέλφες πού ἦταν ὅ,τι ἐ­κλεκτότερο γέννησε ὁ κόσμος. Ἡ μία ἦ­ταν ἡ Κεχαριτωμένη Μα­ρία. Ἡ ἄλ­λη ἡ Ἐλισάβετ «ἐκ τῶν θυγα­τέρων Ἀα­ρών», δίκαιη καί ἄμεμπτη σέ ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ.
Τά πρόσωπα μέσα σ᾽ αὐτό τό σπίτι δέν ἦταν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου στήν κα­θαρότητά τους. Ἡ Μαριάμ γέννησε Παρθένος, ἡ Ἐλισάβετ σέ μεγάλη ἡλικία καί στείρα.
Ἡ Μαριάμ θά γεννοῦσε τόν Ἰησοῦ, ἡ Ἐλισάβετ τόν Ἰωάννη ἕξι μῆνες νω­ρίτε­ρα. Ἡ πρώτη γέννησε τόν Ἕνα, ἡ δεύ­τε­ρη τόν μέγιστο ἀνάμεσα στά τέκνα τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Ἰησοῦς ἦταν τό Φῶς. Ὁ Ἰω­άννης τό λυχνάρι. Ἀλλά τόσο φωτεινό, πού σάν νά μήν εἶχε ἄλλη διαφορά παρά μόνον «ὅτι ὁ Κύριός του ἦ­ταν ὁ Πλάστης καί αὐτός τό πλάσμα», τόσο πολύ τοῦ ἔμοιαζε.
  Ἦταν τόση ἡ συμπύκνωση τῆς ἁγιότητας ὅλων τῶν προσώπων μέσα σ᾽ αὐ­τές τίς δύο οἰκογένειες, πού ἡ ἔκρηξη ἡ ὁ­ποία ἀκολούθησε ἦταν ἀσύλληπτη.Ἦταν μιά κοσμογονία, ἕνα δεύτερο «γενηθήτω φῶς», ἦταν ἡ γέννηση ἑνός καινούργιου κόσμου.
  Ἦταν τό Βάπτισμα!
  Τό σχέδιο ἦταν ἕτοιμο πρό καταβο­λῆς κόσμου. Μέσα ὅμως σ᾽ αὐτό τό ἥσυ­χο σπίτι φάνηκε ἀπό κεῖνο τό πρῶ­το σκίρτημα ποιός θά ἦταν ὁ ἄνθρωπος ὁ προορισμένος νά τό ὑπηρετήσει. Ὁ Κύριος ἦρθε γιά νά βαπτιστεῖ. Ἔπρεπε ὅ­μως νά βρεθεῖ καί ὁ ἄνθρωπος πού θά ἦταν ἄξιος νά τόν χειροθετήσει μέσα στά νερά τοῦ Ἰορδάνη. Καί αὐτός ἦταν ὁ Ἰω­άννης ὁ Βαπτιστής.
  Ἡ ἔκρηξη ἦταν τεράστια, διασάλευ­σε τή φυσική τάξη τοῦ σύμπαντος. Σχί­στη­καν οἱ οὐρανοί καί γιά πρώτη καί τε­λευταία φορά εἴδαμε θεοφάνεια τῆς Ἁ­γίας Τριάδος πάνω σ᾽ αὐτήν τή γῆ. Ὁ Υἱός μέσα στό ποτάμι ἄνθρωπος νά δέχεται τό Βάπτισμα ἀπ᾽ τά χέρια τοῦ Ἰω­άν­­νη. Τό Πνεῦμα «σωματικῷ εἴδει» σάν περιστέρι πάνω στό κεφάλι Του. Καί ὁ Πατέρας νά μιλάει μέ φωνή ἐξ οὐρανοῦ γιά τόν Υἱό Του τόν άγαπητό.
  Ὁ παλιός κόσμος γκρεμίστηκε. Ὁ Ἀδάμ ἐλευθερώθηκε ἀπ᾽ τήν πτώση, μέ­σα στά ἁγιασμένα νερά τοῦ Ἰορδάνη· «ὁ­μο­λογῶ ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁ­μαρ­­τιῶν».
Δέν ὑπάρχει ἄλλη πύλη γιά νά μπεῖ πλέον ὁ ἄνθρωπος στήν καινούργια ζωή, στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, στή ζωή τῆς σω­τηρίας.
  Ἡ Μαριάμ μετά ἀπό τρεῖς μῆνες     γύρισε στό σπίτι της. Ἡ ἐπίσκεψη στή  μητέρα τοῦ Βαπτιστῆ εἶχε τελειώσει. Στόν δρόμο δέν ἔβλεπες παρά μιά ἄση­μη ἄγνωστη ἑβραία γυναίκα νά βαδίζει σκυφτά γιά τό σπίτι της.
  Στόν ὁρίζοντα ὅμως εἶ­χε ἤδη ἀρχίσει νά ἀχνοφαίνεται ξανά ἐκεῖ­νο πού εἴχαμε χάσει. «Ἕνα ποτάμι γεμάτο μέ νερό ζω­ῆς λαμπρό σάν κρύσταλ­λο». Στά μέρη τοῦ παρα­δείσου. «Εἰς θε­ρα­πείαν τῶν ἐθνῶν».

Ζ.Γ.

"Ἀπολύτρωσις",

Τεῡχος Ἰανουαρίου 2025